
Για την ποιητική συλλογή του Νίκου Λάζαρη «Η ένταση είναι διαρκής» / «La tensione e costante» (μτφρ. Maria Allo σε συνεργασία με τον Σωτήρη Παστάκα, εκδ. Samuele Editore).
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
Επιλέγοντας ως τίτλο τη φράση Η ένταση είναι διαρκής, που χαρακτηρίζει απόλυτα τον τρόπο, τη μέθοδο και το αποτέλεσμα της συγγραφικής ενασχόλησης του Νίκου Λάζαρη, σε όλα τα πεδία στα οποία αυτός έχει επεκτείνει τη δημιουργική του δραστηριότητα, ο Σωτήρης Παστάκας, από κοινού με τη Maria Allo, παρουσίασαν στην Ιταλία ένα βιβλίο με μεταφρασμένα στα ιταλικά ποιήματα, σαράντα ένα συνολικά, από το έργο του Έλληνα ποιητή το οποίο προτάθηκε πρόσφατα για το Διεθνές Βραβείο Ποίησης «Camariore». Πρόκειται για μια σειρά ποιημάτων που δίνουν το στίγμα της μακράς παρουσίας του δημιουργού στα ελληνικά γράμματα και προέρχονται από τις συλλογές Ο βυθός της γκαζόζας, Το δάσος των εκρήξεων, Ερωτογράφημα, Τα δέντρα τρέχουν βιαστικά, Το αόρατο νήμα και Σκοτεινός καθρέφτης, οι οποίες καλύπτουν ένα διάστημα μισού αιώνα ποιητικής δημιουργίας. Το δείγμα είναι βέβαια μικρό, αλλά απόλυτα ενδεικτικό των γραμμών που συνθέτουν την ποιητική του δημιουργού και των κατευθύνσεων που έχει, όλα αυτά τα χρόνια, προσλάβει η γραφή του. Αν θέλαμε, με μία και μόνη φράση, να την προσδιορίσουμε, αυτή θα ήταν «επίδοση στην τρυφερότητα».
Και επειδή είναι πιθανό η έννοια του «τρυφερού» να μην αποδοθεί κατά τον τρόπο που πρέπει, σπεύδω να διευκρινίσω ότι με αυτή θα πρέπει να εννοήσουμε την ευαισθησία του ποιητή όχι μόνο απέναντι στην πρώτη ύλη του, στα ερεθίσματα που προσλαμβάνει από τον εξωποιητικό χωροχρόνο για να τα μετατρέψει σε ποίηση, όσο την ευαισθησία απέναντι στις λέξεις, απέναντι στο λεκτικό υλικό το οποίο αποδεικνύεται τελικά πως είναι το κυρίαρχο, το βασικό του ερέθισμα. Ο Λάζαρης χειρίζεται τις λέξεις του με απόλυτη λεπταισθησία, με τρόπο που να δίνει την εντύπωση ότι τις καλεί κοντά του για λίγες μόνο στιγμές, όσο το ποίημα διαρκεί, για να τις αφήσει έπειτα να συνεχίσουν το μοναχικό, μοναδικό τους ταξίδι μέσα στη ζωή των ανθρώπων. Κι όμως, αυτές οι λίγες στιγμές είναι αρκετές για να σταθεί το ποίημα, για να στερεωθεί για πάντα μέσα στον χρόνο, όχι μόνο τον προσωπικό χρόνο του ποιητή μα και τον προσωπικό χρόνο της ποίησης.
Η τρυφερότητα όμως δεν μένει, δεν εκδηλώνεται μονάχα ως προς τις λέξεις. Ενυπάρχει και στο βλέμμα του ποιητή το οποίο, σε πολλά από τα ποιήματα, μοιάζει σαν να αρθρώνει το ίδιο τα λόγια, το ποίημα, την ποιητική απεύθυνση. Είναι μια ιδιότυπη, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τεχνική αυτή που ενοποιεί τον λόγο με τη ματιά του ποιητή σε ένα όλον που ακόμα κι αν ο αναγνώστης δεν το συνειδητοποιεί στην πρώτη του επαφή, το αντιλαμβάνεται μετά το πέρας της ανάγνωσης, τότε που αποκομίζει την αίσθηση πως η ποιητική του εμπειρία υπήρξε μια εμπειρία συνάντησης με τον ίδιο τον ποιητή και εκμυστήρευσης των πιο μύχιων σκέψεων, των πιο κρυφών πράξεων. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει εδώ στα ερωτικά ποιήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και στα οποία εξυφαίνεται ακριβώς ένα είδος καλέσματος και μαζί εξομολόγησης του ποιητή προς το αγαπημένο πρόσωπο μέσα σε μια συνθήκη άκρας μυστικότητας που παρασύρει αυτόματα τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της.
Γ΄
Ανέλπιστα δυναμώνεις πλάι μου
σαν μουσική.
Μικρά κομμάτια σου
φυτρώνουν στο κενό.
Και σε βλέπω τώρα να μουδιάζεις
τη σκέψη μου.
Σε βλέπω να εξαντλείς
τη νοητή γραμμή του σώματός μου.
(Από τη συλλογή Ερωτογράφημα)
Το επόμενο σημείο το οποίο αξίζει, νομίζω, την προσοχή και το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που έχει ο δημιουργός να τεχνουργεί το ποίημα σαν ερώτηση. Πρόκειται για μια μέθοδο και τεχνική που και άλλοι ποιητές έχουν υιοθετήσει, στον Λάζαρη όμως αποκτά ένα νέο περιεχόμενο και μια νέα προοπτική. Γίνεται εργαλείο για την ανάδυση μιας αίσθησης όχι ακριβώς απορίας, αλλά αμηχανίας μπροστά στο μεγάλο θαύμα που συνιστά η ζωή αλλά και στο μεγάλο θαύμα που συνιστά η ποίηση. Η ερώτηση εδώ έρχεται για να δείξει ότι η ποίηση είναι μια δυναμική διαδικασία και το ποίημα υπό διαρκή μετασχηματισμό. Πρόκειται ουσιαστικά για μια απελευθέρωση των όρων και των ορίων της ποιητικής σύνθεσης έτσι ώστε το ποίημα να προβάλλεται ως μία μόνο εκδοχή, μια πραγμάτωση από τις πολλές της ίδιας πάντα πρόθεσης. Ακόμα και στα «καταφατικά» του ποιήματα ο Λάζαρης μοιάζει να διερωτάται, να ταλαντεύεται, να υπαναχωρεί ακριβώς γιατί ξέρει ότι το μεγαλείο της ποίησης κρύβεται στη διαρκή αναζήτηση και τον αναστοχασμό. Άλλη μία απόδειξη του διακριτικού, του τρυφερού τρόπου και τόνου με τον οποίο ο ποιητής προσεγγίζει την τέχνη του για να αντλήσει από αυτήν, κάθε φορά, και μια διαφορετική απάντηση στους προβληματισμούς του.
Ένα ίχνος που σταλάζει στην ψυχή του αναγνώστη για να μείνει εκεί ανεξίτηλη σφραγίδα και οδηγός των εσωτερικών του διαδρομών.
Η αναφορά στον τόνο των ποιημάτων είναι το τελευταίο σημείο στο οποίο θα ήθελα, τέλος, να σταθώ για να διαπιστώσω, και με αυτή την ευκαιρία, ότι είναι το στοιχείο εκείνο που όταν προκρίνεται, δημιουργεί τις προϋποθέσεις εκείνες για την κατάκτηση της προσωπικής φωνής του ποιητή. Ο τόνος στον Λάζαρη, πέρα από την τρυφερότητα για την οποία μίλησα, αποκτά και μιαν άλλη διάσταση, μιαν άλλη προοπτική που τον φέρνει πολύ κοντά στην χαμηλόφωνη εκφορά, την μπολιασμένη με μια φιλοσοφική διάθεση που τροφοδοτείται, κυρίως, από την παρατήρηση. Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό και να υποθέσει ότι ο χαμηλόφωνος αυτός τόνος και η θυμοσοφική διάθεση και τάση του ποιητή αφαιρούν ή απομακρύνουν τα ποιήματά του από τις κορυφώσεις οι οποίες επίσης αποτελούν ζητούμενο στην ποίηση. Θα μπορούσε, δηλαδή, να θεωρηθεί ότι η ποίησή του κανοναρχείται και κυριαρχείται από την ύφεση κι αυτό από μόνο του θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Στην περίπτωση όμως του Λάζαρη, το τελευταίο δεν ισχύει. Ίσα ίσα που τα ποιήματά του βρίθουν κορυφώσεων οι οποίες όμως είναι τόσο εσωτερικές ώστε να στέλνουν μόνο τον απόηχο και το αποτύπωμά τους, μόνο το ίχνος τους. Ένα ίχνος που σταλάζει στην ψυχή του αναγνώστη για να μείνει εκεί ανεξίτηλη σφραγίδα και οδηγός των εσωτερικών του διαδρομών. Και επειδή καμιά φορά τα ποιήματα αποκαλύπτουν, χωρίς τη μεσολάβηση της ερμηνείας, την ποιητική του δημιουργού τους, αξίζει, νομίζω, να ενσκήψει κανείς στο ποίημα που ακολουθεί για να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός αφουγκράζεται και μετουσιώνει τους κραδασμούς της ψυχής σε κυματισμούς της γλώσσας.
Σαν χόρτο τρυφερό
Κράτα με στη μνήμη σου
σαν ένα χόρτο τρυφερό
που άκαιρα φύτρωσε
μες στα χαλάσματα
κι έχασε κει το πρόσωπό του,
καθώς δάσος αφρισμένο
μετά από δυνατή βροχή,
όπως πέτρα δύσκολη
Που δεν μπόρεσες,
κράτα με
όπως την άσπρη γραμμή
που αφήνει πίσω του
το πλοίο σαν φεύγει
(Από τη συλλογή Ο βυθός της γκαζόζας)
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο Νίκος Λάζαρης γεννήθηκε το 1947 στη Νίκαια του Πειραιά, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λυκόβρυση, όπου και κατοικεί μόνιμα. Σπούδασε δημοσιογραφία και κινηματογράφο. Επαγγελματικά, ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία (δημοσιογράφος σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά) και στη συνέχεια, με τη διαφήμιση (κειμενογράφος και διευθυντής δημιουργικού τμήματος σε πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρείες). Εργάστηκε επίσης ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λυκόβρυσης (1994-2002) και ως διευθυντής στο Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης» (2003-2006).

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1974, με τέσσερα ποιήματα στον τόμο Κατάθεση '74. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Ο βυθός της γκαζόζας, 1975, Το δάσος των εκρήξεων, 1978, Ερωτογράφημα, 1981, Τα δέντρα τρέχουν βιαστικά, 1985, η συγκεντρωτική έκδοση Ο βυθός της γκαζόζας και άλλα ποιήματα: 1975-1985, 1995, Το αόρατο νήμα, Παρουσία, 2002, και η συγκεντρωτική έκδοση Η ένταση είναι διαρκής: ποιήματα 1975-2002, Τυπωθήτω, 2007.
Διετέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής στα λογοτεχνικά περιοδικά «Γράμματα και Τέχνες» και «Πλανόδιον», ενώ με την ιδιότητα του κριτικού λογοτεχνίας, συνεργάζεται με τη «Νέα Εστία» και το «Πλανόδιον». Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.























