
Για την ποιητική συλλογή του Ευριπίδη Γαραντούδη «Κομμάτια» (εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Αλέξανδρος Δεδιλιάρης
Με την τελευταία ποιητική του συλλογή, Κομμάτια (εκδ. Πόλις, 2024), ο Ευριπίδης Γαραντούδης επαναπροσδιορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς βαρύγδουπες θεωρίες, αλλά μέσα από προσωπικά βιώματα, εμπειρίες, αλλά και όνειρα, με τόνο δραματικό και συνάμα (υπόγεια) λυρικό, διαμορφώνοντας ένα εννοιολογικό πλαίσιο (αυτογνωσία) με κομμάτια της μνήμης του, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνει ονειρική διάσταση.
Εκκινώντας από τον τίτλο της συλλογής, αντιλαμβάνεται κανείς (παρατηρώντας και το εξώφυλλο με τον πίνακα του Πάουλ Κλέε) την πολυσημία της. Κομμάτια θα μπορούσαν να είναι εικόνες μνήμης (ή και φαντασίας), οι οποίες μετασχηματίζονται καλλιτεχνικά, διαμορφώνοντας ένα σύνολο με δεσπόζον στοιχείο την εποχή του καλοκαιριού. Θα μπορούσαν να είναι, επίσης, διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές φόρμες (από χάικου έως εκτενές πεζόμορφο ποιητικό αφήγημα), οι οποίες συνθέτουν ένα μορφικό παζλ. Θα μπορούσαν, τέλος, να είναι τα μουσικά κομμάτια στα οποία ο ποιητής παραπέμπει σε πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου. Όποια και να ’ναι η ερμηνεία του ονόματός τους, ένα είναι σίγουρο: πως παρά τη διαφορά των μερών του, το έργο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συνεκτικότητας χάρη στην ιδιότητά τους να το συνθέτουν και να το αποσυνθέτουν σε όλον. Το υπογραμμίζει άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής με τρεις διαδοχικές ερωτήσεις : «Τι αποσυνθέτει και συνθέτει τα Κομμάτια; Η οργανικότητα του δέντρου ενώ καρπίζει; Ή μήπως οι σηπόμενοι στη γη καρποί του;» (σ. 133). Έτσι, παρά το σχετικά μεγάλο εύρος του βιβλίου (συνολικά 527 ποιήματα σε 170 σελίδες), η διαρκής επαναφορά εικόνων, μοτίβων, λέξεων, αντιθέσεων, αλλά και ρυθμικών σχημάτων, αναδεικνύουν τη μαεστρία του Γαραντούδη να αλληλοσυνδέει, σχεδόν ανεπαίσθητα, τα ποιήματά του μέσα από θεματικούς, μορφικούς και ρυθμικούς κύκλους.
Αρχικά, πρόκειται για ποιήματα τα οποία στηρίζονται στη μνήμη (βιωματική ή μεταπλασμένη σε ονειρική). Ο Γαραντούδης αποτυπώνει μέσα από τα ποιήματά του τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος στην ανθρώπινη ψυχή και το σώμα. Βασικός θεματικός άξονας είναι το καλοκαίρι και κυρίως οι μήνες του Ιουλίου και του Αυγούστου. Ο αφηγητής μεταφέρεται λιγότερο στα μεγάλα αστικά κέντρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με «τ’ ασπρόρουχα απλωμένα στις ταράτσες» (σ. 13), και πολύ περισσότερο στα Κύθηρα, όπου στην παραλία των Φούρνων συναντά «μια τεράστια θαλάσσια χελώνα» και αντικρίζει την κόρη του «να κάνει τις πρώτες της βουτιές απ’ τα βραχάκια» (σ. 23), ή στον φάρο του Μουδαρίου την ώρα του ηλιοβασιλέματος (σ. 19).
Μνήμη και όνειρο
Το καλοκαίρι αποκτά διάσταση ερωτική, όπως τη στιγμή συνάντησης δύο ανθρώπων ενώ κολυμπούν στη θάλασσα («Αντικρινή μου κολυμβήτρια / μας χωρίζει μια μικρή θάλασσα / μας ενώνει το νερό της», σ. 158), ελαφρώς μελαγχολική, όπως την ώρα της καταιγίδας στο δειλινό του Αυγούστου (σ. 72), κι άλλοτε τραγική, όπως σε ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου στο ναό όπου τελείται η κηδεία του καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη (σ. 78), ή στις βιωμένες ξανά, μέσα απ’ το όνειρο και σε σχήμα πρωθύστερου, τελευταίες στιγμές του Κ. Γ. Καρυωτάκη στην Πρέβεζα τον Ιούλιο του 1928 (σ. 71-72). Τα καλοκαίρια που περνούν αφήνουν το στίγμα τους στον ποιητή προκαλώντας του σε κάποιες περιπτώσεις πληγές τις οποίες ο χρόνος δε μπορεί να επουλώσει:
Στα πέλματά μου καίει ακόμα η αμμουδιά
απ’ ορισμένα περασμένα καλοκαίρια.
Σαν να προσπαθείς να βγάλεις
τ’ αγκαθάκια του αχινού
με σκουριασμένη τανάλια. (σ. 81)
Ο χρόνος, στοιχείο που φθείρει σώμα και πνεύμα («ελπίζω να μην γράφω πια, καθώς θα μ’ έχει γείρει η ζυγαριά του χρόνου», σ. 23) και μεταβάλλει τους ρόλους («Τον γελαστό παιδίατρό σου / τον περιθάλπεις τώρα εσύ.», σ. 15), αν και αδύνατον να νικηθεί («δεν ξέρω ούτε μια μεταφορά που να κερδίζει χρόνο», σ. 42), κινείται αναδρομικά μέσω των αναμνήσεων («Ο χρόνος, τις αναμνήσεις / είτε τις επουλώνει είτε τις κακοφορμίζει», σ. 12). Έτσι, ο ποιητής συναντιέται ξανά με τον δάσκαλο που του τραβούσε το αυτί στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος δε βρίσκεται πια εν ζωή (σ. 30), τους νεανικούς του έρωτες, αν και δε θυμάται πια τα επώνυμά τους (σ. 15), τον πατέρα του λίγες στιγμές πριν πεθάνει, ο οποίος επιζητεί διακαώς μια τελευταία βόλτα μέχρι το σαλόνι (σ. 34) και τη νεκρή μητέρα του που εμφανίζεται σε όνειρο να προεξάρχει «μια[ς] πομπή[ς] θριάμβου, μες στον ναό του Αγίου Πέτρου» (σ. 85).
Είναι τέτοια η φυσικότητα της αφήγησης που εύλογα προκαλείται στον αναγνώστη η ψευδής εντύπωση πως ο ποιητής έχει ζήσει ο ίδιος τον ξεριζωμό.
Άλλοτε πάλι, μνήμη κι όνειρο συνταιριάζονται αριστοτεχνικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσδίδουν ρεαλιστικό τόνο σε ενέργειες που ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Όπως στο πεζόμορφο ποίημα των σελίδων 62-63 όπου ο ποιητής αφηγείται μέσα από τα μάτια του παππού του τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τα μικρασιατικά παράλια. Η ταυτότητα του αφηγητή στο συγκεκριμένο ποίημα αλλάζει από παππού σε εγγονό («Σαν αναστήθηκα έγινα ο εγγονός μου») και μία ιστορία στα πλαίσια του οικογενειακού κύκλου μεταπλάθεται καλλιτεχνικά σε βιωμένο γεγονός. Είναι τέτοια η φυσικότητα της αφήγησης που εύλογα προκαλείται στον αναγνώστη η ψευδής εντύπωση πως ο ποιητής έχει ζήσει ο ίδιος τον ξεριζωμό.
Οι ποιητικοί πρόγονοι
Όμως, δεν είναι μόνο τα στενά πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου τα οποία μνήμη και όνειρο επαναφέρουν στο ποιητικό σκηνικό. Το ίδιο συμβαίνει και για τους ποιητικούς προγόνους, με μία ωστόσο διαφορά. Ενώ στην περίπτωση των στενών προσώπων της οικογένειας η συλλειτουργία μνήμης και ονείρου γέρνει περισσότερο προς την πρώτη, για τους ποιητές ισχύει το αντίθετο. Η συναναστροφή μαζί τους αποτελεί αποκύημα του ονείρου ή της φαντασίας και η όποια ανάκληση της μνήμης έχει χαρακτήρα αναγνωστικό ή ερευνητικό (δηλαδή επαφή του ποιητή με τα κείμενα των ποιητικών του προγόνων και ερεθίσματα από αυτήν την επαφή). Έτσι, τον παρατηρούμε να συναντά απόγευμα καλοκαιριού τον Κ.Π. Καβάφη στην παραλία της Αλεξάνδρειας, ντυμένο στα λευκά (σ. 26), να βρίσκεται έξω από το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη λίγο μετά την ανακοίνωση της βράβευσής του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ακούγοντας να βγαίνουν από το σπίτι οι φωνές του νεαρού Γ. Π. Σαββίδη και του Ηλία Βενέζη (σ. 69), ή να μεταφέρεται λίγες στιγμές μετά τον θάνατο του Σεφέρη (στο ίδιο ποίημα), στο θάλαμο του νοσοκομείου όπου βρίσκονταν μέχρι πρότινος το νεκρό σώμα του. Εκεί συναντά τους Τάκη Σινόπουλο, Γιώργο Χειμωνά και Αλέξανδρο Κοτζιά, τους δύο πρώτους με ιατρικές ρόμπες, τον τρίτο με πρησμένο δάχτυλο (σ. 69).
(...) ο Γαραντούδης συνθέτει και αρκετά ποιήματα αφιερωματικού χαρακτήρα προς την προγενέστερη παράδοση, συνήθως σε φόρμα μικρής έκτασης (κυρίως χάικου) (...)
Εκτός, όμως, από την κοινή παρουσία ποιητικού υποκειμένου και πνευματικών προγόνων στον δραματικό χρόνο, ο Γαραντούδης συνθέτει και αρκετά ποιήματα αφιερωματικού χαρακτήρα προς την προγενέστερη παράδοση, συνήθως σε φόρμα μικρής έκτασης (κυρίως χάικου) και με τίτλο κάθε ποιήματος το ονοματεπώνυμο του ποιητή εντός παρένθεσης. Διονύσιος Σολωμός (σ. 10), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (σ. 18), Οδυσσέας Ελύτης (σ. 20), Κωστής Παλαμάς (σ. 24), Κ. Γ. Καρυωτάκης (σ. 33, 51), Άγγελος Σικελιανός (σ. 39), Κώστας Βάρναλης (σ. 43), Νίκος Καρούζος (σ. 55), Γιώργος Σεφέρης (σ. 70), Γιάννης Ρίτσος (σ. 110), Ηλίας Λάγιος (σ. 114), αλλά και ο Ιταλός ποιητής Σάντρο Πένα (σ. 42, 58) είναι μερικοί από τους ποιητές στους οποίους ο Γαραντούδης αφιερώνει στίχους ποιοτικούς και μεστούς, όπως στο ακόλουθο ποίημα:
(Κωστής Παλαμάς)
Πώς να χωρέσω
μέσα στην ποίησή μου
όλο το σύμπαν; (σ. 24)
Μουσική
Ένα ακόμη σημαντικό διαλεκτικό στοιχείο της συλλογής είναι η επαφή του ποιητή με τη μουσική. Στίχοι που έχουν ως πηγή έμπνευσής τους μουσικά κομμάτια ανασυνθέτουν τη μελωδία σε λέξεις τυπωμένες στο χαρτί και έπειτα, εκ νέου, σε ήχο με μουσικότητα μέσα από τη διαδικασία της ανάγνωσης. Ο δημιουργός κομίζει στον ποιητικό λόγο μία νέα δυναμική, κινούμενος στο μεταίχμιο διασκευής και πρωτότυπης δημιουργίας. Από τους αρχιερείς της μπαρόκ Μπαχ (σ. 77, 91) και Βιβάλντι (σ. 99), τους μεγάλους κλασικούς Μότσαρτ (σ. 120) και Μπετόβεν (σ. 64), και τον μεγάλο ρομαντικό Σοπέν (σ. 50), στους θρύλους της ροκ Pink Floyd (σ. 129) και Dire Straits (σ. 41), τον υποβλητικό Λέοναρντ Κοέν (σ. 113) αλλά και τον ασυμβίβαστο Μπομπ Ντίλαν (σ. 111). Και από εκεί σε πιο σύγχρονους καλλιτέχνες, τον Ολλανδό Joep Beving (σ. 117), τον Γερμανό Nils Frahm (σ. 139) και τον Ισλανδό Olafur Arnalds (σ. 130), η ποίηση του Γαραντούδη είναι γεμάτη από μουσικές συνομιλίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσφέρει μια αναγνωστική εμπειρία η οποία υπερβαίνει τα όρια της γλώσσας ως καθαρά σημασιολογικού συστήματος, καθώς τα ποιήματα μετατρέπονται σε πολυτροπικούς φορείς έκφρασης. Παραθέτω ως δείγμα το ακόλουθο:
(Dire Straits, Tunnel of Love)
Καλοκαιρινό πρωινό.
Κοντά στα ξεραμένα πεύκα
θροΐζει ανάλαφρα μια λεύκα.
Χώμα τόσο όσο κι ο ουρανός –
Ψυχή ανοιχτή. (σ. 41)
Θα προτιμήσω να μην προβώ σε ερμηνευτική ανάλυση του ποιήματος αποβάλλοντας τη διάθεση σχολαστικότητας που με διακατέχει. Εξάλλου, αναφέρομαι σε ένα βιβλίο του οποίου ο δημιουργός απεκδύεται τον φιλόλογο και εκθέτει τον ποιητή. Η πάλη ανάμεσα στην αίσθηση και τη διανόηση, τη δημιουργία και την έρευνα, την τέχνη και την επιστήμη έχει ξεκάθαρο νικητή. Κι ας προκύπτει το ερώτημα για το ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα δύο:
Μνήμη Κώστα Στεργιόπουλου
(Απ’ τη σκοπιά του «αξιότιμου κυρίου» καθηγητή)
Αναρωτιέσαι αν έχει(ς) κάποια σχέση με τον ποιητή. (σ. 82)
Η ωρίμανση του πνεύματος μέσα από την επαφή με την τέχνη (ποίηση και μουσική), η επιστροφή στο παρελθόν μέσα από τη μνήμη και η ανάπλασή του σε ονειρική αφήγηση είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα αυτού του βιβλίου, με την ποίηση να λειτουργεί με τρόπο αφαιρετικό ως φορέας αυτογνωσίας μέσα από στοχασμούς, συναισθήματα και ονειρικές περιηγήσεις. Ο Γαραντούδης εναρμονίζει υπαρξιακή αναζήτηση και αισθητική απόβλεψη μετατρέποντας τα προσωπικά του βιώματα σε καθολικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας που προκαλούν στον αναγνώστη συγκίνηση μέσω της ενεργοποίησης μνημονικών και αισθητηριακών μηχανισμών πρόσληψης του ποιητικού λόγου. Κλείνω το κείμενό μου παραθέτοντας απόσπασμα από το τελευταίο ποίημα μιας συλλογής που ανυψώνει την ποιητική έκφραση πάνω από τα όρια της γραφής:
Ν’ αναρριχάσαι στη γη
απ’ τις ρίζες
Την αγωνία του νερού
να γίνει γαλάζιο
να εξιλεώνεις
Ν’ αναρριχάσαι...
I have tried to write Paradise (σ. 165)
*Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΔΙΛΙΑΡΗΣ είναι ποιητής και φιλόλογος.
Δυο λόγια για τον ποιητή
O Eυριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνων.
Γεννήθηκε το 1964 στην Kαβάλα. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Aπό το 1986 έως το 1989 δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Iνστιτούτο Bυζαντινών και Nεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας. Aπό το 1995 έως το 2003 δίδαξε νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Kρήτης (επίκουρος καθηγητής το 1999). Διετέλεσε επίσης ερευνητής του Iνστιτούτου Mεσογειακών Σπουδών του Iδρύματος Tεχνολογίας και Έρευνας, με αντικείμενο τη συγγραφή ιστορίας της νεοελληνικής μετρικής.
Έχει δημοσιεύσει ποιητικές συλλογές, δοκίμια και βιβλιοκρισίες σε περιοδικά και εφημερίδες.