
Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Σταυρόπουλου «Μέρες του Ροβινσώνα» (εκδ. Ιωλκός). Στην κεντρική εικόνα, ο ποιητής και εικαστικός Κώστας Σταυρόπουλος, μπροστά σε έργα του.
Γράφει η Κατερίνα Καζολέα
Η ποιητική συλλογή Μέρες του Ροβινσώνα αποτελείται από 33 ποιήματα, με 14 στίχους έκαστο. Η φόρμα τους είναι αυστηρή και ομοιοκατάληκτη, παραπέμποντας στο είδος του σονέτου. Η επιλογή αυτού του τρόπου γραφής επιβάλλει μια δομική πειθαρχία, που έρχεται σε ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την πνευματική ανησυχία που διαπερνά τη συλλογή.
Με αφορμή τον γνωστό ήρωα του Ντάνιελ Ντεφόε, ο Κώστας Σταυρόπουλος εξερευνά τη μοναξιά και την απομόνωση. Ο δικός του «Ροβινσώνας» μοιάζει περισσότερο με έναν υπαρξιακό ερημίτη, έναν παρατηρητή του εαυτού και του κόσμου, αποτραβηγμένο από τον θόρυβο, αλλά σε διαρκή διάλογο με τον εαυτό και τον κόσμο. Διέρχεται και αυτός από στάδια απόγνωσης, επιβίωσης, εξοικείωσης με το περιβάλλον και αυτογνωσίας. Το εναρκτήριο ποίημα μοιάζει με την πρώτη σελίδα στο ημερολόγιο ενός ναυαγού.
«ΑΦΙΞΗ»
Αποκαμωμένος έφτασε ως εκεί
κι αγκάλιασε μια πέτρα σαν να ’ταν μωρό
και τη νανούρισε σε γλώσσα μυστική
κι άγνωστή του ως τότε, γιατί είχε τιμωρό
σε κάθε μέρα κι ώρα από παλιά,
λόγο π’ ορθωνόταν και του εξηγούσε
την κάθε απουσία στην άδεια του αγκαλιά
και για ό,τι την αναπλήρωνε, σιγούσε,
και τον μπάρκαρε για μέρη με ναυάγια
για να χαθεί σ’ άλλες πρωτόγνωρες ακτές
και γι’ άψυχους να πλάσει λέξεις ασκητές
-έτσι ονόμασε τις πέτρες κι άγια
τα φύκια που ξεραίνονταν στεφάνια
πάνω τους, μακριά απ’ του βένθους την αφάνεια.
Περιγράφεται κάποιος που έχει αποκοπεί εσωτερικά, που φτάνει εξαντλημένος σε μια ακτή και αγκαλιάζει μια πέτρα. Η πέτρα γίνεται σύμβολο μοναξιάς, αλλά και νέου ξεκινήματος· κάτι άψυχο αποκτά στοργή, ως «παιδί» της φαντασίας και της ανάγκης. Με μια «γλώσσα μυστική» αναζητά νέους τρόπους έκφρασης, ένα νέο σύστημα νοηματοδότησης του κόσμου∙ γι’ αυτό και «νανουρίζει» την πέτρα σε μια γλώσσα που τώρα μαθαίνει ή τώρα τη δημιουργεί.
Η εικόνα, με τα «άγια φύκια που ξεραίνονταν στεφάνια πάνω τους, μακριά απ’ του βένθους την αφάνεια», είναι σπαρακτική, καθώς τα νοτισμένα υπολείμματα της θάλασσας -φορείς του βυθού, δηλαδή του ασυνείδητου και του ξεχασμένου- βγαίνουν και στεγνώνουν στην επιφάνεια. Μεταμορφωμένα σε σύμβολα τιμής, δίνουν την αίσθηση της ανέλκυσης του σκοτεινού και απύθμενου μέρους του ψυχισμού έξω στο λυτρωτικό φως.
Η σταθερή δομή της ποιητικής γραφής δείχνει την ανάγκη ελέγχου, καθώς ο ποιητής θέλει να επιβάλλει τάξη στο χάος της εσωτερικής περιπλάνησης. Θέλει να πετύχει την ολοκλήρωση του νοήματος μέσα σε στενό σχήμα, όπως με λίγα καλείται να αντέξει κάθε ασκητής και με τα ουσιώδη. Εν τέλει, κάθε ποίημα μοιάζει με ένα σφιχτοδεμένο πακέτο εμπειρίας, ή με έναν σταθμό στο ημερολόγιο της απομόνωσης.
Εκεί όπου ο Ροβινσώνας του Ντεφόε «εκπολιτίζει» το νησί και τον Παρασκευά, ο ποιητικός Ροβινσώνας του Κώστα Σταυρόπουλου φαίνεται να αποδομεί κάθε έννοια κυριαρχίας. Αντί να κατακτά, παρατηρεί. Αντί να επιβάλει, δέχεται.
Με ύφος έντονα στοχαστικό και υπαινικτικό το ποιητικό σύμπαν της συλλογής κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Ο λόγος είναι πυκνός και περιεκτικός, γεμάτος μεταφορές, ελλειπτικές φράσεις και έντονη εικονοποιία. Ο ρυθμικός παλμός λειτουργεί ως αντίβαρο στην αμφιταλάντευση του ήρωα. Η άφιξη δηλώνει κατάσταση εγκατάλειψης και απογύμνωσης. Η επιβίωση δεν θα εξαρτηθεί από την υλική αυτάρκεια, αλλά από την αναδιοργάνωση του εσωτερικού του τοπίου. Εκεί όπου ο Ροβινσώνας του Ντεφόε «εκπολιτίζει» το νησί και τον Παρασκευά, ο ποιητικός Ροβινσώνας του Κώστα Σταυρόπουλου φαίνεται να αποδομεί κάθε έννοια κυριαρχίας. Αντί να κατακτά, παρατηρεί. Αντί να επιβάλει, δέχεται. Αντί να επιστρέφει θριαμβευτικά στον πολιτισμό, επιστρέφει στον εαυτό του. Έτσι, η ποιητική πορεία μοιάζει σχεδόν αντίστροφη. Η μυθιστορηματική αφήγηση στηρίζεται στην πρόοδο, την ηθική ωρίμανση και την επιβολή του ανθρώπινου νου στη φύση. Η ποιητική εκδοχή εστιάζει στην παρατήρηση και την αποδοχή του ανοίκειου. Ο ήρωας δεν «κατακτά» το νησί – γίνεται μέρος του.
Το ποίημα «Σχεδία» φανερώνει μια φάση μετάβασης ή προσπάθειας διαφυγής. Η σχεδία είναι σύμβολο ελπίδας, αλλά και αβεβαιότητας.
«ΣΧΕΔΙΑ»
Ξύλα συνταίριαξε για μια σχεδία
και πάνω της κοιμάται ως να τελειώσει,
κι ονειρεύεται του κύματος την ώση
στο κορμί και στην ψυχή του. Νυχτωδία
ακούγεται μακριά απ' άγνωστη φυλή,
μα το τραγούδι το δικό του το ξεχνάει
κι έτσι μιμείται το τραγούδι π' αρχινάει
άναρθρος άνεμος και μια παλιά οφειλή
θυμάται, ένα ανανταπόδοτο φιλί πριν δύσει
κι ένα ανανταπόδοτο χάδι στον ώμο
που τον πυρώνει ακόμα, κι απ' τον μώμο
των γνωστικών ανθρώπων λάμιες λέξεις,
τις μακρόσυρτες των φωνηέντων πλέξεις,
που σιγάζει μόνο μια αχτίδα όταν ροδίσει.
Με τη σχεδία, ο ήρωας επιχειρεί να μετακινηθεί συνειδησιακά. Η παλιά οφειλή -ένα φιλί και ένα χάδι που δεν ανταποδόθηκαν- δηλώνει κάτι ανείπωτο που μένει μέσα του ανοιχτό, σαν μια συναισθηματική ρωγμή που τον καίει. Η νυχτωδία που ακούγεται από άγνωστη φυλή (ένας αποπροσανατολισμός ή μια ανάγκη να συνδεθεί με το ξένο;) αντιδιαστέλλεται με τις «λάμιες λέξεις των γνωστικών ανθρώπων», δηλαδή τις φωνές της κοινωνίας και του πολιτισμένου κόσμου, ο οποίος κρίνει, μέμφεται και χλευάζει.
Ο Παρασκευάς (στο ομώνυμο ποίημα) «δεν θέλει να τον διατάζουν και απαιτεί». Δεν είναι ο «ιθαγενής βοηθός» του μυθιστορήματος, ο υποτελής, ο μαθητής και φορέας άλλης κουλτούρας που πρέπει να εκπολιτιστεί, αλλά εμφανίζεται ως μια ανεξάρτητη φωνή, μια μορφή αντίστασης, και μάλλον αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό του ίδιου του ποιητή, όπως είναι, ή όπως φοβάται να γίνει.
Το ποίημα «Όνομα», με το οντολογικό ερώτημα: «Σ' έναν άνθρωπο τι όνομα να δώσεις, πώς να βαφτίσεις έναν χαρακτήρα», δείχνει τη δυσκολία της ταυτότητας και της συνύπαρξης. Πώς να ορίσεις τον Άλλο, όταν τον φοβάσαι; Ο «πολιτισμένος» Ροβινσώνας-ποιητής έχει διαποτιστεί από μια κοινωνία που «τον ξέβρασε». Όταν λέει «Τη γύμνια απομένει να εξυψώσεις», εκφράζει την προτροπή να μην ντύσεις τον Άλλο με τα ρούχα του δικού σου πολιτισμού, αλλά να αναγνωρίσεις την αξία του χωρίς επιβολή∙ να εξυψώσεις αυτό που είναι, όπως είναι.
«ΝΕΥΜΑ»
Μια γυναίκα είδε απ' άγνωστη φυλή
από μακριά να γνέφει μα φοβάται
ν' αντιχαιρετήσει γιατί ' ναι απειλή
η κάθε παρουσία που θυμάται,
κι ό,τι έρχεται κοντά του απομακρύνει
μ' ένα νεύμα που ταυτόχρονα καλεί...»
Το ποίημα «Νεύμα» αγγίζει τον φόβο του Άλλου και τη δυσκολία της επικοινωνίας με αυτόν που είναι διαφορετικός. Η γυναίκα, που ανήκει σε άλλη φυλή, γίνεται σύμβολο της αμφιθυμίας. Εκφράζει τον διχασμό ανάμεσα στην απόρριψη και την πρόσκληση. Στέκεται στο όριο ανάμεσα στο μακρινό και το κοντινό. Εμφανίζει το δίλημμα και την αγωνία του ανθρώπου που παραμένει παγιδευμένος ανάμεσα στην επιθυμία για ελευθερία και αυτάρκεια και στην ανάγκη για σύνδεση και επαφή.
Η «Άμμος», σύμβολο ανασφάλειας για κάτι αχανές και μη οριοθετημένο. Όπως η άμμος σβήνει και αναδιαμορφώνεται με τα κύματα, έτσι και η ταυτότητά του πρέπει να αποκατασταθεί στην αβεβαιότητα και τη νέα ύπαρξη.
Ωστόσο, ο στίχος: «το πέπλο της για να ξαπλώσει η ανθρωπιά» δείχνει ότι ακόμα και στην παρακμή υπάρχει το φως της ανθρωπιάς, η συγκατάβαση, η αποδοχή της αξίας του ανθρώπου μες στη μικρότητά του.
Στο ποίημα «Πλαζ» με το «Αυτή είναι καθωσπρέπει παραλία» αποτυπώνεται η αντίσταση του ατόμου απέναντι σε κάθε είδους συρμούς και στην κοινωνική τάση για ομοιομορφία. Ο γήινος παράδεισος είναι για τους «νομοταγείς», για εκείνους που συμμορφώνονται με τον κανόνα. Ο ποιητής δεν ανήκει σε αυτή την τάξη. Μένει στο περιθώριο, σαν τον εξόριστο, σαν τον καταραμένο δημιουργό που δεν ενσωματώνεται στον κόσμο των ευπρεπών. Η πορεία καταλήγει πίσω στον κλειστό προσωπικό χώρο, σε μια εικόνα με σκόνη και φθαρμένους τοίχους, με στίχους του παρελθόντος να θυμίζουν την εσωτερική θραύση του ήρωα. Ωστόσο, ο στίχος: «το πέπλο της για να ξαπλώσει η ανθρωπιά» δείχνει ότι ακόμα και στην παρακμή υπάρχει το φως της ανθρωπιάς, η συγκατάβαση, η αποδοχή της αξίας του ανθρώπου μες στη μικρότητά του.
Ο Ροβινσώνας ως Οδυσσέας
Το ποίημα «Οδυσσέας» είναι κομβικό γιατί ο Οδυσσέας αποτελεί το πρότυπο του Ροβινσώνα.
«ΟΔΥΣΣΕΑΣ»
«Ήρωάς του ήταν ο αλιανθής,
αλίκτυπος αλίμενος κι αλιρραγής,
αλίπλαγκτος, αλίζωνος, αλιπλανής…»
Αυτό το ποίημα περιέχει είκοσι πέντε επίθετα για τον Οδυσσέα, σύνθετα με τη λέξη «αλς» (θάλασσα). Ενισχύει την αίσθηση του ηρωικού και ταλαιπωρημένου ταξιδιώτη, συνδέοντας τον Ροβινσώνα με τον Οδυσσέα. Το ταξίδι τους είναι εξαντλητικό γιατί δεν πρόκειται για αγώνα μόνο ενάντια στα στοιχεία της φύσης αλλά και ενάντια στον ίδιο τον εαυτό. Η θάλασσα είναι σύμβολο του ανεξερεύνητου και του αχαρτογράφητου, κι έτσι τη βιώνουν όχι μόνο ως γεωγραφικό εμπόδιο, αλλά και ως ψυχολογική κατάσταση που τους καθορίζει. Η αέναη κίνηση του Οδυσσέα, όπως και ο ατέλειωτος αγώνας του Ροβινσώνα για επιβίωση, αποτυπώνουν την υπαρξιακή τους μάχη με το Άγνωστο.
Ο Οδυσσέας θέλει να μικρύνει την απόσταση, ο Ροβινσώνας την χρειάζεται για να δει από μακριά τη ζωή του, τον εαυτό του και τους άλλους.
Τα ομηρικά επίθετα χτίζουν μια εναέρια γέφυρα μουσικότητας πάνω σε έναν ήδη άρτια υφασμένο ρυθμό. Κι έπειτα, είναι επίθετα που μεταφέρουν κάτι από την πολυμορφικότητα της θάλασσας και άρα την αδιάκοπη μεταμόρφωσή της, όπως μεταμορφώνεται και ο ποιητής προκειμένου να επιβιώσει στην ανοιχτή αυτή αβεβαιότητα. Ο Οδυσσέας και ο Ροβινσώνας δεν είναι ήρωες που ταξιδεύουν, αλλά άνθρωποι που αλλάζουν μέσα από την ταξιδιωτική τους εμπειρία∙ η περιπέτειά τους είναι πορεία προς την αυτογνωσία. Διασχίζοντας τη θάλασσα διασχίζουν και τους εσωτερικούς τους κόσμους. Ο Οδυσσέας θέλει να μικρύνει την απόσταση, ο Ροβινσώνας την χρειάζεται για να δει από μακριά τη ζωή του, τον εαυτό του και τους άλλους. Η επίγνωση απαιτεί και προϋποθέτει απόσταση και αυτήν ο ποιητής τη βρίσκει στο ερημονήσι. Η εναρκτήρια λέξη «αποκαμωμένος» δηλώνει την κούραση, από την οποία καταλήγει εκεί, δηλώνει το υπαρξιακό κενό. Τελευταία λέξη «η σιγή», είναι εκείνη που έχει αφήσει πίσω του.
Ποίηση που οδηγεί στην επίγνωση
Η ποιητική φωνή στις Μέρες του Ροβινσώνα είναι δομημένη με αξιοθαύμαστη τεχνική ακρίβεια. Πατάει γερά στις παρηχήσεις και τους διασκελισμούς. Το λεξιλόγιο είναι πολυεπίπεδο: από τη μία πλευρά, συναντάμε λεκτικούς αναχρονισμούς και υπαινικτικές λέξεις, ενώ από την άλλη, διακρίνουμε μια συγκρατημένη τρυφερότητα, όταν πλησιάζει τον πόνο, την απουσία ή τη νοσταλγία. Η υφολογική εναλλαγή υψηλών και χαμηλών τόνων αποδίδει με ευαισθησία το συναισθηματικό σκαμπανέβασμα ενός ανθρώπου που βρίσκεται συνεχώς σε μετάβαση, προσπαθώντας να γεφυρώσει την περιπέτειά του με στοχασμό, και τη θάλασσα της δοκιμασίας του με την ενδοχώρα του εαυτού του.
Πρόκειται για μια ποίηση εσωτερικής χαρτογράφησης, όπου η επιβίωση δεν είναι μόνο σωματική, αλλά και πνευματική, γλωσσική, υπαρξιακή.
Η μουσικότητα που πηγάζει από την επιλογή των φθόγγων και της ρίμας λειτουργεί υπόγεια διατηρώντας έναν ήρεμο λυρισμό που ενισχύει το στοχαστικό βάθος. Οι στίχοι, παρά τις κορυφώσεις τους, λειτουργούν αθροιστικά, έτσι ώστε κάθε ποίημα να γεννά κάθε φορά ένα νέο μικρό νησί στο πέλαγος του νοήματος. Η διάθεση είναι μελαγχολική, και ελαφρώς ειρωνική χωρίς να γίνεται κυνική. Ισορροπεί ανάμεσα στον πνευματικό μονόλογο του ναυαγού και στα ερωτήματα της ταυτότητας, της μοναχικότητας και της επιστροφής. Πρόκειται για μια ποίηση εσωτερικής χαρτογράφησης, όπου η επιβίωση δεν είναι μόνο σωματική, αλλά και πνευματική, γλωσσική, υπαρξιακή. Μια ποίηση που γίνεται όλο και βαθύτερη όσο την ξαναδιαβάζεις, γιατί αποτυπώνει τη διαδικασία και τα στάδια που οδηγούν στην επίγνωση.
(...) οι Μέρες του Ροβινσώνα είναι μια σύγχρονη Οδύσσεια της ψυχής, ειπωμένη με τη φωνή ενός ναυαγού που, με πέτρες, άλγη και λέξεις, ξαναφτιάχνει τον κόσμο του από την αρχή.
Κατά την ανάγνωση γίνεται και ο αναγνώστης ένας «Ροβινσώνας», καθώς ψάχνει στις φράσεις τις συνδέσεις των λέξεων μεταξύ τους, σαν να εξερευνά κι εκείνος ένα νησί, ή όπως θα μάζευε ένα ξύλο από εδώ, ένα σκοινί από εκεί, για να φτιάξει μια σχεδία. Έτσι διάβασα τη συλλογή, συνταιριάζοντας κι εγώ τα υλικά για να φανούν τα νοήματα. Είναι γριφώδης ποίηση, που κρύβεται όπως ο ναυαγός σε σπηλιές από τους ενδεχόμενους πιθανούς κινδύνους. Στο πλέξιμο των στίχων έχει σωματοποιήσει ο ποιητής την απόγνωση και την πυγμή του.
Ποίηση πυκνής εσωτερικής ενέργειας, στοχασμού και γλωσσικής δεξιοτεχνίας, οι Μέρες του Ροβινσώνα είναι μια σύγχρονη Οδύσσεια της ψυχής, ειπωμένη με τη φωνή ενός ναυαγού που, με πέτρες, άλγη και λέξεις, ξαναφτιάχνει τον κόσμο του από την αρχή.
Ο Κώστας Σταυρόπουλος διαθέτει πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Είναι ζωγράφος, γλύπτης, ποιητής και διηγηματογράφος, ενώ εργάστηκε πολλά χρόνια ως βαρύτονος στη Λυρική Σκηνή. Τα έργα του είναι γνωστά μόνο σε έναν στενό κύκλο. Οι Μέρες του Ροβινσώνα, η πρώτη ποιητική συλλογή που εξέδωσε, αποκαλύπτει τη σπάνια πνευματική του καλλιέργεια.
*Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΖΟΛΕΑ είναι ιστορικός τέχνης και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το θεατρικό έργο «Ο φύλακας των βιβλίων» (εκδ. Βακχικόν).
Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο Κώστας Σταυρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα· μεγάλωσε στο Αίγιο. Σπούδασε νομική στο ΕΚΠΑ και κλασικό τραγούδι (Δίπλωμα Μονωδίας). Εργάστηκε στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ και στη Λυρική Σκηνή. Πήρε μαθήματα γλυπτικής από τον Μάρκο Γεωργιλάκη.
Ως ζωγράφος είναι αυτοδίδακτος. Έχει πραγματοποιήσει πέντε ατομικές εκθέσεις (Πολιτιστικό Κέντρο «Γιάννης Ρίτσος» Δήμου Αιγάλεω, Πνευματικό Κέντρο Νέου Ηρακλείου, ART Κολωνάκι, Match Point) και έχει λάβει μέρος και σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Χρησιμοποιεί μεικτή τεχνική. Οι Μέρες του Ροβινσώνα είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του.