
Για την ποιητική συλλογή του Νάσου Βαγενά «Στέφανος» (εκδ. Κέδρος). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του Charles Meynier με τη Μούσα Καλλιόπη.
Γράφει ο Παναγιώτης Χριστοδούλου
*Ο τίτλος παραπέμπει στους στίχους από τους «Αχαρνής» του Δ. Σαββόπουλου: «Κωμωδία ή δράμα, η σκηνή αυτή έχει ψωμί».
Έκλεισα το βιβλίο, σήκωσα το βλέμμα προς τα χιονισμένα βουνά και συλλογίστηκα: αν αυτό το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου γινόταν ποτέ ταινία, θα του ταίριαζε εξίσου η λιτότητα μίας μικρού μήκους δημιουργίας όσο και η υπομονή μίας μεγάλης φόρμας. Και εξηγούμαι˙ η σύνοψή του θα μπορούσε να είναι αυτή: στο πρώτο ποίημα-εισαγωγή, ο ποιητής πεθαίνει. Στα υπόλοιπα, τα μνήματα στέκουν ακίνητα στον χρόνο – μία στιγμή ή μια αιωνιότητα.
«Μπαίνοντας στον Αχέροντα \ βράχηκαν τα χειρόγραφα.
Μου πήραν την περούκα τα νερά.\ Έμεινα δίχως λύρα».
Η θεματική
Η μόνη κίνηση που συναντάς στη συλλογή είναι η κάθοδος του ποιητή στον Άδη, στο πρελούδιο μάλιστα. Απλότητα αφοπλιστική κι ιδιοφυής. Ο ποιητής διασχίζει τον Αχέροντα και καθώς βυθίζεται, όλα τον εγκαταλείπουν. Τα χειρόγραφα που κουβαλά μαζί του ξεθωριάζουν, το χαρτί αδειάζει, όπως το δηλητήριο που σβήνει αργά το αίμα. Το νερό τον ξεγυμνώνει από κάθε προσωπείο. Η ξένη περούκα παρασύρεται, η λύρα του σιωπά. Ο ποιητής γυμνός, σαν βασιλιάς που ξέρει.
Κι όμως, στη συλλογή Στέφανος του Νάσου Βαγενά δεν ακολουθούμε την πορεία του ποιητή στον Κάτω Κόσμο. Δεν υπάρχουν πράξεις ανδρείας, έρωτες που πρέπει να αναστηθούν, κύκλοι Κόλασης. Παραμένουμε εδώ. Με ό,τι μένει πίσω. Με ένα μνήμα, μία μνήμη, μια φωνή. Για την ακρίβεια, με μνήματα πολλά -από αυτά των ποιητών που πέθαναν- και με τους επιτάφιούς τους: σε κάθε ποίημα αυτής της συλλογής, το κάθε μνήμα μιλά για τον ποιητή που φιλοξενεί. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Η συλλογή Στέφανος του Νάσου Βαγενά εκδόθηκε το 2004. Την περίοδο εκείνη, έφηβος εγώ, περνούσα ατέλειωτες ώρες παίζοντας Championship Manager με τον φίλο μου τον Γιάννη. Στο παιχνίδι αυτό, μπροστά στην οθόνη, ήσουν τα πάντα: πρόεδρος, προπονητής, γυμναστής, μάνατζερ της ομάδας σου. Στην αρχή, το παιχνίδι σού έδινε μια επιλογή: να παίξεις είτε με τους αληθινούς ποδοσφαιριστές της εποχής -τον Ζιντάν, τον Τζόρτζεβιτς, τον Τσέρνο Σάμπα- είτε να βρεθείς σε έναν κόσμο όπου τα ονόματα ήταν άγνωστα, τυχαία, σαν βγαλμένα από τηλεφωνικό κατάλογο. Η ουσία, όμως, δεν άλλαζε. Στη βάση δεδομένων, ο Ζιντάν ήταν ακόμα εκεί. Οι δεξιότητες, τα χαρακτηριστικά, η ποδοσφαιρική του ιδιοφυΐα παρέμεναν αναλλοίωτα – μόνο το όνομα είχε αλλάξει. Και αυτό ήταν το τρικ: έπρεπε να ψάξεις, να καταλάβεις ποιος είναι ποιος, να εντοπίσεις τον πραγματικά πολύτιμο παίκτη μέσα σε μια θάλασσα άγνωστων ονομάτων.
Ο Βαγενάς δεν επινοεί απλώς ψεύτικους ποιητές. Τους μεταμφιέζει.
Οι ποιητές στα μνήματα του Στέφανου είναι σαν τους ποδοσφαιριστές με αλλαγμένα ονόματα: έχουν χαρακτήρα, στυλ, ιστορία, αλλά ο αναγνώστης πρέπει να τους αποκρυπτογραφήσει. Ο Βαγενάς δεν επινοεί απλώς ψεύτικους ποιητές. Τους μεταμφιέζει. Κάποιοι συσχετισμοί μοιάζουν άμεσοι – ο Βύρων Δελφής, ο Ηλίας Κάγιος, ο Κ. Π. Τριάντης˙ άλλοι παραμένουν αινιγματικοί. Έτσι, το όνομα δεν αρκεί για να αναγνωρίσεις την αξία του ποιητή – πρέπει να ψάξεις πιο βαθιά.
Οι ποιητές
Δε θα επιχειρήσω καμία σύνδεση με τους πραγματικούς ποιητές, κυρίως γιατί δε με συγκινεί μία τέτοιου είδους ιστορική ή φιλολογική αναφορά. Θα προσπαθήσω να παραμείνω στην ουσία που κραυγάζει αυτή η συλλογή. Στις σελίδες της παρελαύνουν 33 μνήματα – καθώς την έγραφα, η φράση αυτή μου θύμισε εκείνη τη γνωστή λίστα «35 κάτω από 35». Εδώ έχουμε 33 (ποιητές) κάτω από 33 (τάφους). Ποιητές διαφορετικούς μεταξύ τους, που όλοι όμως συνδέονται, χαρακτηρίζοντας μία γενιά. Ποιητές που άλλοτε συμπαθιούνται και άλλοτε αντιπαθιούνται (18, 25, 29), που γράφουν κριτικές ο ένας για τον άλλον, που αντιπαλεύουν, μέχρι και που ευθύνονται για τον χαμό του άλλου (21).
«Τη Σαλμακίδα της Παπαδούκα σκεπτόμενη παραπάτησα \
και βρέθηκα στο αδιάλειπτο σκοτάδι».
Ποιητές «σχεδόν μετασημαίνοντες» (16)˙ η λέξη «μετασημαίνων» αναφέρεται σε κάτι που μεταφέρει βαθύτερα νοήματα. Όμως εκείνο το «σχεδόν» τινάζει στον αέρα όλη τη βαρύτητα της φράσης.
Ποιητές «σχεδόν μετασημαίνοντες» (16)˙ η λέξη «μετασημαίνων» αναφέρεται σε κάτι που μεταφέρει βαθύτερα νοήματα. Όμως εκείνο το «σχεδόν» τινάζει στον αέρα όλη τη βαρύτητα της φράσης. Ποιητές, λοιπόν, που φαίνεται να λένε κάτι βαθύ, αλλά τελικά δεν φτάνει ως εκεί. Ποιητές επιτηδευμένοι, χωρίς φυσική ποιητική ικανότητα, ποιητές που προσαρμόστηκαν στις τάσεις, που αντιγράφουν περισσότερο παρά δημιουργούν (30, 40). Ποιητές που φλυαρούν «ακατάσχετα, διατυπώνοντας ενστάσεις ελάχιστα πειστικές», «επιταχύνοντας τη διαδικασία της φθοράς» τους (31). Της αποδόμησής τους, θα έλεγα. Άλλοι που προσπαθούν με τρόπους πέρα της ποίησης (30, 32). Ποιητικές φωνές που εξαρτώνται από τον «άνεμο» των καιρών και όχι από την αληθινή τους δύναμη (36). Ποιητές που δεν πέθαναν στην ώρα τους (27). Άλλοι πάλι που παγιδεύονται σε μια μοναδική και επαναλαμβανόμενη θεματική (44):
«Τον στίχο του μονοπωλούσε \ η ίδια πάντα παλιά ιστορία:
Ο γάμος της Γης με τον Ουρανό. \ Όμως μόνο ο πολιτικός».
Αλλά, από την άλλη, και ποιητές που αναζήτησαν μία βαθύτερη κατανόηση, με τρόπο λεπτό και ανεπαίσθητο (34, 38) ή το μη αναμενόμενο (17), το ανανεωτικό (26), το πρωτοποριακό (22). Που προχώρησαν την τέχνη της ποίησης σε νέα μονοπάτια. Ποιητές που βρήκαν τη φωνή τους (34). Και ποιητές που έζησαν με το βλέμμα στραμμένο στον θάνατο και, όταν ήρθε αυτός, απλώς απελευθερώθηκαν απ’ τη θνητότητα τους (43).
Αν κάποιος διαβάσει τον Στέφανο και νιώσει άβολα, δε φταίει ο Βαγενάς.
Η σχέση ποητή-μνήματος: το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο.
Ένα από τα σημεία που συχνά απασχολούν την κριτική της ποίησης είναι η σχέση ανάμεσα στον ποιητή και το ποιητικό του υποκείμενο – ποιος μιλάει και πώς μιλάει. Στη συλλογή Στέφανος έχουμε την εξής ιδιαιτερότητα: η φωνή ανήκει στα μνήματα˙ οι επιτύμβιες πλάκες δεν περιγράφουν απλώς, αλλά μοιάζουν να αφηγούνται μόνες τους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ποιητή. Ο ίδιος ο ποιητής αποσύρεται. Δεν είναι αυτός που μιλάει, αλλά η μνήμη του, η εγγραφή του στον χρόνο. Κι όμως, μέσα από αυτήν τη νόρμα της σιωπής, κάποιοι δε μπορούν να αντισταθούν. Και δείχνουν να μιλούν απ’ το Επέκεινα, διεκδικώντας μια ύστατη ευκαιρία. Κάποιες φορές, εν είδει αυτοδικίας (23):
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ
Άφησα πίσω μου ποιητικές συλλογές δέκα,
πέντε για τους πολλούς και πέντε για τους λίγους,
με στίχους θεοδώρητους, που ιχνηλατούν
τα όρια του μηδενός.
Οι πολλοί δεν τις διάβασαν,
οι λίγοι δεν τις κατάλαβαν.
Αδιάβαστος, ακόμη, και ακατανόητος,
αν και δε ζω, ελπίζω.
Κλεάνθης Νικολάου, ο ποιητής της ματαιότητας
Είναι η θλίψη στην τέχνη ένα αδιέξοδο; Προσφέρει κάποιο ξέφωτο ή σε τραβάει μαζί της στον βυθό; Ως πρώτος στη σειρά των θαμμένων ποιητών, ο Κλεάνθης επιχειρεί να μετρήσει το σκοτάδι της θλίψης, με μέθοδο επιστημονική (13):
Κρατώντας αποστάσεις από την αιωνιότητα
εξερευνούσε το ενδιάμεσο κενό
με ίαμβους βυθομετρικούς. Που αναπόφευκτα
κολλούσαν στον πυθμένα.
Ο Κλεάνθης ψάχνει μια θλίψη αποκομμένη από το αιώνιο. Η ίδια η γλώσσα του ποιήματος τον προδίδει, το ίδιο κι η κατάληξη: η ποίησή του δεν ανακαλύπτει μιαν αλήθεια, κολλάει στον πυθμένα. Σαν ένα καλάμι βυθισμένο, σφηνωμένο ανάμεσα στις πέτρες του βυθού, που δε μπορείς να το τραβήξεις πίσω. Θέλει σωστό καλιμπράρισμα αιωνιότητας, λοιπόν, η θλίψη.
Το μυστήριο του Ίωνα Πελαγίδη
Ένα ποίημα που λείπει από την αρχική έκδοση της συλλογής, εμφανίζεται από το πουθενά στην ανθολογία του ποιητή (Κέδρος, 2015). Είναι το παρακάτω ποίημα:
ΙΩΝ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ
Δασύτριχος, ξαναμμένος κυνηγούσε
τη Μελπομένη στις Πλαγιές του Παρνασσού.
Τον πιάσαν οι Μούσες
και του κόψαν τ’ αρχίδια.
Το ποίημα αυτό, όπως και όλη η συλλογή θα έλεγα, ταιριάζει γάντι στον στίχο του Σαββόπουλου στους Αχαρνής: «και η κωμωδία κάτι ξέρει από δικαιοσύνη». Γιατί ο Στέφανος είναι ταυτόχρονα κωμωδία και δράμα. Πασπαλισμένα με μπόλικη ειρωνεία, που αποκαθιστά μία δικαιοσύνη.
Ο θόρυβος στην ποίηση: Πέτρος Εφραίμογλου vs Κ. Π. Τριάντης
Ο «λυροκτύπης» ο Εφραίμογλου, ένας από τους νεκρούς ποιητές της συλλογής, έγραφε με θόρυβο και τράβαγε την προσοχή. Ακόμα και μετά τον θάνατο, επιδιώκει να ακουστεί (33):
Στήσε τ’ αυτί. Θ’ ακούσεις
και μέσα από τα Τάρταρα τον κρότο.
Ο ποιητής φοβάται τον χαμό, φοβάται πως θα ξεχαστεί. Και αυτός ο φόβος μπορεί να γίνει το καύσιμο μιας ποίησης με ισχύ, τέτοια ισχύ που ακόμα και ο θάνατος δεν την φιμώνει. Ο Εφραίμογλου, νιώθω, είναι από τους γκρίζους ποιητές στη συλλογή. Κι αυτό γιατί δε γίνεται σαφές αν έφτασε εντέλει να παραμένει αιώνιος και να ακούγεται και μέσα από το μνήμα. Ή μήπως είναι η απεγνωσμένη προσπάθειά του απέναντι στη λήθη; Ο Κ.Π. Τριάντης, από την άλλη, απήγγειλε χαμηλόφωνα, όπως ταιριάζει σε κάποιον που δεν χρειάζεται να κραυγάζει πιο δυνατά από την ποίησή του (38):
Απήγγειλε χαμηλόφωνα, καθώς αρμόζει
σε άνθρωπο που στέκεται πάντοτε
στο ύψος των περιστάσεων. Σοφό
είναι πια και το χώμα που τον σκεπάζει.
«Με υποδόριες αναζητήσεις» δείχνει έναν στοχαστή που δεν έμεινε στην επιφάνεια. Η γνώση του, η σκέψη του, η λογοτεχνία του έγιναν ένα με τη γη. Κι έγινε το χώμα του λευκό, απ’ την πολλή σοφία. Είναι σαν να έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα, όχι ως όνομα, αλλά ως ενέργεια, ως σοφία που ποτίζει πια τον κόσμο.
Πάτροκλος Γιατράς, το alter ego του Βαγενά, και η μετα-ποίηση
Νιώθω μια ξεχωριστή εγγύτητα στους ποιητές που σκοτώνουν τον εαυτό τους μέσα στα βιβλία τους – να εξηγήσω εδώ ότι δεν είναι διαστροφή. «Μη με συμπεριλάβετε στη λίστα με τους αυτόχειρες. Δεν προτίθεμαι να αυτοκτονήσω», που λέει κι ο Τζ. Τζανάτος. Είναι περισσότερο μια ένδειξη συγγένειας εξ αγχιστείας, η ύπαρξη σκέψεων πάνω στον θάνατο όχι ως παρατηρητές, αλλά ως μελλοντικοί παθόντες. «Ως στάχυ που εξομολογείται», που λέει κι ο Τζ. Τζανάτος. Ο Πάτροκλος Γιατράς, ο ποιητικός ήρωας του Βαγενά και το καλλιτεχνικό του alter ego, εμφανίζεται ξανά στο τέλος της συλλογής. Για δεύτερη φορά -με άμεσο τρόπο- ύστερα από το πρελουδικό του βούτηγμα μες στον Αχέροντα.
Ενθάδε εσάπη το -ταλαίπωρο άλλωστε- \ σώμα του σκώπτη Πάτροκλου Γιατρά
(το πνεύμα του διασώζεται, υποθέτω, σ’ αυτούς τους στίχους).
Έγραφε επιτύμβια για ομότεχνους
Ο Π. Γιατράς, λοιπόν, που τώρα μόνο μας αποκαλύπτεται ως η προσωποποίηση των τάφων που μιλάνε, ήταν αυτός που έγραφε τα επιτύμβια ποιήματα. Και τώρα σαπίζει (όλοι οι άλλοι κείνται, αυτός σαπίζει) μέσα στο δικό του μνήμα. Στάχυ που πέταξε μακριά απ’ τον αγέρα.
Διάλογος με τον αναγνώστη-διαβάτη-ποιητή
Διαβάζοντας τη συλλογή του Βαγενά, νομίζω ασυναίσθητα ο κάθε ένας που γράφει ποίηση θα αναζητήσει μία σύγκλιση ή και ταύτιση με κάποιους από τους χαρακτήρες του Στέφανου. Ποιος πραγματικά τον συγκινεί γίνεται από μόνο του ένα στοιχείο που προσδιορίζει το είδος της ποίησης που τον ελκύει. Εμένα με τράβηξε η φιγούρα του Γ. Μπλέτσου (34):
αιχμή του νεωτερισμού αλλά και -ενίοτε- \ ραβδοσκόπος της παράδοσης,
συναιρώντας παρελθόντες και μέλλοντες -ισμους \ σε έναν και μοναδικό όρο: εαυτότητα,
ήταν, ο ίδιος, συγχρόνως ο ποιητής και το έργο του
Ραβδοσκόπος της παράδοσης – τι όμορφη εικόνα! Ταυτόχρονα, ο κάθε ένας που γράφει ποίηση, μέσα στον Στέφανο θα βρει τους φόβους του που προσπαθεί να τους ξορκίσει. Γραφές, συμπεριφορές κι εξελίξεις. Ποιον φοβάμαι, όμως, περισσότερο; Φοβάμαι τον Λεωνίδα Κανταράκη (39):
Η μοίρα αφειδώλευτα μου χάρισε δυο χρόνους, \ έναν για τη ζωή και έναν για την τέχνη.
Όμως τους ξόδεψα απερίσκεπτα\\ στην τέχνη και τους δύο.
και φοβάμαι τον Στέφανο Κακλάνη (41):
Ο θάνατος τον πήρε εκ παραδρομής \ λησμονώντας ότι ήταν αθάνατος
έναν ποιητή που προσλάμβανε την τέχνη του σε αναντιστοιχία της πραγματικότητας, και που η μη αναγνώρισή του τον οδήγησε «διαμαρτυρόμενο, επικαλούμενο νυχθημερόν\\ σονέττα και ωδές και βραβευμένες συνθέσεις».
Επιμύθιο
Η συλλογή Στέφανος του Νάσου Βαγενά είναι μια συλλογή-οδηγός, που πρέπει να διαβάζεται ξανά ύστερα από λίγο διάστημα από όσους γράφουν ποίηση, για να μη χαθεί ο Βορράς και η πυξίδα τους. Σε μία άλλη, προηγούμενη του συλλογή (Βιογραφία), ο Βαγενάς γράφει:
Όλα τα τραγούδια θα ξεχαστούν. Το λεωφορείο θα γίνει σίδερα. Οι άνθρωποι χώμα.
Έτσι θα γίνουν. Όμως το ποίημα στο χαρτί;
Δε λιώνει˙ σαν τους παλιούς αγίους, προσκύνημα θα γίνει. Ακόμα κι αν βουτήξει στον Αχέροντα.
* Ο Παναγιώτης Χριστοδούλου είναι ποιητής. Από τις εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Η ξένη ιτιά».
Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα το 1945. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εκεί, και το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1963-1968), Ρώμης (1970-1972), Έσσεξ (1972-1973) και Καίμπριτζ, όπου (1974-1978) εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα την ποίηση και την ποιητική του Γιώργου Σεφέρη. Από το 1980 ως το 1991 διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και από το 1992 είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκτός από τα ποιητικά βιβλία του, ο Νάσος Βαγενάς έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία μελετών και δοκιμίων πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής που τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους σήμερα Έλληνες κριτικούς. Ένα από αυτά Η ειρωνική γλώσσα, βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής το 1995. Το 2013 του απονεμήθηκε το βραβείο δοκιμίου του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του δοκιμιακού έργου του. To 2017 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του περιοδικού Αναγνώστης [www.oanagnostis.gr], για το σύνολο του έργου του.