Για το ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Πατακιά «…κι ύστερα δεν υπάρχεις» (εκδ. Μελάνι). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Martin Grzelczak με τίτλο «non-existence».
Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου
Το καινούργιο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Πατακιά (το τέταρτο της ποιήτριας) συγκεντρώνει 90 περίπου ποιήματα, τα οποία έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι αναπτύσσονται με τη μορφή ενός πυρηνικού συλλογισμού. Τα περισσότερα έχουν ολιγόλεξους στίχους και έκταση έως μία σελίδα.
Δίνεται σημασία στην οπτική παράταξή τους, μια που επισημαίνονται, κυρίως με παρενθέσεις αλλά και παύλες, οι ετυμολογικές συγγένειες των λέξεων και φράσεων: παρηχήσεις, ομοιοτέλευτα και ομοιοκαταληξίες, σχήματα λόγου που προσφέρουν ένα διανοητικό αλλά και ειρωνικό παιχνίδι.
Ο Ντεκάρτ
Σε όλα τα κείμενα υπάρχει ως κατακλείδα μία παραλλαγή της περίφημης φράσης του Ντεκάρτ σκέπτομαι άρα υπάρχω, όπου όμως προτάσσεται το ρήμα υπάρχω και ακολουθεί το β΄ μέρος μιας ανισοβαρούς εξίσωσης: υπάρχω άρα… κάνοντάς μας να αναστοχαζόμαστε γύρω από το βαθύτερο νόημα, την ερμηνεία ή και τα παράδοξα παιχνίδια της ύπαρξης. Αυτός ο υπαρξιακός φιλοσοφικός, τρόπον τινά, πυρήνας είναι ο οριζόντιος άξονας του βιβλίου.
Εκείνο όμως που αποτελεί το ιδιαίτερο στίγμα του βιβλίου -εκτός από την επαναλαμβανόμενη αυτή κατακλείδα ως προς το πρώτο μέρος της λογικής της συνάρτησης- είναι το ειρωνικό του γονιδίωμα. Ο κάθετος άξονας, λοιπόν, του βιβλίου συγκεντρώνει τα υφολογικά χαρακτηριστικά του ανατρεπτικού λόγου της ειρωνείας: όχι μιας εύκολης σατιρικής ρητορείας αλλά ενός ευρέος φάσματος υπονομευτικού λόγου, από το οξύμωρο και τη διακωμώδηση έως τον αυτοσαρκασμό και την αυτοϋπονόμευση.
«Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…»
Έστιν ουν τραγωδία μικρού μήκους η ζωή
ενώ
μεγάλου εύρους προκύπτει η απόγνωση:
Να ’σαι ο καθένας κάθε μέρα
και κανένας στην αιωνιότητα.
Υπάρχεις, άρα μιμείσαι. (σ. 14)
Τα ποιήματα, επομένως, είναι μικρά επιχειρήματα, με την έννοια της στοχαστικής δομής ενός επαγωγικού ή παραγωγικού συλλογισμού, ο οποίος με τα λογικά άλματα, και τα ετυμολογικά παιχνίδια, συχνά πυκνά, συνιστά αφορμή στοχασμού πάνω στην ίδια την ποιητική δυνατότητα, στην ικανότητα του λόγου να αποδίδει τη σχέση σκέψης και συγκίνησης, τη σχέση ιδεών και αισθημάτων, στην ικανότητα να αποτυπώνει τις στιγμές αλλά και να εγγράφεται επιτυχώς σ’ αυτές.
Ηδονοβλεψίας ιδίων εμπειριών
σε στιγμές πυκνές, κοχλάζουσες
σε χώρους ακυρωμένους από
απόλυτη παρουσία των σωμάτων.
Αλλά
στην κλειδαρότρυπα ενώ σκύβω
της ύπαρξης
πιάνομαι στα πράσα από την
αστυνόμο συνείδηση.
Υπάρχω, άρα (με) κρυφοκοιτάζω. (σ.18)
Η ποιήτρια προσπαθεί μέσα από την καταγραφή της ατομικής περιπέτειας να αγγίξει το βαθύτερα υπαρξιακό, αυτό που, κατά γενική παραδοχή, αδυνατούν οι λέξεις να συλλάβουν: το σημείο όπου μαίνεται μια άνιση πάλη, της διαφορετικότητας με τη συνήθεια, τη σύμβαση, τον μαζικό κανόνα.
Ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών
Από τον ποιητικό κόσμο της Πατακιά λείπουν όλα εκείνα τα εικονοποιητικά στοιχεία που προβάλλουν ως ορισμένος τόπος, χρόνος και πρόσωπα∙ όλα φαίνονται σαν να κινούνται στον πλατωνικό κόσμο των ιδεών, σαν να είναι κι ας μην υφίστανται ταυτοχρόνως. Ό, τι μας φαίνεται ως λογικό υπονομεύεται ταυτοχρόνως με το σχήμα της υπερβολής, ενώ η ποιητική φωνή παρουσιάζεται ως μια φωνή συλλογιστικής απελευθέρωσης, που θέλει να εμφανίζεται απεξαρτημένη από τη σύμβαση, ωστόσο άλλο τόσο αποδεικνύεται υπόδουλη των παθών της. Η ποιητική φωνή, επομένως, δεν κάνει μια αφ’ υψηλού κριτική αλλά εμπεριέχει τον εαυτό της εντός της σύμβασης που στηλιτεύει. Ας μη λησμονούμε πως η κατάφαση του αυτοσαρκασμού κάνει την ανθρώπινη περιπέτεια πιο συμπαθή και οικεία, δείχνοντάς την πιο κοντινή, πιο δική μας.
Επειδή το επίθετό της
τονίζεται στη λήγουσα
έχει ροπή σε ό,τι
προώρισται να λήγει.
(Η υποτακτική, παράδοξη,
αφού δεν κατάφερε
να υποταχθεί στον χρόνο.
Ο ενεστώς, πάντα διαρκείας,
καθότι καθεστώς.)
Επειδή το κύριο όνομά της
τονίζεται στην παραλήγουσα,
στο παρ’ ολίγον
της συμβαίνουν όλα.
(Χρόνοι κι εγκλίσεις
την περικλείουν.
Χρόνος και παρεκκλίσεις
την αποκλείουν.)
Η ταυτότητα, δυσδιάκριτη
αλλά όχι άκριτη.
Υπάρχει, άρα τονίζεται. (σ. 15)
Θέματα που προσεγγίζονται ή καθρεφτίζονται στα ποιήματα της συλλογής είναι η πάλη με τον χρόνο και τη μνήμη, με την απώλεια, τον θάνατο και τον έρωτα, το αίτημα της κατανόησης και της λεκτικής άρθρωσης του ψυχικού υλικού, η οποία όμως σαρκαστικά αποδομείται σαν μαγική εικόνα.
Η Μαρία Πατακιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Paris 2, στο Παρίσι. Εργάζεται στις Βρυξέλλες ως Νομική Σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και είναι πρόεδρος του ελληνικού πολιτιστικού συλλόγου στο Βέλγιο, ΚΥΚΛΟΣ. Το «... κι ύστερα δεν υπάρχεις» είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της. |
Οντολογικά και αισθητικά ερωτήματα, αναρωτήσεις για την σχέση του υποκειμένου με την πραγματικότητα, για τη σχέση της τέχνης με τη φύση, για τη δυνατότητα αποτύπωσης του κόσμου και της ζωής, για τη δύναμη και τη δυναμική του ποιητικού λόγου. Προβληματισμοί που υποστασιοποιούνται και μορφολογικά με την ιδιαιτερότητα της οργάνωσης του ποιητικού υλικού, (ενδιαφέρον έχουν τα λογοπαίγνια, όπου τα λεκτικά τμήματα ως σημασιολογικές μονάδες μας παραπέμπουν σε άλλες οικογένειες λέξεων).
Αφού μου έταξες
κάτι όχι λιγότερο
απ’ την κόλαση
πώς ν’ αρνηθώ
την προσφορά σου;
Αφού σου πρόσφερα
κάτι τόσο οικείο
όσο η απόσταση
πώς να μη δεχτείς
τη μοναξιά μου;
Υπάρχω, άρα προς (σε) φέρομαι. (σ. 46)
Κυρίαρχη εκφραστικά στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής είναι η χρήση αναλογικών παραλληλισμών. Οι αναλογίες είναι ευρηματικές, σχηματίζουν ένα σύνθετο πλέγμα, αναδεικνύουν γλωσσική ικανότητα, ένα ταλέντο που συνταιριάζει έννοιες με λέξεις που φαινομενικά θα έμοιαζαν ασύνδετες. Οι αναλογίες αυτές εδράζονται τόσο σε κυριολεκτικές όσο, το περισσότερο, σε μεταφορικές ομοιότητες. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της ποιητικής της Πατακιά, τόσο εννοιολογικό όσο και υφολογικό, είναι η αντίθεση. Με την ίδια λειτουργική εμβέλεια συναντάμε και άλλα λεκτικά σχήματα, όπως οξύμωρα, επαναλήψεις λέξεων και εκφράσεων με παραλλαγές.
Στις ρωγμές της ερώτησης
χύθηκε υγρή η επιθυμία
και η απάντηση πήρε
το σχήμα της ανάγκης.
Υπάρχω, άρα ερωτώ. (σ. 23)
Η γλώσσα των ποιημάτων είναι προσεγμένη, καλοδουλεμένη, ιδιαίτερα στον παραδειγματικό της άξονα. Οι νεολογισμοί είναι εύηχοι, σέβονται το τυπικό και ετυμολογικό της νεοελληνικής, χωρίς φιλολογικό σχολαστικισμό ή επιτηδευμένο στόμφο. Οι ρητορικές αναφορές, οι φιλοσοφικές μνείες, οι παραπομπές σε καλλιτεχνικά έργα, σε έννοιες και φράσεις ή σπαράγματα φράσεων που έχουν αποκτήσει από μόνες τους ηθικό ή και αισθητικό βάρος, αφθονούν χωρίς όμως να βαραίνουν την ανάγνωση.
Θα ήταν λάθος αν θεωρήσουμε ότι το στοχαστικό πρόταγμα ή η προγραμματική σχεδίαση κρύβουν έναν ποιητικό κόσμο απόμακρο ή ψυχρό.
Είναι ολοφάνερο ότι η ποιήτρια προσδοκά από τον δέκτη της ποίησής της να παίξει ρόλο ενεργητικό την ώρα της ανάγνωσης. Η αξιολόγηση της οργανικής σχέσης μορφής-περιεχομένου, κρίνεται σημαντικός, ώστε να μπορέσουν οι ποιητικοί της πυρήνες να ξεκλειδώσουν όλες τους τις δυνατότητες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος αν θεωρήσουμε ότι το στοχαστικό πρόταγμα ή η προγραμματική σχεδίαση κρύβουν έναν ποιητικό κόσμο απόμακρο ή ψυχρό. Τουναντίον, πρόκειται για ένα ποιητικό κοσμοθεώρημα προσηλωμένο στη ζωή και το καθημερινό της φορτίο, στα απλά στοιχειώδη της υλικά, έναν κόσμο με πάθη.
Από έρωτα ορμώμενος
προσέβλεπε στο μέλλον.
Από ποίηση δονούμενος
προσέτρεχε στο παρελθόν.
Ο ποιητής νίκησε τον ερωτευμένο.
Κι ο Ορφέας στράφηκε
προς τα πίσω.
Να συντηρήσει τον έρωτα
στη σκιά της μνήμης.
Να τον προστατέψει
απ’ τη φθορά.
Να υπάρχει αφού μνημονεύεται. (σ.31)
Τέλος, αν θελήσουμε να ανιχνεύσουμε διακειμενικές αναφορές και υπόρρητες συνομιλίες θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Θα αρκεστώ στην ειρωνεία του Καβάφη:
Υπάρχω, άρα αισθάνομαι ανεπαισθήτως (σ.27),
αλλά κυρίως του Καρυωτάκη (δεν είναι ασφαλώς τυχαίος ο τίτλος από την περίφημη «Πρέβεζα»).
Διά της επαναλήψεως
/ μήτηρ πάσης μαθήσεως /
νανουρίζω αγωνίες
στρογγυλεύω τις γωνίες
εξορκίζω εξορίες.
Επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι,
και καθησυχάζω εαυτόν. (σ. 32)
Η μοντέρνα σάτιρα
Επιχειρώντας μια μικρή παρέκβαση σε ένα θέμα με το οποίο έχουν ασχοληθεί άλλοι ίσως αρμοδιότεροι, θα υπενθυμίσω ότι όσο προχωράμε στον εικοστό αιώνα ύστερα από τις τομές που επέφεραν η ειρωνεία του Καβάφη και τα Ελεγεία και Σάτιρες του Καρυωτάκη, η λεγόμενη μοντέρνα σάτιρα γίνεται πιο σύνθετη, όχι τόσο επιθετική η προφανής, οι σατιρικές αιχμές υποχωρούν ή γίνονται λεκτικά παιχνίδια, ενώ δεσπόζει ο σχετικισμός και ο αυτοσαρκασμός, ίσως γενικότερα ένα περισσότερο εκλεπτυσμένο φιλτράρισμα. Η ειρωνεία συχνά καταφεύγει στη λύση του έμμετρου στίχου και της γλώσσας της παραδοσιακής ποίησης.
Με ομόλογο τρόπο και στο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Πατακιά με απλά αλλά εντέχνως συνδυασμένα ποιητικά υλικά η λοξή ματιά γίνεται υπόρρητη και συμβολική, δείχνοντάς μας με θάρρος -καθώς ξύνει με την ειρωνεία της την επιφάνεια της υπαρξιακής μας αγωνίας- την αμφισβήτηση της σοβαροφάνειας και, εν τέλει, την απογύμνωση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και κριτικός. Τελευταίο βιβλίο της η συγκεντρωτική κριτική έκδοση των «Διηγημάτων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (2022, ΣΩΒ).