Για την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ιωαννίδου «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3» (εκδ. Σαιξπηρικόν). Κεντρική εικόνα: © Annie Spratt (Unsplash).
Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης
«γύρω, φωτιά ψηλή κλαδεύει τη γενιά σου»
Βασικός θεματικός άξονας στο «Σώμα δρομολόγιο», την πρώτη ποιητική συλλογής της Ιωαννίδου, όπως σηματοδοτούνταν και από τον τίτλο, ήταν ο έρωτας με τις κόκκινες παπαρούνες του πάθους, αλλά και τις ξεθωριασμένες διαψεύσεις του. Μια γραφή σωματική με έντονη λειτουργία του βλέμματος, όπου το ποιητικό εγώ μεγέθυνε τη στιγμή.
Στη δεύτερη συλλογή ο λόγος της, πολύ πιο ώριμος, έχει γίνει πεζόμορφος διατηρώντας, ωστόσο, τον ρυθμό και ακέραια την ποιητικότητά του. Η αφήγηση μεταμφιέζεται ελισσόμενη ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο πρόσωπο. Οι λέξεις άλλοτε δαγκώνουν και το μαχαίρι της εξορύσσει την πραγματικότητα από τα σπλάχνα της ζωής φανερώνοντας μιαν αλήθεια ενοχλητική που μας πατάει σα χαλίκι στο παπούτσι, κι άλλοτε ακούγονται σα μια γλυκιά μουσική ανάμεσα στους στίχους.
Ο λόγος παρακολουθεί την εξέλιξης της γυναίκας εκκινώντας με το παιδικό χέρι μέσα στο χέρι του πατέρα [...]
Η ποίηση της Ιωαννίδου δεν είναι αφηρημένη, έχει εικόνες και το βάρος της υλικότητας. «Εύγλωττο σώμα», με «χείλη τραγανά», σαν «το νερό που κυλάει στο στέρνο» και για αυτό μένει στη μνήμη. Ο λόγος παρακολουθεί την εξέλιξης της γυναίκας εκκινώντας με το παιδικό χέρι μέσα στο χέρι του πατέρα, όπως στο τρυφερό ποίημα «Λεωφόρος Νίκης», αργότερα με τα όμορφα κορίτσια εγκιβωτισμένα στην οικιακή αυτοκρατορία της μοναξιάς που δεν έχουν στόμα και δεν λένε ποτέ την αλήθεια, ανιχνεύει τις σιωπές του λόγου και τις μεταποιεί σε μια διαχρονική ανάγνωση της γυναικείας παρουσίας –Ανδρομάχη Ελένη, Πηνελόπη– μέχρι την ωριμότητά της με τις ελπίδες και τις ήττες.
Τα μαρτύρια ερώτων συνεχίζονται και στην παρούσα συλλογή. Πληθαίνουν τα μονοπάτια που δεν πάτησες. «Είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην παρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα τους στα χείλη, τους ξορκίζεις». Ωστόσο, η διστακτικότητα ανεπαισθήτως χτίζει τα τείχη μιας εγκλωβισμένης συμβατικής ζωής, «ενυδρείο» με οικόσιτη μελαγχολία και τα σύμβολά της: τα δωμάτια, τη λάτρα του σπιτιού, τις γλάστρες στο μπαλκόνι. Το υποκείμενο αιχμαλωτισμένο σε ένα ασφυκτικά περίκλειστο σύμπαν και χωρίς οδούς διαφυγής, ναυαγός σε γιορτινά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα, σκάβει τον τοίχο να ξεφύγει, όπως συμβαίνει στο πολύ ωραίο ποίημα «Φωτιά στο δάσος». Η πληγή που υποστυλώνει τη μεταφορικότητα διακρίνεται κάτω από τις λέξεις, ο λόγος γίνεται δραματικός και του δίνει βάθος. Δεν είναι ένας παφλασμός ωραίων φράσεων και εικόνων. Το νόημα σε καταλαμβάνει αργά και υποδόρια σαν βραδύκαυστο φιτίλι μέχρι την έκρηξη του τέλους: «Και πού πας ελάφι; Σου χαμογελώ και τραβάω τη σκανδάλη». Ή όπως συμβούλευε και ο Φλωμπέρ στην αγαπημένη του Λουίζ Κολέτ: «Δεν πρέπει να ονειροπολείς με στίχους, αλλά να δίνεις γροθιές».
Πιστεύω πως η μεταφορά είναι ιστορικά μια από τις μεθόδους της λογοτεχνίας για να ανανεώσει τα φθαρμένα σχήματα του ποιητικού λόγου.
Αν έπρεπε να επισημάνω μία από τις ωριμότερες αλλαγές από την πρώτη στη δεύτερη ποιητική συλλογή, εκτός από τον πεζόμορφο λόγο και την εκφραστική οικονομία, θα επεσήμανα την κατάκτηση της οργανωμένης μεταφοράς –με ενότητα και συνοχή– με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Μες στον αγρό καλπάζει μαύρο άτι».
«Χαράματα, στην έξοδο του ποταμού σέρνεις τη βάρκα. Για δες πόσα πουλιά κρυμμένα στους σωρείτες τιτιβίζουν. Μα εσύ, στου χρόνου τις προστακτικές, ειρωνικά χαμόγελα, δρέπεις πικρά στις δάφνες.
Έρχονται νύμφες των δρυμών να ανοίξουν μονοπάτια, κι οι παιδικές σου μνήμες – κάτι πεντόβολα με αίμα πληρωμένα. Μες στον αγρό καλπάζει μαύρο άτι. «Θέλω απ’ το όνειρο να βγω» σαν ψίθυρος ακούγεται. Σφίγγεις το χαλινάρι.
Γύρω, φωτιά ψηλή κλαδεύει τη γενιά σου, κι εκεί, στην κορυφή, το φέγγος ατενίζεις των μαρμάρων.
Αυτό το μπλε το άχραντο των μυστηρίων, που ακόμη σε πληγώνει».
Στο ποίημα συναιρούνται και αντιπαρατίθενται οι παιδικές μνήμες και οι προσδοκίες, ως μεταφορική ειδυλλιακή εικόνα της φύσης, με την ατομική αγωνία και τις διαψεύσεις του παρόντος χρόνου με τις προστακτικές, τα ειρωνικά χαμόγελα και τις πικρές δάφνες.
«Η πραγματικότητα είναι ένα κλισέ από το οποίο δραπετεύουμε με τη μεταφορά. Μόνο στη χώρα της μεταφοράς είμαστε ποιητές» παρατηρούσε ο Wallace Stevens, ενώ ο Harold Bloom επεσήμανε για τον αμερικανό ποιητή πως είναι σε θέση να αποσύρει τον εαυτό του από τα φθαρμένα σχήματα αντίληψης της πραγματικότητας και να ζήσει εντός του κόσμου μεν, αλλά εκτός των δοσμένων αναγνώσεων. Πιστεύω πως η μεταφορά, είναι ιστορικά μια από τις μεθόδους της λογοτεχνίας για να ανανεώσει τα φθαρμένα σχήματα του ποιητικού λόγου. Δεν είναι μια απλή και ρητή αναφορά στην πραγματικότητα, αλλά αξιώνει να συλλάβει πίσω από τις μάσκες και τα σύμβολά της την περίσσεια, το βάθος των πραγμάτων και το πάντα διαρρέον νόημα της αλήθειας.
Η ποίηση της Ειρήνης Ιωαννίδου είναι ένα χρονικό που καταγράφει με πρωτότυπο τρόπο την αθέατη σφαγή που εκτυλίσσεται καθημερινά πίσω από το παρασκήνιο του εφησυχασμού και του καθωσπρεπισμού.
* Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ είναι πεζογράφος και κριτικός. Τελευταίο του βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» (εκδ. Μεταίχμιο).