Για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου «Κυψέλες» (εκδ. Κίχλη). Φωτογραφία © Pierre Bourjo.
Της Ευσταθίας Δήμου
Η νέα, ένατη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου φέρει τον μονολεκτικό, πολύσημο τίτλο Κυψέλες, ο οποίος παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στην εργασία και την εργατικότητα του ποιητή – δημιουργού που, σαν άλλη μέλισσα, συγκεντρώνει τα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο και τα μετουσιώνει σε τέχνη, αλλά και στο ίδιο το ποίημα που λειτουργεί και υπάρχει σαν μια δομή μέσα στην οποία πάλλεται και ζει η ψυχή του δημιουργού και το αισθητικό αποτέλεσμα της δημιουργικής του δραστηριότητας και πράξης, η ποιητική, δηλαδή, σύνθεση. Η συλλογή περιλαμβάνει έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ποιημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είναι μάλλον πολύστιχα, με τους στίχους τους να είναι, συχνά, πολυσύλλαβοι και εκτεινόμενοι σε μεγάλο μάκρος. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα στιχουργικό αποτέλεσμα που τείνει να προσεγγίσει το πεζόμορφο ποίημα, χωρίς, ωστόσο, να απεκδύεται την ποιητικότητά του, την επίδοση, δηλαδή, στη μέγιστη δυνατή απόσταξη και τη μέριμνα για τον ρυθμό, ακόμα κι αν αυτός είναι εσωτερικός ή υπόγειος. Πράγματι, τα περισσότερα από τα ποιήματα του Αλισάνογλου –εξαίρεση αποτελούν τα ολιγόστιχά του– φαίνεται πως ακροβατούν επιδέξια ανάμεσα στην ποιητικότητα, σε μια γραφή, δηλαδή, περισσότερο αφαιρετική, εσωτερική, αισθηματική και στην αφηγηματικότητα, σε μια τάση, δηλαδή, και ροπή προς την αποτύπωση της εκτύλιξης των σκέψεων, όπως αυτές αναβλύζουν ως απόσταγμα ζωής, κυρίως, όμως, παρατήρησης του κοινωνικού και ατομικού γίγνεσθαι.
Τα περισσότερα από τα ποιήματα του Αλισάνογλου –εξαίρεση αποτελούν τα ολιγόστιχά του– φαίνεται πως ακροβατούν επιδέξια ανάμεσα στην ποιητικότητα, σε μια γραφή, δηλαδή, περισσότερο αφαιρετική, εσωτερική, αισθηματική και στην αφηγηματικότητα,
Η έννοια και η μορφή της μέλισσας διατρέχει αρκετά από τα ποιήματα του βιβλίου και είναι από τις λίγες φορές στην νέα ελληνική ποίηση που ένα τέτοιο ζώο-σύμβολο μπορεί, χωρίς να χάνει το σταθερό περίγραμμα των χαρακτηριστικών του, που συνίστανται ακριβώς στη δημιουργική του φύση, την ελευθερία του πετάγματος και της περιήγησης στον κόσμο, να μετέρχεται διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με τον προσανατολισμό κάθε ποιήματος και την εκκίνησή του, είτε από την κοινωνική πραγματικότητα, είτε από την εσωτερική – υπαρξιακή πραγματικότητα του ποιητή:
«Πού να ’ναι οι μέλισσες;
στις κυψέλες;
στο πολύτιμο σκοτάδι
του μυαλού σου;
στη λέξη που με
ακολουθεί στο στόμα;
— πού να ’ναι οι μέλισσες;
— αιχμάλωτες στην ελευθερία»
«Κυψέλες»
Οι δύο αυτές πτυχές ή πλευρές, άλλωστε είναι τόσο στενά συνυφασμένες, ώστε να συμπλέκονται και να συναποτελούν μια νέα, ενιαία ταυτότητα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το προσωπικό, το ατομικό, το ιδιωτικό να μεταστοιχειώνεται σε κοινωνικό και το αντίστροφο. Από αυτήν ακριβώς τη διττή και διφυή υπόσταση της ποιητικής σκέψης και έκφρασης του Αλισάνογλου προκύπτει ένα αισθητικό αποτέλεσμα που δεν κρύβει στο ελάχιστο τον βαθύ, καταλυτικό, εναγώνιο προβληματισμό του ποιητή για όλα όσα αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα και ως αλήθεια. Γιατί η ύψιστη στόχευση του Αλισάνογλου φαίνεται πως είναι ακριβώς αυτή, η καταβύθιση, δηλαδή, στην αλήθεια και η ανάδειξη των διαστάσεων και των συνιστωσών της, όπως αυτές προβάλλονται και προκρίνονται, βασικά, μέσα από την ίδια τη γλώσσα.
Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για τον τρόπο χειρισμού της, ούτε τόσο για τις συνάψεις των λέξεων, όσο για την ίδια την επιλογή των λέξεων οι οποίες φέρουν ατόφιο όλο το βάρος του νοήματός τους, συνιστώντας ουσιαστικά τους πυρήνες ή τον σκελετό του ίδιου του ποιήματος. Πρόκειται, κατά βάση, για ουσιαστικά, είτε αφηρημένα, είτε συγκεκριμένα που καταδεικνύουν την προσπάθεια του ποιητή να συλλάβει, να προσδιορίσει και να ορίσει αυτό που ισχύει, αυτό που συμβαίνει, αυτό που υπάρχει, για να μπορέσει να οικοδομήσει αυτό που δεν υφίσταται, αποτελεί, όμως, πάντα ένα ζητούμενο της τέχνης που συνίσταται ακριβώς στην ανάδυση και ανάδειξη του ωραίου, του ηθικού, του ανθρώπινου, ως κατευθυντήρια δύναμη και αρχή της ζωής.
Η ύψιστη στόχευση του Αλισάνογλου φαίνεται πως είναι η καταβύθιση στην αλήθεια.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με ζητούμενο πάντα τόσο τον αυτοπροσδιορισμό όσο και τον ετεροπροσδιορισμό, ο Αλισάνογλου τεχνουργεί, με τα ποιήματά του, μια περιήγηση όχι τόσο στον χώρο και τον χρόνο, όσο στον λόγο, έναν λόγο που είναι ταυτόχρονα ποιητικός και αντιποιητικός μαζί, ακριβώς για να μπορέσει να συναιρέσει και να συνυφάνει το αίσθημα του σπαραγμού απέναντι σε όλα αυτά που επιζητούν να συνθλίψουν την ύπαρξή του και τη διάθεση απαντοχής τους μέσα από μια διαδικασία που προσιδιάζει στην εκλογίκευση είναι όμως στην πραγματικότητα μια απόλυτα (συν)αισθηματική στάση, ένα αντίκρισμα του ανθρώπου και του κόσμου με τα μάτια και την ψυχή ενός παιδιού που ξέρει μονάχα να αισθάνεται:
«αισθάνεσαι χωρίς να πρέπει απαραίτητα να αισθάνεσαι·
να αισθάνεσαι όσο μπορεί να αισθάνεται ένας «ερεθισμός»
«Τελευταία ημέρα στον κόσμο μου»
Γιατί, πολύ συχνά, το αντίκρισμα του Αλισάνογλου πραγματοποιείται με τους όρους της παιδικής ηλικίας και μιας ψυχοσύνθεσης που ξέρει να πληγώνεται, να σπαράσσεται, να αναρωτιέται, αλλά και να ελπίζει. Όλη αυτή η συνθήκη εκβάλλει σε ένα αποτέλεσμα που διακρίνεται για την άκρα ψυχραιμία, τη ζυγισμένη ισορροπία του, τη λογική, μετρημένη και ποιητικά μελετημένη σύνθεσή του. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ιδιοτυπία ή η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης συλλογής, στο ότι δηλαδή, η ποιητική δημιουργία προδίδει μια εντατική λειτουργία του θυμικού του ποιητή, μια έντονη, καίρια και καταλυτική παρουσία του αισθήματος ή, καλύτερα, των αισθημάτων που του γεννούν τα διάφορα ερεθίσματα και τα οποία τροφοδοτούνται από την υψηλή αντιληπτική του ικανότητα. Παράλληλα όμως καταδεικνύει τη διάθεσή του να μην αφήσει το αίσθημα αυτό ούτε να λιμνάσει, ούτε όμως και να μετατραπεί σε χείμαρρο, κάτι που θα θόλωνε ίσως το ποιητικό τοπίο και θα προκαλούσε μονάχα συναισθηματική συγκίνηση και έξαρση.
Έτσι, καθένα από τα ποιήματα μοιάζει να έχει θέσει υπό έλεγχο το αίσθημα ή τα αισθήματα που βρίσκονται στην αφετηρία και την απαρχή τους, ακριβώς για να μπορέσει να προσδώσει σε αυτά το μέγεθος, το μεγαλείο και την αξία τους. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ένα είδος εκλογίκευσης και ψύχραιμης ενατένισης, αλλά για κάτι βαθύτερο και υψηλότερο. Πρόκειται για την υπαγωγή στους νόμους και τους κανόνες της τέχνης που θέλουν τα δημιουργήματα να διακρίνονται και να διέπονται από πλαστικότητα, νοούμενη βέβαια όχι ως αυστηρότητα ή ακαμψία, αλλά ως μια βαθιά βίωση της άκρας ισορροπίας ανάμεσα στη σκέψη και την έκφραση, ανάμεσα στο αίσθημα και την καθαρή του αποτύπωση.
Η ποίηση και η ποιητική του Αλισάνογλου, όπως μορφοποιούνται και σχηματοποιούνται μέσα από αυτό το βιβλίο στρέφονται, εν ολίγοις, γύρω από την πικρή και σκληρή συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που συνέχει όλες τις εκφάνσεις του σύγχρονου κοινωνικού και ανθρώπινου βίου, κυρίως όμως στη χάραξη της διεξόδου, στην ανεύρεση της απάντησης και της λύσης στο φαινομενικά δυσεπίλυτο πρόβλημα του καιρού και του τόπου. Η απάντηση αυτή θα περίμενε κανείς πως είναι η ίδια η ποίηση, ως πράξη και πρακτική ζωής, ως κατευθυντήρια αρχή και ιδέα του ανθρώπινου βίου.
Στην περίπτωση του Αλισάνογλου όμως δεν ισχύει αυτό ή, καλύτερα, δεν ισχύει μόνο αυτό. Γιατί η έξοδος του ανθρώπου σε έναν καλύτερο και υψηλότερο χωροχρόνο έχει ως βασική προϋπόθεση την ικανοποίηση της ανάγκης του για έκφραση, είτε αυτή λάβει τη μορφή του ποιητικού λόγου, είτε οποιαδήποτε άλλη μορφή μέσα από την οποία θα προκύψει μια κατάθεση ψυχής λυτρωτική και αποσυμφορητική τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αποδέκτη της δημιουργίας:
πόσες μέλισσες χρειάζονται τελικά
για να ξεκινήσει μια επανάσταση;
«Τοπίο όπου δεν είναι καλοκαίρι»
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων «Κλέφτες + Αστυνόμοι» (εκδ. Γκοβόστη).