
Για την ποιητική συλλογή του Αλέξιου Μάινα «Το ξυράφι του Όκαμ» (εκδ. Μικρή Άρκτος). Φωτογραφία: Στέφανος Αλιπράντης
Της Άννας Γρίβα
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Αλέξιου Μάινα θέτει στο επίκεντρό της την ποιητική συνείδηση και τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στη διάρκεια μίας περίπου ημέρας, οι στίχοι παρακολουθούν τις διαρκείς μεταβάσεις του ποιητικού υποκειμένου από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό και αντιστρόφως. Κάθε ερέθισμα γίνεται αφορμή ενδοσκόπησης και κάθε σκέψη τροφοδοτεί τη θέαση του κόσμου με έναν νέο τρόπο.
Τίθεται έτσι στο προσκήνιο μια στάση που έρχεται σε αντιπαράθεση με τον σύγχρονο τρέχοντα τρόπο αντίληψης των πραγμάτων...
Εντός της συλλογής οριοθετούνται, κατά τη γνώμη μου, δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο μέρος ορίζεται από τους στίχους: Αν μόνο το ψέμα/ είναι ευτυχία/ τότε ας είναι αλήθεια/ μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους. Κατανοεί ο αναγνώστης εξαρχής ότι το ζητούμενο είναι η αναζήτηση της αλήθειας, που ίσως δεν οδηγεί στην ευτυχία, αλλά τελικά κατορθώνει την ελευθερία. Τίθεται έτσι στο προσκήνιο μια στάση που έρχεται σε αντιπαράθεση με τον σύγχρονο τρέχοντα τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, κατά τον οποίο στόχος του ανθρώπου είναι η όσο το δυνατόν «αναίμακτη», χωρίς προσωπικούς, εσωτερικούς κινδύνους ευτυχία, η οποία συχνά βασίζεται σε μια πλαστή εικόνα του εαυτού. Το βιβλίο, λοιπόν, ορίζεται από μια επιστροφή σε έναν κόσμο, όπου πυρήνας κάθε προσπάθειας είναι η εύρεση του αληθούς.
Ο δύσκολος δρόμος της γνώσης
Αυτή η θέαση διαγράφεται και στη συνέχεια του βιβλίου: Γράφω δεν θα πει δημιουργώ/ θα πει διαχειρίζομαι, επισημαίνω. Με αυτούς τους στίχους δηλώνεται ότι η γραφή, η δημιουργία, η ποίηση είναι μια ανακάλυψη της μυστικής φύσης του υπάρχοντος. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο λαμβάνει τη σημαντική του θέση και το άλογο της έμπνευσης: λόγος και υποσυνείδητο συλλειτουργούν και συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Μέσα από αμέτρητους καθρέπτες, ο άνθρωπος παλεύει να διακρίνει το είδωλο από το πραγματικό ον. Ο κόσμος ερμηνεύεται πλατωνικά και ο άνθρωπος επιστρέφει στα πανάρχαια ερωτήματα. Το κάθε κάτοπτρο γίνεται αφορμή στοχασμού για τη φύση και τις δυνατότητες αυτής: Η φύση μπορεί να με δημιουργήσει και να με μιμηθεί. Ομοίως, σε άλλο ποίημα: Ο νους καταδύεται/ σε δυο διπλούς καθρέφτες/ της μνήμης/ και της ζωής – είναι, δηλαδή, ο χρόνος και η πολλαπλότητα των βιωμάτων που κάποτε δημιουργούν τα κάτοπτρα του εαυτού μας, που μας τραβούν μακριά από τον αληθινό μας πυρήνα. Κι όμως ο πυρήνας αυτός υπάρχει πάντοτε και γίνεται μια αυτόφωτη ανάγκη. Στο παρόν του ποιητικού υποκειμένου συνυπάρχουν η αίσθηση, η σκέψη, η γραφή, ενώ ο χώρος και ο χρόνος απορροφώνται σε μία και μόνη κατάσταση: Ο χώρος είναι εξίσου γριφώδης με το χρόνο/ αλλά πιο επίπεδος ή λιγότερο ελαστικός./ Επίσης: στο σκοτάδι μοιάζει να καμπυλώνεται λίγο/ προς τις άκρες και να στενεύει. Τότε είναι που συντελείται μια μετάβαση, η οποία συνίσταται στην καταβύθιση στον εαυτό με στόχο την άνοδό του στο φως: Ήρθε η ώρα να μπούμε στο θέμα. Να ανακαλύψουμε τους/ βυθισμένους εαυτούς μας, το ασήμι.
Έτσι περνάμε στο δεύτερο μέρος, στο οποίο υπάρχει μια μετατόπιση, ως αποτέλεσμα της κατάδυσης στον εαυτό: Κι αν μόνο το ψέμα/ είναι ελευθερία/ τότε ας είναι αλήθεια/ αυτό που θα μας δίνει νόημα. Η αλήθεια δεν συνδέεται με την ευτυχία αλλά ούτε με την ελευθερία πια. Η αλήθεια είναι ένα νόημα που υπερβαίνει και τα δύο, ένα νόημα άρρητο και σε βάθος βιωμένο. Η πορεία της συνείδησης στο εξής γίνεται ακόμη πιο δύσβατη, αφού πάντοτε συντελείται μια ματαίωση, η αίσθηση του ερειπίου. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο αναφαίνεται ο Θεός, ο οποίος ορίζεται ως ο δημιουργός της τύχης στον κόσμο των πιθανοτήτων και χαρακτηρίζεται από την απόσταση που τον χωρίζει από τα ανθρώπινα πάθη: Ξέρω πως κάπου, στο βασίλειό του/ ο δημιουργός του κόσμου των συμπτώσεων/ (κάτοχος της αναισθησίας θαυμάσιος)/ αναπαύεται ικανοποιημένος απ’ την τέχνη του. Ο καθένας μας είναι ο πρώτος άνθρωπος, εκείνος που προσπαθεί να αποφύγει όχι την πρώτη αμαρτία, αλλά την πρώτη πληγή: Τα πλευρά σου, Αδάμ – / φύλαγε τα πλευρά σου. Έτσι, φτάνει ο άνθρωπος στο οριακό εκείνο σημείο, όπου πρέπει να κατανοήσει το σώμα στη σχέση του με τη συνείδηση και τον κόσμο. Έλα σώμα/ δώσε χέρι: βοήθα, δηλαδή, σώμα, τον εαυτό, που είναι κάτι δικό σου αλλά και κάτι έξω από εσένα.
Όταν θα έχουμε ορίσει τη σχέση του εαυτού με το σώμα και το πνεύμα, με τον κόσμο, τη φύση και τον θεό, με την τύχη και το νόημα, με την ομορφιά, την ευδαιμονία και την ελευθερία, τότε βρίσκουν όλα την αληθινή τους διάσταση, τότε λάμπει η αλήθεια, γιατί μονάχα ο φόβος μεγαλώνει τη σημασία της ύλης. Όταν έχει φτάσει κανείς στην ουσία του στοχασμού και έχει ορίσει την θέση του στο σύμπαν εμείς ως άλλοι πια/ ξεπερνάμε τους εαυτούς μας.
Ο Όκαμ μάς προέτρεπε να αναζητούμε τις ελάχιστες προκείμενες, την απλούστερη μέθοδο, ως την ασφαλέστερη οδό της αλήθειας.
Ο Όκαμ μάς προέτρεπε να αναζητούμε τις ελάχιστες προκείμενες, την απλούστερη μέθοδο, ως την ασφαλέστερη οδό της αλήθειας. Την ίδια προτροπή κάνει και αυτό το βιβλίο: έχουμε έναν εαυτό πάντοτε ακέραιο στο βάθος του και αυτό το ελάχιστο δώρο της φύσης μάς είναι αρκετό, για να πορευτούμε προς την αλήθεια του κόσμου. Ας διαβάσουμε τα ποιήματα ως ένα εύστοχα δομημένο σύνολο, ως μια διάφανη και λιτή μικρογραφία πάνω στο αιώνιο ζήτημα του ανθρώπου, που είναι η πορεία από την άγνοια στη γνώση, μέσα από τον μόχθο, τη συντριβή και την έκσταση της ανακάλυψης.
* Η ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα Εξόριστες βασίλισσες (εκδ. Μελάνι).