Για την ποιητική συλλογή του Νίκου Φιλντίση «Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Της Ευσταθίας Δήμου
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Φιλντίση, τρίτη κατά σειρά, που κυκλοφορεί υπό τον μάλλον πεζολογικό τίτλο Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου, επαναφέρει την εντύπωση της πρόσφατης στροφής που σημειώθηκε στη νεοελληνική ποίηση και στη νεοελληνική λογοτεχνία γενικότερα προς την έννοια και τη μορφή του ζώου, το οποίο έρχεται για να αποτυπώσει τον τρόπο που ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται την παρουσία και τη θέση του σε σχέση με τη δική του ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία, αλλά και σε σχέση με τη λογοτεχνική δημιουργία. Η ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση του βιβλίου συμπληρώνεται και ενισχύεται από τη δομική αρτιότητα που το χαρακτηρίζει και που συνίσταται στη διαίρεση του βιβλίου σε επιμέρους ενότητες, καθεμιά από τις οποίες φέρει και έναν ξεχωριστό τίτλο – «Καθ’ εαυτόν», «Κατά κόσμον», «Κατά πόθον», «Κατά τους ποιητές». Όπως διαφαίνεται και από τις φράσεις των υπότιτλων αυτών που αντιστοιχούν σε επιμέρους θεματικές, η ποίηση του Φιλντίση κατευθύνεται και επικεντρώνεται στους λίγο πολύ γνωστούς πυρήνες της ποίησης διαχρονικά, δηλαδή την αυτοαναφορά, τον περιβάλλοντα κόσμο, τον πόθο και το πάθος, την τέχνη.
Τα ποιήματα της συλλογής παρουσιάζουν και παρουσιάζονται με μία ποικιλία μορφών που έχουν στο ένα άκρο τους τον ελεύθερο στίχο και στο άλλο το αυστηρά δομημένο και μορφοποιημένο χαϊκού πάνω στη βάση του γνωστού συλλαβικού κανόνα των 5-7-5 συλλαβών ανά στίχο. Η συνύπαρξη αυτή δημιουργεί ένα ενδιαφέρον ποιητικό αποτέλεσμα κάνοντας το βιβλίο να μοιάζει, ουσιαστικά, με σύνθεση μέσα στην οποία εναλλάσσεται η ελεύθερη στιχουργία με την παραδοσιακή φόρμα και, συνεκδοχικά, η μοντέρνα με την παραδοσιακή ποίηση. Η επιλογή του χαϊκού δεν είναι τυχαία. Πέρα από την αυτοτέλεια, την αυθυπαρξία και την αυταξία των συγκεκριμένων ποιημάτων, πέρα από την αναμφισβήτητη δύναμη και τη δυναμική που, κυρίως, λόγω της συντομίας και της πυρηνικής τους έκφρασης διαθέτουν, τα τρίστιχα αυτά αναλαμβάνουν μια σειρά από άλλες δυνατότητες και λειτουργίες που, παρά το γεγονός ότι δεν τα υποτάσσουν, σε κάποιο βαθμό τους προσδίδουν ενισχυτικό, συμπληρωματικό, ερμηνευτικό ρόλο και λόγο. Διαμορφώνεται έτσι ένα πολυσύνθετο ποιητικό πεδίο όπου η έκταση του ποιήματος, κάθε φορά, δίνει τον ρυθμό και τον τόνο και ποικίλλει την ταχύτητα και την ποιότητα της ανάγνωσης. Το στοιχείο αυτό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από τη στιγμή που δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να επιταχύνει ή να επιβραδύνει, να συμπαρασυρθεί και να απολαύσει ή να βυθιστεί στην περίσκεψη και την περισυλλογή με όσα διαβάζει.
Τα ποιήματα της συλλογής παρουσιάζουν και παρουσιάζονται με μία ποικιλία μορφών που έχουν στο ένα άκρο τους τον ελεύθερο στίχο και στο άλλο το αυστηρά δομημένο και μορφοποιημένο χαϊκού πάνω στη βάση του γνωστού συλλαβικού κανόνα των 5-7-5 συλλαβών ανά στίχο.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση των ποιημάτων είναι η παρουσία μιας έντονης ρυθμικότητας, ένα είδος κυματισμού του λόγου που δεν μένει στο βάθος του ποιήματος, αλλά αναδύεται στην επιφάνεια και φέρνει καθένα από τα ποιήματα πολύ κοντά στις πρωταρχές του ποιητικού λόγου, στη βασική του πτυχή και λειτουργία που είναι η παρηγορία. Στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθεί κανείς είναι η κατίσχυση του σπαραγμού, ενός σπαραγμού που θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί υπαρξιακός, θα μπορούσε όμως, ίσως πιο σωστά, να χαρακτηριστεί υπαρκτικός. Η διαφορά και η διαφοροποίηση είναι μικρή αλλά σημαντική. Η υπαρξιακός προσανατολισμός είναι πιο σαφής και συνειδητοποιημένος, ενώ ο υπαρκτικός αφορά και προκύπτει από το ασύλληπτο, το απροσδιόριστο, το τραγικό της ύπαρξης που δεν εξηγείται, δεν ερμηνεύεται, δεν ξεδιαλύνεται. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, τα ποιήματα του Φιλντίση μοιάζουν απόπειρες να καταγραφεί και να αποτυπωθεί το ανεξήγητο και το δυσερμήνευτο, χωρίς μάλιστα την προοπτική μιας απάντησης, μιας λύσης, μιας διεξόδου:
«όσο μεγαλώνω
τόσο μικραίνω
στο διάστημα αυτό
χάνω το ανθρώπινό μου βάρος
σπάει το κολιέ με τους πλανήτες
σαν να μην έφτανε αυτό
το ρούχο μου ξεχείλωσε
και σκοτεινό νερό
γλιστράω στις ραφές»
«Σκοτεινό νερό»
Ο Νίκος Φιλντίσης γεννήθηκε το 1987, στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και εργάστηκε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας με αντικείμενο τον σχεδιασμό και την ενίσχυση εμβολίων. Το 2102 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το παραβάν» (εκδ. Οδός Πανός) ήταν υποψήφιος για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης», της Εταιρείας Συγγραφέων. |
Η τραγικότητα της ύπαρξης την οποία διαπιστώνει με πόνο ο ποιητής προκύπτει από την πικρή συνειδητοποίηση δύο πραγματικοτήτων. Είναι αφενός η πραγματικότητα του θανάτου ο οποίος στοιχειώνει την ανθρώπινη ζωή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως γίνεται ένα με αυτήν, πως ενώνεται και ταυτοποιείται μαζί της και, αφετέρου η κοινωνική πραγματικότητα η οποία φέρει επάνω της το στίγμα μιας μοίρας που είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και που μοιάζει αναπότρεπτη, άρα και πιο τραγική από τη μοίρα του θανάτου. Στο σημείο αυτό ο ποιητής γίνεται ιδιαίτερα αιχμηρός, ειρωνικός και σαρκαστικός μαζί, για να καταδείξει ακριβώς την πτώση, το ρήμαγμα, την κατάρρευση και την παρακμή που έκανε πράξη τον καθημερινό θάνατο μιας παράλογης ζωής:
«οι παλάμες απλώσαν να σφίξουνε χέρια
μα ίσα τα δάχτυλα που βρήκαν
κι η μουσική από καιρό είχε τελειώσει
έτσι
αρχίσαμε χειρονομώντας να αφηγούμαστε
ο καθείς κάτι δικό του
που όλο μαζί
αν το συνέλεγες
έμοιαζε με τραγούδι μέλισσας
του ’21 του ’22 του ’43 του ’74 του
δύο χιλιάδες και κάτι κέρματα
που χορεύεται
σε κύκλο
συρτά ή επιληπτικά»
«Πανηγυρικός»
Δέος αντίπαλο του θανάτου αναδεικνύεται και προβάλλεται, μέσα κυρίως από τα ποιήματα της τρίτης υποενότητας, ο πόθος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για τον πόθο και όχι για τον έρωτα ως είθισται διαχρονικά στην ποιητική πράξη και πρακτική. Η επιλογή αυτή συνάδει και εξυπηρετεί την πρόθεση του Φιλντίση, τη διάθεσή του να αναδείξει τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, τις ενστικτώδεις αντιδράσεις που ξεφεύγουν από τον λογισμό και κυριαρχούν με τη δύναμή τους στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής. Ακόμα και ο πόθος όμως, όπως προσεγγίζεται και τεχνουργείται, κρύβει κάτι το τραγικό, το αιχμηρό, το αιμάτινο, έχει μέσα του και πάνω του ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πόνου και του τέλους. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο πόθος σαν ένστικτο παντοδύναμο της ανθρώπινης υπόστασης ακυρώνεται. Ίσα ίσα που αποκτά μιαν άλλη διάσταση, αυτή της ποιητικής προοπτικής, της προσέγγισής του σαν κινητήριο ερέθισμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και, μέσα από αυτή, της «εκλογίκευσης» και της καταξίωσής του.
Με αυτές τις σκέψεις και με αυτήν την οπτική ο ποιητής μεταβαίνει στην τελευταία του ποιητική κατάθεση που, αυτή τη φορά, αφορά την τέχνη του, την τέχνη του ποιητικού λόγου. Εδώ ο ποιητής αναλύεται σε εύστοχους στοχασμούς σχετικά με τον τρόπο που έχει η ποίηση να επηρεάζει, να προσδιορίζει και στην κυριολεξία να κυριαρχεί στη ζωή του ποιητή, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε αυτός να καθίσταται αληθινός της υπηρέτης και θεράπων. Είναι φανερή εδώ η επιθυμία και η διάθεση του ποιητή να παραδεχθεί και να τονίσει την «υποταγή» ή, καλύτερα, την υπόταξή του στην ποίηση, γεγονός που ίσως πιστοποιεί και επικυρώνει την ανάγκη του να υπερασπιστεί το έργο του, να το τοποθετήσει στη δική του αξιολογική κλίμακα και να δικαιώσει με αυτόν τον τρόπο την αφοσίωσή του στη δούλεψη του στίχου. Γιατί, πράγματι, εκείνο που μπορεί κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει στην περίπτωση της συγκεκριμένης συλλογής είναι η απόλυτη σύζευξη της τεχνικής αρτιότητας του στίχου, της προσεκτικής του και μετρημένης, ισορροπημένης και ζυγισμένης μέχρι την τελευταία λέξη σύνθεσης με το πάθος που κινητοποιεί τη γραφίδα του ποιητή, ένα πάθος που αποδεικνύει την καταιγιστικότητά του ακριβώς επειδή μοιάζει εκλογικευμένο και εγκεφαλικό.
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων «Κλέφτες + Αστυνόμοι» (εκδ. Γκοβόστη).