Για την «Ανθολογία σύγχρονης κουρδικής ποίησης» (πρόλογος, μετάφραση και επιμέλεια Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί, εκδ. ΑΩ).
Του Γιώργου Δελιόπουλου
Μια ποιητική ανθολογία είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό σύνολο, όπου το κάθε κομμάτι διατηρεί το δικό του «χρώμα». Η συνύπαρξη ετερόκλιτων ποιητικών φωνών σε ένα βιβλίο δεν λειτουργεί πάντα εξομοιωτικά ούτε καταργεί την ιδιοφωνία των δημιουργών. Ανάλογα με τα κριτήρια επιλογής του επιμελητή, προκύπτει μια –συχνά αποκαλυπτική– κοινή οπτική και συνομιλία μεταξύ διαφορετικών ποιητών. Γι’ αυτό και ο ρόλος του επιμελητή είναι καίριος για την επιτυχία μιας ανθολογίας και σε καμιά περίπτωση διεκπεραιωτικός.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανθολογήσεις των τελευταίων ετών είναι και η Ανθολογία σύγχρονης κουρδικής ποίησης, κάτι που πιστώνεται αφενός στον επιμελητή του βιβλίου, τον γνωστό Κούρδο λογοτέχνη, ακτιβιστή και βραβευμένο δημοσιογράφο Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί, αλλά και στον εκδοτικό οίκο ΑΩ για την εξαιρετικά καλαίσθητη σχεδίαση του βιβλίου. Ο Τζεμίλ Τουράν είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας εδώ και χρόνια, αλλά και ο πρώτος Κούρδος συγγραφέας που γράφει απευθείας στα ελληνικά. Βαθύς γνώστης του κουρδικού ζητήματος, με έντονη αγωνιστική και πολιτική δράση, ανθολογεί την ποιητική αποτύπωση του εθνικού κουρδικού αγώνα, μέσα από επιλεγμένα ποιήματα δεκαεννέα Κούρδων ποιητών.
Ο Τζεμίλ Τουράν είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας εδώ και χρόνια, αλλά και ο πρώτος Κούρδος συγγραφέας που γράφει απευθείας στα ελληνικά.
Ο πρόλογος της ανθολογίας λειτουργεί βοηθητικά και διαφωτιστικά για τον αναγνώστη, καθώς ο επιμελητής παραθέτει ορισμένες βασικές πληροφορίες για την ιστορία των Κούρδων και τη λογοτεχνία τους, από τους μύθους, τα μοιρολόγια και τους πρώτους μεγάλους Κούρδους λογοτέχνες, όπως ο Εχμεντέ Χανί (1650/51-1707), μέχρι και σήμερα. Εκθέτει το πρόβλημα της γλωσσικής ταυτότητας των Κούρδων ποιητών, καθώς βρίσκονται καταδιωκόμενοι και μοιρασμένοι σε διαφορετικά κράτη με αποκλίνουσες ιστορικές πορείες (Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν), ενώ πολλοί από αυτούς είναι αναγκασμένοι να γράφουν στη γλώσσα του κράτους όπου βρίσκονται. Ας μη λησμονούμε ότι στην Τουρκία η κουρδική γλώσσα είναι απαγορευμένη. Ο Τουράν παρουσιάζει συνοπτικά τους εθνικούς αγώνες των Κούρδων σε κάθε χώρα, καθώς χωρίς αυτούς δεν μπορεί να κατανοηθεί η σύγχρονη κουρδική ποίηση.
Πρόκειται για μια κατά βάση εθνική ποίηση, που εμφορείται από τον πόθο της ελευθερίας και τη νοσταλγία της πατρίδας. Η κουρδική λογοτεχνία καλείται να σφυρηλατήσει την εθνική ενότητα μέσα από τις αφηγήσεις της, ελλείψει άλλων συνεκτικών θεσμών και παρά τη γλωσσική διαφοροποίηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Μια τέτοια στόχευση μοιάζει πολύ μακρινή για την ελληνική ποίηση, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας στράφηκε στους εσωτερικούς κοινωνικούς αγώνες και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου Έλληνα. Για να βρούμε κάτι ανάλογο στη λογοτεχνία μας, θα πρέπει να επιστρέψουμε στον πατριωτικό ρομαντισμό του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, είτε της Επτανησιακής είτε της Αθηναϊκής Σχολής (Παλαιάς και Νέας). Ουσιαστικά, η τότε ελληνική ρομαντική ποίηση, παρακολουθώντας τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων, προσπάθησε να καλλιεργήσει ισχυρά εθνικά αισθήματα και μια εθνική ταυτότητα.[1] Τα συστατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας, που προτάχθηκαν από τους ποιητές και ενοποιούσαν τις διάσπαρτες κοινότητες σ’ έναν ενιαίο εθνικό χώρο και ιστορικό χρόνο, ήταν καταρχάς η γλώσσα, αν και σ’ αυτό το σημείο υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ δημοτικιστών και υποστηρικτών της καθαρεύουσας· έπειτα η φύση, η ορθόδοξη πίστη, η ιστορία και πρώτιστα το αρχαίο παρελθόν, αλλά και οι λαϊκές παραδόσεις. Βέβαια, ορισμένοι ποιητές, όπως ο Σολωμός, προσπάθησαν να υπερβούν τα στενά εθνικά όρια και να προσδώσουν πνευματική και οικουμενική αξία στην έννοια της εθνικής ελευθερίας. [2] Οι περισσότεροι, όμως, εγκλωβίστηκαν σε μια στενά εθνική οπτική και ρητορική.
Η κουρδική λογοτεχνία καλείται να σφυρηλατήσει την εθνική ενότητα μέσα από τις αφηγήσεις της, ελλείψει άλλων συνεκτικών θεσμών και παρά τη γλωσσική διαφοροποίηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Μια τέτοια στόχευση μοιάζει πολύ μακρινή για την ελληνική ποίηση, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας στράφηκε στους εσωτερικούς κοινωνικούς αγώνες και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου Έλληνα.
Μελετώντας κανείς την ανθολογούμενη κουρδική ποίηση, διακρίνει σ’ ένα πρώτο επίπεδο την έντονη καταγγελία για την υφιστάμενη καταπίεση και την περήφανη διακήρυξη του συνεχιζόμενου αγώνα για εθνική ελευθερία. Σ’ ένα δεύτερο, όμως, επίπεδο, διαπιστώνει μια προσπάθεια να αναδειχθούν τα βασικά στοιχεία της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, να υπάρξει δηλαδή ένα συγκολλητικό εθνικό αφήγημα. Οι σύγχρονοι Κούρδοι ποιητές επιχειρούν, εν πολλοίς, να απαντήσουν στο ερώτημα που θέτει ο Ιωάννης Πολέμης στο ομώνυμο ποίημά του: «Τι είναι η πατρίδα μας».
Το βασικό χαρακτηριστικό του κουρδικού πατριωτισμού είναι η αγωνιστική και θυσιαστική διάθεση. Ενδεικτικοί είναι οι παρακάτω στίχοι του Τζιγερχούν (1903-1984):
«Θέλω να βράσω, να ξεχειλίσω απ’ το δοχείο / Είμαι ο αγώνας, η επανάσταση, το μεγάλο κατόρθωμα / των θαλασσών και των λιμνών, ολόκληρου του κόσμου. / Μα είμαι μόνο μια σταγόνα δίπλα στο χείμαρρο. / Ψάχνω για τη λευτεριά» («Είμαι το ρόδο της Ανατολής»).
Στο εθνικό αφήγημα των Κούρδων κυριαρχούν ως συνήθη μοτίβα η καταπίεση, η προσβολή της αξιοπρέπειας, η σκληρότητα της ζωής, το ανεκπλήρωτο των προσδοκιών, η νοσταλγία του εξόριστου. Ωστόσο, τα περισσότερα ποιήματα αφήνουν μια αισιόδοξη επίγευση στο τέλος, την ελπίδα για την τελική νίκη, όπως στο ποίημα του Αχμέντ Αρίφ (1927-1991):
«Με τον ερχομό της νίκης, θα σε στολίσουν / κι αυτό θα είναι χαρούμενο μήνυμα, / γιατί τα θαρραλέα παιδιά σου / μια καινούργια κοινωνία θα χτίσουν, / τους εχθρούς σου για πάντα θα διώξουν, / θα υψώσουν ψηλά τ’ όνομά σου, / Κουρδιστάν, πατρίδα μου» («Κουρδιστάν, πατρίδα μου»)
ή του Μαρούφ Ομάρ Γκιουλ (1956-):
«Πατέρα, όταν ο κουρασμένος γιος σου / Παλεύει με το βουνό / Και το ανεβαίνει βήμα το βήμα / Θα φτάσει κάποτε στην κορυφή / Με λίγες στιγμές ανάπαυσης. / Γιατί, λοιπόν, πατέρα είσαι απογοητευμένος;» («Γιορτή Πρωτοχρονιάς και ελευθερίας»).
Η φύση στα ποιήματα δεν λειτουργεί μόνο ως συμπληρωματικό σκηνικό της επαναστατικής δράσης. Παράλληλα, είναι και προσδιοριστικό κομμάτι της κουρδικής ταυτότητας, πολύ περισσότερο από το αστικό τοπίο. Ο Κούρδος ποιητής αναπνέει ελεύθερος στη γη του Κουρδιστάν, στα ματωμένα βουνά, τις χιονισμένες κορυφές τους, στα ποτάμια, τα αμπέλια και τους κήπους, παρέα με τα ζαρκάδια και τις πέρδικες. Όλα αυτά τα στοιχεία της φύσης συνοδεύουν νοσταλγικά την εξορία και τον αγώνα του, ακόμη και την ώρα του θανάτου, όπως γράφει ο Καμάλ Μιραβντελί (1951-):
«Όχι, μανούλα μου / Μην πεις: Ο γιος μου πέθανε μόνος. / Η γη που λάτρεψα σ’ όλη μου τη ζωή / Δέχεται το αίμα μου σταγόνα τη σταγόνα / Κι άσυλο κάνει για μένα την καρδιά της» («Μάρτυρας»).
Για τον Σέρκο Μπέκες (1940-2013), και ο ελάχιστος κόκκος χώματος εσωκλείει όλη την ψυχή της πατρίδας του:
«Έσκυψα τότε και πήρα / μια χούφτα χώμα / και βόγκηξε ολόκληρο το Κουρδιστάν» (Από τη συλλογή «Μικρά κάτοπτρα»).
Η φύση παραστέκει στον αγώνα του Κούρδου για ελευθερία, αντιστέκεται και συμπάσχει μαζί του. Σε ορισμένα, μάλιστα, ποιήματα θυμίζει έντονα τη λαϊκή φυσιολατρία των δημοτικών μας τραγουδιών. Οι βαθιές ανθρώπινες σχέσεις, επίσης βασικό στοιχείο της κουρδικής ταυτότητας, λειτουργούν ανακουφιστικά, ως παυσίπονα της σκλαβιάς.
«Ζεστασιά τα χέρια των φίλων μας» δηλώνει ο Χουσεΐν Ερντέμ (1949-) στο ποίημά του «Τα βουνά είναι μάρτυρες».
Στην κουρδική ποίηση δεν εμφιλοχωρεί ακόμη ο μεταμοντέρνος ατομικισμός και η εσωστρέφεια της δυτικής λογοτεχνίας. [3] Ο αγώνας για εθνική ελευθερία αποτελεί τη «Μεγάλη Ιδέα» των Κούρδων, που συντηρεί μια αναγκαία συλλογικότητα. Ο σύντροφος αγωνιστής παίρνει στη μάχη τη θέση του αδελφού. Το δάκρυ της μάνας, ο πόνος του πατέρα, η νοσταλγία του εξόριστου για τα παιδιά του που ζουν μακριά απαντώνται σε πολλούς ποιητές.
Ο Μοχάμεντ Χακί (1953-) παρακαλεί:
«Ε, σεις ταξιδιάρικα πουλιά / που γυρνάτε από την Ανατολή της νοσταλγίας / μήπως είδατε το κοριτσάκι μου;» («Ο ύπνος της πεταλούδας»).
Αν και ο εθνικός αγώνας των Κούρδων παραμένει μοναχικός, τις περισσότερες φορές μάλιστα στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων, εντούτοις ο Κούρδος ποιητής και αγωνιστής δεν ομφαλοσκοπεί. Εντάσσει την πάλη του μαζί με τις ταξικές και πατριωτικές διεκδικήσεις όλων των λαών του κόσμου. Με αυτό τον τρόπο, προσδίδει οικουμενικό περιεχόμενο στην έννοια της εθνικής του ελευθερίας. Δίπλα στους μαχόμενους Κούρδους η ποιητική φαντασία συμπαρατάσσει τον Αφροαμερικανό Πολ Ρόμπσον, τον Τσε Γκεβάρα, την Αλγερινή μάρτυρα Τζεμιλέ Μπουχαϊράτ, τους Έλληνες των Σεπτεμβριανών, τον Ναζίμ Χικμέτ και τον Γιάννη Ρίτσο. Γι’ αυτό και ο Σαχίν Μπεκίρ Σορεκλί (1946-) με το εμβληματικό του ποίημα «Ξέρεις πού βρίσκεται το Κουρδιστάν;» καταγγέλλει τον σύγχρονο άνθρωπο και τον φέρνει προ των ευθυνών του, που, αποχαυνωμένος στον καταναλωτισμό, αδιαφορεί για τις σφαγές στο Κουρδιστάν.
Η συνέντευξη του Σέρκο Μπέκες στον Τζεμίλ Τουράν στο τέλος του βιβλίου πιστοποιεί το γεγονός ότι στους Κούρδους ποιητές οι ιδιότητες του αγωνιστή και του ποιητή ταυτίζονται απόλυτα. Ο Κούρδος ποιητής και διανοούμενος δεν οπισθοχωρεί στην ιδιωτική του σφαίρα· παίρνει τον δρόμο των όπλων και υπηρετεί μια ποίηση της πράξης, στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Μάλιστα, ορισμένοι από τους ποιητές αναλαμβάνουν και δημόσια αξιώματα ή πολιτεύονται. Ωστόσο, ο πόλεμος για τους Κούρδους δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Γι’ αυτό και η ποίησή τους δεν είναι πολεμοχαρής, αλλά υμνεί την ειρήνη, τη συναδέλφωση και την αλληλεγγύη των λαών. Μπορεί τα έργα τους να προβάλλουν πρώτιστα την ομορφιά και τις δυσκολίες του αγώνα, όμως δεν καταντούν στρατευμένες διακηρύξεις και πολεμικά μανιφέστα. Παρά τον ποιητικό ρεαλισμό που ακολουθούν, διατηρούν τον λυρισμό και την ποιητική ευαισθησία, τη φροντίδα του στίχου, τη μεταφορικότητα του λόγου. Αν και η μετάφραση μάς στερεί τους ρυθμικούς κυματισμούς του πρωτοτύπου, εντούτοις ο Τζεμίλ Τουράν κατορθώνει να μας μεταδώσει την αληθινή καρδιά του Κουρδιστάν, την περηφάνια, την ευαισθησία και τον πλούτο των ανθρώπων του μέσα από τις ποιητικές τους ελεγείες.
Αυτό το άρρητο που φωλιάζει στην ψυχή των Κούρδων και συλλαβίζεται με τους στίχους της ανθολογίας είναι τελικά η πατρίδα τους ή όπως γράφει ο Πολέμης: «κάτι που ’χουμε μες την καρδιά / και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα / και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!» («Τι είναι η πατρίδα μας»).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής.
[1] Δημήτρης Τζιόβας, Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού και το Ιδεολόγημα της Ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 14, 16.
[2] Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού & Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα: Νεφέλη, 1996, σ. 70-75.
[3] Ας θυμηθούμε την ποίηση του «Ιδιωτικού οράματος» της μεταπολίτευσης, η οποία χαρακτηρίζεται από μια εσωστρεφή τάση ιδιώτευσης (Ηλίας Κεφάλας, Η γενιά του ιδιωτικού οράματος, Αθήνα: Τέθριππον, 1987).