Για το σύνολο του έργου του Ηλία Κωνσταντίνου στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποιήματα» (επιμ. Λευτέρης Παπαλεοντίου, εκδ. Βακχικόν).
Του Γιώργου Ρούσκα
Ο Ηλίας Κωνσταντίνου (1957-1995) γεννήθηκε στη Λεμεσό. Έφυγε πρόωρα στα 38 του έτη, αφού πρόλαβε να μιλήσει έξω από τα δόντια για την ομοφυλοφιλία και το AIDS, από το οποίο και ο ίδιος είχε (θανάσιμα δυστυχώς) προσβληθεί. Όπως αναφέρει και ο επιμελητής της έκδοσης, είχε χαρακτηριστεί «καταραμένος» και «αναρχικός» ποιητής (Κώστας Μακρίδης, Παντελής Γεωργίου), εύστοχα δε επισημαίνει επίσης πως η πρώτη ποιητική του παραγωγή «μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί πληρέστερα, αν ενταχθεί στο πλαίσιο της beat και underground ποίησης», ενώ «το πιο ώριμο ποιητικό του έργο προϋποθέτει γενικά την ποίηση του ευρύτερου μοντερνισμού και υπερρεαλισμού». Σημειώνω από τα Επιλεγόμενα για τον Ηλία Κωνσταντίνου τους χαρακτηρισμούς «πρωτίστως και πάντα αγωνιώδης ποιητής» του Μάριου Κυριάκου, «αυθεντικότητα, εντιμότητα, καθαρότητα» του Κώστα Γεωργίου, «η αγωνία […] να βοηθήσει όσο μπορεί για να σωθεί ο τόπος» της Αντιγόνης Δρουσιώτου, «σωματική ποίηση» του Δημήτρη Γκότση.
Παρόλο που υπάρχουν αρκετές ως τώρα αναφορές στο έργο του ποιητή, αυτό δεν έχει ακόμη ερευνηθεί στον βαθμό που του αξίζει και τούτο το βιβλίο ίσως αποτελέσει ένα έναυσμα ισχυρό, επαναφέροντας στο προσκήνιο μια ποίηση «αιρετική» για πολλούς αλλά αληθή, γραμμένη στο παρελθόν αλλά επίκαιρη, λησμονημένη αλλά ζώσα, και μάλιστα ανθηρώς.
Τα ποιήματα του βιβλίου γράφτηκαν στο Λονδίνο, στη Λεμεσό και στην Αθήνα, από το 1982 ως το 1993. Η έκδοση περιλαμβάνει το σύνολο του έργου του, ήτοι τα βιβλία Αρσενικός χαλκός (1984), Γράμματα της ώρας (1986), Κυπριακές ηθογραφίες (1991), Τα αυτοκρατορικά (1996), σκόρπια ποιήματα και μεταφράσεις, σε επιμέλεια του πανεπιστημιακού καθηγητή Λευτέρη Παπαλεοντίου, ο οποίος κοσμεί επιπροσθέτως την έκδοση με τα τόσο ουσιαστικά Επιλεγόμενά του (μέσα σε είκοσι σελίδες φιλοτεχνεί αρτιότατα το λογοτεχνικό πορτρέτο του ποιητή).
Αποτιμώντας ένα ποιητικό έργο ζωής, οφείλεις να απαλλαγείς από συναισθήματα και με σεβασμό να σκύψεις να το δεις όσο πιο αμερόληπτα μπορείς. Οφείλεις να αποτινάξεις από πάνω σου οτιδήποτε θα μπορούσε να σε περισπάσει από τη δυναμική του λόγου του, την εκφορά, το ύφος, τον ρυθμό, τη μουσική, της ποίησης το βάθος εν συνόλω, γιατί ο λόγος μένει αν είναι άξιος, με το δικό του σώμα. Το σώμα του πλάστη του; Σκόνη, χώμα ή στάχτη. Η παρουσία του; Στίχοι που μένουν πίσω.
Αποτιμώντας ένα ποιητικό έργο ζωής, οφείλεις να απαλλαγείς από συναισθήματα και με σεβασμό να σκύψεις να το δεις όσο πιο αμερόληπτα μπορείς. Οφείλεις να αποτινάξεις από πάνω σου (α) τη λύπη για τον πρόωρο χαμό του συνανθρώπου-συγγραφέα, (β) τον πόνο από τα τόσα άδικα και αναπάντητα «γιατί;», (γ) την ενδεχόμενη ύπαρξη καταγεγραμμένων στο υποσυνείδητο αγκυλώσεων μέσω διαρκώς προβαλλόμενων στερεοτύπων, μαζικών πεποιθήσεων ή συλλογικού ασυνειδήτου απολυτότητες (λ.χ. για την αυθάδεια, την ομοφυλοφιλία, κ.ά.), (δ) την τραγικότητα των χτυπημάτων της μοίρας (ιός HIV) καθώς και (ε) οτιδήποτε θα μπορούσε να σε περισπάσει από τη δυναμική του λόγου του, την εκφορά, το ύφος, τον ρυθμό, τη μουσική, της ποίησης το βάθος εν συνόλω, γιατί ο λόγος μένει αν είναι άξιος, με το δικό του σώμα. Το σώμα του πλάστη του; Σκόνη, χώμα ή στάχτη. Η παρουσία του; Στίχοι που μένουν πίσω.
Η προκείμενη αναφορά στέκεται μόνο σε κάποιες ψηφίδες τού –λόγω ανωτέρας βίας– αφημένου στη μέση λεκτικού του ψηφιδωτού, προσδοκώντας μέσα από αυτές να φασματογραφηθεί η εκεί υποφώσκουσα ποιητική ενέργεια.
Το νήμα πιάνεται από την αρχή. Σαν μωρό που «εκπαιδεύεται» για να ενηλικιωθεί:
«“πρόσεχε το μωρό βάλ’ του καπέλλο δώσ’ του πιππίλα
κράτα τον μάθε τον όρους νόμους τρόπους λόγους”
τζαι σιγά σιγά –
θα πεθάνουν τα θαύματα».
Οι γονείς σε ρόλο καταστολέα ή απαθούς παρατηρητή:
«ο πατρικός χορός – πόρτα ψυγείου
ο μητρικός χορός – παγάκια στην ψύξη».
Αρκετά τα ψυχανεμίσματα της μοίρας:
«Τώρα ξέρω
ότι όποιος κρεμμός βρεθεί μπροστά μου
δεν μπορεί
θα ’ναι για το καλό μου»,
ενώ η ιδιαίτερη μητρική σχέση καθώς έχει ιδιόμορφα εμπεδωθεί, προβάλλεται σε όλες τις προσωπικές διασυνδέσεις, περνώντας ενίοτε μεταφορικά από το ατομικό στο συλλογικό, ποτισμένη με τον σαρκασμό και την ειρωνεία της αναρχικής θεώρησης του κόσμου:
«Στη μνήμη μου στέκει αμυδρή
μάνα καλή
με καθάριζες μέσα στο άσπρο πανί
ύστερα γινόμουν ένα στο δικό σου βυζί
Ελλάδα μαινάδα
Τούρκος ευνούχος
– μες σ’ τούν’ τα παραπήγματα γίνεσαι
Κύπρος νησί
με σαθρή γοητεία.
Εγώ
επιστρέφω διπλά τη στιγμή:
τραβώ σου μάνα μαινάδα – τον νιαγάρα».
Θυμίζω για την πληρέστερη κατανόηση του αποσπάσματος ότι «νιαγάρα» είναι μάρκα από καζανάκια τουαλέτας υψηλής πίεσης της τότε εποχής (υπάρχουν ακόμη σε παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας και σε παλαιά κτίρια του Δημοσίου) με αλυσίδα και χαρακτηριστικό θόρυβο.
Η κυπριακή λογοτεχνική κοινότητα μπορεί να μην έχει ακόμα κατασταλάξει σε σχέση με την ποίηση του Ηλία Κωνσταντίνου –νομίζω πως στην Κύπρο δεν έχει βρει ακόμη τη θέση του–, εκείνος όμως από την πρώτη στιγμή έβλεπε μακριά και ασχολήθηκε με το νησί του˙ όχι επιφανειακά.
Η κυπριακή λογοτεχνική κοινότητα μπορεί να μην έχει ακόμα κατασταλάξει σε σχέση με την ποίηση του Ηλία Κωνσταντίνου –νομίζω πως στην Κύπρο δεν έχει βρει ακόμη τη θέση του–, εκείνος όμως από την πρώτη στιγμή έβλεπε μακριά και ασχολήθηκε με το νησί του˙ όχι επιφανειακά, ούτε μασώντας την made in USA τσίχλα:
«όπως λεν τη λύση, βιώσιμη»,
αλλά ενορατικά, παίρνοντας μάλιστα θέση (μια βόλτα σήμερα στο νησί, ατυχώς σε πολλά τον επιβεβαιώνει):
«Όμως [ενν. η Κύπρος]...
ωσάν πουτάνα αχάπαρη σπιτώνει τους πατρόνους της
τους προσκυνά σαν ευεργέτες και μαζί τους κολυμπά
στη θάλασσά της την ιερή που εγέμωσε λεφτά
βγαίνει ολόχαρη με τουαλέτα στο ακρογιάλι και ξεχνά
και λέει την καταγωγή μουσείο – και την ψυχή νεκροταφείο».
(Αχάπαρη σημαίνει ανίδεη, χωρίς να έχει πάρει χαπάρι (κυπρ.), χαμπάρι).
Χαρακτηρίστηκε «αιρετικός». Ναι, ο ειλικρινής, ο προφήτης, ο διαυγής, ο απροσκύνητος, ο βλέπων πίσω από το στημένο θεατρικό τις προθέσεις του γεωπολιτικού παντοκράτορα συγγραφέα και τον ρόλο των σκηνικών ως προετοιμασία μετάβασης σε ένα εκ των προτέρων συμπεφωνημένο οριστικό θεατρικό τοπίο, με ρόλους μοιρασμένους από τα πριν, αιρετικός καλείτο και καλείται, αναρχικός. Θα αντιτάξω τους χαρακτηρισμούς: ποιητής τολμηρός, αυθεντικός, οραματιστής, ελεύθερος, επαναστάτης. Όλα τούτα δεν ξεκινούν από τον θυμό που εισέπραττε λόγω της ιδιαιτερότητάς του (μιλάμε για δεκαετίες πριν και για τις τότε νοοτροπίες) ή της δυσκολίας αποδοχής του κανόνα της ύπαρξης δύο μόνο φύλων:
«το αντρικό παράθυρο – έγκυο με σύμβολα απτά
το γυναικείο τόξο στόχαστρο μαζί, να χύνει ανάριθμα άστρα»,
τα οποία παραμερίζονται προς στιγμήν με τη δεινή περιγραφή της στιγμής του ανεπανάληπτου:
«πρωτοσχημάτιστα βυζιά – πρώτες σταγόνες σπέρμα
κι απ’ την κλειστή σκηνή κατρακυλά, ζεστό, ανείπωτο, ένα ρυάκι αίμα»,
αλλά από τη βαθιά αγάπη του για τον άνθρωπο (με το παρακάτω θαυμάσιο επίγραμμα, ακόμη και ταφικό):
«Πάντα να θυμάσαι τον άλλον
άλλε μου»,
τη λαχτάρα του για ανυπόκριτη επικοινωνία και επαφή:
«Δεν είναι ο άνθρωπος νησί (μιλά νησί) και δίχως παύση δεν μπορεί
να συνεχίσει η έκσταση τη μυθική τροφή της»
[πασιφανώς αναφερόμενος στο ποίημα «No Man Is an Island» του John Donne],
τις χαρακιές του έρωτα:
«... επιστρέφω
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου
στη στρογγυλή άκρη του κόσμου
στο επάπειρο σήμερα
την αγάπη και τη θέληση για ζωή»,
της ποίησης τις λόχμες, όπου το Γιν και το Γιαν, οι δύο καταστάσεις:
«... “Φύτεψε δέντρα σε σειρές
ποιητικές.
Αφού αγαπάς μισάς
εξίσου”»,
τις στρεβλώσεις της διαμορφωμένης πραγματικότητας:
«–φτηνή πουτάνα η γη –
ακριβό τσιγάρο –παρακαλώ–»,
τη διαπίστωση της υποταγής κάθε πολιτισμού στα άγρια ένστικτα και της αδυναμίας εξάλειψής τους:
«Μια μηχανή συμβουλεύει τους φύλακες.
Ως χτες έγλειφαν βυζί.
Σήμερα πατούν τον λαιμό του κόσμου
γυρεύοντας χώματα»,
την επικινδυνότητα της συνήθειας, της αδιαφορίας, της εμπέδωσης μιας καλοστημένης εικονικής πραγματικότητας:
«Εμείς.
Νεκροζώντανοι θεοί.
Εσείς.
Που ξυπνάτε το πρωί.
Αυτοί.
Θα σας πουν: “Καλημέρα”».
Ποιητής τολμηρός, αυθεντικός, οραματιστής, ελεύθερος, επαναστάτης. Όπλο του; Οι λέξεις. Σφαίρες; Η αγάπη. Η Ποίηση; Στο ύψος της, σημαία για μια άλλου είδους νικηφόρα επανάσταση: «Ήρθε η ώρα να αντιτάξουμε (ξανά) στον απροκάλυπτο φασισμό της πλειονότητας – την πιο δυνατή μας τρυφερότητα».
Καταφυγή αλλά και φουρτούνα; Οι λέξεις. Αναγκαίες και απαραίτητες, όπως το αίμα. Η παραμικρή λέξη μπορεί να έχει τεράστια αξία για έναν ποιητή:
«ετίναξα τα ζαλισμένα μου μυαλά
για να δω
τη λέξη που χάνεται».
Λέξεις που σμίγουν ως και σε όργιο ποιητικό (υπερρεαλισμός, λυρισμός, ύστερος μεταμοντερνισμός, ροκ, κινηματογραφική εικονοπλασία, όλα σε τέσσερις στίχους):
«Μια πολυκατοικία περπατά.
Ένας Γαλαξίας ξαπλώνει στον αέρα και χαϊδεύεται.
Φύλλα κόκας γυαλίζουν στην τσέπη.
Ένα χέρι σκαλίζει το χώμα, άλλο χέρι σχήματα μάγου γράφει στο νερό...»
Λέξεις που κάνουν τον στοχασμό προειδοποίηση και στη συνέχεια προφητεία:
«Γι’ αυτό κι εγώ σας λέω: “Προσέχετε. Προσέχετε το σώμα σας. Και να θυμάστε. Εχθρός δεν είναι τα πρώτα θύματα. Εχθρός είναι οι καταστάσεις και οι άνθρωποι που θέλουν να γίνει εχθρός μας το ίδιο μας το σώμα”
[αφορούσε τη ρατσιστική αντιμετώπιση των φορέων του HIV τότε, επίκαιρο δυστυχώς ξανά σήμερα με τη ρατσιστική αντιμετώπιση των φορέων του Covid-19, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται].
Επιμένω λοιπόν: ποιητής τολμηρός, αυθεντικός, οραματιστής, ελεύθερος, επαναστάτης. Όπλο του; Οι λέξεις. Σφαίρες; Η αγάπη. Η Ποίηση; Στο ύψος της, σημαία για μια άλλου είδους νικηφόρα επανάσταση:
«Ήρθε η ώρα να αντιτάξουμε (ξανά) στον απροκάλυπτο φασισμό της πλειονότητας – την πιο δυνατή μας τρυφερότητα».
Ίσως λοιπόν και στρατευμένος ποιητής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ως άλλος Τάλως» (εκδ. Κοράλι).
Ποιήματα
ΗΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Επιμ. – Επιλεγ.: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2020
Σελ. 188, τιμή εκδότη €12,72
Απόσπασμα ποιήματος
«Ό,τι λέω γίνομαι.
Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό
περνούν, βρίσκουν τη σκέψη σου, χτίζουν
μες στον αέρα.
Ό,τι λέω σιωπά.
Οι λέξεις – μια συνεχής ανάληψη
μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως
στον ήλιο».