Για την ποιητική σύνθεση της Σοφίας Διονυσοπούλου «Σε ονομάζω Χιουρρέμ» (εκδ. Το Ροδακιό).
Της Χρύσας Φάντη
Η Σοφία Διονυσοπούλου με την ποιητική σύνθεση Σε ονομάζω Χιουρρέμ παίζει με το στοιχείο της ανατροπής σε όλες τις εκφάνσεις της (θεματική, γλωσσική, αισθητική). Η συναισθηματική έξαρση υπερτερεί και η μουσικότητα των φωνών προεξάρχει. Το κείμενο αρχίζει με μια ρητή προσταγή:
Η εμπύρετη αυτή φωνή διακόπτεται στη συνέχεια από μια δεύτερη:
Η Χιουρρέμ συστήνεται:
Ακολουθεί η άγρια επίθεση της Χιουρρέμ προς την άγνωστη φωνή που συνεχίζει να παρεμβάλλεται, και δεν είναι άλλη από την ίδια τη φωνή της ποιήτριας∙ φωνή που η Χιουρρέμ χαρακτηρίζει χλιαρή και εντέλει φτηνή: «Δεν σταματάς τις περιγραφές; Άσε τους ήρωες να μιλήσουν».
Στη συνέχεια, ο έρωτας του Σουλτάνου για την ξένη, τη γυναίκα που ο λαός του μισεί και φοβάται, την κοκκινομάλλα μάγισσα με μάτια στην πλάτη, θα δώσει τη σκυτάλη στην πάλη για την εξουσία που αναγκαστικά γίνεται πάλη για την επιβίωση (και το αντίθετο), «Ή αυτοί ή εμείς, όποιος ανεβαίνει στον θρόνο σκοτώνει τους άλλους», τη μοιραία πορεία όλων από την ακραία έπαρση στην άκρα ταπείνωση, τη δύναμη και τις μηχανορραφίες των Γενίτσαρων, τις δολοπλοκίες του χαρεμιού και το αμοιβαίο μίσος των δύο γυναικών, της Χιουρρέμ και της Μαχιντεβράν, με την πλάστιγγα να γέρνει τελικά υπέρ της Χιουρρέμ, καθώς: «Μια σουλτάνα έχει ψυχή», ενώ η άλλη: «θρονιάζεται στου γιου της τα καφτάνια». Ακολουθεί η άγρια επίθεση της Χιουρρέμ προς την άγνωστη φωνή που συνεχίζει να παρεμβάλλεται, και δεν είναι άλλη από την ίδια τη φωνή της ποιήτριας∙ φωνή που η Χιουρρέμ χαρακτηρίζει χλιαρή και εντέλει φτηνή: «Δεν σταματάς τις περιγραφές; Άσε τους ήρωες να μιλήσουν».
Μετά και τις απέλπιδες κραυγές της Μαχιντεβράν, η ποιήτρια συναισθάνεται ότι οι χαρακτήρες την ξεπερνούν σε πάθος και ένταση. Σε σημείο που η Χιουρρέμ να καταλαμβάνει το ίδιο της το σπίτι, παίρνοντας σάρκα και οστά από τη θάλασσα: «Οι ρυτίδες της γίνονται πτυχώσεις, γίνονται φόρεμα που μπαίνει αργά, επιβλητικά στο σαλόνι, προχωράει στο διάδρομο, στρίβει στην κρεβατοκάμαρα, βγαίνει στο μπαλκόνι και πέφτει […] μαραζώνει κάνει έρωτα σκοτώνει».Βρισκόμαστε στο σήμερα, σε κάποιο διαμέρισμα της Αθήνας με θέα τη θάλασσα που γκριζάρει και τον Υμηττό που ροδίζει. Άλλος χωροχρόνος, με την ατμόσφαιρα όμως να παραμένει συγκεχυμένη και ονειρική. Η δημιουργός ομολογεί την αδυναμία της: «Δεν έχω ακόμη κατοικηθεί από τους χαρακτήρες μου».
Στο μεταξύ, πίσω στον χρόνο, η αφήγηση έχει ήδη διεξέλθει τη δολοφονία του διαδόχου Μεχμέτ, την εκτέλεση του μεγάλου βεζίρη Ιμπραήμ και την ανίερη συμμαχία της βασιλομήτορος (Βαλιντέ) με την Μαχιντεβράν. Η ποιήτρια έχει δώσει τον λόγο στον Ιμπραήμ, τον άλλο διάδοχο Μουσταφά και τον Τζιχανγκίρ, ηγεμόνα ευφυή αλλά άρρωστο και άτυχο, πριν επανέλθει στη Χιουρρέμ για να δανειστεί τη φωνή της και να απευθύνει μέσα από το πρόσωπό της έναν λόγο τραχιά επιτιμητικό και ειρωνικό τόσο προς τη σύγχρονη γυναίκα της Ανατολής: «Τι θέλεις πάλι κορίτσι με την μπούρκα […]»όσοκαι προς τη σύγχρονη γυναίκα του τόπου καταγωγής της, της Ρουθηνίας:
«Αν εξαιρέσει κανείς το πρώτο ποίημα και το τελευταίο, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το βιβλίο μια φορά κανονικά και μετά να φτιάξει τη δικιά του σειρά, σαν να πετούν τα γεγονότα μες στους αιώνες».
Σοφία Διονυσοπούλου
Στην ερώτηση που θέσαμε στη Σοφία Διονυσοπούλου: «Γιατί τώρα η Χιουρρέμ;», η δημιουργός μάς απάντησε: «Και γιατί η Μήδεια τώρα και γιατί ο Εμφύλιος τώρα και γιατί η Μικρασιατική Καταστροφή τώρα και γιατί τα παιδιά της Φρειδερίκης τώρα; Κατά τη γνώμη μου, σημασία έχει το πώς παίρνεις κάτι και το κάνεις διαχρονικό. Δεν μας ενδιαφέρει να γνωρίσουμε επακριβώς τη Χιουρρέμ αλλά το θέμα της σκλαβιάς, την ψυχική αντοχή του ανθρώπου, το ζήτημα της εξουσίας και τις ακραίες εκφράσεις του, τον πόνο, την αυτοθυσία, τον έρωτα και όλα εκείνα που συνθέτουν με τρόπο τραγικό την περιπέτεια του ανθρώπου. Αδιάφορο αν η ηρωίδα λέγεται Χιουρρέμ ή αν είναι άντρας ή γυναίκα. Η Χιουρρέμ τυχαίνει απλώς να είναι ιστορικό πρόσωπο και να συγκεντρώνει πάρα πολλά απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά». Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά την επιλογή της φόρμας, μας είπε: «Πρόκειται για ένα δίπολο Χιουρρέμ-αφηγήτρια, όπου γύρω του συναρμόζονται και λειτουργούν ακτινωτά οι άλλοι χαρακτήρες. Η εναλλαγή κεφαλαίων-πεζών, άλλοτε λειτουργεί εμφατικά, άλλοτε παγωμένα, σαν επιγραφή, άλλοτε, αν ένα κεφαλαίο βρίσκεται στη μέση ενός στίχου, σαν σημείο στίξης (ενός είδους παύση), και άλλοτε με μια διάθεση να δραπετεύσουν, να πετάξουν, να βγουν από το κείμενο. Να γίνουν οι σελίδες φτερά, όπως λέει κάποια στιγμή η ποιήτρια και όπως γίνεται στο τέλος με το κοτσύφι και το σημείωμα. Επιπλέον, αν εξαιρέσει κανείς το πρώτο ποίημα και το τελευταίο, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το βιβλίο μια φορά κανονικά και μετά να φτιάξει τη δικιά του σειρά, σαν να πετούν τα γεγονότα μες στους αιώνες, όπως και γίνεται άλλωστε με το κορίτσι με την μπούρκα, τη σύγχρονη Πολωνέζα με τις εκτρώσεις, τη βόλτα της Χιουρρέμ με τον Σουλεϊμάν στη σύγχρονη Πόλη με τα τραμ ή το φόρεμα που μπαίνει στο σπίτι της αφηγήτριας και γκρεμίζεται απ’ το μπαλκόνι».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το Σε ονομάζω Χιουρρέμ, χάρη στη ρηξικέλευθη και στιβαρή δομή αλλά και τις συντακτικές ανατροπές, τις ενοποιήσεις των λέξεων και την ενδελεχή επεξεργασία του σε σημείο που το υφάδι να χωνεύεται και να εξαφανίζεται μέσα σε όλη αυτή την εξαιρετικά λεπτομερή και συγχρόνως ελλειπτική σύνθεση, συγκροτεί ένα δραματικό σύμπλεγμα από μονωδίες και χωρικά που άλλοτε προσεγγίζει την ελαστικότηταενός τόξουκαι άλλοτετοκελάηδισμα ενός πουλιού.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα, © κολάζ της Deborah Stevenson.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ