Επισημάνσεις και συνειρμοί με αφορμή την ανθολογία ποιημάτων του Raymond Carver «Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο» (επιλογή-μτφρ.-επίμετρο: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Παναγιώτη Γούτα
Διαβάζοντας το επίμετρο του μεταφραστή Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου –εξαιρετικά κατατοπιστικό και σαφές, αλλά, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να ήταν ενιαίο και όχι μοιρασμένο σε τρία μέρη– για την επιλογή ποιημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ, που, σε λιτή και άκρως καλλιτεχνική τύπωση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με τον τίτλο Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο (2018), ήρθαν στον νου μου δύο συμβάντα από τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη περασμένων ετών.
Όλη του η δημιουργία, όλο του το έργο –όπως επισημαίνει και ο ανθολόγος του–, οφειλόταν σε κενά, δημιουργικά διαστήματα, σε νεκρές στιγμές που έκλεβε, μεταξύ συζυγικών εντάσεων, οικογενειακών προβλημάτων, μετακινήσεων σε πόλεις, αλλαγής επαγγελμάτων και αλκοολισμού.
Το πρώτο αφορά την εξήγηση που έδινε από παλιά ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο ερώτημα γιατί η Θεσσαλονίκη παραδοσιακά δεν ανέπτυξε το είδος του μυθιστορήματος αλλά κυρίως στράφηκε στην ποίηση και στο διήγημα, αφήνοντας κατά μέρος τα περί έλλειψης αστικής συνείδησης, αστικού τόπου και αστικού ιστού στην εν λόγω πόλη: Ο λόγος ήταν, σύμφωνα με την άποψη του ποιητή, πως τα διηγήματα και τα ποιήματα ήταν μικρά σε έκταση κείμενα και έτσι, στη δημοσίευσή τους σε λογοτεχνικά περιοδικά, οι δημιουργοί-λογοτέχνες πλήρωναν λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι αν δημοσίευαν ένα μεγάλο σε έκταση κείμενο (εκείνα τα χρόνια οι δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά πληρώνονταν από τον συγγραφέα). Ο ίδιος ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έλεγε χαρακτηριστικά πως «ακόμα κι ένα κόμμα περισσότερο επιβαρύνει και τη λογοτεχνία και την τσέπη μας».
Το δεύτερο πράγμα που μου ήρθε στον νου ήταν ο αξιόλογος, μπουκοβσκικού τύπου πεζογράφος της πόλης, ο Γιώργος Κάτος, που το πιο δυνατό κι ενδιαφέρον μέρος του συνολικού του έργου ήταν τα αυτοβιογραφικά του διηγήματα, αφού λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, των προβλημάτων υγείας του και των εθισμών του δεν είχε την ανάλογη μυθιστορηματική εξέλιξη. Πώς δένουν οι παραπάνω μνήμες με τον Ρέιμοντ Κάρβερ; Μα ο Κάρβερ, αφενός αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο διήγημα και στο ποίημα για να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην –σύντομο κείμενο, γρήγορα λεφτά– αφετέρου η ροπή του στο αλκοόλ ήταν απαγορευτική στο να προχωρήσει στο μυθιστόρημα. Όχι μόνο, με τα προσωπικά προβλήματα που είχε, δεν διέθετε καθαρό νου και άπλετο χρόνο για να ασχοληθεί με τη μεγάλη σύνθεση, αλλά ήταν και κάτι που δεν τον ενδιέφερε ως συγγραφική εξέλιξη. Όλη του η δημιουργία, όλο του το έργο –όπως επισημαίνει και ο ανθολόγος του–, οφειλόταν σε κενά, δημιουργικά διαστήματα, σε νεκρές στιγμές που έκλεβε, μεταξύ συζυγικών εντάσεων, οικογενειακών προβλημάτων, μετακινήσεων σε πόλεις, αλλαγής επαγγελμάτων και αλκοολισμού. Ο συγγραφικός χρόνος του, λοιπόν, μικρός, περιορισμένος, περιοδικός και όχι συνεχής, κλεμμένος στην κυριολεξία από τη σκληρή του καθημερινότητα για να αποτυπώσει σε μικρή φόρμα το προσωπικό του δράμα, αλλά και το αντίστοιχο των γονιών του, μα και πολλών άλλων σαν κι εκείνον, που συναποτελούσαν χτυπητή παραφωνία στην τελειότητα και στην επίπλαστη ευδαιμονία του «αμερικανικού ονείρου».
Τα ποιήματα του Κάρβερ
Ο περίκλειστος κόσμος του συγγραφέα αποτυπώνεται κι εδώ στους στίχους του αδρά, ωμά, άμεσα, ευθύβολα, με διαύγεια, ειλικρίνεια και καθαρότητα λόγου. Δίχως λυρισμούς και φορτωμένους με επίθετα στίχους, τα ποιήματα αποπνέουν σαφήνεια, λιτότητα και ανθρωπιά.
Στη συλλογή-ανθολόγηση Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο –μαξιμαλιστικός τίτλος σε ένα μινιμαλιστικό ποιητικό έργο– θα συναντήσουμε τη γνωστή θεματογραφία του Κάρβερ που διακρίναμε ήδη στα διηγήματά του: Αίσθημα αποξένωσης, συζυγικές εντάσεις, υπόγειες οικογενειακές εκρήξεις, φωνές απόγνωσης και μοναξιάς, διαζύγια, αλκοολισμός. Ο περίκλειστος κόσμος του συγγραφέα αποτυπώνεται κι εδώ στους στίχους του αδρά, ωμά, άμεσα, ευθύβολα, με διαύγεια, ειλικρίνεια και καθαρότητα λόγου. Δίχως λυρισμούς και φορτωμένους με επίθετα στίχους, τα ποιήματα αποπνέουν σαφήνεια, λιτότητα και ανθρωπιά. Έχουν πεζολογικό χαρακτήρα και αποτυπώνουν προσωπικά βιώματα του ποιητή. Ο ίδιος ο Κάρβερ, ερμηνεύοντας τρόπον τινά τον πεζόμορφο χαρακτήρα των ποιημάτων του, είχε δηλώσει πως: «Είτε γράφω κάποιο ποίημα είτε γράφω πεζό, προσπαθώ πάντα να πω μια ιστορία».
Όμως στον παρόντα τόμο θα συναντήσουμε κι άλλου τύπου ποιήματα, πιο φωτεινά, πιο αισιόδοξα, τα οποία, προσωρινά, πιστεύω πως λειτούργησαν ως νησίδες σωτηρίας στον ταραγμένο βίο του Κάρβερ. Ποιήματα για λαμπερά πρωινά, για κορίτσια που χόρευαν το μινουέτο, για ωδικά πτηνά και ψαράδες σολομού που χτυπούν με δύναμη τα πόδια τους πάνω στο χιόνι και στα βράχια, προχωρώντας κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, αργά, γεμάτοι αγάπη προς τις γαλήνιες λίμνες. Ποιήματα για ποταμίσιες πέστροφες και για ασημένια ψάρια, ποιήματα για τη θάλασσα, τα ποτάμια, τη βροχή και τις νύχτες με το ολόγιομο φεγγάρι. Για τον χαμένο χρόνο, που συχνά είναι πιο δημιουργικός, λογοτεχνικά, από εκείνον της μανιώδους συγγραφής. Εδώ, διακρίνουμε μια άλλη λογοτεχνική διάσταση και ένα άλλο ύφος συγγραφικό στον Κάρβερ, πέρα από την έκφραση του φόβου, της απόγνωσης, της έντασης και της συντριβής των ιστοριών του. Ποιήματα φυσιολατρικά (όχι με τη στενή έννοια του όρου), ποιήματα αχτίδες φωτός, στιγμές ολοφώτεινες και χαρωπές που ηρεμούν και απαλύνουν τον ψυχισμό του ποιητή, αφήνοντας διάσπαρτες χαραμάδες ελπίδας στον ζόφο της καθημερινότητάς του. «Στιγμές ζεν», όπως χαρακτηρίστηκαν από την κριτική, γραμμένες από κάποιον που έκλεβε στιγμές ηρεμίας από τη φύση και τη σοφία της, διευρύνοντας τη συνείδησή του, όπως, κάποτε, ο Άλντους Χάξλεϋ διεύρυνε τη δική του συνείδηση καταφεύγοντας στα ψυχότροπα και στη μεσκαλίνη.
Τέλος, σε μια άλλη συστάδα ποιημάτων του, ο Κάρβερ συνομιλεί με τους αγαπημένους του λογοτέχνες (ή με κάποιους εξ αυτών), φανερώνοντάς μας τις λογοτεχνικές του αγάπες και επιρροές. Ποιήματα-συνομιλίες με τον μέγα Μπουκόβσκι («Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη»), τον Μπαλζάκ («ποίημα Μπαλζάκ»), τον Τσέχοφ («Χειμερινή αϋπνία»), τον Τζέιμς Τζόις («Στην Ελβετία»), αλλά και για τον Σέλεϊ, τον Σοφοκλή, τον Όμηρο, τον Κητς, τον Τεντ Χιούζ. Απλή διακειμενικότητα ή εκδήλωση θαυμασμού εκ μέρους του Κάρβερ απέναντι σ’ αυτούς τους λογοτέχνες; Δεν θα το χαρακτήριζα έτσι. Μάλλον ποίηση με όχημα τη λογοτεχνία. Ή ποίηση μέσα από την ποίηση των άλλων.
Ο Κάρβερ και οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης
Το έργο του Κάρβερ χάραξε και τη συγγραφική πορεία πολλών Θεσσαλονικιών δημιουργών, που, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, επηρεάστηκαν από τη γραφή του, κυρίως αναφορικά με τις υπόκωφες εκρήξεις και τα αδιέξοδα των οικογενειακών ή των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ο Κάρβερ, είτε ως ποιητής είτε ως διηγηματογράφος, αποτελεί παγκόσμιο λογοτεχνικό κεφάλαιο. Μια σχολή από μόνος του, που επηρέασε πολυάριθμους λογοτέχνες (διηγηματογράφους ή ποιητές) σε όλον τον κόσμο. Θα υπενθυμίσω γι’ ακόμα μία φορά πως για πρώτη φορά το περιοδικό «Το τραμ-ένα όχημα» και ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης τον παρουσίασαν στο λογοτεχνικό κοινό της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύοντας το διήγημά του «Οι γείτονες» (τχ. 8., Φλεβάρης του 1989, σελ. 43-47), σε μετάφραση του Κώστα Χατζηκυριάκου, τρία χρόνια προτού πρωτομεταφραστεί ο Καθεδρικός ναός από τις εκδόσεις Οδυσσέας (1992)1. Το έργο του Κάρβερ χάραξε και τη συγγραφική πορεία πολλών Θεσσαλονικιών δημιουργών, που, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, επηρεάστηκαν από τη γραφή του, κυρίως αναφορικά με τις υπόκωφες εκρήξεις και τα αδιέξοδα των οικογενειακών ή των διαπροσωπικών σχέσεων. Η Θεσσαλονίκη, άλλωστε, με την ιδιοπροσωπία της πεζογραφίας της (ντόμπρα εξομολόγηση, λιτή γραφή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εστίαση στο ατομικό βίωμα, αναφορά σε αυτοβιογραφικά συμβάντα και όλα τα σχετικά με αυτό που αποκαλούμε «λογοτεχνική τάση της Θεσσαλονίκης»), αποδείχτηκε στο παρελθόν ένας γόνιμος και δεκτικός τόπος στο να αποδεχθεί, να καλλιεργήσει και να διευρύνει δημιουργικά την εσωτερικότητα, το στιλ και τη μοναδικότητα της γραφής του Κάρβερ. Η παραπάνω διαπίστωση, βέβαια, πάντα με ρήμα σε παρελθοντικό χρόνο, αφού αφορά το λογοτεχνικό παρελθόν της πόλης και όχι το παρόν της (πλην ελαχίστων, πλέον, εξαιρέσεων), που, στην προσπάθεια εναρμόνισης των συγγραφέων της με σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις και ρεύματα, φαντάζει μάλλον αλλοπρόσαλλο, ασαφές και συγκεχυμένο.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τελευταίο βιβλίο του, οι νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
1. Ρέιμοντ Κάρβερ, Αρχάριοι, (μτφρ.- επίμετρο Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο).
ΒΡΟΧΗ
Ξύπνησα σήμερα το πρωί με μια τρομερή
επιθυμία να μείνω στο κρεβάτι όλη τη μέρα
και να διαβάζω. Πολέμησα για ένα λεπτό εναντίον της.
Ύστερα κοίταξα έξω από το παράθυρό μου τη βροχή.
Και παραδόθηκα. Αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά
στην έγνοια τούτου του βροχερού πρωινού.
Θα ζούσα άραγε τη ζωή μου με τον ίδιο τρόπο ξανά;
Θα έκανα τα ίδια ασυγχώρητα λάθη;
Ναι, και μισή μόνο ευκαιρία να είχα. Ναι.
Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο
Raymond Carver
Μτφρ. - Επίμετρο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Γαβριηλίδης 2018
Σελ. 152, τιμή εκδότη €12,70