
Για την ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Της Εύης Κουτρουμπάκη
Η Κούλα Αδαλόγλου, γνώστης βαθύς της ανθρωπογεωγραφίας, των δακρύων, του στοχασμού και του αναστοχασμού, στήνει κι αυτή τη φορά, στην τελευταία ποιητική της συλλογή Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, το ποιητικό της σύμπαν, έχοντας τηρήσει άριστες δομικές προδιαγραφές και χρησιμοποιώντας το γνωστό της αλφαβητάρι λέξεων και αισθημάτων.
Όπως έλεγε, αντίστοιχα, κι ο Πικιώνης για τα κτίρια του, ακόμη και μια πέτρα πρέπει να έχει κάποιον σκοπό· έτσι και στην ποίηση της Αδαλόγλου τίποτε δεν είναι περιττό, αφού κάθε φορά που γράφει στήνει με υλικά αντοχής την ποιητική της κοινωνία και το πράττει πέρα από ακαδημαϊσμούς και παραδοσιακούς περιορισμούς.
Η γνωριμία μας με αυτό το ποιητικό σύμπαν δεν είναι μια ανάπηρη γνωριμία, μια και η ποιήτρια δημιουργεί δεσμούς αδιάρρηκτους με τον αναγνώστη με κλωστές αόρατες. Σε αυτό το σύμπαν, πέραν των ιδεών και του νοησιακού και συναισθηματικού σύμπαντος της γράφουσας, τίποτα δεν είναι περιττό. Ακόμη και το κόμμα, η άνω τελεία είναι βαθιά μελετημένα και εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. Όπως έλεγε, αντίστοιχα, κι ο Πικιώνης για τα κτίρια του, ακόμη και μια πέτρα πρέπει να έχει κάποιον σκοπό· έτσι και στην ποίηση της Αδαλόγλου τίποτε δεν είναι περιττό, αφού κάθε φορά που γράφει στήνει με υλικά αντοχής την ποιητική της κοινωνία και το πράττει πέρα από ακαδημαϊσμούς και παραδοσιακούς περιορισμούς.
Η μέχρι τώρα ποιητική της κατάθεση φανερώνει πως είναι ένας πολίτης με συνείδηση που αγρυπνά. Για αυτό και η ποίησή της φέρει εγχάρακτο το κοινωνικό πρόσημο. Η εσωτερική διαρρύθμιση αυτού του βιβλίου αποτελείται από δύο χώρους. Ο πρώτος μας διαβεβαιώνει πως «όλα μέσα στο σκοτάδι θα γίνουν» και ο δεύτερος, που αποτελεί συνάμα και την οροφή του ποιητικού της οικοδομήματος, γιατί η κουκίδα, το μέλλον, μπορεί να μεγαλώσει και να απαλείψει τον ζόφο. Αυτός ο ενεργός πολίτης, που αγρυπνά και λειτουργεί συνάμα και ως ποιητικό υποκείμενο, όντας δρομέας αντοχής και όχι ταχύτητας, στήνει ένα υπόγειο σύστημα συναισθημάτων που πυροδοτούνται είτε από προσωπικές αγωνίες και διερωτήσεις είτε από κοινωνικές.
Το βιβλίο κινείται με περισσή μαεστρία ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους, το ατομικό και το συλλογικό. Ο ποιητής και η εποχή του, ο ποιητής ζώντας τη φρίκη των καιρών αλλά και συνάμα βιώνοντας τη χαρά της συντροφικότητας, της γονεϊκότητας: όπως μια γιαγιά που δένει τα λυμένα κορδόνια του πέδιλου της εγγονής της. Ήγουν το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι περιχαρακωμένο ανάμεσα στις προσωπικές χαρές και λύπες, αλλά ενατενίζει συνάμα τον κόσμο και τις ανομίες του, με ποιητικές συντεταγμένες βασισμένες στο βίωμα από τη μία, αλλά και με το μάτι άγρυπνο στα κοινωνικά συνεχή από την άλλη.
Μητέρα που τραγουδά το τζιβαέρι στο τρυφερούδι της αλλά και ενεργός πολίτης που νοιάζεται για όλους αυτούς που έχουν χάσει τη ριζωμένη κλίνη τους. Το ρίζωμα και ο ξεριζωμός δίνουν αφορμή σε μια διερώτηση που διατρέχει διακριτικά όλα σχεδόν τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Η εστία της εγγονής της αλλά και η ανεστιότητα του συνομήλικου με αυτήν προσφυγόπουλου. Η ατομική χαρά για τα νανουρίσματα, τα λυμένα κορδόνια από τα πεδιλάκια και το συλλογικό άγος και άλγος για το προσφυγικό ενυπάρχουν στις ίδιες σελίδες.
Η μνήμη και το μέλλον. Αυτοί είναι οι δυο βασικοί πυλώνες αυτού του βιβλίου. Από τη μια, έστω και με πολλαπλά κατάγματα, η μνήμη παραμένει σταθερά παρούσα αναμετρώντας απουσίες, ενώ από την άλλη το μέλλον τρέχει μέσα στον κήπο με τα οπωροφόρα με το πέδιλο ξεκούμπωτο και επουλώνει τις πληγές, τις προστατεύει.
Στις μέρες μας, που η αλληλεγγύη για πολλούς έχει γίνει ένα κράμα χριστιανικής καλοσύνης και επίδειξης, η ποιήτρια διακριτικά καταθέτει την γνήσια αγωνία της για τους πάσχοντες. Και από την άλλη, η μνήμη και ο χρόνος Κρόνος που τρώει όλους εμάς τα παιδιά του. Πότε ήταν που τραγουδούσε το τζιβαέρι στο τζιβαέρι της και πότε έφτασε να βάζει την κρέμα νυκτός της; Ίσως είναι αυτή η πιο επιτυχής αντίστιξη για την αδυσώπητη ροή του χρόνου Κρόνου στην ποιητική αυτή συλλογή. Η μνήμη και το μέλλον. Αυτοί είναι οι δυο βασικοί πυλώνες αυτού του βιβλίου. Από τη μια, έστω και με πολλαπλά κατάγματα, η μνήμη παραμένει σταθερά παρούσα αναμετρώντας απουσίες, ενώ από την άλλη το μέλλον τρέχει μέσα στον κήπο με τα οπωροφόρα με το πέδιλο ξεκούμπωτο και επουλώνει τις πληγές, τις προστατεύει.
Η Αδαλόγλου και σε αυτό το βιβλίο στήνει ένα αργό πανοραμίκ, μια ποιητική σονάτα. Ο ποιητικός της φακός εξερευνά πάρκα, ανθρώπους, πόλεις, γειτονιές, μνήμες. Κινείται διαρκώς και κυκλικά με σταθερό ρυθμό έως ότου η κάμερα πένα της ολοκληρώσει έναν πλήρη κύκλο 360 μοιρών πάνω σε ανθρώπους, αισθήματα και τόπους. Ψιθυρίζει ονόματα, πόλεις, λίμνες, τόπους ερριμμένους μέσα στις διάπυρες κηλίδες της μοναξιάς του σύμπαντος. Αγκιστρώνεται στη ζεστή πυκνότητα του πραγματικού και των ανθρώπων, γιατί γνωρίζει πως ο ασκητισμός αποκόβει τον συγγραφέα από τις μεγάλες πηγές της ζωής. Δεν τρεκλίζει αδιαφορώντας για το μέλλον, άλλωστε το μέλλον, αν και μικρή κουκίδα, είναι ένα αιφνίδιο ξαστέρωμα νεφελώδους ουρανού που έχει όνομα, το λένε Νεφέλη, το όνομα της εγγονής της. Νεφέλη όνομα διάστικτο φωτός για την ποιήτρια, μέσα στο σκοτάδι του χρόνου. Το μέλλον μια μικρή κουκίδα, μα μια υποσχόμενη φωτεινότητα που μάχεται την πυκνότητα του μαύρου.
Η Κούλα Αδαλόγλου, σαν ζωγράφος έχει αποκτήσει τον δικό της προσωπικό ποιητικό χώρο, έχει στήσει τα παρατηρητήριά της, αλλά αυτός είναι ένας χώρος που δεν είναι περιχαρακωμένος. Είναι ένας χώρος ανοιχτός, μια πλατιά και καθολική διερώτηση που καθιστά την επαφή με τον αναγνώστη ουσιαστική. Η γραφή της μέσα στον χώρο αυτόν λειτουργεί σαν πυξίδα, που σε βοηθά να περπατάς χωρίς να χάνεσαι μέσα σε συστρεφόμενες διαδρομές, χρησιμοποιώντας λέξεις-πέτρες, καταγγελτικές πολλές φορές, λέξεις τρυφερές άλλες, λέξεις κρυφές και μυστικές, και μας καλεί μ’ αυτές να γνωρίσουμε το ποιητικό της σύμπαν. Γιατί η ποίηση, όπως λέει και ο Πωλ Βάλερυ, είναι μια ιδιαίτερη γλώσσα, πιο συγκεκριμένα μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα, και αυτήν τη δική της ιδιαίτερη γλώσσα μάς καλεί η Κούλα Αδαλόγλου να επικοινωνήσουμε και αυτή τη φορά.
* Η ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ είναι φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας.
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της © Brigitte Yoshiko Pruchnow
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΛΑΣ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ