Περιδιάβαση σε πρόσφατους τίτλους από ένα είδος που έχει ανατιμηθεί στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού. Του Θάνου Σιόντορου
Δεν ήταν και πολύ εύκολο, φαντάζομαι, για τους αναγνώστες κόμικς –φανατικούς ή μη– παλαιότερων δεκαετιών να προβλέψουν τη θέση που θα έπαιρναν κάποτε οι αγαπημένες τους χάρτινες ιστορίες στο ευρύτερο λογοτεχνικό σύμπαν. Ακόμη ηχούν οι απαξιωτικές τσιρίδες των αγανακτισμένων μανάδων στ’ αυτιά τους: «Κωστάκη, κλείσε τον Μίκυ Μάου κι έλα για φαγητό τώωωωρα!»
Στην εξέλιξη αυτή της αντιμετώπισης της ένατης τέχνης σημαντικό ρόλο έπαιξε η εμφάνιση των graphic novels, τα οποία, λόγω μεγέθους, συνοχής και ευρύτερης αισθητικής, έδωσαν άλλη βαρύτητα και υπόληψη στις σκιτσαρισμένες ιστορίες. Η αίσθηση μιας «δεμένης» και προσεγμένης έκδοσης βοήθησε τον μέσο αναγνώστη να αποβάλει την επικρατούσα αντίληψη: κόμικ = περιοδικό, περιοδικό = πρόχειρο ανάγνωσμα.
Και μπορεί τα graphic novels να έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του ’70 στο εξωτερικό (και δη στην Αμερική), στη χώρα μας όμως –ως είθισται– υπήρξε αρκετή καθυστέρηση στη γνωριμία του κοινού με αυτά. Χρήσιμο επίσης είναι να σημειωθεί ότι ο όρος graphic novel, ενώ αρχικά δήλωνε μια αυτοτελή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, αργότερα περιελάμβανε και το «δέσιμο» αποσπασματικά δημοσιευμένων ιστοριών σε τόμο, για μια πιο αυτούσια και στιβαρή παρουσίαση του εκάστοτε πονήματος.
Τα graphic novels που θα συναντήσουμε παρακάτω επιλέχθηκαν κατά κύριο λόγο με κριτήριο την έκδοσή τους στα ελληνικά. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό και αισιόδοξο το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι δεν διστάζουν να τολμήσουν τη μετάφραση και την κυκλοφορία αξιολογότατων προσπαθειών. Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών να βάζει στη ζωή του τα κόμικς, να συζητά γι’ αυτά και να μη θεωρεί τελικά ότι αποτελούν αντικείμενο ενασχόλησης ενός ειδικού (και ενίοτε… περίεργου) κοινού.
Όργιο εικόνων και σκέψεων σε προκλητικά καρέ
Αρχίζουμε λοιπόν την περιήγησή μας με τις εκδόσεις Zoobus, οι οποίες φρόντισαν να εκδοθούν οι δύο τόμοι του συγκλονιστικού «Maus». O σεναριογράφος και σκιτσογράφος Art Spiegelman μεταφέρει (όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό) την ατμόσφαιρα των στρατοπέδων συγκέντρωσης με έναν βαθιά ανθρώπινο και ψύχραιμο τρόπο, χωρίς να προτάσσει το δάχτυλο, κατηγορώντας ή χρησιμοποιώντας μελοδραματικές αγιοποιήσεις. Στο ευρύτερα γνωστό και από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο «Περσέπολις» (εκδόσεις Ηλίβατον, δύο τόμοι), μέσα από τη βιογραφική αφήγηση της συγγραφέως Marjane Satrapi, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις του Ιράν της Ισλαμικής Επανάστασης, τον πόλεμο με το Ιράκ και, φυσικά, με την ενηλικίωση της ηρωίδας. Η άτυπη κατηγορία των ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικών graphic novels συμπληρώνεται από το «Wobblies!» (εκδόσεις ΚΨΜ), σε επιμέλεια Paul Buhle και Nicole Schulman. Περισσότερο λεύκωμα παρά graphic novel –η αλήθεια να λέγεται–, αξίζει τον κόπο όμως να αναζητηθεί, καθώς μέσα από τις σελίδες του σχεδόν 40 δημιουργοί ζωντανεύουν τις ιστορίες των βιομηχανικών εργατών και των αγώνων τους, που οδήγησαν σε πολλά από αυτά τα οποία σήμερα θεωρούμε δεδομένα.
Περνώντας σε μια πιο «διαπροσωπική καθημερινότητα», που εστιάζει στους μικρόκοσμους των ηρώων της, αφήνοντας στο φόντο τις ευρύτερες παρατηρήσεις, συναντούμε αρκετούς προορισμούς. Το αρκετά πρόσφατο «Μαύρη Τρύπα» του Charles Burns (εκδόσεις Zοοbus) σε ρουφάει κατευθείαν στο ζοφερό και αλληγορικό του σύμπαν, κάνοντας πράξη το όνομά του και αντιμετωπίζοντας –αν μη τι άλλο– με μια πολύ ιδιαίτερη ματιά την εφηβεία. Στο «Θανατάδικο» της Allison Bechdel (εκδόσεις Γράμματα), κέντρο της αφήγησης αποτελεί η οικογενειακή επιχείρηση, ένα γραφείο τελετών. Γύρω από αυτό ξεδιπλώνεται η τόσο τρυφερά ειλικρινής απεικόνιση της ζωής της δημιουργού μέσα από δύσβατα μονοπάτια, οικογενειακά μυστικά και, φυσικά, ανθρώπινες αδυναμίες. Κι επειδή υπάρχει πάντα χώρος για μια ιστορία αγάπης, το πραγματικά σπουδαίο «Blankets» του Craig Thompson (εκδόσεις ΚΨΜ) χρησιμοποιεί αυτή την αφορμή, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στην ονειροπόληση και στον ρεαλισμό, για να ζεστάνει τις καρδιές όλων όσοι αποφασίσουν να χαθούν στις σελίδες του. Αφοπλιστικά όμορφο, παρά τον όγκο του, δεν ξεκολλάει από τα χέρια, προσφέροντας ώρες κατάδυσης στο αλαφροΐσκιωτο και ρομαντικό σύμπαν του.
Το «Schizo» του Ivan Brunetti (εκδόσεις Κορμοράνος) είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς ο μισάνθρωπος, μίζερος στα όρια της κατάθλιψης, αιρετικός, βλάσφημος και πάνω απ’ όλα αγανακτισμένος κεντρικός χαρακτήρας, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον δημιουργό, ξεστομίζει φράσεις που δύσκολα λέγονται και περιφέρεται σε καρέ απολαυστικά προκλητικά. Όργιο εικόνων και σκέψεων, ο τόμος που συγκεντρώνει τα τρία πρώτα τεύχη του Schizo (ακολούθησε και 4ο) σίγουρα θα κάνει τον αναγνώστη να στριφογυρίσει στη θέση του κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Από οργή θα είναι; Από απόγνωση; Από ταύτιση; Από τα γέλια; Δεν μπορούμε να το προβλέψουμε.
Οι ίδιοι εκδότες επιμελήθηκαν και την έκδοση του «Σαν σιδερένιο ομοίωμα γαντιού από βελούδο» του Daniel Clowes. Δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί, εφόσον η ένταξη της ιστορίας σε μια ομάδα υπό τον απλοϊκό τίτλο «μυστηρίου» ή «περιπέτεια» μάλλον το αδικεί κατάφωρα. Όλη η παράνοια που θα μπορούσε να κλείνει μέσα του ένα ιντριγκαδόρικο δελτίο ειδήσεων (φόνοι, πορνογραφία, γενετική, και όχι μόνο…), δοσμένες με ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ. Εξάλλου, ο Daniel Clowes, τον οποίο πιθανότατα να γνωρίζετε από την κινηματογραφικές μεταφορές των «Ghost World» και «Art School Confidential», φημίζεται για τους κόσμους που περίτεχνα πλάθει. Περιττό να προσθέσω ότι με χαρά θα υποδεχόμασταν τη μετάφραση στα ελληνικά του εξίσου μοναδικού «David Boring».
Φυσικά, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην παγκόσμια επιτυχία του «Logicomix» (εκδόσεις Ίκαρος) των Απόστολου Δοξιάδη και Χρίστου Παπαδημητρίου, σε σχέδιο του Αλέκου Παπαδάτου. Οι γεμάτες χρώμα (υπεύθυνη γι’ αυτό, η Annie Di Donna) και ζωντάνια εικόνες, σε κοινή πορεία με ένα ευφάνταστο σενάριο, κάνουν τον αναγνώστη να ενδιαφερθεί για θέματα που πιθανόν έως εκείνη τη στιγμή να του ξυπνούσαν μόνο σχολικούς ή πανεπιστημιακούς εφιάλτες. Η επιστήμη της λογικής, τα μαθηματικά, η φιλοσοφική εξέλιξη αυτών μέσα στον χρόνο, αλλά και η πρακτική τους εφαρμογή. Ανεξαρτήτως, πάντως, του πόσο αξιόλογη μπορεί να θεωρηθεί η συγκεκριμένη προσπάθεια, το σίγουρο είναι ότι δεν στερείται πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος.
Κλείνοντας, θα αναφερθούμε σε μια δουλειά που είναι πιθανόν εύκολα να προσπεραστεί, αλλά τελικά αξίζει και με το παραπάνω την προσοχή όλων. Το «Χαμένο Φάσμα», που γεννήθηκε στο μυαλό του Τάσου Αποστολίδη και το οποίο μεταφέρθηκε στο χαρτί από την πρόωρα και άδικα χαμένη Μαρία-Ηλέκτρα Ζαγλοπίτου, επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το τόσο κλισέ θέμα του (μεσήλικας καθηγητής ερωτεύεται φοιτήτρια) καταφέρνει να κρατήσει τον αναγνώστη σε εγρήγορση και να μεταφερθεί με ουσιαστική και αφτιασίδωτη απλότητα.
Αρκετές λοιπόν οι προτάσεις, μεγάλος και ανοιχτός ο δρόμος. Οι επιλογές πολλές και για διαφορετικά γούστα. Αν γίνει η αρχή βέβαια, δεν υπάρχει επιστροφή! Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει σχετική προειδοποίηση τοποθετημένη σε κάθε graphic novel προς αποφυγή παρεξηγήσεων… Σίγουρα, πάντως, είμαστε στον σωστό δρόμο!
Θάνος Σιόντορος