
Για τα γραφιστικά διηγήματα του Soloúp «Ο συλλέκτης – Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» (εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Είναι τα γραφιστικά αφηγήματα απειλή για τη λογοτεχνία; Κατά μία άποψη υποβιβάζουν τη γλώσσα σε μικρές ατάκες κι ενθρονίζουν την εικόνα και τη σαγήνη της, μεταφέρουν το βάρος από το κείμενο στην οπτικοποίησή του κι έτσι χειραγωγούν σε μια βολική ανάγνωση, σχετικά άκοπη κι εικονοκεντρική. Ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, παρότι είναι παλιότερα, φέρνουν στο προσκήνιο την πανταχού παρούσα –και λόγω της τηλεόρασης– εικόνα, τη συνδυάζουν με τον κοφτό, λακωνικό λόγο και τη κινηματογραφική ταχύτητα κι έτσι υποβαθμίζουν την ανάγνωση σε μια γρήγορη περιδιάβαση. Ή μήπως όχι;
Ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, παρότι είναι παλιότερα, φέρνουν στο προσκήνιο την πανταχού παρούσα –και λόγω της τηλεόρασης– εικόνα, τη συνδυάζουν με τον κοφτό, λακωνικό λόγο και τη κινηματογραφική ταχύτητα κι έτσι υποβαθμίζουν την ανάγνωση σε μια γρήγορη περιδιάβαση. Ή μήπως όχι;
Ο γνωστός γελοιογράφος Soloúp δεν είναι άμαθος στη λογοτεχνική αξιοποίηση των δυνατοτήτων των κόμικς, αφού με το Αϊβαλί (εκδ. Κέδρος) έφτιαξε μια ιστορία στην οποία μπόλιασε διασκευασμένα έργα της ελληνικής πεζογραφίας (Φώτη Κόντογλου, Ηλία Βενέζη κ.ά.). Έτσι, τώρα προχωρά σε μια εξολοκλήρου δική του δουλειά, γράφοντας και σχεδιάζοντας έξι γραφιστικά διηγήματα με άξονα τη σχέση πατέρα και κόρης.
Φαινομενικά πρόκειται για έξι αυτόνομες ιστορίες, οι οποίες ωστόσο βρίσκονται σε ένα είδος «συνομοσπονδίας» υπό κοινή θεματική. Ακόμα περισσότερο, πρόσωπα και μοτίβα της μίας εμφιλοχωρούν στην άλλη, πλάθοντας έτσι ένα σπονδυλωτό αφήγημα. Η πρώτη ιστορία «Πεταλούδες» αναφέρεται σε έναν πατέρα που λόγω του διαζυγίου δεν μπορεί να βλέπει το παιδί του κι αυτός κάθε πρωί σημειώνει τα ταξί που το πηγαίνουν σχολείο, στον «Σουρσουρή» ένας υπάλληλος σε pet shop μπαίνει κρυφά στο σπίτι της οικογένειας (της προηγούμενης ιστορίας) που χωρίζει για να δώσει νερό στο παραμελημένο καναρίνι της, στη «Μαύρη τρύπα» η γιαγιά εξηγεί στην εγγονή πώς οι απώλειες δημιουργούν μαύρες τρύπες στην ψυχή των ανθρώπων, στους «Αχώριστους» δύο φίλοι μάλωσαν άγρια, αλλά, όταν πεθαίνει ο ένας, ο άλλος ωρύεται για όσα δεν πρόλαβε να του πει, στην «Κοκκινοσκουφίτσα» το παραμύθι ξαναγράφεται αλλιώς με θύμα τον χωρισμένο πατέρα και στον «Κακό λύκο» (που θα μπορούσε να λείπει, καθώς μαρτυρεί όσα οι άλλες έχουν ήδη υπονοήσει) ολοκληρώνεται η αλυσίδα με το δράμα του πατέρα.
Ενώ τα διηγήματα κινούνται με άνεση σε ποικίλα θέματα, ένα είναι αυτό που αποτελεί τον συνεκτικό άξονα, ο οποίος δημιουργεί την αίσθηση της ενότητας, της αλληλοσυμπλήρωσης και της κοινής προβληματικής. Ανάμεσα σε θέματα, όπως η μανία με τις συλλογές, η μετανάστευση, η φιλοζωία, η καταστροφική λύπη, η φιλία, οι ρήξεις στις ανθρώπινες σχέσεις, τα απωθημένα κ.λπ., κυριαρχεί η σχέση πατέρα και κόρης σε μια οικογένεια που έχει διαρρήξει αυτή τη δυναμική συναισθηματική επαφή.
Ο προβληματισμός του Soloúp εστιάζει στην απομάκρυνση του πατέρα από την πατρική εστία, την έννομη ανάθεση της κηδεμονίας του παιδιού στη μητέρα και τη στοχοποίηση του πατέρα με την ετικέτα του κακού λύκου. Συχνά δηλαδή ο άρρην γονιός θεωρείται υπαίτιος για το διαζύγιο, εξοβελίζεται στυγνά και πλάθεται στο μυαλό της κόρης (που φροϋδικά συνδέεται μαζί του περισσότερο) ως ο ένοχος για τα δεινά που της συνέβησαν, με αποτέλεσμα αυτή να στρέφεται εναντίον του, γεμάτη θυμό κι απέχθεια.
Ο συγγραφέας εκπέμπει ένα συγκινητικό κατηγορώ κατά της επίσημης δικαιοσύνης και της ευρύτερης κοινωνικής νοοτροπίας, που ορίζουν ότι η μητέρα αυτοδίκαια θα αναλάβει το παιδί, με αποτέλεσμα ο πατέρας να θεωρείται εκ των προτέρων αποσυνάγωγος και εν μέρει ή εν όλω άγος.
Στην ουσία όμως ο άμοιρος πατέρας αγαπά τρελά την κόρη του μέχρι σημείου να δαπανά χρόνο και δυνάμεις, για να τη δει, ενώ η μαύρη τρύπα της έλλειψής της δημιουργεί κενά στην ψυχή του, σαν τούβλο που πέφτει από την τοιχοδομία. Μέσω αυτού του θέματος ο συγγραφέας εκπέμπει ένα συγκινητικό κατηγορώ κατά της επίσημης δικαιοσύνης και της ευρύτερης κοινωνικής νοοτροπίας, που ορίζουν ότι η μητέρα αυτοδίκαια θα αναλάβει το παιδί, με αποτέλεσμα ο πατέρας να θεωρείται εκ των προτέρων αποσυνάγωγος και εν μέρει ή εν όλω άγος.
Πέρα όμως από την ιδεολογία του έργου, αξίζει να σταθούμε λίγο και στη μορφή του. Αυτή καθορίζεται, όπως σε κάθε γραφιστικό αφήγημα, από την υφή του λόγου, την τεχνική της αφήγησης και την αισθητική της εικόνας. Ο λόγος στη θεατρική πυκνότητα και την αναγκαία ελλειπτικότητά του δεν ξεχωρίζει για το ιδιαίτερο ύφος του, αλλά διακρίνεται για τις κορυφώσεις του όπου χρειάζεται. Απ’ την άλλη, η αφήγηση από ομοδιηγητικούς αφηγητές, που δεν είναι πάντα οι πρωταγωνιστές, πιάνει τον σφυγμό του πατέρα όχι από την προσωπική του σκοπιά αλλά μέσω του αντίκτυπου του δράματός του στους άλλους. Η διακειμενικότητα, τόσο στην «Κοκκινοσκουφίτσα» ή στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και στην πλατωνική «Πολιτεία», μεταφέρει την παγιωμένη εντύπωση των έργων σε νέα συμφραζόμενα, ώστε να ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα αλλά και την πραγματικότητα. Ούτως ή άλλως, όπως προσπαθεί να δείξει ο Σωκράτης στην αλληγορία του σπηλαίου, το φαίνεσθαι δεν ταυτίζεται με το είναι. Και τέλος, η εικόνα με τα γκρον πλαν και τις μεγεθυμένες λεπτομέρειες, τις εκφράσεις των προσώπων και την εστίαση σε ό,τι υπηρετεί το ιδεολογικό κι αισθητικό αποτέλεσμα συντείνει κι αυτή στη συγγραφική στόχευση.
Το γραφιστικό μυθιστόρημα δεν είναι αμιγής λεκτική λογοτεχνία, αλλά μοιράζεται ως υβριδικό είδος τον μυθοπλαστικό λόγο και την κινηματογραφική εξέλιξη από πλάνο σε πλάνο. Αν είναι απλώς ένα άτεχνο μέσο προσέλκυσης της προσοχής του αναγνώστη, ναι, απομακρύνει από τη μεστή νοήματος λογοτεχνική δυναμική, αν όμως είναι ένα έντεχνο μέσο συγκίνησης και προβληματισμού, προσθέτει στην τέχνη μια νέα αισθητική δυνατότητα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Ο συλλέκτης
Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο
Soloúp
Ίκαρος 2018
Σελ. 272, τιμή εκδότη €16,60