Για το graphic novel του Soloup, Αϊβαλί (εκδ. Κέδρος).
Της Έλενας Μαρούτσου
Το graphic novel δεν έχει μακρά παράδοση στην Ελλάδα. Θα έλεγα πως μόλις πρόσφατα εξοικειωθήκαμε με το είδος μέσω του αρκετά πετυχημένου εκδοτικά Logicomix των Δοξιάδη, Παπαδημητρίου, Παπαδάτου και Di Nonna (εκδ. Ίκαρος). Μέχρι τότε, στα ελληνικά γράμματα τουλάχιστον, η εικόνα –αν δεν αποτελούσε γελοιογραφία– ήταν συνδεδεμένη κατά κύριο λόγο με το παιδικό βιβλίο και ενίοτε με το εφηβικό. Εξού, φαντάζομαι, το Αϊβαλί, το graphic novel του κομίστα Soloup, το συνάντησα να παρουσιάζεται και ως βιβλίο για εφήβους. Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να έχει απήχηση σ’ ένα εφηβικό κοινό, εξοικειώνοντάς το μ’ ένα κομμάτι της ιστορίας μας που έχει πάνω του τη στάμπα της σχολικής ύλης. Όμως το Αϊβαλί, δεν είναι τόσο η ιστορία της Μικρασιατικής καταστροφής, όσο ένας καμβάς πάνω στον οποίο πλέκονται τα –αιματοβαμμένα και γεμάτα αξεδιάλυτους κόμπους– νήματα διαφόρων αφηγήσεων.
Αφηγηματική σκυταλοδρομία
Τέσσερεις Αϊβαλιώτες συγγραφείς διάλεξε ο Soloup για να πλέξει τις φωνές τους σ’ ένα μουσικό σύνολο.
Το κουβάρι κρατάει στα χέρια του ο αφηγητής, ένας νέος άντρας που βρίσκεται διακοπές στη Μυτιλήνη κι αποφασίζει να πάρει το πλοίο για να πάει μονοήμερη εκδρομή στο Αϊβαλί. Λίγο πριν επιβιβαστεί, αγοράζει ένα βιβλίο του Κόντογλου, Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου. Το επόμενο κεφάλαιο που ονομάζεται «Φώτης» επιχειρεί να κεντήσει πάνω στον καμβά του βιβλίου μια εικόνα της πόλης και της ιστορίας της έτσι όπως την είδε και την αποτύπωσε το χέρι του Κόντογλου. Σε επόμενο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ηλίας» την σκυτάλη παίρνει ο Ηλίας Βενέζης για να αφηγηθεί στιγμιότυπα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Το Νούμερο 31328. Όπως είναι γνωστό, ο Ηλίας Βενέζης δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο που μετέφερε την υπόλοιπη οικογένειά του στη Μυτιλήνη, με αποτέλεσμα να βρεθεί στα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας. Η αδελφή του, Αγάπη Μολυβιάτη-Βενέζη στο Χρονικό των δέκα ημερών, αποτυπώνει ακριβώς αυτή την απέλπιδα προσπάθειά της να σώσει τον αδελφό της και την απρόσμενη συμπαράσταση που βρήκε από έναν Τούρκο. Η αδελφή λοιπόν του Βενέζη γίνεται η τρίτη αφηγήτρια που πιάνει το νήμα για να πλέξει κι αυτή το κομμάτι που της αναλογεί σε αυτό το κολλάζ αφηγήσεων. Το επόμενο κεφάλαιο, υπό τον τίτλο «Χασανάκης», κλείνει τη συνομιλία του βιβλίου με άλλα βιβλία αντλώντας αυτή τη φορά υλικό από το μυθιστόρημα Τα παιδιά του Πολέμου, του Τουρκοκρητικού συγγραφέα Αχμέτ Γιορουλμάζ. Εδώ επιχειρείται ν’ ακουστεί και η «άλλη πλευρά», μια πλευρά που μοιάζει να καθρεφτίζει τη «δική μας», αφού ο κοινός καθρέφτης είναι η απώλεια της πατρίδας, ο βίαιος ξεριζωμός κι η προφυγιά.
Τέσσερεις Αϊβαλιώτες συγγραφείς διάλεξε ο Soloup για να πλέξει τις φωνές τους σ’ ένα μουσικό σύνολο και γι' αυτό τον λόγο φαντάζομαι διάλεξε και τον περαιτέρω χωρισμό του βιβλίου σε ζεϊμπέκικο, πρελούδιο, και φούγκα – μια υποδιαίρεση που, ανακατεμένη με τα διάφορα κεφάλαια που αφηγούνται οι τέσσερεις ήρωες-συγγραφείς, κατά την γνώμη μου κάπως μπερδεύει κατά την ανάγνωση και θα μπορούσε να παραλειφθεί αφήνοντας να φανεί πιο ξεκάθαρα το σχήμα της αφήγησης που κλείνει με την επαναφορά στο παρόν.
Μικρές παγίδες
Στο τελευταίο κεφάλαιο, το επονομαζόμενο «Κιόρογλου», ο αφηγητής λίγο πριν πάρει το καράβι της επιστροφής συναντάει μια οικογένεια τουριστών με τουρκοκρητική καταγωγή, και κουβεντιάζουν, δίνοντας την ευκαιρία στο συγγραφέα μέσα από αυτή την ανταλλαγή απόψεων να διατυπώσει τις σκέψεις του γύρω από τις αιτίες και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και γενικότερα γύρω απ’ τις διαμάχες των λαών και τη δυνατότητα να υπάρξει συμφιλίωση. Ενώ μέχρι εκείνο το σημείο οι ιστορίες μιλούν από μόνες τους, συνθέτοντας ένα δεξιοτεχνικά εκτελεσμένο σχέδιο που συγκινεί με κάθε προσωπική ιστορία αλλά και κεντρίζει το νου με αυτή την ισορροπημένη πολυφωνία, στο τέλος ο Soloup δεν αποφεύγει τις παγίδες που κρύβει η προσπάθεια να σχολιάσει ο ίδιος τις ιστορίες του. Εκεί, παραμονεύει ένας μικρός διδακτισμός και μια τάση γενίκευσης κι απλούστευσης δοσμένη βέβαια με φρέσκια παιδικότητα (μια παιδικότητα που πολύ ευχάριστα συνοδεύει και τα άρτια σχέδιά του με πένα και μελάνι).
Η φωνή του κειμένου κατάφερε να δέσει σαν σύνολο με τη φωνή των εικόνων, καλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα συχνοτήτων, από τη νοσταλγία μέχρι τον εφιάλτη, με μια νότα χιουμοριστικής διάθεσης να ελαφραίνει την βαρύτητα όλων των αφηγήσεων.
Προσωπικές σφραγίδες
Οι παραπάνω ενστάσεις φυσικά αποτελούν πταίσματα μπροστά στην πολύ αξιόλογη προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου να προσεγγίσει ένα ακανθώδες κεφάλαιο της ιστορίας μας. Η φωνή του κειμένου κατάφερε να δέσει σαν σύνολο με τη φωνή των εικόνων, καλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα συχνοτήτων, από τη νοσταλγία μέχρι τον εφιάλτη, με μια νότα χιουμοριστικής διάθεσης να ελαφραίνει την βαρύτητα όλων των αφηγήσεων που φέρουν βαριά τη σφραγίδα του προσωπικού βιώματος. Αυτή τη σφραγίδα του προσωπικού προσπάθησε να διατηρήσει κι ο Soloup, εμπλουτίζοντας τα γραφικά του σχέδια με οικογενειακές φωτογραφίες που μας κοιτάζουν στα μάτια όταν για λίγο ο χρόνος στέκει ακίνητος, ανήξερος κι αθώος – λίγο πριν σαρώσει στα κύματά του ανθρώπους και πόλεις.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Αϊβαλί
Soloup
Πρόλογος: Bruce Clark
Κέδρος 2014
Σελ. 446, τιμή εκδότη € 22,00