Για το δοκίμιο του Παντελή Μπουκάλα Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών (εκδ. Άγρα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Γράφει με συγκίνηση ο Παντελής Μπουκάλας: «Σε λίγο ήρθε [ένας φίλος και κουμπάρος του, ο Θοδωρής Σταματόπουλος] και μου έδωσε ένα τετράδιο. “Σου το στέλνει η μάνα μου”. Η κυρα-Σταυρούλα. Ξαφνιάστηκα. […]
»Εκατόν είκοσι σελίδες είναι το τετράδιο, με το σπιράλ τους, καθαρογραμμένες. Στην πρώτη τέσσερις προσευχές […] Κι όλες οι υπόλοιπες γεμάτες τραγούδια. Κι όχι λιγόστιχα μόνο ή μόνο του χορού ή εορταστικά, “κολοκοτρωναίικα”, που σίγουρα απομνημονεύονται πιο εύκολα. Αλλά και πολύστιχα. Παραλογές ολόκληρες. Και τίποτε κολοβό. Τίποτε τραυματισμένο στο μέτρο και τον ρυθμό του.
»“Ρε Θοδωρή, έχεις βιβλιοθήκη με δημοτικά στο χωριό και μου το κρύβεις;” ρώτησα τον κουμπάρο. Γέλασε. Είχε μιλήσει κάποια στιγμή στη μάνα του […] Κι εκείνη, δίχως να πει το παραμικρό, στρώθηκε κι έγραψε όσα τραγούδια θυμόταν […] Της χαράς και της λύπης. Της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς. Κλέφτικα και σκωπτικά. Και μοιρολόγια. […]
»Στα ενενήντα της πια η κυρα-Σταυρούλα, έγραψε τα τραγούδια καταλογάδην. Δίχως να τα χωρίζει σε στίχους. Και με τα τσακίσματά τους όλα και τα γυρίσματα. Σημάδι αυτό πως για να τα θυμηθεί έπρεπε να τα σιγοτραγουδάει, να τα ανασταίνει ακριβώς όπως τα έζησε κάποτε. Το δώρο της μου έδειξε ότι ναι, ο προφορικός πολιτισμός δεν είναι κάποια επινόηση λαόφιλων λογίων […]».
Το δημοτικό τραγούδι είναι κατεξοχήν της υπαίθρου, οι εικόνες και οι μεταφορές του είναι γέννημα του τρόπου που η εναλλαγή των εποχών αποτυπώνεται στη φύση, και του ψυχικού παλμού καθώς δονείται η ψυχή σ’ αυτόν τον κυκλικό ρυθμό.
Κι αν όμως ο πολιτισμός που γέννησε το δημοτικό τραγούδι ζει ακόμα κάπου, είναι ζωντανός αλλά θνήσκων. Καταρχάς, δημοτικό τραγούδι χωρίς τη συμμετοχή του δήμου δεν νοείται, και στα πανηγύρια ανά το πανελλήνιο οι στίχοι που πλέον τραγουδιόνται είναι μπο, μπο, μπο για να ’χει κάτι να λέει το στόμα – ό,τι να ’ναι δηλαδή. Έπειτα, το δημοτικό τραγούδι είναι κατεξοχήν της υπαίθρου, οι εικόνες και οι μεταφορές του είναι γέννημα του τρόπου που η εναλλαγή των εποχών αποτυπώνεται στη φύση, και του ψυχικού παλμού καθώς δονείται η ψυχή σ’ αυτόν τον κυκλικό ρυθμό· αλλά χωριό και πολιτισμός του χωριού δεν υπάρχουν πλέον· ο πολιτισμός είναι του άστεως.
Όχι πως σε τούτη τη γενική δράση (που δεν την κρίνω ως αρνητική ή θετική, αλλά απλώς την αναφέρω ως γεγονός), δεν υπάρχει μεμονωμένη αντίδραση. Νέοι άνθρωποι καταγίνονται με την παραδοσιακή μουσική, μα αυτοί δεν θα παραλλάξουν, αλλά θα διαφυλάξουν με μουσειακή ευλάβεια. Όλο και περισσότεροι είναι τα τελευταία χρόνια οι παραμυθάδες που αφηγούνται παραδοσιακά παραμύθια, μα οι αφηγήσεις τους είναι προγραμματισμένες παραστάσεις – και τι ’ναι ο λύκος εντέλει για τα παιδιά που ακούν αυτές τις ιστορίες; Ένα γοητευτικό μυθικό ζώο σαν το δεινόσαυρο περίπου. Σίγουρα, μια φορά, δεν είναι κομμάτι της ζωής τους.
Όμως τα δημοτικά τραγούδια εξακολουθούν να είναι κάτι: ως λόγια, ως λέξεις, εξακολουθεί ο απόηχός τους να είναι κομμάτι της ζωντανής γλώσσας που ακόμα χρησιμοποιούμε και κατ’ επέκταση της σκέψης μας, που πλάθεται μέσ’ από τη γλώσσα. Ακόμα κι αν οι συνθήκες που τα γέννησαν έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει (ο κόσμος των κλέφτικων, εντέλει, δεν είναι πολύ κοντύτερά μας από τον κόσμο του Διγενή Ακρίτη· ενώ εκείνοι οι δύο κόσμοι, παρά την απόσταση αιώνων, είναι αναμεταξύ τους πολύ κοντύτερα απ’ ό,τι στον δικό μας· νομίζω λοιπόν πως η ρήξη είναι αναμφίβολη κι οριστική). Η ρήξη στον πολιτισμό, ναι, αλλά όχι και στη συνέχεια μέσ’ από τη γλώσσα, και πάνω απ’ όλα αυτό είναι που κάνει πολύτιμο τούτο το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα (άλλα εννιά θα ακολουθήσουν).
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
|
Η γλώσσα εδώ είναι προνύμφη, όχι νεκρή πεταλούδα καρφιτσωμένη σε φελλό, και επί τούτω κατασκευασμένες λέξεις («μίας χρήσης» πολλές), «λάθος» τύποι, παρετυμολογίες, παρελαύνουν σε κυριολεκτικώς χιλιάδες παραδείγματα.
Μετά από μια κατατοπιστικότατη εισαγωγή για τις περιπέτειες (τις φουρτούνες) της καταγραφής των δημοτικών τραγουδιών, η γλώσσα παίρνει εδώ το πάνω χέρι. Μια εμβριθής νομιμοποίηση των «λαθών» είναι το φιλολογικότατα αντιφιλολογικό «Κοινοτικό γλωσσικό εργαστήριο» όπου, σε πείσμα των γραμματικών κανόνων (και υπέρ του γλυκύηχου κυλίσματος της γλώσσας), η λεξιπλασία στέφεται λαμπρός βασιλιάς. (Τούτο το κεφάλαιο δρα επίσης ιαματικά, για όσους αισθάνθηκαν ίσως ενοχές λέγοντας «γκουγκλάρω» ή «σκρολάρω»). Η γλώσσα εδώ είναι προνύμφη, όχι νεκρή πεταλούδα καρφιτσωμένη σε φελλό, και επί τούτω κατασκευασμένες λέξεις («μίας χρήσης» πολλές), «λάθος» τύποι, παρετυμολογίες, παρελαύνουν σε κυριολεκτικώς χιλιάδες παραδείγματα –αποσπάσματα δημοτικών τραγουδιών ή και τραγούδια αυτούσια, μα και παραδείγματα από τη νεοελληνική ποίηση και την αρχαιοελληνική γραμματεία–, φτάνοντας ως μια κατανοητή υπερβολή, όπως στριμώχνονται το ένα πλάι στ’ άλλο, γιατί αν μπορούσε ο συγγραφέας ίσως δε θα άφηνε ούτε ένα να χαθεί, σαν Νώε των λέξεων μες στην Κιβωτό του.
Ο κ. Μπουκάλας το έβαλε σκοπό ν’ αφήσει ένα κτήμα ες αεί. Ομολογουμένως, το βιβλίο του είναι θαυμάσιο και θαυμαστό.
Και στο κεφάλαιο «Τα ρήματα της αγάπης» ξεδιπλώνεται αρχικά, με κέφι, όλη η ιστορία της παραγωγής συνθέτων λέξεων από τον Αριστοφάνη (με την ανεκδιήγητή του 79σύλλαβη μεγαλύτερη λέξη της ελληνικής, στις Εκκλησιάζουσες), διαμέσου των πτωχοπροδρομικών, αυτών στη Διήγησιν παιδιόφραστον των τετραπόδων ζώων και άλλων βυζαντινών δημωδών συνθέτων, ως τον Παλαμά. Για να πάρει έπειτα ο λεξιπλάστης έρωτας τη σκυτάλη, από τον Αλκαίο και τη Σαπφώ, ως τη συνθετική ικανότητα που έχει η γλώσσα να παντρεύει τις λέξεις σ’ αστείρευτους συνδυασμούς (αγγελοκαμωμένη, αγγελόπλαστη, αγγελοστολισμένη, μπαμπακοστηθούσα, κερασομαγουλάτη, λιγνοχαϊδεμένη, μοσχοκανελοκόκαλη, βεργολιγνολυγερή… ατελείωτος ο κατάλογος) και μέχρι τη μετάπλαση του ρήματος αγαπώ σε ουσιαστικό (ο Αγαπώ, η Αγαπώ – «Ένα ολικό, ένα πλήρες όνομα που συνοψίζει ακαριαία όλα τα πάθη της αγάπης, με την αρχή και το τέλος της αλφαβήτου, το άλφα και το ωμέγα, να σμίγουν σ’ έναν κύκλο που δεν κλείνει ποτέ») χάρη στη δύναμη του έρωτα, που τα γραμματικά πρέπει δεν τα κοιτά.
Είκοσι επτά σελίδες καταλαμβάνουν μόνον οι τίτλοι των συλλογών δημοτικών τραγουδιών που συμβουλεύτηκε ο συγγραφέας στο Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Αυτό από μόνο του κάτι λέει για το μόχθο και την αγάπη που κλείνει μέσα του τούτο το έργο. Ο κ. Μπουκάλας το έβαλε σκοπό ν’ αφήσει ένα κτήμα ες αεί. Ομολογουμένως, το βιβλίο του είναι θαυμάσιο και θαυμαστό.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έχουν ένα θαμβωτικό προτέρημα αυτά τα ποιήματα [τα δημοτικά τραγούδια]: συνιστούν γεγονότα σώματος και γεγονότα ψυχής· είναι σημεία βαθύτερα της γλώσσας. Κι έτσι όπως αχώριστα παντρεύουν ρυθμό και νόημα, μέλος και εικόνα, φωνή και σιωπή, δηλούμενο και υποδηλούμενο, αφηγηματικό και λυρικό, φυσικό και υπερφυσικό, επάνω τόπο και κάτω κόσμο, ακαριαίο και εκτενές, φύση και ανθρώπους, λογικό και απροσδόκητο, ομάδα και άτομο, σεμνό και προκλητικό, γενέθλιο και τελεσίδικο, κοινό και αλλόκοτο, σκωπτικό και φιλάνθρωπο, ζωηφόρο και πένθιμο, πραγματικό και υπερρεαλιστικό, αρχαιότατο και καινοτόμο· έτσι όπως φιλόξενα στεγάζουν εντός τους έναν τρόπο να δει κανείς το παν άτμητο, και άτμητο να το γευτεί, αποκαθιστούν και την ενότητα πνεύματος του αναγνώστη τους, που του προσφέρουν έναν απίστευτο αποκαλυπτικό πλούτο».
Όταν το ρήμα γίνεται όνομα
Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών
Παντελής Μπουκάλας
Άγρα 2016
Σελ. 592, τιμή εκδότη €21,90