Του Παναγιώτη Χαλάτση
Το δοκίμιο Ψυχοκοινωνιολογία των μαζικών επικοινωνιών του Νικόλα Χρηστάκη καταγράφει και συνθέτει με τρόπο συστηματικό και πρωτότυπο τις διαφορετικές και συχνά αντιφατικές προσεγγίσεις αναφορικά με τις ψυχοκοινωνικές λειτουργίες των Μαζικών Επικοινωνιών. Καταδεικνύει δε εμφατικά ότι αυτές, αν και ευλόγως νοούνται και εξετάζονται στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, σχετίζονται άμεσα με διαχρονικά κοινωνιο-ανθρωπολογικά και ψυχο-πολιτικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα: Πώς και πού παράγονται και διακινούνται τα νοήματα; Πόσο ατομική ή κοινωνική είναι η διαδικασία δόμησης της πραγματικότητάς μας; Ποιος ο ρόλος της λογικής και ποιος του συναισθήματος στη διαδικασία αντίληψης και ερμηνείας των κοινωνικών καταστάσεων από το άτομο; Είμαστε εντέλει λογικά άτομα; Πόσο ανεξάρτητη είναι η ατομικότητα στο πλαίσιο των μικρών ή μεγάλων κοινωνικών ομάδων; Πώς αλλάζουν οι κοινωνίες; Ποιος ο ρόλος των συλλογικών μύθων στον τρόπο που νοηματοδοτούμε τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Ο συγγραφέας, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποκαλύπτει, με σφαιρική οπτική και τεκμηριωμένο τρόπο, τη σημασία του «ψυχοκοινωνικού βλέμματος» στην κατανόηση της δράσης των μαζικών επικοινωνιών. Η προσέγγισή του συνδυάζει πολλαπλές γωνίες ερμηνείας και σύνθεσης όπως (α) την αναφορά σε λιγότερο ακαδημαϊκά ορθόδοξες αλλά πολιτικά δοκιμασμένες απόψεις σχετικές με την ψυχολογία των μαζών, την προπαγάνδα και τα ακροατήρια, (β) την ενδελεχή εξέταση της διαπλοκής ανάμεσα στον «ατομικό» (γνωστικό) και «κοινωνικό» χαρακτήρα επεξεργασίας των περιεχομένων της κοινωνικής επικοινωνίας, (γ) την εστίαση στον προεξάρχοντα ρόλο των ευρύτερων, διαχρονικά, κοινωνικών και πολιτισμικών πλαισίων σκέψης (κοινωνικές αναπαραστάσεις, φήμες, κοινός νους, κοινωνική σκέψη, τελετουργικά της καθημερινότητας), από τα οποία πηγάζει το πρωτογενές υλικό δόμησης μιας «πραγματικότητας» η οποία οφείλει να συναρμόζεται με τη ανάγκη για εσωτερική ισορροπία (γνωστική, ψυχική, σχεσιακή), έστω κι αν κάτι τέτοιο ούτε πάντα επιτυγχάνεται ούτε και έχει την καθοριστική σημασία που συχνά του αποδίδεται.
Ένα θέμα στο οποίο ο συγγραφέας επανέρχεται σπειροειδώς είναι ότι τα ΜΜΕ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απλοί διακινητές περιεχομένων προς δέκτες οι οποίοι τα επεξεργάζονται ατομικά. Καταδεικνύει, δε, ότι η δόμηση των ατομικών νοημάτων είναι εξαρτημένη με πολυποίκιλους τρόπους από το εκάστοτε κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο αναφοράς και τις σχετικές ερμηνείες τους που οι κυρίαρχες ομάδες ρητά ή υπόρρητα προωθούν. Ο Χρηστάκης στηρίζει με στιβαρότητα αυτόν τον προσανατολισμό, δείχνοντας ότι η νοητική και κοινωνική ζωή σχεδόν ταυτίζονται, καθώς οργανώνονται γύρω από αναπαραστάσεις και ευρύτερα ιδεολογικά σχήματα που βρίσκονται στον πυρήνα της συλλογικής μνήμης και των κοινωνικών δεσμών. Κατ’ επέκταση, αυτές οι αναπαραστάσεις και σχήματα αποτελούν την προϋπόθεση σκέψεων και, κυρίως, πράξεων, καθώς «κατασκευάζουν» κάθε κατάσταση – με τον ίδιο εξάλλου τρόπο που προΐστανται της παραγωγής των μηνυμάτων των επικοινωνιακών μέσων και της επαφής των προσώπων με αυτά. Είναι λοιπόν οι αναπαραστάσεις που διαμορφώνονται από (και διαμορφώνουν) την κοινωνική επικοινωνία, η οποία περιλαμβάνει τις διαπροσωπικές και τις διομαδικές ανταλλαγές, καθώς και τις τέχνες, τη λογοτεχνία και, βέβαια, τις μαζικές επικοινωνίες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται λοιπόν στο υπαρκτό κοινωνικό πρόσωπο, το οποίο εν μέρει νοείται ως συγκινησιακό-«πολιτικό» μόριο ή και θραύσμα μιας μάζας, ως καταναλωτική ή/και ενεργή μονάδα ενός γνωστικο-συναισθηματικού ακροατηρίου, μέλος μιας ομάδας, μιας παρέας ή μιας δυάδας. Αυτό συνεπάγεται διαφορετικές αντιληπτικές και ερμηνευτικές εκδοχές για τις καταστάσεις και τις ταυτότητες που πυροδοτούνται, γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή/και αποσιωπούνται και εξελίσσονται διαλογικά ή σιωπηλά, καθώς και για τον τρόπο που τελικά το κοινωνικό πρόσωπο «σκέπτεται», «αισθάνεται» ή «αντιδρά», που συμμετέχει (κρυφά ή φανερά) στον μικρο- ή μακρο-κοινωνικό του περίγυρο και που τοποθετείται στον (εσωτερικό και εξωτερικό) κόσμο του, τον οποίο, σε κάποιο βαθμό, αενάως «δέχεται», αλλά και «κατασκευάζει» και «αλλάζει». Εν κατακλείδι, υποστηρίζεται με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο ότι η κοινωνική επικοινωνία (διαπροσωπική, αλλά και διαμεσολαβημένη) είναι εν τέλει ο ατομικός και κοινωνικός μας κόσμος, με τις κατά το μάλλον και ήττον επιβαλλόμενες νοηματοδοτήσεις του, τις αναπαραστάσεις και τις ιδεολογίες του, τις καθημερινές συμμορφωτικές ή καινοτόμες συμβολικές πρακτικές που τον συνθέτουν και τον διέπουν. Τέλος, συνθέτοντας πιο ρηξικέλευθες απόψεις, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για περισσότερο αποκλίνουσες οπτικές προσέγγισης της σχέσης των ανθρώπων με τα ΜΜΕ, επισημαίνοντας ότι το εικονικό και φαντασιακό στοιχείο των διακινούμενων αναπαραστάσεων δεν αποκλείεται να είναι «κοινωνικότερο» και σταθερότερο από το διανοητικό, καθώς αυτό είναι που μας συνδέει με το παρελθόν, με τις παγιωμένες μας ταυτότητες, που μας βοηθά να δούμε τα πράγματα απλά και καθαρά, που μας στηρίζει στο να βιώσουμε το παρόν και να προεικάσουμε το τι πρόκειται να συμβεί.
Ως προς τη διάρθρωση του βιβλίου, στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η «μαζικότητα» των επικοινωνιών, η «οικολογία» και η «επιστημολογία» των μαζών και των ακροατηρίων, καθώς βέβαια και η «ψυχολογία» τους, μέσα από μια κριτική εξέταση των μεγάλων σκαπανέων Le Bon και Tarde, με μια αναφορά στον εμπλουτισμό της από την ψυχανάλυση, αλλά και πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις. Στο δεύτερο περιγράφεται και «ερμηνεύεται» συστηματικά η προπαγάνδα ως προσπάθεια συλλογικής υποβολής, αλλά και συγκρότησης νοητικο-συναισθηματικών πλαισίων. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται αναλυτικά το σύνολο του λεγόμενου «εμπειρικού» ρεύματος στην κατανόηση της δράσης των μαζικών επικοινωνιών, αφενός στο επίπεδο του ατομικού νου (μέσα από την εξέταση της αλλαγής των στάσεων), αφετέρου σ’ αυτό της κοινωνικής επεξεργασίας των περιεχομένων στα καθημερινά περιβάλλοντα ζωής και ύπαρξης των ατόμων. Στο τέταρτο κεφάλαιο συνοψίζονται ευρύτερα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά ζητήματα που αφορούν επιδράσεις, χρήσεις, λειτουργίες, προσλήψεις, «αναγνώσεις», ιδεολογίες και «λογικές» των μέσων. Στο πέμπτο κεφάλαιο επιχειρείται μια σύνθεση μέσα από την επεξεργασία και τη συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με την κοινωνική σκέψη και νόηση, καθώς και με τη στενή σχέση κοινωνικών αναπαραστάσεων, επικοινωνιακών συστημάτων κατά Moscovici (διάδοση, μετάδοση, προπαγάνδα και φήμες) και κοινωνικής και μαζικής επικοινωνίας, στο πλαίσιο των οποίων κοινός νους, συμβολικές καθημερινές πρακτικές και επιστημονική γνώση συνδυάζονται και συγχωνεύονται για να συγκροτήσουν τις πάντα υπό σχετική διαπραγμάτευση συγκυρίες που συγκροτούν, νομιμοποιούν και συγχρόνως αμφισβητούν, άρα και εξελίσσουν, το συνεχές εαυτός-άλλος-άλλοι που χαρακτηρίζει τη (συγκινησιακή, γνωστική και κοινωνική) ύπαρξη.
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΛΑΤΣΗΣ είναι Σχολικός Σύμβουλος και Διδάκτορας Κοινωνικής Ψυχολογίας.
Ψυχοκοινωνιολογία των μαζικών επικοινωνιών
Νικόλας Χρηστάκης
Εκδ. Gutenberg 2016
Σελ. 283, τιμή εκδότη: €14,00