Του Γιώργου Λαμπράκου
Κάθε βιβλίο που αρχίζει με ρήση του Επίκουρου είναι στα δικά μας μάτια απολύτως ευπρόσδεκτο. Η φράση «ουδέν ικανόν ω ολίγον το ικανόν» (Τίποτα δεν είναι αρκετό για όποιον το αρκετό είναι λίγο) μας εισάγει με τον ακριβέστερο τρόπο στο θέμα που πραγματεύονται οι Ρόμπερτ και Έντουαρτ Σκιντέλσκι στη μελέτη Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε; Η αγάπη για το χρήμα και το όνειρο της καλής ζωής.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ακόμη κι από το ότι το βιβλίο συνυπογράφουν ένας πατέρας και ο γιος του, παρουσιάζει το γεγονός ότι ο ένας είναι οικονομολόγος και ο άλλος φιλόσοφος: ο Ρόμπερτ είναι επίτιμος καθηγητής οικονομικών στο Γουόρικ, ενώ ο Έντουαρντ είναι λέκτορας φιλοσοφίας στο Έξετερ.
Ξεχωρίζοντας τα «ουσιώδη»
Όποιος πασχίζει να μιλήσει για τη σύγχρονη εποχή και τα προβλήματά της οφείλει να κατέχει πολλούς τομείς του επιστητού. Οι σχετικές μελέτες των οικονομολόγων επικεντρώνονται στο χρήμα, με το σκεπτικό ότι αυτό είναι το τρέχον, το βασικό, το πιο πραγματιστικό, ούτως ειπείν, ενδιαφέρον των ανθρώπων στις μέρες μας. Από την άλλη, όταν οι φιλόσοφοι καταπιάνονται με τα σύγχρονα προβλήματα, ορθώς η ματιά τους αξιώνει να θίξει τα «ουσιώδη» ζητήματα, μα συχνά είναι τόσο αφαιρετική ώστε υπερίπταται των καθημερινών προβλημάτων και αιτημάτων των ανθρώπων, τα οποία συνήθως κρίνονται ως «επουσιώδη».
Tονίζουν τη διπλή φύση του καπιταλισμού, που έχει μεν βελτιώσει εκπληκτικά τις συνθήκες ζωής μας, αλλά καλλιεργεί μερικά «αποτρόπαια ανθρώπινα χαρακτηριστικά»
Ας δούμε με ποιον τρόπο συνδυάζονται τα οικονομικά με τη φιλοσοφία στο εν λόγω βιβλίο, το οποίο αποβλέπει στο να «αναβιώσει την παμπάλαια ιδέα των οικονομικών ως ηθικής επιστήμης». Οι συγγραφείς τονίζουν εξαρχής τη διπλή φύση του καπιταλισμού, που είναι «δίκοπο μαχαίρι», αφού ναι μεν έχει βελτιώσει εκπληκτικά τις συνθήκες ζωής μας, αλλά καλλιεργεί μερικά «αποτρόπαια ανθρώπινα χαρακτηριστικά – την απληστία, τον φθόνο και τη φιλαργυρία». Οι συγγραφείς τονίζουν εξαρχής την ανάγκη για άμβλυνση αυτών των χαρακτηριστικών, για μείωση της πανταχού παρούσας ακορεστίας, την οποία εκλαμβάνουν ως βασικό γνώρισμα της σύγχρονης κρίσης του Δυτικού πολιτισμού (στον οποίο εστιάζουν τα επιχειρήματά τους, επειδή σε αυτόν «έχουν επιτευχθεί οι υλικές συνθήκες της ευημερίας»).
Πλούσιοι σκληρά εργαζόμενοι
Το βιβλίο ξεκινά με μια ανάλυση του σημαίνοντος δοκιμίου του Κέινς, «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας» (ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι γνωστός στον ακαδημαϊκό χώρο για τη βραβευμένη τρίτομη βιογραφία του Κέινς). Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού ο Βρετανός οικονομολόγος θεωρείται ο κορυφαίος του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ο Κέινς, παρά τις τόσες ορθές αναλύσεις και προβλέψεις του, έκανε το εξής βασικό λάθος: πίστεψε πως η τεχνολογική εξέλιξη θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ένα μέλλον χωρίς την ανάγκη πολύωρης εργασίας, αφού θα ικανοποιούνταν οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων και οι ίδιοι θα επιδίωκαν την ευγενή σχόλη. Απεναντίας, η ιστορία του 20ού αιώνα έδειξε πως ναι μεν η τεχνολογική εξέλιξη ήρθε, αλλά δεν μείωσε τον ανθρώπινο μόχθο, αφού οι (μετρημένες) ανάγκες και οι (αμέτρητες) επιθυμίες δεν παρέμειναν σταθερές (ούτε και ο παγκόσμιος πληθυσμός).
Όχι μόνο λοιπόν το οικονομικό μας σύστημα αύξανε και αυξάνει συστηματικά τις επιθυμίες μας, με αποτέλεσμα να εργαζόμαστε όλο και περισσότερο για να τις ικανοποιούμε (ακόμα και οι πλουσιότεροι εργάζονται περισσότερο, ενίοτε περισσότερο κι από τους φτωχούς – κάτι αδιανόητο, από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα), αλλά και ο πληθυσμός αυξήθηκε με απροσδόκητο ρυθμό (από 2,7 δισ. στον Μεσοπόλεμο, την εποχή του Κέινς, σε πάνω από 7 δισ. σήμερα). Έτσι, οι προϋποθέσεις για την αύξηση της σχόλης (μια βασική επιδίωξη στο ηθικό πρόταγμα των Σκιντέλσκι) όντως πραγματώθηκαν ως έναν βαθμό, ωστόσο συνέπεσαν με μια δυσανάλογα μεγαλύτερη αύξηση επιθυμιών.
Τι μας στερεί ο καπιταλισμός
Αυτή η διαδικασία αποτελεί τμήμα της «φαουστικής συμφωνίας» (ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου, που είναι και το καλύτερο) την οποία συνήψε ο καπιταλισμός με τον διάβολο, όπου διάβολος είναι τα ανθρώπινα γνωρίσματα της απληστίας, της τοκογλυφίας, της φιλαργυρίας κ.λπ. Όλα αυτά θεωρήθηκαν «αναγκαία» (από στοχαστές όπως ο Μάντεβιλ, ο Σμιθ, ακόμα και ο Μαρξ) προκειμένου να φτάσει ο κόσμος σε υπεραφθονία αγαθών και υπηρεσιών, τέτοια που θα καθιστά την εργασία σχεδόν αχρείαστη. Χάριν της μελλοντικής ανταμοιβής στον επικείμενο επί γης παράδεισο, όλα ή σχεδόν όλα μπόρεσαν και μπορούν να γίνουν ανεκτά: «Ο καπιταλισμός χρειάζεται το ακτινοβόλο όραμα του συγκεκριμένου μύθου· δίχως αυτό, οι εξευτελισμοί στους οποίους υποβάλλει τους ανθρώπους θα ήταν ανυπόφοροι […] Μας έχει προσφέρει ανυπολόγιστο πλούτο, αλλά μας έχει στερήσει το κύριο πλεονέκτημα του πλούτου: τη συνειδητοποίηση ότι έχουμε αρκετά».
Οι Σκιντέλσκι συνεχίζουν αναλύοντας τη θεμελιώδη άποψη για το ευ ζην, ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη και γενικότερα την αρχαία σκέψη, στην οποία η αγάπη για το χρήμα (βλ. τον μύθο του Μίδα) δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. «Οι αρχαίοι φιλόσοφοι θα έμεναν άναυδοι από τη στάση μας να αντιμετωπίζουμε συμπεριφορές αυτού του είδους όχι ως ποταπές παρεκκλίσεις, αλλά ως οργανικό και αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού μηχανισμού, ενδεχομένως δε και ως ενδείξεις ζωτικότητας». Χαρακτηριστική είναι η τάση των συγγραφέων να αναζητούν και να εντοπίζουν παρόμοιες συμπεριφορές, στάσεις και κοσμοεικόνες σε άλλους πολιτισμούς, πέραν του Δυτικού. Έτσι, η ιδέα πως «το εμπόριο ορθά τοποθετείται σε υποδεέστερη θέση από την πολιτική και τη στοχαστική θεώρηση» εκλαμβάνεται ως διαχρονική και οικουμενική, ενώ συνάμα η εργασία θεωρούνταν ανέκαθεν κατώτερη από την ψυχαγωγία (αγωγή της ψυχής) και την ευγενή σχόλη.
Μεροληπτική «ουδετερότητα»
Συνάμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική τους στον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Οι κλασικές φιλελεύθερες αρχές διδάσκουν την «ανεκτικότητα», ενώ οι σύγχρονες φιλελεύθερες αρχές (με πρωτεργάτη τον Ρολς) διδάσκουν πρωτίστως την «ουδετερότητα». Αλλά η ουδετερότητα είναι ο μεγάλος εχθρός των Σκιντέλσκι, επειδή οδηγεί στην «απο-ηθικοποίηση της δημόσιας ζωής». Όπως σημειώνουν: «Το “ουδέτερο” κράτος δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσφέρει την εξουσία στους διαχειριστές του κεφαλαίου προκειμένου να χειραγωγήσουν τις προτιμήσεις του κοινού προς ίδιον όφελος». Συναφής είναι και η κριτική τους στον ωφελιμισμό, που διδάσκει απλώς τη μεγιστοποίηση των επιθυμιών, χωρίς να κρίνει ποιες ακριβώς επιθυμίες «αξίζει», είναι «καλό» για μας, να ικανοποιούμε. Σε αυτό το πλαίσιο οι δύο συγγραφείς προσεγγίζουν κάπως τον «ηθικό» μαρξισμό, που πασχίζει να επιβάλλει έναν ορισμένο τρόπο ζωής.
Αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους σε ευτυχία δεν είναι το «απόλυτο», αλλά το «σχετικό» εισόδημα, δηλαδή το εισόδημά τους σε σχέση με αυτό των ανθρώπων γύρω τους
Πέρα όμως από τη θεωρητική κριτική, τα έμπρακτα στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών που συσχετίζουν την πορεία των εισοδημάτων με την πορεία της δεδηλωμένης ευτυχίας είναι αξιοσημείωτα: η αύξηση των εισοδημάτων δεν συμβάδισε (όπως αναμενόταν) με αντίστοιχη αύξηση της ευτυχίας. Τρομερό ενδιαφέρον, σε σχέση με την ανθρώπινη ψυχολογία, παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους σε ευτυχία δεν είναι το «απόλυτο», αλλά το «σχετικό» εισόδημα, δηλαδή το εισόδημά τους σε σχέση με αυτό των ανθρώπων γύρω τους! Μόνο στην περίπτωση των πολύ φτωχών το απόλυτο εισόδημα επηρεάζει (αρνητικά, φυσικά) την ευτυχία (διάβαζε, δυστυχία) τους. Σε τούτο το βιβλίο η ευτυχία συσχετίζεται στενά με την αρχαία ευδαιμονία, κατά την οποία υπάρχει συνειδητότητα της ευτυχίας (και όχι η κατάσταση «νηπιοποίησης» του Θαυμαστού νέου κόσμου, όπως ωραία επισημαίνεται).
Οι Σκιντέλσκι δεν επιθυμούν τη μείωση της ανάπτυξης (π.χ. μια αποανάπτυξη τύπου Σερζ Λατούς), αλλά την αναπροσαρμογή των αποτελεσμάτων της με όχημα τα «βασικά αγαθά» που οδηγούν στο ευ ζην (υγεία, σεβασμός, ασφάλεια, προσωπικότητα, αρμονία με τη φύση, φιλία, σχόλη). Στο προτελευταίο κεφάλαιο αναλύουν τα βασικά αγαθά και τα γνωρίσματά τους και καταλήγουν σε κάτι που όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε βιώσει: παρά την αύξηση του εισοδήματος, «όχι μόνο δεν έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερα βασικά αγαθά […] αλλά από ορισμένες απόψεις διαθέτουμε λιγότερα. Βαλθήκαμε να κυνηγάμε περιττά πράγματα και παραμελήσαμε τα αναγκαία» (περιττό να προσθέσουμε πως οι ώρες εργασίας στον 21ο αιώνα, για όποιον θέλει να είναι ένας επιτυχημένος καταναλωτής, έχουν επανέλθει σε επίπεδα 19ου αιώνα). Ορθή είναι η κριτική τους και στην έννοια της προόδου που, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Κέινς, είναι μια «λερωμένη θρησκεία, μαύρη από την ανθρακόσκονη και το μπαρούτι». Εδώ, θα έπρεπε πάντως να έχουν επισημάνει τον κεντρικό ρόλο της χριστιανικής θρησκείας στην καλλιέργεια του μύθου της προόδου.
Τι να κάνουμε;
Όλα αυτά είναι εν πολλοίς γνωστά. Προτάσεις διαφυγής υπάρχουν; Οι συγγραφείς απαντούν θετικά και αφιερώνουν σε αυτές το τελευταίο κεφάλαιο. Σκληραίνοντας το ύφος τους («η αγγλοαμερικανική εκδοχή του ατομικιστικού καπιταλισμού λειτουργεί εν πολλοίς προς όφελος μιας αρπακτικής πλουτοκρατίας που φροντίζει να νέμεται τα πλουσιότερα λάφυρα, ενώ δικαιολογεί την αρπακτικότητά της επικαλούμενη όρους όπως η ελευθερία και η παγκοσμιοποίηση»), προτείνουν τη θέση του «μη καταναγκαστικού πατερναλισμού», όπου η κρατική εξουσία προάγει με κάθε δυνατό μέτρο τα βασικά αγαθά, αλλά χωρίς να πλήττει την προσωπικότητα. Ζητούν την επιβολή ενός βασικού εγγυημένου εισοδήματος για όλους, τη φορολόγηση των δαπανών αντί του εισοδήματος, την επιβολή φόρων στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (όπως ο φόρος Τόμπιν), και άλλα συναφή μέτρα προς δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος με όχημα τις προστατευτικές πολιτικές του κράτους. Μια, ούτως ειπείν, ηθική σοσιαλδημοκρατία.
Εδώ αγγίζουμε και τα εγγενή προβλήματα των προτεινόμενων λύσεων. Ποιες είναι οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, αν τυχόν συμφωνούσαμε πως το επιθυμούμε στη ζωή μας; Πρώτον, η αδυναμία επιβολής του, αφού ακόμα και οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι «οι πολιτικοί ηγέτες αρέσκονται, κατά τη συνήθη τακτική, στη συνθηματολογία της εξουσίας». Η αλλαγή του μοντέλου (και των μυαλών που το ελέγχουν) δεν μοιάζει εφικτή απλώς με επιχειρήματα, όσο καλά κι αν είναι. Οι συγγραφείς δεν προκρίνουν, καλώς ή κακώς, καμιά μορφή βίας, αλλά απλώς τη μεταβολή της στάσης μας απέναντι στον κόσμο. Πώς όμως θα μπορούσε να εφαρμοστεί π.χ. ο φόρος Τόμπιν, που εδώ και δεκαετίες παραμένει μια καραμέλα στα χείλη των Δυτικών πολιτικών ελίτ, που την πιπιλάνε ασταμάτητα προς άγρα ψήφων;
Δεύτερον, οι συγγραφείς υποτιμούν επικίνδυνα τις καταστροφικές επιπτώσεις της ανάπτυξης στο περιβάλλον: πέραν του ότι δεν τους ανησυχεί καθόλου ο «ανθρωποκεντρισμός» και οι επιπτώσεις του, ζητούν (πράγμα ασφαλώς ηθικό και ευγενές) να βοηθηθούν οι φτωχοί του κόσμου ώστε «να ανέλθουν στο επίπεδο επάρκειας που έχει ήδη επιτευχθεί στις πλούσιες χώρες». Πώς όμως θα το υπολογίζαμε; Άραγε αυτό το «επίπεδο επάρκειας» δεν περιλαμβάνει, για παράδειγμα, όλες τις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανές που χρησιμοποιούν οι Δυτικοί εδώ και έναν περίπου αιώνα; Ναι μεν η τηλεόραση, το ψυγείο και το αυτοκίνητο δεν είναι αγαθά «βασικά», δηλαδή αναγκαία για την επιβίωση, αλλά πόσοι Δυτικοί θα θεωρούσαν τη ζωή τους «επαρκή» χωρίς αυτά; Γίνεται άραγε να αρχίσουν να κατασκευάζονται και να διατίθενται (φτηνά ή ακόμα και δωρεάν) σε άλλα τρία με τέσσερα δισεκατομμύρια ανθρώπους (συν δύο με τρία ακόμα δισ. ανθρώπους που θα προστεθούν στον 21ο αιώνα), χωρίς τη συνακόλουθη οικολογική ερήμωση που θα έπληττε όλους ανεξαιρέτως;
Οι συγγραφείς επικαλούνται τη θρησκεία ως τη βασικότερη λύση για να ενδιαφερθούμε για το «κοινό καλό»
Θρησκεία χωρίς θρησκευόμενους;
Τρίτον, και το πιο σημαντικό: οι συγγραφείς επικαλούνται τη θρησκεία ως τη βασικότερη λύση για να ενδιαφερθούμε για το «κοινό καλό». Ολοκληρώνουν το βιβλίο γράφοντας: «η πραγμάτωση [των βασικών αγαθών] είναι μάλλον αδύνατη χωρίς την αυθεντία και την έμπνευση που μόνο η θρησκεία μπορεί να παράσχει». Μια τέτοια θέση, πέραν του ότι υποτιμά τις αναμφισβήτητες κοινωφελείς μέριμνες αρκετών άθρησκων και άθεων, παραγνωρίζει τη δύναμη της ιστορίας, που έχει μειώσει σημαντικά τον ρόλο και τη σημασία της θρησκείας στις περισσότερες Δυτικές χώρες. Εφόσον έχει επέλθει σε μεγάλο βαθμό, όπως ορθά γράφουν, ο «πρωτεϊκός, μεταμοντέρνος εαυτός», πώς θα μπορούσαμε να αναστρέψουμε την ιστορία και να επανέλθουμε στον «περσοναλισμό», θρησκευτικό ή μη;
Το εύληπτο βιβλίο των Σκιντέλσκι είναι οπωσδήποτε χρήσιμο καθώς, ιδίως στην τρέχουσα εποχή της πιο μεγάλης οικονομικής ύφεσης μετά το 1929, επικεντρώνεται σε μερικές θεμελιώδεις ιδιότητες της ανθρώπινης ευημερίας που φαίνεται να τις έχουμε ξεχάσει ή απωθήσει, όντας επηρεασμένοι, σχεδόν αποχαυνωμένοι, από την κοινωνία του θεάματος και την τάση για υπερκαταναλωτισμό. Από την άλλη, πώς μπορεί πλέον ο «πρωτεϊκός, μεταμοντέρνος εαυτός» μας να δεχτεί άνωθεν εντολές και ηθικές επιταγές για το πώς να ζει; Εδώ, η τελεολογική σκέψη των δύο συγγραφέων (αλλά και γενικότερα) καταλήγει αναπόφευκτα σε επιλογές τις οποίες οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι θα βίωναν ως παρεμβατικές και καταπιεστικές. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η απάντηση βρίσκεται στη ζωή που έρχεται: η μελέτη Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε; μας ωθεί να τη σκεφτούμε λίγο πιο συνετά από όσο το έχουμε κάνει, και αυτό δεν είναι αμελητέο.
Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε;
Η αγάπη για το χρήμα και το όνειρο της καλής ζωής
Robert Skidelsky, Edward Skidelsky
Μτφρ: Χρυσούλα Μεντζαλίρα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013
Τιμή € 15,50, σελ.463