
Για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Λουίζ Σβαρτς (Luiz Schwarcz) «Δεν έχω ανάσα» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Ίκαρος).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο Λουίζ Σβαρτζ είναι ένας από τους σημαντικότερους εκδότες της Βραζιλίας. Ως ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του εκδοτικού οίκου Companhia das Letras έχει να επιδείξει σημαντικούς τίτλους, αλλά και συγγραφείς που έχουν γίνει γνωστοί πέρα από τα όρια της χώρας. Με εμπορικούς όρους, είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και ως τέτοιος θα είχε κάθε δικαίωμα να δρέπει τις δάφνες του. Κι όμως, πίσω από τη «χρυσή» επαγγελματική του ταυτότητα κρύβεται ένας ψυχικά τραυματισμένος άνθρωπος.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του (ναι, υπάρχουν εκδότες που ξέρουν και να γράφουν βιβλία) Δεν έχω ανάσα είναι μια πραγματική καταβύθιση στις απαρχές του τραύματός του. Περιγράφει την παιδική του ηλικία και πώς αυτή αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία θρονιάστηκε μέσα του, τα κατοπινά χρόνια, το θεριό της κατάθλιψης.
Ήδη από τις πρώτες γραμμές της αφήγησης εισέρχεσαι στην ταραγμένη του προσωπικότητα. Περιγράφει μια ειδυλλιακή εκδρομή με την οικογένειά του σε κάποια χιονισμένα βουνά με σκοπό να κάνουν σκι. Κι ενώ το σκηνικό προδιαθέτει για περισσή χαρά, εκείνος αρχίζει να αισθάνεται μια σχεδόν παράλογη αγωνία. Η κατάθλιψη μόλις τον είχε επισκεφθεί ξανά κρούοντας τις θύρες της ψυχής του. Όπως παραδέχεται ο ίδιος, αυτά τα ψυχικά τραύματα είναι διαγενεακά. Σαν το οικογενειακό δέντρο του να είχε από την αρχή του μαραμένες ρίζες. Οι δύο γονείς του γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο των ναζί, καθώς χρειάστηκε να ξεφύγουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο πατέρας του, δε, είχε επιβιβαστεί σε ένα από τα τρένα του θανάτου με προορισμό το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλζεν μαζί με τον παππού του Σβαρτς, Λάγιος, και σώθηκε επειδή τον ο παππούς θυσίασε τον εαυτό του σώζοντας τον γιο. Αυτή την ενοχή κουβάλησε με μεγάλη δυσκολία ο πατέρας του Σβαρτζ και, αναπόφευκτα, τη μετέφερε και στον ίδιο. Από μικρό παιδί, ο Λουίζ, ίσως κι επειδή ήταν μοναχοπαίδι, πίστεψε πως είχε μια και μόνη αποστολή: να κάνει τον πατέρα του να αποδιώξει από πάνω του την ενοχή της σωτηρίας του και να μεταφέρει τη χαρά στους γονείς του, την οποία εκείνοι είχαν στερηθεί και, τώρα, ως προβληματικό ζευγάρι, δεν μπορούσαν να βρουν.
Οι γονείς του ποτέ δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους. Μια ήταν μαζί και μια χώριζαν, κάτι που ο Λουίζ το δεχόταν ως προσωπικό σφάλμα. Προσπαθούσε επί ματαίω να γίνει η συγκολλητική ουσία του ζευγαριού, θεωρώντας πως αυτός είναι ο ρόλος του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από πολύ μικρός να έρθει αντιμέτωπος με τον φόβο και την αγωνία, η οποία όχι μόνο δεν μετριάστηκε, αλλά δημιουργούσε μέσα του το υπόστρωμα της πάθησης που θα τον έβρισκε καθώς θα μεγάλωνε. Οι μόνες στιγμές χαράς που βίωνε μικρός ήταν όταν έπαιζε ποδόσφαιρο. Ως τερματοφύλακας μπορούσε να νιώσει την απελευθερωτική χαρά του παιχνιδιού και να ξεχνάει το χρέος του προς την οικογένεια. Ωστόσο, αποδείχθηκε πρόσκαιρη η χαρά, αφού κάποια στιγμή χρειάστηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να χωθεί ξανά στη σκληρή πραγματικότητα. Οι γονείς του ποτέ δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους. Μια ήταν μαζί και μια χώριζαν, κάτι που ο Λουίζ το δεχόταν ως προσωπικό σφάλμα. Προσπαθούσε επί ματαίω να γίνει η συγκολλητική ουσία του ζευγαριού, θεωρώντας πως αυτός είναι ο ρόλος του. Επιπροσθέτως, οι σχέσεις του πατέρα του με τον επιτυχημένο πεθερό του ήταν πολύ κακές, κάτι επέτεινε τις οικογενειακές εκρήξεις. Ο Σβαρτζ θυμάται τα σχεδόν δακρυσμένα μάτια του πατέρα του και το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος που δύσκολα μιλούσε για όσα τον βάραιναν.
Ψυχολογικό προφίλ
Αυτό το ψυχολογικό προφίλ υιοθέτησε κι εκείνος, με αποτέλεσμα να ασκηθεί στη σιωπή. Λέει, μάλιστα, πως ακόμη και ο έρωτας της ζωής του, η μετέπειτα γυναίκα του, Λίλι, χρειάστηκε να έχει ιώβεια υπομονή για να αντέξει την ερμητική σιωπή του. Είναι, άραγε, η κατάθλιψη ενός ενήλικα απότοκη της παιδική του ηλικίας; Ο Σβαρτζ, έπειτα από χρόνια ψυχοθεραπεία, κι αφού χρειάστηκε να αλλάξει πολλές φορές θεραπευτική αγωγή, καταλήγει στο συμπέρασμα πως, ναι, αυτά που βίωσε ως παιδί διαμόρφωσαν τον τρομώδη ψυχικό του κόσμο.
Μπορεί να μην ήταν ένα παιδί που βίωσε κακουχίες, σφοδρές στερήσεις ή σκληρές τιμωρίες (δεν κρύβει πως γαλουχήθηκε ως αστός), εντούτοις η κατάθλιψη δεν κάνει διακρίσεις: χτυπάει τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν υποστηρικτικό από τη μια, αλλά δεσμευτικό από την άλλη. Ο παππούς του τον προόριζε για μελλοντικό ιδιοκτήτη της εταιρείας του, η γιαγιά του τού έδινε αφειδώς χρήματα να αγοράζει όλους τους δίσκους μουσικής που ήθελε, ενώ δεν του έλειψαν τα βιβλία που διαμόρφωσαν το βιβλιοφιλικό του ένστικτο.
Μαζί με την κατάθλιψη, ο Σβαρτζ διαπίστωσε πως πάσχει από μια ήπιας μορφής διπολική διαταραχή. Το «ήπιας», φυσικά, έχει να κάνει κυρίως με το βαθμό επικινδυνότητάς που έφερε στη ζωή του αυτό το ψυχικό μίγμα.
Η ύστερη επιτυχία του στον εκδοτικό χώρο βασίζεται εν πολλοίς και σ’ αυτές τις πρώιμες εικόνες που έλαβε. Από την άλλη, όμως, είχε να διαχειριστεί τη μόνιμη σιωπή του πατέρα του, το σκληρό τέλος του παππού του, την εβραϊκότητα που κουβαλούσε ως υποχρέωση και την ανάγκη της μητέρας του να βρει σ’ αυτόν αποκούμπι όταν χώριζε με τον άντρα της. Μαζί με την κατάθλιψη, ο Σβαρτζ διαπίστωσε πως πάσχει από μια ήπιας μορφής διπολική διαταραχή. Το «ήπιας», φυσικά, έχει να κάνει κυρίως με το βαθμό επικινδυνότητάς που έφερε στη ζωή του αυτό το ψυχικό μίγμα. Μπορεί μια φορά να έκοψε τις φλέβες του, αλλά δεν το έκανε στην πραγματικότητα με σκοπό να αυτοκτονήσει, όσο για να τραβήξει πάνω του το ενδιαφέρον.
Οι εκρήξεις
Μεγαλώνοντας άρχισε να έχει εκρηκτικές φάσεις που οδηγούσαν σε θυμό και σε τσακωμούς. Όταν ήταν στην καλή φάση του «φεγγαριού», γινόταν υπερδραστήριος και μπορούσε να διευθετήσει όλες τις δουλειές με επιδεξιότητα. Όταν, όμως, ερχόταν η σκοτεινή φάση, έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του, δεν ήθελε να συναντήσει άνθρωπο, γινόταν ένα κλειστό στρείδι και αισθανόταν πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Τούτο το βιβλίο δεν είναι απλώς ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο σκοτεινών παιδικών ημερών. Είναι μια γενναία αποδοχή της πάθησης, μια προσπάθεια επούλωσης ή και συμφιλίωσης με όσα βίωσε και, ίσως, μια κατάφαση για τη ζωή που υπάρχει στο μέλλον γι’ αυτόν.
Ακόμη και τώρα, όσο χαίρεται για την επαγγελματική του επιτυχία, τόσο αισθάνεται ακόμη το άχθος της παιδικής ηλικίας και των τραυμάτων που αυτή του κόμισε. Μέσα στα χρόνια προσπάθησε να γράψει αρκετά βιβλία (κάποια επιτυχημένα, άλλα καθόλου) που όλα κινούνταν γύρω από το τραύμα, τις οικογενειακές μνήμες και κυρίως την αναζήτηση του πατέρα. Αυτού του τραυματισμένου ειδώλου που τόσο τον στιγμάτισε. Τούτο το βιβλίο δεν είναι απλώς ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο σκοτεινών παιδικών ημερών. Είναι μια γενναία αποδοχή της πάθησης, μια προσπάθεια επούλωσης ή και συμφιλίωσης με όσα βίωσε και, ίσως, μια κατάφαση για τη ζωή που υπάρχει στο μέλλον γι’ αυτόν.
Όπως ορθώς σημειώνει ο ίδιος, η κατάθλιψη σε κρατάει σε ένα διαρκές παρόν. Δεν σου επιτρέπει να κάνεις προβολές στο μέλλον, αλλά ούτε και στο παρελθόν. Τώρα, ο Σβαρτζ έχει τη δική του οικογένεια, έχει εγγόνια που τα χαίρεται, έναν εκδοτικό οίκο που έχει καταγράψει πάμπολλες επιτυχίες, αλλά και μια σωστή θεραπευτική αγωγή που τον έχει βοηθήσει να κατευνάσει στο μέτρο του δυνατού τις εκρήξεις του. Άραγε, σώθηκε; Πέρασε στην απέναντι όχθη των «υγιών»; Εκείνος προτιμάει να ολοκληρώσει το βιβλίο δηλώνοντας πως η πρόθεσή του ήταν να μοιραστεί τη σιωπή του, να γίνει γνωστή η ιστορία του παππού του και του πατέρα του κι ύστερα να επιστρέψει στην ανάγνωση.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Luiz Schwarcz (Λουίζ Σβαρτς) γεννήθηκε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας το 1956. Ξεκίνησε την καριέρα του ως επιμελητής στον εκδοτικό οίκο Brasiliense και αργότερα ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Companhia das Letras, το 1986. Το 2017, έλαβε για τη συνολική συνεισφορά του στον εκδοτικό χώρο το London Book Fair Lifetime Achievement Award.
Είναι συγγραφέας των παιδικών βιβλίων Minha vida de goleiro (1999) και Em busca do Thesouro da Juventude (2003) και των συλλογών διηγημάτων Discurso sobre o capim (2005) και Linguagem de sinais (2010).