Για τη μελέτη της Dagmar Herzog «Η σεξουαλικότητα στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα – Μια ιστορία» (μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, επιστ. επιμ.-πρόλογος, Έφη Αβδελά, εκδ. Gutenberg).
Του Νίκου Ξένιου
To βιβλίο της Ντάγκμαρ Χέρτζοκ Η σεξουαλικότητα στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα (μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, επιστημονική επιμέλεια και πρόλογος: Έφη Αβδελά, εκδ. Gutenberg) αφορά τη θρησκεία, την ηθική, την πολιτική, την οικονομία, το δίκαιο και την ψυχιατρική, στον βαθμό στον οποίο αυτοί οι τομείς συνδέονται με την ιστορία του φύλου και της σεξουαλικότητας στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Για την ακρίβεια, αυτή η μελέτη ξεκινά από τον 19ο αι. και φτάνει ως σήμερα, χωρίς να καλύπτει πλήρως τις «μικρές» χώρες ούτε το σύνολο των αποικιακών πληθυσμών που περιέλαβε η Ευρώπη. Όπως εύστοχα επισημαίνει η επιμελήτρια κυρία Αβδελά στον πρόλογο του βιβλίου, η μελέτη της Χέρτζοκ αφήνει απέξω (όχι σκοπίμως, φαντάζομαι) τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης έπειτα από την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Έτσι, δύσκολα αντλούνται συμπεράσματα που να αφορούν έναν «ενιαίο ευρωπαϊκό πολιτισμό», πόσο δε περισσότερο μιαν ενιαία ευρωπαϊκή αντίληψη για το σεξ. Το θετικό είναι πως το βιβλίο της Χέρτζοκ αξιοποιεί διάφορες ακαδημαϊκές, δημοσιογραφικές και διαδικτυακές πηγές που συνήθως διαφεύγουν της προσοχής των ιστορικών.
Δύο Ευρώπες – Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Το βιβλίο δεν προβαίνει σε μια παρουσίαση κάποιας φερ’ ειπείν «σταδιακής φιλελευθεροποίησης του σεξ», αντιθέτως επισημαίνει συνεχείς παλινδρομήσεις και απώλειες κατακτημένου εδάφους για τα ατομικά δικαιώματα που σχετίζονται με τον ερωτισμό. Σε απλό, εκλαϊκευμένο ύφος παραθέτει τεκμήρια για μια σειρά ζητημάτων: το πιο ενδιαφέρον (τουλάχιστον για τον υποφαινόμενο) είναι η σκόπιμη «ερωτικοποίηση» του γαμήλιου σεξ και ο διαχωρισμός του από την αναπαραγωγή, που επινοήθηκε ως αντίλογος στην «αποχαλίνωση» των δεκαετιών ’60 και ’70 (η Ελλάδα μένει εκτός νυμφώνος και πάλι, δεδομένου του ότι πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 δεν αναπτύχθηκε εδώ κίνημα που να αφορά τη διεκδίκηση της έκτρωσης και της αντισύλληψης).
Το πιο ενδιαφέρον είναι η σκόπιμη «ερωτικοποίηση» του γαμήλιου σεξ και ο διαχωρισμός του από την αναπαραγωγή, που επινοήθηκε ως αντίλογος στην «αποχαλίνωση» των δεκαετιών ’60 και ’70.
Όμως, για ποιες εκδοχές της σεξουαλικότητας αναπτύχθηκε δημόσιος λόγος και σε ποιες χώρες; Με βάση την κατάκτηση ποιων ατομικών δικαιωμάτων φούντωσαν κάποια κοινωνικά κινήματα; Στη βάση ποιων κοινωνικών αιτημάτων θεσμοθετήθηκαν συγκεκριμένες κρατικές πολιτικές; Ήταν κεντρικό και κεφαλαιώδες το θέμα της πορνείας στην όλη προσέγγιση της ανδρικής και της γυναικείας σεξουαλικότητας; Σε ποιον βαθμό σχετίζονταν η πορνογραφία, η πορνεία και τα αφροδίσια νοσήματα με την κυρίαρχη ηθική του γάμου και της μονογαμικότητας; Ήταν τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων κριτήριο για τις νεώτερες εξελίξεις και πώς σχετίζονταν αυτά προς το γυναικείο ζήτημα; Ήταν το σκανδαλώδες θέμα της αντισύλληψης ευθέως ανάλογο προς τις φεμινιστικές διεκδικήσεις και την κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών; Ήταν τυχαία η γενίκευση των προγαμιαίων σχέσεων και η θετική αντιμετώπιση της άμβλωσης από κάποιες χώρες; Μήπως κάποια αυταρχικά καθεστώτα έθεταν ζήτημα φυλετικής ανωτερότητας στον σεξουαλικό συγχρωτισμό με κάποιες κατηγορίες ανθρώπων; Μήπως υπήρχε μια παράδοση Ευγονικής, που καταγόταν από την περίοδο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η οποία νομιμοποιούσε τις αυταρχικές παρεμβάσεις των θεσμών στην ιδιωτική ζωή των πολιτών; Ποια η σύνδεση της Ευγονικής με την προώθηση της αντισύλληψης; Και, τέλος, ποια η σχέση της σεξουαλικότητας με την απο-αποικιοποίηση των κρατικών δομών στην Ευρώπη;
«Ποια η σχέση της σεξουαλικότητας με την απο-αποικιοποίηση των κρατικών δομών στην Ευρώπη;» Φωτογραφία: εκδιδόμενες γυναίκες στην Καζαμπλάνκα. |
Φασισμός και περιχαράκωση της ηδονής
Τα κατασταλτικά πολιτικά καθεστώτα (Εθνικοσοσιαλισμός, Φασισμός, καθεστώς Φράνκο στην Ισπανία, Σταλινισμός στην Ε.Σ.Σ.Δ.), οι θρησκευτικές αναβιώσεις του γενικευόμενου καθολικού και προτεσταντικού δόγματος, έως και κάποιοι εθνοτικοί εθνικισμοί (η απέχθεια προς Εβραίους, Σλάβους και Τσιγγάνους που μεταμφιεζόταν σε σεξουαλικοποιημένη ρητορική δίωξης), όλα συνωμότησαν ώστε να περιορίσουν την σεξουαλική απόλαυση, να «καταπραΰνουν» τη λαγνεία, να αποτρέψουν τον οργασμό και την προσωπική αυτονομία, αναπτύσσοντας μια νέα «μηχανική» διάσωσης των στερεοτύπων σχετικά με τα φύλα και τις φυλές [1]. Η νεοφροϋδική θεωρία του Έριχ Φρομ ανακίνησε όλα αυτά τα φλέγοντα ζητήματα με προκλητικό τρόπο (βλ. την ταινία «Τα μυστήρια του οργανισμού» του Ντούσαν Μακαβέγιεφ).
Ο λεσβιακός έρωτας φάνταζε πάντα λιγότερο απειλητικός από την ανδρική ομοφυλοφιλία και έτσι προσέλκυε λιγότερες προσπάθειες ρύθμισης και ελέγχου, αλλά το βιβλίο παραθέτει αρκετές εξαιρέσεις σε όλες αυτές τις τάσεις.
Ωστόσο, κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, νέα αξιακά συστήματα αναπτύχθηκαν: η αναζήτηση του περιστασιακού σεξ δεν υπονόμευε την ανδρική ταυτότητα των στρέιτ ανδρών, ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1920 οι «στρέιτ» είχαν άκαμπτα διαχωριστεί από τους «γκέι». Οι γκέι άντρες άρχισαν να ζευγαρώνουν με άλλα ενήλικα αρσενικά και οι στρέιτ άντρες αναζητούσαν όλο και περισσότερο γυναίκες της δικής τους ηλικίας και τάξης: υπό μιαν έννοια, επιτυγχανόταν ένα είδος «εξίσωσης» στην απόλαυση. Ο λεσβιακός έρωτας φάνταζε πάντα λιγότερο απειλητικός από την ανδρική ομοφυλοφιλία και έτσι προσέλκυε λιγότερες προσπάθειες ρύθμισης και ελέγχου, αλλά το βιβλίο παραθέτει αρκετές εξαιρέσεις σε όλες αυτές τις τάσεις, αναφερόμενο στη δημογραφία, τον εκσυγχρονισμό ή τις πολιτιστικές ή εθνοτικές αντιδράσεις στις πολιτικές αναταραχές.
Δύο φύλα – Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Η σεξουαλικότητα των δύο φύλων ακολούθησε, εννοείται, πολύ διαφορετική ιστορική πορεία: όπως επισήμανε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ στο Δεύτερο Φύλο (1949), η απομυθοποίηση του κολπικού οργασμού και η απελευθέρωση της κλειτοριδικής απόλαυσης ήταν ευθέως ανάλογες προς την απελευθέρωση της γυναίκας από τον γάμο και την οικονομική εξάρτηση από τον σύζυγο. Κατά το βιβλίο της Χέρτζοκ, η σεξουαλικότητα απέκτησε πολύ μεγαλύτερη πολιτική, συμβολική και μεταφορική σημασία στις εκδημοκρατιζόμενες και εκσυγχρονιζόμενες χώρες της Δυτικής Ευρώπης όταν οι κανονιστικοί ρόλοι των φύλων, οι σεξουαλικές μειονότητες και οι μη κυρίαρχες σεξουαλικές πρακτικές συζητήθηκαν σε μεγάλη έκταση από λογίους και ακτιβιστές [2]. Η αντισύλληψη, η άμβλωση, ο γυμνισμός και η ομοφυλοφιλία υπήρξαν για δεκαετίες ποινικοποιημένες στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, ακόμη και στη Σουηδία, με πρώτες κατακτήσεις σε αυτά τα δύο θέματα στη Δανία. Εκεί όπου υπήρξαν διεκδικήσεις και (σταδιακή) μεταρρύθμιση του νομοθετικού πλαισίου, εκεί είχαν, βεβαίως, προηγηθεί αγώνες που αναφέρονταν στην κοινωνική τάξη και στην ανάληψη της εξουσίας από συγκεκριμένους ανθρώπους, ενώ ακμαίο παρέμενε το ζήτημα της δημογραφικής συρρίκνωσης της Ευρώπης μετά από τους μεγάλους πολέμους και την προϊούσα αστικοποίηση. Σχετικά αναφέρονται οι κοινωνιολογικές έρευνες της δεκαετίας του ’50.
Η Dagmar Herzog διδάσκει Ιστορία στο City University της Νέας Υόρκης. Οι δημοσιεύσεις της αφορούν τη θρησκεία, την ηθική, την πολιτική, την οικονομία, το δίκαιο και την ψυχιατρική. Ωστόσο, συνδέονται με το ενδιαφέρον της για την ιστορία του φύλου και της σεξουαλικότητας στην οποία έχει αφιερώσει πολλά βιβλία, ενώ έχει κάνει πολλές δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. |
Μαζική κατανάλωση και κατανάλωση του σεξ
Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που εντοπίζει η Χέρτζοκ είναι οι παράγοντες που επηρέασαν κατά καιρούς τον βαθμό χειραφέτησης της σεξουαλικής σφαίρας. Οι πρόοδοι (και οι παλινδρομήσεις) στον τομέα αυτόν ήταν εξαιρετικά εύθραυστα πεδία, ανάλογα με την πολιτική σταθερότητα, τον βαθμό του καταναλωτισμού και τον βαθμό υποχώρησης της συντηρητικής θρησκευτικής και ηθικής εξουσίας από τις πάγιες θέσεις της περί ετεροκανονικότητας. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι, με τη μαζική στράτευση και τον αποχωρισμό των ερωτικών ζευγαριών, έδωσαν το έδαφος για ομοφυλόφιλους πειραματισμούς στα στρατόπεδα και τα χαρακώματα, ενώ όξυναν τη σεξουαλική βία και τον βιασμό, με αποτέλεσμα τα έντονα μεταπολεμικά κύματα ενοχής και συντηρητική περιστολή της σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μετά τους δύο πολέμους, οι συντηρητικοί Χριστιανοί και οι ευγονιστές της Ιατρικής στράφηκαν κατά των σεξουαλικών μειονοτήτων των πόλεων, κατά της γυναικείας χειραφέτησης και κατά των αμβλώσεων, απαιτώντας αυστηρότερους κανονισμούς για αυτές τις ομάδες προς όφελος της δημογραφικής τόνωσης (πληθυσμιακής αύξησης). Ανέκαθεν η διαφορετικότητα σόκαρε τους μικροαστικούς πληθυσμούς γιατί συνδεόταν με το κλισέ της μη-παραγωγικότητας (στη διαιώνιση του είδους, στην εργασία, στη διαιώνιση των κατεστημένων αντιλήψεων, στο lifestyle, κ.ο.κ.). Επίσης, η δίωξη της ομοφυλόφιλης κοινότητας κάποιων πόλεων κατά την άνοδο του Γ’ Ράιχ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φόβο των ναζιστών μήπως τους προσαφθούν μια για πάντα τα χαρακτηριστικά των κρυπτοομοφυλόφιλων (πράγμα που τεκμηριώνεται ιστορικά). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κύριο αντικείμενο ποινικοποίησης εκ μέρους των ολοκληρωτικών καθεστώτων υπήρξε ο «σοδομισμός», με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Όταν τελείωσαν οι φριχτοί πόλεμοι και ξεκίνησε η περίοδος που έμεινε γνωστή ως «Ψυχρός Πόλεμος», οι λαοί έκαναν μια στροφή προς τον συντηρητισμό, παρά το κίνημα σεξουαλικής απελευθέρωσης των ’60s, τα «παιδιά των λουλουδιών», το rock ’n’ roll και τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Τέλος, όταν το AIDS έγινε μια νέα πραγματικότητα, όλη αυτή η (υποτιθέμενη) σεξουαλική απελευθέρωση αποδείχθηκε πομφόλυγας. Η έγγαμη μονογαμική ετεροκανονικότητα και το ετεροφυλοφιλικό πρόταγμα και η ομοφοβία φάνηκαν πάλι να επικρατούν στην Ευρώπη.
Εννοείται πως το πιο κρίσιμο στάδιο στη διαδικασία της ερωτικής χειραφέτησης ήταν η αποσύνδεση του σεξ από τη διαδικασία της αναπαραγωγής και η αποδοχή της φυσικότητας του ανδρικού και του γυναικείου αυνανισμού. Ένα ακόμη θετικό βήμα που έγινε (πέραν της νομικής κατοχύρωσης κάποιων δικαιωμάτων ερωτικής αυτοδιάθεσης) ήταν ο νομικός διαχωρισμός του συναινετικού από το μη-συναινετικό σεξ (και η συνακόλουθη ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου, η καταδίκη της ενδοοικογενειακής βίας και η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου ποινών για τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση).
Τέλος, η νομιμοποίηση σε όλη την Ευρώπη (πλην της Ουγγαρίας και της Λευκορρωσίας) της Λ.Ο.Α.Τ.Κ.Ι. ερωτικής ταυτότητας και το σύμφωνο συμβίωσης. Παρ’ όλα αυτά (δεδομένης και της παρασιτικής λειτουργίας της διαδικτυακής πορνογραφίας, του trafficking και της ευρύτερης εμπορευματοποίησης του σεξ) φαίνεται πως παρέμεινε ανοιχτό το ζήτημα του προσδιορισμού κάποιων ορίων στην απελευθέρωση του λιμπιντινικού πόθου και πως ο νεοπουριτανισμός κερδίζει έδαφος. Η σταθερή αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης από τη μελέτη του εξαιρετικού αυτού βιβλίου είναι, δυστυχώς, η αμφιθυμική στάση της νεότερης Ευρώπης έναντι της σεξουαλικής χειραφέτησης εν γένει.
*
[1] Παραθέτοντας από το βιβλίο της Χέρτζοκ: «Στην Ιταλία του Μουσολίνι ήταν ξεκάθαρη η σύνδεση ανάμεσα στην άνοδο της πολιτικής δεξιάς και στις προσπάθειες να παλινορθωθεί η ανδρική σεξουαλική κυριαρχία. Κεντρικό ρόλο έπαιξαν οι προσπάθειες να αποκατασταθεί ένας ανδρισμός υπονομευμένος, όπως πίστευαν, από τρία τραύματα: την τεράστια αιματοχυσία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τους τριγμούς και τις αδικίες των καπιταλιστικών οικονομιών και τον μετασχηματισμό των έμφυλων ρόλων σε συνδυασμό με την αυξανόμενη σεξουαλική, συναισθηματική και οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών».
[2] «Είναι πολύ σημαντική η συμβολή της Σχολής της Φρανκφούρτης, και πιο συγκεκριμένα του Αντόρνο και του Χόρκχάιμερ, στον θεωρητικό αγώνα για υπέρβαση των λιμπιντινικών στερεοτύπων», όπως εύστοχα επισημαίνει η Χέρτζοκ στη μελέτη της (σελ.202-203).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).