
Για τη μελέτη του Ντέιβιντ Βάιν (David Vine) «Ηνωμένες Πολιτείες του Πολέμου» (μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Σάλτο, σειρά Κάλλιστος).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να διατείνεται πως επί των ημερών του έχουν τερματιστεί έξι πόλεμοι (κι ας μπερδεύει την Αλβανία με την Αρμενία), ωστόσο κι αυτός, όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, ακολουθεί το κλασικό αμερικανικό δόγμα «αν θες ειρήνη, κάνε πόλεμο».
Σύμφωνα με την ευρεία μελέτη του καθηγητή Ανθρωπολογίας στο American University και συγγραφέα, Ντέβιντ Βάιν, οι ΗΠΑ δεν μετατράπηκαν σε μια ασταμάτητη πολεμική μηχανή κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή από ανάγκη εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Πάντα έτσι ήταν. Λες και… κυτταρικά, από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν έως τις μέρες μας είναι ταγμένες στην επιβολή διά της ισχύος των όπλων. Το βιβλίο του Βάιν Ηνωμένες Πολιτείες του Πολέμου επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στην πρακτική του πολέμου από την πλευρά των Αμερικανών, εκκινώντας από τους πρώτους αποικισμούς έως τις συγκρούσεις με οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες (βλ. ISIS).
Ο Βάιν παραθέτει έξι βασικά επιχειρήματα που δεικνύουν ότι η πατρίδα του (ή, μάλλον, το σύστημα σκέψης και δράσης που κυριαρχεί στη χώρα του) εμπλέκεται εκ συστήματος και με πρόθεση σε λογής πολέμους. Κάνει λόγο για «μόνιμο» πόλεμο, στη λογική ότι οι ΗΠΑ δεν πολεμούν απλώς κατά περιόδους, αλλά στην ουσία βρίσκονται διαρκώς εν μέσω συγκρούσεων, επεμβάσεων και πολέμων που δεν έχουν ποτέ τέλος. Επιπλέον, το δίκτυο των βάσεων ανά τον κόσμο δεν λειτουργεί αποτρεπτικά ή αμυντικά, αλλά ως προγεφύρωμα για μελλοντικές επεμβάσεις και μάλιστα με ευκολότερο τρόπο.
Ιμπεριαλισμός
Κατά τον Βάιν, στον πυρήνα των ΗΠΑ υπάρχει μια ιμπεριαλιστική ιδέα που αναπλάθεται και παίρνει σάρκα και οστά με διαφορετικές μορφές ανά τους αιώνες. Από τον διωγμό των ιθαγενών Ινδιάνων και τον πλήρη αφανισμό τους, μια αρχαϊκή μορφή επέκτασης, έχουμε φτάσει σε μορφές «επιστημονικού» πολέμου, όπου η τεχνολογία στέκεται αρωγός στα σχέδια των στρατηγών.
Πέραν της θεωρίας, ο Βάιν παρουσιάζει και τα αποτελέσματα των αμερικανικών ενεργειών στην υφήλιο. Δηλαδή: ανθρώπινα θύματα, εκτοπισμοί, τραυματισμοί, μετανάστευση (...)
Πίσω από αυτές τις ενέργειες ισχύος, σημειώνει το βιβλίο, θα πρέπει να δούμε τους γενεσιουργούς παράγοντες που διατηρούν τις ΗΠΑ σε αυτή την πολεμική εγρήγορση. Ο Βάιν προβάλει μια δέσμη εξηγήσεων: από το κέρδος και τα συμφέροντα της ακμάζουσας βιομηχανίας όπλων, έως τις ρατσιστικές αντιλήψεις που ποτέ δεν εξαλείφθηκαν εντελώς και την τοξική αρρενωπότητα. Το σύμπλεγμα αυτών των παραγόντων συμβάλλουν στη διατήρηση του ισχύοντος συστήματος. Πέραν της θεωρίας, ο Βάιν παρουσιάζει και τα αποτελέσματα των αμερικανικών ενεργειών στην υφήλιο. Δηλαδή: ανθρώπινα θύματα, εκτοπισμοί, τραυματισμοί, μετανάστευση και άλλα πολλά επίχειρα που αλλάζουν δραματικά την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε βασικά κεφάλαια, που αναπτύσσουν θεματικές όπως «κατάκτηση», «γιατί τόσα φρούρια», «ο στρατός ανοίγει πόρτες», «κανονικοποίηση της κατοχής», «λάφυρα πολέμου» και «πόλεμος εκτός ελέγχου».
Ιστορικές πηγές και έρευνα
Ο Βάιν στηρίζεται σε ιστορικές πηγές και αρχειακή έρευνα που εκπόνησε ο ίδιος, ενώ παράλληλα διεξήγαγε και μια ακόμη εθνογραφική έρευνα σε 14 χώρες και εδάφη που επισκέφθηκε. Συγκεκριμένα, είδε από κοντά 60 σημεία αιχμής στα οποία υπάρχουν ή υπήρχαν στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Η επιτόπια έρευνα αποδείχθηκε άκρως αποκαλυπτική, καθώς συνδυάστηκε με πολλές συνεντεύξεις που πήρε από στρατιωτικό προσωπικό, οικογένειες και κατοίκους περιοχών κοντά σε βάσεις.
Φυσικά, το στοιχείο που προκαλεί εντάσεις μεταξύ των πασιφιστών και των πεφωτισμένων πολεμοκάπηλων είναι το συμπέρασμα του Βάιν ότι οι ΗΠΑ δεν διεξάγουν «αποσπασματικούς» πολέμους, αλλά βρίσκονται -αιώνες τώρα- σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα.
Όλα αυτά αποτελούν ένα σημαντικό εχέγγυο για την αξιοπιστία του βιβλίου, καθώς αυτό δεν διαμορφώνεται στη βάση άυλων ιδεών (ή ιδεολογημάτων), αλλά παρέχει τεκμηριωμένη πληροφορία που συνδυάζει τα ιστορικά στοιχεία με ανθρωπολογική/εθνογραφική δουλειά, ενώ φέρνει στην επιφάνεια πτυχές του ζητήματος που ο πολίτης δεν μαθαίνει από τα επίσημα ΜΜΕ ή δεν τα αντιλαμβάνεται τη στιγμή που συμβαίνουν.
Φυσικά, το στοιχείο που προκαλεί εντάσεις μεταξύ των πασιφιστών και των πεφωτισμένων πολεμοκάπηλων είναι το συμπέρασμα του Βάιν ότι οι ΗΠΑ δεν διεξάγουν «αποσπασματικούς» πολέμους, αλλά βρίσκονται -αιώνες τώρα- σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα. Σε αυτό το συμπέρασμα προσθέτει τις μη στρατιωτικές παραμέτρους των πολέμων που έχουν να κάνουν με πολιτικές πολιτιστικές, ρατσιστικές δομές που ενισχύουν και υποβοηθούν τους μηχανισμούς εξουσίας στο «έργο» τους.
Οι κριτικές
Το βιβλίο με το που κυκλοφόρησε έλαβε εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές. Λογικό και επόμενο, αν σκεφτεί κανείς πως η σημερινή Αμερική του Τραμπ είναι στην πραγματικότητα ένα κράτος με δύο καρδιές, που η μια δεν μπορεί να συναντηθεί με την άλλη. Ως εκ τούτου, από τη μια είχαμε τα επαινετικά σχόλια μεγάλης μερίδας του αναγνωστικού κοινού και των ειδικών (κυρίως πανεπιστημιακών), με αποτέλεσμα το βιβλίο να είναι φιναλίστ για τα βραβεία της εφημερίδας L.A. Times στην κατηγορία των ιστορικών βιβλίων.
Μάλιστα, ορισμένες κριτικές αναφέρουν πως το βιβλίο είναι καίριας σημασίας για να κατανοηθεί ο σύγχρονος ρόλος των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο, ιδιαιτέρως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, που αποτέλεσε ένα σημείο καμπής.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα (σφόδρα αντίθετη με την «τραμπική» Αμερική) επαίνεσε τον Βάιν για τον τρόπο που συνδυάζει την ιστορία, την ανθρωπολογία, τις επιτόπιες μελέτες, τις εικόνες και τους χάρτες για να ενισχύσει τα συμπεράσματά του. Μάλιστα, ορισμένες κριτικές αναφέρουν πως το βιβλίο είναι καίριας σημασίας για να κατανοηθεί ο σύγχρονος ρόλος των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο, ιδιαιτέρως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, που αποτέλεσε ένα σημείο καμπής.
Όσο για τους διαφωνούντες, εστιάζουν την κριτική τους στην ιδεολογική φόρτιση του Βάιν, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μην βάζει στην «εξίσωση» τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι ΗΠΑ λειτούργησαν αμυντικά απέναντι σε απειλές ή κινδύνους, τις οποίες και «αναγκάστηκαν» να αντιμετωπίσουν με επιχειρησιακά μέσα. Επίσης, έχει δεχθεί κριτική για την έννοια της «αυτοκρατορίας» που έχει προσδώσει στις ΗΠΑ και τέλος, για το ότι στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Μια μεθοδολογία που βασίζεται στην εκάστοτε οπτική γωνία και σε ατομικές εμπειρίες και όχι σε μια «καθαρογραμμένη» μελέτη.
Το τραύμα και η «επούλωση»
Κανένα από αυτά τα επιχειρήματα, πάντως, δεν μπορεί να μειώσει την αξία αυτού του βιβλίου, το οποίο, ας μην κρυβόμαστε, έρχεται να ενισχύσει αυτό που η πλειοψηφία των πολιτών του κόσμου, ανεξάρτητα από ιδεολογικές τοποθετήσεις, πιστεύει για το ρόλο των ΗΠΑ στις πολεμικές συγκρούσεις που συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά και στις μέρες μας.
Ας μην ξεχνάμε το εθνικό «τραύμα» του Βιετνάμ που πάντα θα ακολουθεί ως βαριά σκιά τους Αμερικανούς. Όχι μόνο γιατί ουσιαστικά ηττήθηκαν, αλλά διότι μπλέχτηκαν σε έναν παράλογο πόλεμο που τους πλήγωσε ηθικά, πολιτικά και στρατιωτικά. Αν έμαθαν απ’ αυτό; Κρίνοντας από τις πολιτικές τους τα κατοπινά χρόνια, μάλλον όχι. Εκτός και αν θεώρησαν οι κατά καιρούς πρόεδροι των ΗΠΑ (και το σύστημα που τους στήριξε) ότι ένα τραύμα επουλώνεται αν το ξύσεις και το ματώνεις διαρκώς.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ντέιβιντ Βάιν είναι συγγραφέας και πολιτικός ανθρωπολόγος. Το νεότερο βιβλίο του Ηνωμένες Πολιτείες του Πολέμου ήταν φιναλίστ για το βραβείο Βιβλίου Ιστορίας των L.A. Times. Είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας για τον πόλεμο και την ειρήνη. Τα άλλα βιβλία της τριλογίας είναι το Base nation: How U.S. military bases abroad harm America and the world και το Island of shame: The secret history of the U.S. military base on Diego Garcia.

Κείμενα του συγγραφέα έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στους New York Times, Washington Post, The Guardian, Mother Jones, Boston Globe, Huffington Post και Chronicle of Higher Education. Ο Βάιν βοήθησε επίσης στη συγγραφή του Μανιφέστου Παγκόσμιας Αλληλεγγύης για τον COVID-19, το οποίο παραμένει εξίσου επίκαιρο σήμερα όσο και κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας.
























