Για το συλλογικό έργο σε επιμέλεια του Scott G. Bruce «Το βιβλίο της Κόλασης» (μτφρ. Γιάννης Πεδιώτης, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Οι επισημάνσεις και οι επί μέρους εστίες αναφορών της συλλογικής, καλώς συγκερασμένης αυτής πραγματείας διατηρούν ανέπαφη τη σημασία τους, παρά τα χρόνια που μας χωρίζουν από αυτές. Ας διαβάσουμε φέρ’ ειπείν την ετυμηγορία του Λάιονελ Α. Τόλεμας (1838 – 1919): «Οι σοφότεροι από μας επιδιώκουν να βγάλουν την Κόλαση από τη Βίβλο τόσο αθόρυβα, και περίπου τόσο συνετά, όπως ήδη κι εμείς κατορθώνουμε να αγνοήσουμε απλοϊκά κείμενα που απαγορεύουν στους Χριστιανούς την προσφυγή στον νόμο και στις Χριστιανές να πλέκουν τα μαλλιά τους». (Βλ. σελ. 179).
Η αγωνία της μετά θάνατον τιμωρίας
Είναι γνωστή βέβαια από την αρχαιότητα η αγωνία της μετά θάνατον τιμωρίας, και μάλιστα «εις τον αιώνα τον άπαντα», των λεγομένων αδίκων υπάρξεων. Ειδικότερα, τον 5ο αιώνα π.Χ. διέδιδε, ως γνωστόν, με έκδηλη ρητορική επίταση ο Πλάτων ότι «…όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι' αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ' όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο. Αυτές οι μεταμορφώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’ εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα, και γης που του δόθηκε μετά τη γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του». (Βλ. Πλάτων, Τίμαιος, 42, b, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Ορέστης Περδικίδης, εκδόσεις Κάκτος, 1993).
Ο Scott G. Bruce, καθηγητής ιστορίας στο ιδιωτικό ερευνητικό πανεπιστήμιο Fordham της Νέας Υόρκης και ενεργό στέλεχος, μεταξύ άλλων, της Ακαδημίας Μεσαιωνικών Μελετών των Η.Π.Α., που εργάστηκε ως νεκροθάφτης για να επιζήσει όσο σπούδαζε, επιμελείται σήμερα μιας σφαιρικής, απολύτως κατανοητής μελέτης της Κόλασης. Ήτοι, της επιβλητικής, θανάσιμης εκείνης μεταφοράς, η οποία επιζεί αισίως, στη Δύση τουλάχιστον, επί τρεις χιλιάδες χρόνια.
O Scott G. Bruce έβγαλε πέρα τις πανεπιστημιακές σπουδές του δουλεύοντας ως νεκροθάφτης. Σήμερα είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Fordham. Είναι επίσης συνεπιμελητής της Medieval Review και ενεργό μέλος της Medieval Academy of America, έχει δώσει διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ευρώπη και το Ισραήλ κι έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα στο Technische Universität Dresden στη Γερμανία, το Universiteit Gent στο Βέλγιο και το Emmanuel College, University of Cambridge, στην Αγγλία. Είναι επιμελητής των The Penguin Book of the Undead και The Penguin Book of Hell, και συγγραφέας τριών βιβλίων για το Αββαείο του Κλυνύ: Silence and Sign Language in Medieval Monasticism: The Cluniac Tradition, c. 900-1200 (2007), Cluny and the Muslims of La Garde-Freinet: Hagiography and the Problem of Islam in Medieval Europe (2015) και, μαζί με τον Christopher A. Jones, The Relatio metrica de duobus ducibus: A Twelfth-Century Cluniac Poem on Prayer for the Dead (2016). |
Επισημαίνοντας καίρια στοιχεία από τη θρησκευτική ποίηση, τα εμβληματικά έπη του ευρωπαϊκού καταπιστεύματος, τις πλέον ενδεικτικές θεολογικές πραγματείες, τις συναφείς ιστορίες θαυμάτων αλλά και τις διηγήσεις για τη ζωή των αγίων, το έργο αυτό συνιστά υποδειγματική προσέγγιση του κεφαλαιώδους αυτού θέματος όχι μόνον της θρησκευτικής αλλά και της λογοτεχνικής απαρτίωσης. Σε ευρύτατη μάλιστα κλίμακα εμπεδώσεων. Το μοτίβο μιας αυστηρότατης καταδίκης υπογραμμίζει την αδιάπτωτη παρουσία του Ερέβους: από τον τρομώδη Τάρταρο στη Θεογονία του Ησιόδου και το ζοφερό βασίλειο του Σεόλ στο εβραϊκό κείμενο της Βίβλου ως τις εντελώς πραγματιστικές εκδοχές μιας άλλης Κόλασης, μη μεταφορικής, αλλά πλήρως υλικής, εκείνης δηλαδή των ανέκκλητων, των εξόφθαλμα βασανιστικών ποινών, τις οποίες εγκρίνει πότε σιωπηρά κα πότε ρητά, η καθόλα ζόρικη εποχή μας.
Σπεύδω να υπενθυμίσω, σύμφωνα με την πανταχού παρούσα τάξη των συνειρμικών αλυσίδων, τις εξής συναφείς αλληλουχίες και ενδεικτικές συνδηλώσεις από την αρμόδια, υπεράφθονη παρακαταθήκη αφορισμών: «όποιοι δοκίμασαν τον καρπό της γνώσης έχουν χάσει τον παράδεισο. Όσο περισσότερο αγωνιστούμε να επιστρέψουμε στην ηρωική εποχή των φυλετικών κοινοτήτων, τόσο πιο σίγουρα θα καταλήξουμε στην Ιερά Εξέταση, στη Μυστική Αστυνομία και σε έναν εκρομαντισμένο γκανγκστερισμό. Αρχίζοντας με την καταστολή της λογικής και της αλήθειας, τελειώνουμε με την καταστροφή οτιδήποτε ανθρώπινου. Δεν υπάρχει επιστροφή σε αρμονική φυσική κατάσταση. Στρεφόμενοι προς τα πίσω θα προχωρήσουμε όλο το δρόμο – θα επιστρέψουμε στα κτήνη». (Βλ. Καρλ Πόπερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμος 1ος , μετάφραση; Ειρήνη Παπαδάκη, εκδόσεις Παπαζήση, 2003, σ. 200-1).
Οι Προτεστάντες θα περιόριζαν τη μετά θάνατον ζωή από πέντε σε δύο τύπους: τον Παράδεισο και την Κόλαση.
Συγκρατώ: έχει ήδη διατυπωθεί η άποψη στο περιοδικό του Λος Άντζελες των Η.Π.Α. Review of Books ότι «η πιο εντυπωσιακή ενότητα του Βιβλίου της Κόλασης είναι η τελευταία, που εξετάζει τη χρησιμότητα που έχει η ρητορική της κόλασης στη σύγχρονη εποχή, συμπεριλαμβάνοντας ένα εκπληκτικό κείμενο γραμμένο από έναν Αμερικανό κρατούμενο σε διαρκή απομόνωση με το μάλλον απίθανο όνομα Ουίλιαμ Μπλέικ, κι ένα τοπ-10 για βασανιστές στο κέντρο κράτησης του Γκουαντάναμο, όπου οι τεχνικές "ενισχυμένης ανάκρισης" περιλαμβάνουν το επαναληπτικό παίξιμο σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ επιτυχιών του Μαίριλυν Μάνσον ή της Μπρίτνεϊ Σπίαρς και διαφημιστικών τραγουδιών για γατοτροφές».
Διακρίνω το μέτρο των εννοιολογικών συγκληρώσεων του μεσαιωνικού modus vivendi, όπως ακριβώς μας το παρέχει η κατηγοριοποίηση, η οποία απαντά στη σελίδα 149 μαζί με την αναπόφευκτη αποδόμησή της. Η μετάφραση στη γλώσσα μας κρίνεται πρόσφορη. Παραθέτω κατά λέξη: «Μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα, το χριστιανικό δόγμα δίδασκε ότι υπήρχαν τουλάχιστον πέντε προορισμοί για τις ψυχές των νεκρών: ο Παράδεισος˙ η Κόλαση˙ το Καθαρτήριο˙ το Λίμπο των Νηπίων, με τα αβάπτιστα μωρά που πέθαναν πριν μπορέσουν να διαπράξουν προσωπικές αμαρτίες μεν, πλην όμως ήταν στιγματισμένα από το προπατορικό αμάρτημα κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα να εισέλθουν στον Παράδεισο˙ και το Λίμπο των Πατριαρχών, για εκείνους τους ενάρετους Ιουδαίους προπάτορες που δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στον Παράδεισο μέχρις ότου γίνει η Ανάσταση του Κυρίου (το οποίο άδειασε μετά την κάθοδο του Χριστού στον Άδη˙ βλ. σ. 40-49).
Οι Προτεστάντες θα περιόριζαν τη μετά θάνατον ζωή από πέντε σε δύο τύπους: τον Παράδεισο και την Κόλαση. Αρνήθηκαν την ύπαρξη του Καθαρτηρίου και των Λίμπο, επειδή δεν υπήρχε καμιά ρητή μαρτυρία στις χριστιανικές Γραφές για την ύπαρξή τους». Στους πλέον διάσημους τιμωρημένους της διεθνούς σχετικής βιβλιογραφίας συγκαταλέγονται βεβαίως οι γαστρίμαργοι, οι κατ' εξακολούθησιν ψεύτες, οι πείσμονες αιρετικοί, οι δολοφόνοι, οι αμετανόητοι μοιχοί, οι τραγικοί αυτόχειρες, και οι ανενδοίαστοι υποκριτές. Ο εμφανώς προσοντούχος Scott G. Bruce διευθύνει τη χαρτογράφηση της Βασάνου με ιδιάζουσα πληρότητα εποπτικών μέσων και εργαλείων δια - καλλιτεχνικού λόγου. Εξ ου και η ασφαλής αναγνωστική ηδονή. Όχι ως αμαρτία, η οποία μαθηματικά χρήζει τιμωρίας δίπλα στις αμαρτωλές και αμαρτωλούς, όπως στριμώχνονται στους κύκλους της αθάνατης δαντικής Κόλασης, αλλά ως απόκτημα, στην κυριολεξία του όρου, Αγαθό.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«…ο Θωμάς Ακυινάτης εφάρμοσε τη συλλογιστική του στη σχέση μεταξύ των ευλογημένων στον Παράδεισο και των καταραμένων στην Κόλαση. Πώς αισθάνονται οι μακάριοι για τους κολασμένους; Βλέπουν τους βασανισμούς τους στην Κόλαση από τον Παράδεισο; Αγάλλονται με τα μαρτύρια που συντελούνται στην Κόλαση; Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ευλογημένοι θα πρέπει να χαίρονται με τους αιώνιους κολασμούς των πονηρών, επειδή οι τιμωρίες αυτές αποτελούν έκφραση θείας δικαιοσύνης και οι ευλογημένοι αγαπούν κάθε εκδήλωση της αγάπης του Θεού. Επιπροσθέτως, υποστήριξε ότι οι άγιοι αγαλλιούν με το μαρτύριο των καταραμένων, καθότι κάτι τέτοιο ενισχύει τη συνειδητοποίηση της δικής τους μακαριότητας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αγγλικανός κληρικός Φρέντριχ Ουίλιαμ Φάρραρ χλεύασε αυτή την ιδέα ως «αποτρόπαιο φαντασιοκόπημα», αλλά στην αδιάλλακτη λογική της μεσαιωνικής χριστιανικής θεολογίας, η ιδέα ότι οι ευλογημένοι ευχαριστούνται τους φρικιαστικούς βασανισμούς έγινε ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής διδασκαλίας.
[...] Οι Καθολικοί συγγραφείς παρέμειναν, ωστόσο, σταθεροί στις πεποιθήσεις τους σχετικά με το νόημα και τον χαρακτήρα της τιμωρητικής μετά θάνατον ζωής. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, συνέθεσαν αναρίθμητες πραγματείες, κηρύγματα και ποιήματα για τα βασανιστήρια που περιμένουν τους αμαρτωλούς εκεί, πεπεισμένοι πως η Κόλαση ήταν απαραίτητη ως ηθική κύρωση για ένα όλο και πιο άπιστο ανθρώπινο γένος. Το φόβητρο της Κόλασης, όπως υποστήριζαν, ενθάρρυνε την ενάρετη συμπεριφορά που οδηγούσε τις ψυχές στον Παράδεισο».