Για το βιβλίο του Christopher M. Woodhouse «Το μήλον της έριδος – Ελλάδα: Η ταραγμένη δεκαετία [1940-1949]» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μίνωας). Κεντρική εικόνα: Βρετανός στρατιώτης σε δρόμο της Αθήνας, σε επιχείρηση κατά μελών του ΕΛΑΣ, 18/12/1944.
Της Λεύκης Σαραντινού
Η ματιά ενός αυτόπτη μάρτυρα σε ιστορικά γεγονότα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη, πόσο μάλλον όταν προέρχεται από ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής και αφορά γεγονότα πραγματικά καθοριστικά για την εποχή τους. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του συνταγματάρχη Κρίστοφερ Μ. Γουντχάουζ, Βρετανού στρατιωτικού και φιλέλληνα που έζησε από πρώτο χέρι μια από τις πιο ταραγμένες δεκαετίες στην ελληνική ιστορία: τη δεκαετία του 1940 με τον Ελληνοϊαταλικό πόλεμο, τη Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Η ματιά του Γουνταχάουζ στην Ελλάδα σ' ένα «θεατρικό» δράμα
Ο Γουντχάουζ είχε συνεχή στρατιωτική παρουσία στη χώρα μας από το 1941 ως το 1945 και, κατόπιν, από το 1946 ως το 1951. Βρέθηκε αρχικά στην Κρήτη για να οργανώσει την αντίσταση κατά των Γερμανών, στη συνέχεια συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβρη του 1942 υπό τις διαταγές του επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα Έντι Μάγερς, ενώ γνώρισε προσωπικά πολλές σημαντικές μορφές της ελληνικής αντίστασης, μεταξύ των οποίων τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Άρη Βελουχιώτη. Επιπλέον, μιλούσε άψογα την ελληνική γλώσσα και έτρεφε βαθιά αγάπη για τον ελληνικό λαό. Ήταν εμβριθής γνώστης της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής δεκαετίας, χωρίς να μεροληπτεί. Επομένως, παρά το γεγονός πως στο έργο του γίνονται φανεροί σε αρκετά σημεία ο αντικομμουνισμός και ο –αναπόφευκτος– φιλοβρετανισμός του, ο ίδιος αποτελεί έναν κατά βάση αντικειμενικό εξωτερικό παρατηρητή του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, αποστασιοποιημένο από τα ελληνικά πάθη.
Βρέθηκε αρχικά στην Κρήτη για να οργανώσει την αντίσταση κατά των Γερμανών, στη συνέχεια συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβρη 1942 υπό τις διαταγές του επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα Έντι Μάγερς, ενώ γνώρισε προσωπικά πολλές σημαντικές μορφές της ελληνικής αντίστασης, μεταξύ των οποίων τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Άρη Βελουχιώτη.
Το έργο του, λοιπόν, αποτελεί μια από τις καλύτερες πρωτογενείς μαρτυρίες που διαθέτουμε για τη δεκαετία του ’40, προκειμένου να καταλάβουμε γιατί η Ελλάδα αποτέλεσε το «μήλον της έριδος» μεταξύ του Τσώρτσιλ και του Στάλιν, με τον δεύτερο να αποφασίζει να υποχωρήσει τελικά, επιλέγοντας να διατηρήσει την κυριαρχία της ΕΣΣΔ στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Ο Γουντχάουζ δεν κρύβει τη χαρά του για το γεγονός αυτό, θεωρώντας ότι η Ελλάδα υπήρξε τυχερή που γλίτωσε τελικά από την «κόκκινη λάβα του ερυθρού κρατήρα της Ανατολής». Ο ίδιος δεν αποφεύγει να παραδεχτεί επίσης, στην εισαγωγή του βιβλίου του, ότι προσπάθησε να δικαιολογήσει τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα – πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει το αντίθετο, όντας Βρετανός; Καταλήγει, όμως, ότι καμία άλλη πολιτική δεν θα είχε επιτυχία υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος την περίπλοκη πολιτική κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί κατά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας:
«Η Ελλάδα έγινε θέμα διαφωνίας, από την οποία, όποτε αυτή προέκυπτε, μπορούσε να εξαρτηθεί η απομάκρυνση της Μεγάλης Βρετανίας από τις ΗΠΑ και αμφοτέρων από την ΕΣΣΔ. Μήλον της έριδος ήταν η Ελλάδα. Η αντιζηλία μεταξύ πολιτικών έγινε ξαφνικά μια άμιλλα για τον ρόλο του Παρισιού. Η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας αναπαρήγαγε σε μικρογραφία τον διεθνή ανταγωνισμό της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Η αντίθεση αυτή με την ευδαιμονία του 1941 είναι το δεύτερο περίπλοκο γεγονός».
Η δομή του βιβλίου έχει τη μορφή θεατρικού δράματος. Έτσι, μετά τον Πρόλογο και την Εισαγωγή, ο Γουντχάουζ εξετάζει διεξοδικά το υπόβαθρο της σύγκρουσης, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην προπολεμική Ελλάδα, δηλαδή στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, και κατόπιν παρουσιάζει το σκηνικό και τους χαρακτήρες του έργου. Το σκηνικό αποτελούν η Αθήνα, το Κάιρο και τα ελληνικά βουνά, τα τρία μέρη που φιλοξένησαν αντίστοιχα τις τρεις μορφές της ελληνικής διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη χώρα, δηλαδή την κατοχική, του βασιλιά και όσων είχαν διαφύγει από τη χώρα, και των Ελλήνων ανταρτών. Έπειτα εξετάζει διεξοδικά όλες τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ, αλλά και πολλές άλλες, μικρότερης εμβέλειας, όπως την ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρητών) για παράδειγμα, καθώς και τα Τάγματα Ασφαλείας και τους Έλληνες πολιτικούς. Γίνεται φανερό επομένως ότι η ιστορία του Γουντχάουζ είναι κατά βάση πολιτική και διπλωματική. Οπωσδήποτε, ελάχιστοι μόνο, Έλληνες και ξένοι, θα γνώριζαν τόσο επισταμένα τα πολύπλοκα τερτίπια της ελληνικής και της διεθνούς πολιτικής σκηνής κατά τη διάρκεια της ταραγμένης εκείνης εποχής.
Ένα «δράμα» σε τρεις πράξεις
Στη συνέχεια χωρίζει την αφήγηση του βιβλίου του σε τρεις μεγάλες πράξεις: την πρώτη, από τον Απρίλη του 1941 ως τον Γενάρη του 1942· τη δεύτερη, από τον Φλεβάρη του 1944 ως τον Γενάρη του 1945· και την Τρίτη, από τον Απρίλη του 1945 ως το τέλος του Εμφυλίου. Παρεμβάλλει, όμως, στο ενδιάμεσο και τρία μικρότερα υποκεφάλαια, για τις καίριες καταστάσεις στις ενδιάμεσες περιόδους. Στην αυλαία, στο τέλος του βιβλίου, προβαίνει σε κρίσεις για όσα προείπε.
Το τελευταίο μέρος του συγγράμματος περιλαμβάνει, επίσης, ορισμένα πολύ χρήσιμα παραρτήματα για τον μελετητή της Ιστορίας. Εκεί παρατίθενται αυτούσια τα κείμενα των σημαντικότερων συνθηκών που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την ελληνική κυβέρνηση, τους Βρετανούς και τους αντάρτες, όπως το Σύμφωνο των Εθνικών Ομάδων το 1943, η Σύσκεψη της Πλάκας το 1944, ο Χάρτης του Λιβάνου και η Συμφωνία της Καζέρτας την ίδια χρονιά, καθώς και η περίφημη Συμφωνία της Βάρκιζας στις αρχές του 1945, η οποία έγινε το έτερο «μήλον της έριδος» μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα ήταν ελάσσονος σημασίας για τις Δυνάμεις του Άξονα σε σχέση με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά και για την ΕΣΣΔ. Καταλήγει, επίσης, στο συμπέρασμα ότι αν οι Βρετανοί είχαν στηρίξει περισσότερο τον ΕΛΑΣ, η Ελλάδα θα είχε γίνει, το δίχως άλλο, κομμουνιστική χώρα. Γι’ αυτό, θεωρεί ο Γουντχάουζ, όσο διαιρετική κι αν ήταν αυτή τους η πολιτική, οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να στηρίζουν, ως έναν βαθμό, και τις άλλες αντιστασιακές ομάδες της Ελλάδας. Διερευνά επομένως σε βάθος τις βρετανικές προθέσεις, και δεν διστάζει να επιρρίψει και ευθύνες στην πολιτική της χώρας του εκεί όπου κρίνει απαραίτητο.
Συμπερασματικά, το έργο αυτό του Άγγλου φιλέλληνα πρέπει να διαβαστεί απ’ όλους όσοι ενδιαφέρονται να γνωρίσουν και μία διαφορετική προσέγγιση των πολιτικών γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου στη χώρα μας. Ένα βιβλίο εξίσου χρήσιμο στους λάτρεις της Ιστορίας όσο και στους μελετητές της.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).