Για τη μελέτη του Erwin Panofsky «Γοτθική αρχιτεκτονική και Σχολαστικισμός» (μτφρ. Σάβας Κονταράτος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Κάθε φορά που θέλουμε να υποδείξουμε κάτι ως οπισθοδρομικό, παρωχημένο και ξεπερασμένο, αναφερόμαστε στον Μεσαίωνα: «εργασιακός Μεσαίωνας» χαρακτηρίστηκε η συμπεριφορά γνωστής αλυσίδας super market απέναντι στους εργαζομένους της, ως «μεσαιωνική» πρακτική χαρακτηρίστηκε η διαπόμπευση παράνομων ζευγαριών στην Ινδονησία, καθώς και η προσβλητική συμπεριφορά ενός άνδρα στη σύζυγό του τη στιγμή του γάμου τους. Έχουμε όμως δίκιο να θεωρούμε την «εποχή της πίστης», δηλαδή τους μεσαιωνικούς χρόνους, ως μια σκοτεινή και ανορθολογική εποχή της ανθρωπότητας; Σε ποιον βαθμό οι προκαταλήψεις μιας εποχής μπορούν να οδηγήσουν στην παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας; Και είναι σωστό να μιλάμε για «ιστορική αλήθεια» ή κάθε εποχή διαμορφώνει υπό το δικό της πρίσμα την ερμηνεία των προηγούμενων;
Στο Παρίσι, περίπου κατά την περίοδο 1140-1270 μ.Χ. επιτεύχθηκε ένα κατόρθωμα ανεπανάληπτο και μοναδικής σημασίας στην ιστορία της ανθρωπότητας: η θρησκευτική πίστη εναρμονίστηκε με τον λόγο.
Γεγονός είναι ότι ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή ομοιομορφία: η τέχνη, οι επιμέρους επιστήμες της φύσης, η φιλοσοφία, η οικονομία και η πολιτική, όλες υποτάσσονται στην αρχή της θεοκρατίας, η οποία καθορίζει τα όρια και τη δράση τους. Ωστόσο, αυτή η αξιοσημείωτη ομοιομορφία έγινε εφικτή μονάχα χάρη στον συμβιβασμό δύο αλληλοσυγκρουόμενων αρχών, της πίστης και του λόγου. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστορικό της Τέχνης Erwin Panofsky, στο Παρίσι, περίπου κατά την περίοδο 1140-1270 μ.Χ., επιτεύχθηκε ένα κατόρθωμα ανεπανάληπτο και μοναδικής σημασίας στην ιστορία της ανθρωπότητας: η θρησκευτική πίστη εναρμονίστηκε με τον λόγο. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι του 12ου και 13ου αιώνα ανέλαβαν το γενναίο καθήκον που οι προγενέστεροι δεν είχαν ακόμη συλλάβει και οι μεταγενέστεροι επρόκειτο να εγκαταλείψουν: τη σύναψη ειρήνης μεταξύ πίστης και λογικής. Βασισμένες σε αυτό το σχέδιο, η γοτθική αρχιτεκτονική και η σχολαστική σκέψη έχουν εγγενείς αναλογίες μεταξύ τους και εκφράζουν το ίδιο χαρακτηριστικό πνεύμα. Αυτό ισχυρίζεται ο Panofsky, μέσα στο ευσύνοπτο δοκίμιό του Γοτθική αρχιτεκτονική και Σχολαστικισμός (Gothic Architecture and Scholasticism, 1951). Πρόκειται για απαιτητικό ανάγνωσμα, με πολυάριθμες αναφορές στην Αρχιτεκτονική, ενώ συνοδεύεται και από ειδικό γλωσσάρι, σχέδια και φωτογραφίες των μεγάλων καθεδρικών ναών.
Η αναλογία αρχιτεκτονικής και σχολαστικής φιλοσοφίας μπορεί να εξηγηθεί αν έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο Σχολαστικισμός είχε μετατραπεί σε πνευματική έξη της εποχής, με επιρροή παρόμοια με εκείνη που ασκεί στις μέρες μας η Ψυχανάλυση
Σύμφωνα με τον Panofsky, προκειμένου να συμφιλιώσουν την πίστη με τον λόγο, οι Σχολαστικοί και οι αρχιτέκτονες ναών αποπειράθηκαν να καταστήσουν κατανοητό και να εκλογικεύσουν το περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας στους ανθρώπους. Η αναλογία αρχιτεκτονικής και σχολαστικής φιλοσοφίας μπορεί να εξηγηθεί αν έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο Σχολαστικισμός είχε μετατραπεί σε πνευματική έξη της εποχής, με επιρροή παρόμοια με εκείνη που ασκεί στις μέρες μας η Ψυχανάλυση (π.χ, όταν κάνουμε λόγο για «οιδιπόδειο» σύμπλεγμα ή σύμπλεγμα κατωτερότητας, αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία). Άλλωστε, το σχολαστικό πνεύμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση του λαού, για την οποία φρόντιζε η Καθολική εκκλησία, ενώ από το 1267 οι αρχιτέκτονες της εποχής αντιμετωπίζονταν κατά κάποιον τρόπο ως «Σχολαστικοί». Αυτό το ιδιαίτερο πνεύμα της εποχής, σύμφωνα με τον Panofsky, αποκρυσταλλώνεται σε δύο βασικές αρχές: τη «διασάφηση» (“manifestatio”) και τη «συμφιλίωση» (“concordantia”). Η διασάφηση σημαίνει ότι για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής (13ος αιώνας), η πίστη έπρεπε να εξηγηθεί με τη λογική, η οποία όμως με τη σειρά της έπρεπε να αναχθεί στη φαντασία και εκείνη στην εμπειρία των αισθήσεων. Στόχος των Σχολαστικών ήταν, κινούμενοι προοδευτικά από τις αισθήσεις προς τις αφηρημένες έννοιες, να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη λογική σύλληψη, και κατά συνέπεια στην αποδοχή, των αληθειών της πίστης. Οι στοχαστές της περιόδου όχι απλώς σκέπτονταν με εύτακτο και λογικό τρόπο, αλλά ένιωθαν και την ανάγκη να καταστήσουν οφθαλμοφανή αυτή τη λογική και ευταξία τους. Για παράδειγμα, οι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, της ώριμης περιόδου (για την οποία γίνεται λόγος εδώ) αντιλαμβάνονταν την ψυχή όχι ως άϋλη και διακριτή υπόσταση, όπως ο Πλάτων, αλλά ως την ενοποιητική αρχή του σώματος, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να αποδείξουν εμπειρικά την ύπαρξη του Θεού με βάση τη δημιουργία Του και όχι το αντίστροφο. Ακόμη και στη μορφή, η “Summa” του ώριμου Σχολαστικισμού διαφέρει από τα “Libri Sententiarum” του 11ου και του 12ου αιώνα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η Summa Theologiae του κορυφαίου φιλοσόφου της εποχής, Θωμά Ακινάτη. Μάλιστα, ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς συνήθιζαν να διαιρούν τα γραπτά τους γενικά και αφηρημένα σε «βιβλία», η διαίρεση των διατριβών και όλων των περισπούδαστων συγγραμμάτων σε ενότητες, κεφάλαια και υποσημειώσεις, που ισχύει μέχρι σήμερα, αποτελεί επινόηση των Σχολαστικών. Μόλις στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους άρχισαν τα «βιβλία» να διαιρούνται σε επιμέρους «κεφάλαια» και μόλις τον 13ο αιώνα οργανώθηκαν οι μεγάλες πραγματείες σε ένα συνολικό σχέδιο, που καθιστά ορατά τα βήματα της συλλογιστικής του συγγραφέα. Εγχειρίδια μυθολογίας, ποιητικά έργα, ακόμη και η Θεία Κωμωδία του Δάντη, με την τριμερή της διαίρεση, είναι σχολαστικής έμπνευσης, πράγμα που ξαφνιάζει εμάς του ανυποψίαστους κληρονόμους του Σχολαστικισμού. Κάθε αναγνώστης σχολαστικών έργων, όπως για παράδειγμα της Summa Theologiae του Ακινάτη, είναι εξοικειωμένος με τη βασική δομή του κειμένου (articulus): αρχικά γίνεται η παράθεση μιας σειράς αυθεντιών (“videtur quod…”) έναντι μιας άλλης (“sed contra est…”), ακολουθεί η λύση (sespondeo dicendum…) και στη συνέχεια, μια κριτική των επιχειρημάτων που απορρίφθηκαν (“ad primum, ad secundum…”).
Όπως η γραπτή παρουσίαση, ακόμη περισσότερο η αρχιτεκτονική δόμηση, επεδίωκε τη διασάφηση και τη διαφάνεια: τα ατομικά στοιχεία έπρεπε να ενώνονται και συνάμα να διαχωρίζονται ως μέρη ενός όλου, ενώ η μορφή των κτισμάτων διασαφήνιζε τη λειτουργία τους, όπως ακριβώς ο γραπτός λόγος επεξηγούσε τη σκέψη. Πρωταρχικός σκοπός των στοιχείων που απάρτιζαν έναν καθεδρικό ναό ήταν η σταθερότητα, η οποία γινόταν εφικτή από τη διαίρεση του ναού που εξασφάλιζε τη σύνθεση όλων των διακριτών μερών: οι κορμοί, οι νευρώσεις, οι αντηρίδες, τα λίθινα πλέγματα, τα κορυφώματα και τα φυτομορφικά άγκιστρα εξυπηρετούσαν την αυτοανάλυση και την αυτοερμηνεία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.
Για έναν μεσαιωνικό στοχαστή αποτελούσε καύχημα όχι η πρωτοτυπία στη σκέψη αλλά η καλή κατανόηση των αυθεντιών της παράδοσης.
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, το πνεύμα του 13ου αιώνα χαρακτηριζόταν και από μια δεύτερη αρχή: τη συμφιλίωση. Αν η αρχή της διασάφησης μας δείχνει το πώς φαινόταν η ώριμη γοτθική αρχιτεκτονική και η σχολαστική φιλοσοφία, η αρχή της συμφιλίωσης μπορεί να μας δείξει το πώς προέκυψε. Είναι γεγονός ότι ολόκληρη η γνώση του μεσαιωνικού ανθρώπου αντλούνταν από τις αυθεντίες (auctoritates). Τέτοιου είδους αυθεντίες υπήρξαν κάποιοι φιλόσοφοι (π.χ. Αριστοτέλης), οι εκκλησιαστικοί πατέρες και κυρίως η Αγίας Γραφή. Για έναν μεσαιωνικό στοχαστή αποτελούσε καύχημα όχι η πρωτοτυπία στη σκέψη αλλά η καλή κατανόηση των αυθεντιών της παράδοσης. Τι συνέβαινε όμως αν εξίσου έγκυρες αυθεντίες διαφωνούσαν μεταξύ τους σε κάποιο θέμα; Σύμφωνα με τον Panofsky, κάθε φορά που παρατηρούνταν διαφωνία των αυθεντιών σχετικά με κάτι, η ταιριαστή αντίδραση ήταν όχι η απόρριψη της μιας αυθεντίας αλλά η λεπτομερής επεξεργασία, μέχρι οι επιμέρους αυθεντίες να εναρμονιστούν μεταξύ τους. Έτσι εναρμονίζονταν οι ρήσεις του Αγίου Αυγουστίνου με του Αγίου Αμβροσίου, έτσι αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα (quaestiones) του ρόδακα στη δυτική πρόσοψη, της οργάνωσης του τοίχου κάτω από τον φωταγωγό και της διάπλασης των στύλων του κεντρικού κλίτους. Ο Panofsky παραθέτει ειδικά παραδείγματα αρχιτεκτονικών προβλημάτων και λύσεων που επιτεύχθηκαν κατά τη ναοδομία του Αγίου Διονυσίου, της Παναγίας των Παρισίων, του ναού του Σουασών και του Αγίου Νικαισίου. Τόσο η σχολαστική πραγμάτευση και συλλογιστική, όσο και η αρχιτεκτονική παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα. Μάλιστα, ως απτές αποδείξεις της όμοιας εξέλιξης του ώριμου σχολαστικισμού και γοτθικού ρυθμού, ο Panofsky αναφέρει δύο αρχιτέκτονες του ώριμου γοτθικού ρυθμού, τον Βιλάρ ντε Ονκούρ και τον Πιέρ ντε Κορμπί, που παρουσιάζονται στο «Λεύκωμα», του πρώτου να συζητούν μια quaestio και έναν τρίτο να αναφέρεται στη συζήτηση με τον σχολαστικό όρο “disputatio”. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Panofsky, η σχολαστική σύζευξη της πίστης με τον λόγο δε θα διαρκούσε: αργότερα, ο μυστικισμός επρόκειτο να «πνίξει» τη λογική μέσα στην πίστη, ενώ ο νομιναλισμός θα αποσυνέδεε εντελώς τη μια από την άλλη.
Μέσα από το βιβλίο του Panofsky, που πρωτοεκδόθηκε το 1951 και παραμένει κλασικό στο είδος του, o μεσαιωνικός κόσμος προβάλλει ως ένα εντυπωσιακό πνευματικό οικοδόμημα, στηριγμένο σε μια βαθιά ευσέβεια αλλά και σε μια αυστηρή λογική δόμηση. Για να είμαστε δίκαιοι, κάτι από αυτή την προσέγγιση έχει επιβιώσει και στην κοινή ομιλία: πράγματι, είναι γνωστό ότι μερικές φορές χαρακτηρίζουμε κάποιον «σχολαστικό» όταν θέλουμε να πούμε ότι δίνει υπερβολική σημασία σε λεπτομέρειες ή όταν εκτελεί ένα έργο με υπερβολική προσοχή και διεξοδικότητα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.