
Για το βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη μεταπολιτευτική πεζογραφία 1974-2017» (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αγαπητέ Βαγγέλη,
θα μπορούσα φυσικά να σε συγχαρώ μόνο από κοντά και να σου πω πολλά για το βιβλίο σου σε μια διαπροσωπική επικοινωνία, αλλά ο κριτικός προτιμά να εκφράζεται δημόσια, αφενός για να δείξει σε όλους τα σπουδαία βιβλία, όπως το δικό σου, κι αφετέρου να εξαγάγει χρήσιμα συμπεράσματα από τις σκέψεις του, χρήσιμα για όποιον θέλει να αξιοποιήσει την πείρα της προσπάθειας κάθε συγγραφέα-κριτικού στις δικές του μελλοντικές αναγνώσεις και μελέτες.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα έργο αναφοράς που έρχεται να χαρτογραφήσει, σχεδόν με γεωμετρικότητα, τη σύγχρονη πεζογραφία, από τα χρόνια της μεταπολίτευσης έως σήμερα.
Δεν είναι περιττό να πω ότι η υπερδεκαετής δουλειά σου πάνω σ’ αυτό το έργο αλλά κι η ενασχόλησή σου με τη λογοτεχνία για σαράντα περίπου χρόνια έχουν αποδώσει καρπούς. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα έργο αναφοράς που έρχεται να χαρτογραφήσει, σχεδόν με γεωμετρικότητα, τη σύγχρονη πεζογραφία, από τα χρόνια της μεταπολίτευσης έως σήμερα. Εκατοντάδες βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και συλλογές διηγημάτων), δεκάδες συγγραφείς και εκατοντάδες κριτικά κείμενα διασταυρώνονται στις σελίδες μιας κατ’ ουσία «Ιστορίας της Μεταδικτατορικής Πεζογραφίας» μας. Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσε να γίνει μεγάλη συζήτηση για το ποια ονόματα περιέλαβες, αλλά την κρίνω μάταιη, αφενός επειδή θα ήταν περιπτωσιολογική κι αφετέρου επειδή δεν λείπουν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικοί συγγραφείς. Έτσι, έρχεσαι να καλύψεις ένα κενό σχεδόν είκοσι ετών μετά τις Ιστορίες των Roderick Beaton, Mario Vitti και Αλέξανδρου Αργυρίου, οι οποίες παρουσιάζουν τα μεταδιδακτορικά δεδομένα με σχετικά συνοπτικό τρόπο.
Επιπλέον, θέλω να δηλώσω ρητά ότι το μεγάλο προσόν του βιβλίου σου είναι ότι μπόρεσε να οργανώσει και να παρουσιάσει συστηματικά τα έργα που εκδόθηκαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Το εκκρεμές του ξεκινά από την έντονα πολιτικοποιημένη πεζογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που γράφει ακόμα και μετά το 1974, και ταλαντώνεται ώς τον ατομοκεντρισμό της γενιάς του ’80 κι έπειτα πηγαινοέρχεται πότε στη μία και πότε στην άλλη άκρη, με πολλές βέβαια ενδιάμεσες στάσεις. Η διαίρεση του βιβλίου σε κεφάλαια, η ταξινόμηση των πεζογραφημάτων στην αρχή ανά γενιές μέχρι και τη γενιά του ’80 κι έπειτα ανά είδος (π.χ. αστυνομικό και ιστορικό μυθιστόρημα) και ανά θέμα ή τρόπο προσέγγισης της εποχής, η εσωτερική οργάνωση κάθε κεφαλαίου με εισαγωγικά και επιλογικά συμπερασματικά σχόλια αλλά και αναλύσεις κάθε βιβλίου βοηθούν απεριόριστα στην εν μέρει και εν όλω σύλληψη της περιόδου. Αν, λοιπόν, συνυπολογίσει κανείς και το ευρετήριο συγγραφέων, ο αναγνώστης δεν χάνεται στις 900 σελίδες του τόμου, αλλά μπορεί να παρακολουθήσει τα νήματά του και να βρει ανά πάσα στιγμή ό,τι τον ενδιαφέρει.
Κάθε βιβλίο, κάθε συγγραφέας, κάθε τάση προσδιορίζεται με επαρκή περιγράμματα και δεν μένουν ασάφειες, αλλά σχεδόν παντού η κριτική και θεωρητική σου σκευή καταφέρνει να δώσει ακριβείς πληροφορίες και να αποδώσει εύστοχα σχήματα και ρεύματα.
Θα επιμείνω, Βαγγέλη, στα γενικότερα σχόλιά σου που περιβάλλουν τα ομοειδή βιβλία, αφού από εκεί μπορούμε να αντιληφθούμε τις τάσεις της Μεταπολίτευσης, τους δρόμους τους οποίους παίρνει η πεζογραφία μας και το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να οριοθετήσει αλλά και να ερμηνεύσει το ρευστό και εξελισσόμενο παρόν. Κι αν τα μεμονωμένα κριτικά σχόλια ανά έργο έχουν τη δική τους αξία (ακόμα κι η φαινομενικά παράδοξη ύπαρξη –σε ένα τέτοιο πόνημα– αρνητικών σχολίων για πολλά βιβλία είναι αρκούντως εύστοχη), οι ευρύτεροι προβληματισμοί όχι μόνο σκιαγραφούν είδη και τάσεις, αλλά και διαμορφώνουν τη γνώμη μας για την ιδεολογική, κοινωνική και πολιτισμική στάση της σύγχρονης πεζογραφίας μας.
Επιπροσθέτως, φυσικά, δεν με παραξένεψε καθόλου η γλώσσα σου, μια γλώσσα που ξεκινά από την ακρίβεια των κριτικών σου, την περιγραφική τους δύναμη και την εκφραστική τους σαφήνεια και προχωρά στην ευκρίνεια και την πιστότητα στην απόδοση των νοημάτων. Έτσι, κάθε βιβλίο, κάθε συγγραφέας, κάθε τάση προσδιορίζεται με επαρκή περιγράμματα και δεν μένουν ασάφειες, αλλά σχεδόν παντού η κριτική και θεωρητική σου σκευή καταφέρνει να δώσει ακριβείς πληροφορίες και να αποδώσει εύστοχα σχήματα και ρεύματα. Εδώ, ωστόσο, θα συμφωνούσα με τον πυρήνα της παρατήρησης του Αριστοτέλη Σαΐνη: πολλά έργα που εντάσσονται σε έναν ευρέως εννοούμενο ρεαλισμό (με ποικίλες αποχρώσεις, από ορθόδοξος έως παράδοξος, ιδιόρρυθμος, μπολιασμένος με σύμβολα, προωθημένος, ρηγματικός, μετατονισμένος κ.λπ.) θα ήταν δοκιμότερο να ενταχθούν πιο ξεκάθαρα στον μοντερνισμό ή τον μεταμοντερνισμό, αφού ο τελευταίος συχνά εγκολπώνεται προηγούμενα ρεύματα.
Προτάσεις και επισημάνσεις
Από την άλλη, Βαγγέλη, νομίζω ότι ο βασικός σχεδιασμός του τεράστιου εγχειρήματος θα έπρεπε να λάβει υπόψη δύο μεθοδολογικά δεδομένα και να οδηγήσει το πόνημα σε άλλη οργάνωση. Δεν μιλώ για μερικά επιμέρους σημεία, που μου προκαλούν απορίες (γιατί δεν δήλωσες τον ακριβή τίτλο κάθε κριτικής, ώστε να μπορεί κανείς να τη βρει πιο εύκολα, ή γιατί έγραψες μια τεράστια εισαγωγή για το αστυνομικό μυθιστόρημα, μια μελέτη εν μελέτη που γέρνει ανισοβαρώς το κεφάλαιο;), αφού αυτά έχουν μικρή σχετικά αξία. Μιλώ όμως για δυο αδρές αποφάσεις που θα μπορούσαν να είναι, κατά τη γνώμη μου, αλλιώς.
Επικράτησε δηλαδή η κριτική σου στάση, που όλα τα εξετάζει –αν και πάλι θα έπρεπε είναι εξίσου αξιολογική– κι όχι η ιστοριογραφική, που οφείλει και θα όφειλε να διυλίζει, με όλο το ρίσκο, το αχανές υλικό και να κρατά μερικές δεκάδες σημαντικά κείμενα.
Καταρχάς, μιλάμε, όπως προείπα, για μια άρρητη αλλά σαφώς καθορισμένη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που καλύπτει τα σαράντα τρία χρόνια της Μεταπολίτευσης – και με καίριες αναδρομές εκτείνεται πίσω στη Μεταπολεμική πεζογραφία· έχουμε λοιπόν, για να την ορίσουμε σαφέστερα, μια Ιστορία της Μεταπολιτευτικής Πεζογραφίας. Κι η Ιστορία, όπως και κάθε Ιστορία, βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πάνω από τα επιμέρους δεδομένα, καθώς επιχειρεί να τα κοσκινίσει, να τα αξιολογήσει, να ξεδιαλέξει τα αξιοσημείωτα γεγονότα από τα απειράριθμα συμβάντα κι έτσι να συμπεριλάβει όσα εντάσσονται στον δομικό άξονα της ουσιώδους Ιστορίας. Κι αφού γίνει αυτό το κοσκίνισμα, οφείλει να ταξινομήσει και να συσσωματώσει σε πεδία και ενότητες όλα όσα επιλέξει. Εσύ, ενώ έκανες εξαιρετικά το δεύτερο, επέλεξες να περιορίσεις το πρώτο μόνο στην έκταση που έδωσες σε κάθε συμβάν (=βιβλίο). Έτσι συμπεριέλαβες τις κορυφές της πεζογραφίας μας αλλά και τα ενδιάμεσα υψίπεδα, κατεβαίνοντας μέχρι κάτω στα ανούσια χωράφια, τις χαμηλές πεδιάδες και τους πρόποδες.
Με λίγα λόγια, παραθέτεις έναν τεράστιο αριθμό έργων, πολλά από τα οποία εν γνώσει σου είναι αδύναμα, μέτρια ή και άνευ ποιότητας, έργα που δεν θα μείνουν –δυνητικά– ως άξια λόγου μετά από μερικά χρόνια. Επικράτησε δηλαδή η κριτική σου στάση, που όλα τα εξετάζει –αν και πάλι θα έπρεπε να είναι εξίσου αξιολογική– κι όχι η ιστοριογραφική, που οφείλει και θα όφειλε να διυλίζει, με όλο το ρίσκο, το αχανές υλικό και να κρατά μερικές δεκάδες σημαντικά κείμενα. Η προοπτική της Ιστορίας δεν είναι παροντοκεντρική αλλά μελλοντοκεντρική.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ενώ ως προς το όλον χώρισες εύστοχα την ύλη σου σε ενότητες με γενεαλογικά, ειδολογικά και θεματικά κριτήρια, στα επιμέρους επέλεξες μια συνήθη μέθοδο, που θέλει την έννοια «συγγραφέας» να αποτελεί το ενοποιητικό πόλο των έργων του. Δεν έθεσες απόλυτα το έργο στο κέντρο των ομαδοποιήσεών σου, αλλά τον συγγραφέα με τα πολλά μικρά και μέτρια κείμενά του να θολώνουν τις σημαντικές κορυφές του. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, συμπεριέλαβες τα σημαντικά πεζογραφήματά του, που βεβαίως δίνουν τον τόνο, αλλά και μια πλειάδα αδιάφορων έργων, που καταγράφηκαν μόνο για λόγους πληρότητας, μιας πληρότητας όμως που αναιρεί την ανάγκη για ιστοριογραφική διήθηση.
Πλέον είναι σαφές ότι η λογοτεχνία δεν εξετάζεται αυτόνομα, αλλά συνδέεται με το λοιπό πλαίσιο σε μια πολιτισμική συνεξέταση και η ιστοριογραφική ανάλυσή της συνδυάζει τα ενδολογοτεχνικά και εξωλογοτεχνικά δεδομένα.
Η δεύτερη ένστασή μου αφορά πάλι μια τάση που τα τελευταία χρόνια λαμβάνεται υπόψη στις ιστορικές μελέτες. Πιο συγκεκριμένα, η καταγραφή των λογοτεχνικών έργων με όλες τις ενδολογοτεχνικές συνομαδώσεις και ταξινομήσεις θα έπρεπε να συνοδεύεται από την παρουσίαση της αμφίδρομης σχέσης των έργων με την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, που βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τη λογοτεχνία. Πλέον είναι σαφές ότι η λογοτεχνία δεν εξετάζεται αυτόνομα, αλλά συνδέεται με το λοιπό πλαίσιο σε μια πολιτισμική συνεξέταση και η ιστοριογραφική ανάλυσή της συνδυάζει τα ενδολογοτεχνικά και εξωλογοτεχνικά δεδομένα.
Είναι σίγουρο, Βαγγέλη, ότι το βιβλίο σου είναι και θα είναι σύμβουλος και οδηγός ανάγνωσης, αλλά και ανάλυσης της περιόδου. Ο απλός αναγνώστης θα μπορεί να βρει έργα και τάσεις, να διακρίνει τι διαβάζει πάνω στις ευκρινείς συντεταγμένες του και να επιλέξει, αν θες, και τα μελλοντικά αναγνώσματά του από την παρακαταθήκη που του αφήνεις. Αλλά κι ο ειδικός μελετητής θα βρει σίγουρα δρόμους και λεωφόρους προς μια συνολική εικόνα, αλλά και νήματα για νέες έρευνες και αξιολογήσεις.
Πίστευα και πιστεύω ότι η αξία ενός κριτικού δεν είναι οι πολυάριθμες μεμονωμένες βιβλιοκρισίες του, όσο κι αν αυτές καθαυτές έχουν προσφέρει πολλά στο τώρα και στο αύριο.
Πίστευα και πιστεύω ότι η αξία ενός κριτικού δεν είναι οι πολυάριθμες μεμονωμένες βιβλιοκρισίες του, όσο κι αν αυτές καθαυτές έχουν προσφέρει πολλά στο τώρα και στο αύριο. Η αξία του κρίνεται από τα κριτικά του κείμενα (υπερκριτικές, μελέτες, πραγματείες), που συνδέουν πολλά βιβλία στον άξονα μιας σύγχρονης θεματικής, που διαγράφουν τάσεις της λογοτεχνίας, που οργανώνουν μεμονωμένες φωνές σε έναν ασύνειδο στρατηγικό προσανατολισμό, που συν-εξετάζουν βιβλία και έργα πάνω στον κοινό παρονομαστή, ο οποίος δείχνει τη νοοτροπία του λαού μας ή της ανθρωπότητας και ανάγει το μερικό (το ένα λογοτέχνημα) στο γενικό (στο κύμα που προχωρά τη σκέψη μας λίγο περαιτέρω)!
Κι εσύ με την «Κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη μεταπολιτευτική πεζογραφία 1974-2017» πλαισιώνεις την πολυετή σου κριτική παρουσία με ένα έργο-σταθμό. «Ένα τέτοιας εμβέλειας έργο δημιουργεί πρόσφορο πεδίο για συζητήσεις πάνω στις θέσεις και κρίσεις του μελετητή – πάνω στις ομαδοποιήσεις και στις κατηγοριοποιήσεις του, γύρω από τον εντοπισμό συγγενειών και τη διάκριση ρευμάτων, αναφορικά με τη σημασία και τη βαρύτητα των έργων που εξετάζει» (Ελισάβετ Κοτζιά, Καθημερινή). Ένα τέτοιο έργο παίρνει χαρακτήρα ακρογωνιαίου λίθου, για να χτίσουμε πιο γερά το οικοδόμημα της Ιστορίας της Λογοτεχνίας μας.
Με εκτίμηση και φιλία
Γιώργος Π.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Η κίνηση του εκκρεμούς
Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Πόλις 2018
Σελ. 914, τιμή εκδότη €30,00