Για το βιβλίο του Theodor W. Adorno «Ο φονξιοναλισμός σήμερα» (μτφρ. Σπύρος Νάσαινας, εκδ. Πλέθρον).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Ελάχιστα είναι τα κείμενα που θίγουν τόσα πολλά ζητήματα, όσο αυτό του Γερμανού φιλόσοφου Τέοντορ Αντόρνο (1903-1969) με τίτλο Ο φονξιοναλισμός σήμερα. Πρόκειται για μια ομιλία του Αντόρνο που δόθηκε το 1965, σε ένα ακροατήριο που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και γενικότερα ανθρώπους με δραστηριοποίηση στον κατασκευαστικό κλάδο. Αφορμή ήταν η γερμανική ανοικοδόμηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Αντόρνο να προβαίνει σε μια έντονη κριτική της. Ωστόσο, είναι τέτοιο το βάθος της ανάλυσης, αλλά και η παραδοχή του ίδιου του Αντόρνο ότι απευθύνεται σε ειδικούς χωρίς να είναι ο ίδιος ειδικός, που ο σημερινός αναγνώστης δεν μπορεί παρά να ξαφνιαστεί από την απλότητα κάποιες φορές, αλλά και την αναλυτική διαύγεια των επισημάνσεων του Γερμανού φιλοσόφου.
Είναι το μοναδικό κείμενο ίσως στο οποίο ο Αντόρνο αναφέρεται συγκεκριμένα στην αρχιτεκτονική, την πολεοδομική πρακτική και σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον χώρο.
Είναι το μοναδικό κείμενο ίσως στο οποίο ο Αντόρνο αναφέρεται συγκεκριμένα στην αρχιτεκτονική, την πολεοδομική πρακτική και σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον χώρο. Ωστόσο, σε συνδυασμό με τη γενικότερη σκέψη του, μπορεί κάποιος να μιλήσει για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο θεώρησης που συμπληρώνεται από την Αισθητική Θεωρία, την Αρνητική Διαλεκτική και τα Minima Moralia, τρία από τα γνωστότερα έργα του.
Το βασικό και πιο εμφανές νήμα ανάγνωσης της ομιλίας του Αντόρνο είναι η αναμέτρηση με τον Άντολφ Λόος, τη σχολή Μπάουχαους και το ρεύμα της Αντικειμενικότητας. Το βασικό σχήμα αυτής της αναμέτρησης ορίζεται από το περιεχόμενο που πρέπει να έχουν οι έννοιες του διακοσμητικού, του χρήσιμου, του λειτουργικού και πώς αυτές οι έννοιες ευθυγραμμίζονται με την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής και την ιστορική συγκυρία. Ένα δεύτερο και πιο υποδόριο νήμα ανάγνωσης είναι αυτό της αναμέτρησης με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και συγκεκριμένα με τις θεωρήσεις που διατυπώνονται στην ομιλία του Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι που εκφωνήθηκε το 1951 (εκδ. Πλέθρον, μτφρ. Γ. Ξηροπαΐδης).
Theodor W. Adorno
Στην ομιλία του Αντόρνο μπορεί να αισθανθεί κάποιος τις συνδέσεις που δημιουργούνται από την αρχή μέχρι το τέλος, ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους αλλά και πεδία. Η αρχιτεκτονική προσεγγίζεται μέσα από το πεδίο της μουσικής, αλλά στην προέκταση αυτής της προσέγγισης μπορούν να τεθούν μια σειρά από ερωτήματα και για τις άλλες τέχνες, μεταξύ των οποίων και η λογοτεχνία. Έχει πραγματικά ενδιαφέρον το πώς το ζήτημα του διακοσμητικού συνδέεται με το ερώτημα για το τι είναι αναγκαίο και τι χρήσιμο, ένα ερώτημα που ο Αντόρνο το αναθέτει σε κάθε έργο τέχνης ξεχωριστά στο πλαίσιο της αισθητικής του θεώρησης: «Από τη στιγμή που η παράδοση δεν θέτει πλέον στις τέχνες κανέναν κανόνα για το σωστό και το λάθος, ένας τέτοιος αναστοχασμός αφορά κάθε έργο μεμονωμένα».
Αποφεύγοντας την υπόδειξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, κάτι το οποίο θα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τη βαρύτητα που αποδίδει στην αυτονομία της σκέψης και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πράξη, στον αντίποδα της απαισιοδοξίας τοποθετεί τη φαντασία.
Όσο και αν η οπτική του Αντόρνο έχει χαρακτηριστεί απαισιόδοξη, κάτι που δεν παραλείπει να επικυρώσει και ο ίδιος σε αυτή την ομιλία («Η υποψία των Minima Moralia, ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να κατοικεί κάποιος επιβεβαιώνεται»), μπορεί κάποιος ωστόσο να συνδέσει αυτή την απαισιοδοξία με την προνομιακή μεταχείριση που επιφυλάσσει ο Αντόρνο στη φαντασία. Τόσο προκλητικά ζοφερός και υπερβολικός στις διατυπώσεις του ο Αντόρνο, θέλει με αυτόν τον τρόπο να καταδείξει την επιτακτικότητα μιας κοινωνικής αλλαγής. Αποφεύγοντας την υπόδειξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, κάτι το οποίο θα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τη βαρύτητα που αποδίδει στην αυτονομία της σκέψης και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πράξη, στον αντίποδα της απαισιοδοξίας τοποθετεί τη φαντασία.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Αντόρνο τη φαντασία αντλεί από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και για αυτό θα μπορούσαμε να δούμε τον Αντόρνο σε αυτό το σημείο και σε σχέση με σύγχρονους στοχαστές που αντλούν επίσης από τον Μπένγιαμιν, όπως οι Ετιέν Μπαλιμπάρ και Ζωρζ-Ντιντί Υμπερμάν. Ξεκινάει λοιπόν ο Αντόρνο από τον Μπένγιαμιν («Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όρισε κάποτε τη φαντασία ως την ικανότητα παρεμβολής στο ελάχιστο») πριν προχωρήσει ο Αντόρνο σε έναν δικό του, παρεμφερή ορισμό: «Φαντασία σημαίνει: να ενεργοποιηθεί ακριβώς το κάτι παραπάνω» για να έρθει στη συνέχεια να καταθέσει τη δική του άποψη για το τι σημαίνει αίσθηση του χώρου στην αρχιτεκτονική και να υποβάλλει το δικό του κριτήριο για το τι είναι μεγάλη αρχιτεκτονική, την οποία συνδέει με την αρχιτεκτονική φαντασία και την ικανότητά της να δημιουργεί μέσα από τον χώρο βασιζόμενη σε διαφορετικές συλλήψεις των χρονικών και χωρικών συνδέσεων. Σε αυτή τη θεώρηση της δημιουργικής διαδικασίας, όχι μόνο βλέπει κάποιος ψήγματα κριτικής σε άλλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής όπως ο θετικισμός και η οντολογία, αλλά μπορεί να διακρίνει και το ουτοπικό στοιχείο, το οποίο από πολλούς σύγχρονους στοχαστές θεωρείται ένα από τα πιο προβληματικά στοιχεία της φιλοσοφικής αισθητικής του Αντόρνο. Αυτό γίνεται εμφανές, όταν στη συνέχεια της ομιλίας του ο Αντόρνο θα πει ότι «η αρχιτεκτονική που αξίζει στους ανθρώπους τους θεωρεί ανώτερους απ’ ό,τι είναι». Γενικότερα, η σύλληψη του ανθρώπινου στον Αντόρνο όπως αποτυπώνεται στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού αλλά και στην Αρνητική Διαλεκτική, συγκλίνει στην ίδια άποψη: την ανωριμότητα στην οποία είναι καταδικασμένος ο άνθρωπος και την πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας έναντι του ατόμου.
Oρίζει ο χώρος, η δομή του χώρου την υποκειμενικότητα; Την περιορίζει για την ακρίβεια; Σε αυτό το πλαίσιο εξέτασης ο Αντόρνο είναι που θέτει το ερώτημα για το πλαστό και το ψεύδος, τόσο των αναγκών όσο και της χρησιμότητας.
Αυτό το σημείο που αφορά τη σχέση μιας αρχιτεκτονικής κατασκευής και του υποκειμένου για το οποίο προορίζεται το θέτει ο Αντόρνο και μέσα από την αναφορά του στον Λε Κορμπυζιέ, ο οποίος «επινόησε πρότυπα ανθρώπων». Μεγάλο το ερώτημα αυτό, αν ο τρόπος με τον οποίο θα σχεδιαστεί ένας χώρος μπορεί όντως να οδηγεί σε έναν μετασχηματισμό της υποκειμενικότητας. Στην προέκταση και την αντιστροφή αυτού του ερωτήματος, εξετάζεται και όλη η λογική που υποστηρίζει την κοινωνική θεωρία εντός της οποίας κινείται ο Αντόρνο: ορίζει ο χώρος, η δομή του χώρου την υποκειμενικότητα; Την περιορίζει για την ακρίβεια; Σε αυτό το πλαίσιο εξέτασης ο Αντόρνο είναι που θέτει το ερώτημα για το πλαστό και το ψεύδος, τόσο των αναγκών όσο και της χρησιμότητας. Τι είναι πραγματικά χρήσιμο σήμερα, ποιες είναι οι πραγματικές μας ανάγκες; Τι είναι αυτό που λειτουργεί παραμορφωτικά τελικά και πώς αυτή η παραμόρφωση μετακυλίεται στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός χώρος;
Στο τέλος της ομιλίας του ο Αντόρνο θα μιλήσει για το ωραίο και την ανάγκη ενός διαρκούς αισθητικού αναστοχασμού, δύο θεμελιώδη ζητήματα τα οποία θα αναπτύξει εκτεταμένα στην Αισθητική Θεωρία. Θα πει, σε μια γλώσσα που είναι αρκετά οικεία σε μια θεωρία της αρχιτεκτονικής, ότι το «ωραίο σήμερα δεν έχει άλλο μέτρο από το βάθος», ότι «το ωραίο είτε προκύπτει ως η συνισταμένη ενός παραλληλογράμμου δυνάμεων είτε δεν είναι απολύτως τίποτα». Απαιτητικό ασφαλώς, αλλά συγκινητικό την ίδια στιγμή, το κείμενο της ομιλίας του Αντόρνο δείχνει να προσφέρεται σε πολλές αναγνώσεις, θέτοντας το δικό του φιλοσοφικό πλαίσιο θεώρησης της αρχιτεκτονικής.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η αρχιτεκτονική, όπως και κάθε σκόπιμη τέχνη, απαιτεί έναν διαρκή αισθητικό αναστοχασμό. Γνωρίζω πόσο ύποπτη ηχεί στ’ αυτιά σας η λέξη αισθητική. Θα φέρνει στον νου σας καθηγητές, που με το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό μηχανεύονται φορμαλιστικούς κανόνες για την αιώνια και άφθαρτη ομορφιά, κανόνες που δεν είναι συνήθως τίποτε άλλο από συνταγές για την ολοκλήρωση κάποιου εφήμερου κλασικιστικού Κιτς. Στην αισθητική θα έπρεπε να είναι αναγκαίο το αντίθετο· η αισθητική οφείλει κατ’ αρχάς να απορροφήσει εκείνες ακριβώς τις αντιρρήσεις, τις οποίες η ίδια έχει απευθύνει μετά βδελυγμίας εναντίον όλων των αληθινών καλλιτεχνών. Εμμένοντας ακαδημαϊκά, χωρίς την πιο αδυσώπητη αυτοκριτική, η αισθητική είναι από τώρα καταδικασμένη».
TA ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ THEODOR W. ADORNO