
Για το βιβλίο του Patrick Guyomard «Για την παιδική σεξουαλικότητα» (μτφρ. Κωνστάνς Αθανασιάδου, Ελένη Ζησοπούλου-Τσακυράκη, Σοφία Λεωνίδη, Βίκυ Μαλισόβα-Χατζοπούλου, Ελίζα Νικολοπούλου Νίκος Παυλάτος, εκδ. Γαβριηλίδης).
Της Μαριάνθης Καλατζή
Το βιβλίο Για την Παιδική Σεξουαλικότητα αποτελεί μια συλλογή κειμένων του Πατρίκ Γκιγιομάρ μεταφρασμένων για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. Παρά τη χρονολογική απόσταση που μεσολαβεί στη συγγραφή των κεφαλαίων (2003-2015) το βιβλίο εκλαμβάνεται ως ενιαίο έργο, καθώς οι συνδέσεις ανάμεσα στις θεματικές είναι ισχυρές, ενώ ο ενιαίος συλλογισμός γύρω από τον οποίο δομούνται τα κείμενα καθιστά τον λόγο ρέοντα, τη σκέψη συνεχή.
Ένα σύνολο από κρίσιμα θέματα με ερείσματα όχι αυστηρά από τον χώρο της ψυχανάλυσης εμπλέκουν τον αναγνώστη σε εννοιολογικές διεργασίες διατυπωμένες με λόγο συχνά μακροσκελή και αναλυτικό, από τον οποίο δεν λείπει ωστόσο η σαφήνεια. Η ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι πολιτικές διώξεις, η σεξουαλική κακοποίηση, ο εθισμός, η αυτοκτονία είναι μερικά μόνο από τα θέματα που έρχονται στην επιφάνεια και προσεγγίζονται σε συνάφεια με την ελευθερία, την υποταγή, την αυτονομία, τη συμμόρφωση, τη δημιουργικότητα και την απόγνωση, ως διαστάσεις των ανθρώπινων ιδιοτήτων μέσα σε ένα πλαίσιο-περιβάλλον. Οι συλλογισμοί του Π. Γκιγιομάρ θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην καρδιά μιας σύγχρονης όσο και διαχρονικής συζήτησης πάνω σε θέματα βιοεξουσίας και βιοπολιτικής, παραμένοντας αδιάλειπτα σε σύνδεση με την αναλυτική διαδικασία, σε μια διαρκή αναζήτηση του περιεχόμενου και του νοήματος του θεραπευτικού πλαισίου.
Η αγάπη, η τρυφερότητα, η φροντίδα, ο έρωτας, διατηρούν τα στοιχεία μιας σχέσης σεξουαλικής, εναγκαλιζόμενα σε ό,τι περιγράφεται από το Φρόιντ ως ψυχοσεξουαλικότητα.
Ακολουθώντας τη σκέψη του συγγραφέα, έννοιες όπως φυσιολογικό και παθολογικό χάνουν την ταξινομητική λειτουργία τους. Ο ψυχισμός προσεγγίζεται σε σχέση με το περιβάλλον του και ο στόχος μετατοπίζεται στην κατανόηση ή και την αποδοχή των ανθρώπινων ιδιοτήτων, των ψυχικά πολύμορφων απαντήσεων σε μια διαρκή ανταλλαγή που διαρκεί όσο η ζωή και που διατηρεί την ύπαρξη ακόμη και κάτω από συνθήκες οδύνης. Θεωρώντας τη διαθεσιμότητα για τον άλλον εγγενή, οι «εσωτερικοί πόροι» τρέφονται από τους δεσμούς με τον εαυτό και τους άλλους. Η αγάπη, η τρυφερότητα, η φροντίδα, ο έρωτας, διατηρούν τα στοιχεία μιας σχέσης σεξουαλικής, εναγκαλιζόμενα σε ό,τι περιγράφεται από το Φρόιντ ως ψυχοσεξουαλικότητα.
Ποιες είναι οι απαραίτητες ψυχικές συνθήκες ώστε να είναι ικανοποιητική η σεξουαλική ζωή; Στο κείμενο υπό τον τίτλο «Το παιδικό και το σεξουαλικό» (2003, μτφρ. Βίκυ Μαλισόβα-Χατζοπούλου) o Γκιγιομάρ διακρίνει τη σεξουαλικότητα από τη σεξουαλική ανάγκη. Η πρώτη, σύμφωνα με τον Φρόιντ, απορρέει από εκτροπές και μεταθέσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε σεξουαλική ικανοποίηση μέσα από σεξουαλικές πράξεις, η ψυχική ικανοποίηση θα παραμένει ωστόσο ελλειμματική καθώς σχετίζεται με την ψυχική αιτιότητα της σεξουαλικότητας και έρχεται εξορισμού αντιμέτωπη με την οριστική απώλεια του πρώτου αντικειμένου.
Πάνω σε αυτή τη βάση οι σχέσεις εμπεριέχουν ίχνη από τον πρώτο δεσμό με το πρόσωπο που παρείχε τη μητρική φροντίδα. Σύμφωνα με το Φερέντζι η τρυφερότητα απορρέει από την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο αυτό. Δεν πρόκειται για την τρυφερότητα που συνδέεται από τον Φρόιντ με την υποταγή του παιδιού στη γονεϊκή αυθεντία αναχαιτίζοντας έτσι τη σύγκρουση και τον διαχωρισμό, αλλά για τη διεγερτική φροντίδα προς το παιδί η οποία αφυπνίζει την ορμή και το «προικίζει με μια ενεργή σεξουαλική ανάγκη», η οποία μετά το οιδιπόδειο και κάτω από τη συνθήκη αποδοχής της απαγόρευσης γίνεται ικανή να μετατεθεί και να μετουσιωθεί. Ο Φρόιντ χαρακτηρίζει την πρώτη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί σεξουαλική προτείνοντας τη libido ως την κίνηση που τροφοδοτεί το σύνολο της ψυχικής διεργασίας της ψυχοσεξουαλικότητας.
Σαν την απάντηση στην πείνα που δεν εξαντλείται στην παροχή τροφής, η σεξουαλική όρεξη δεν βρίσκει πλήρη ικανοποίηση στη σεξουαλική πράξη.
Σαν την απάντηση στην πείνα που δεν εξαντλείται στην παροχή τροφής, η σεξουαλική όρεξη δεν βρίσκει πλήρη ικανοποίηση στη σεξουαλική πράξη. Μέσα από τη «συνάντηση» μητέρας-παιδιού, η φροντίδα που δίνεται με τρυφερότητα θέτει το πλαίσιο προκειμένου στη συνέχεια ο λόγος να αποκτήσει –μέσα από μια λεπτή σύνδεση λέξεων και πράξεων– περιεχόμενο και αξιοπιστία. Τότε η σχέση αυτή μπορεί να προχωρήσει στον διαχωρισμό και την αυτονόμηση.
Εφόσον η συνάντηση αυτή υπάρξει, θα βρει τη θέση της η επιθυμία για ζωή κατά τον Λακάν, η δημιουργικότητα κατά το Γουίνικοτ, αφήνοντας την αίσθηση ότι «η ζωή αξίζει τον κόπο να τη ζεις». Στον αντίποδα, η ορμή απουσιάζει, η ύπαρξη διαποτίζεται από κυνισμό και ματαιότητα. Η σχέση περιορίζεται στη συμμόρφωση και την υπακοή ανοίγοντας τον δρόμο στο ψευδές και τις ποικίλες εκφάνσεις των προσαρμογών για την ψυχική επιβίωση, με κίνδυνο μια μη αναστρέψιμη αποσύνδεση αληθούς και ψευδούς εαυτού.
Μια επέκταση αυτού του συλλογισμού βρίσκεται στο κείμενο «Επιθυμία και δημιουργικότητα» (μτφρ. Ελίζας Νικολοπούλου), γραμμένο έξι χρόνια αργότερα, το 2009. Εμβαθύνοντας στη συγκριτική προσέγγιση των θέσεων του Λακάν και του Γουίνικοτ, η δημιουργικότητα ανιχνεύεται «στα διακυβεύματα ζωής και θανάτου», εκεί όπου «εδράζεται το αμιγώς θηλυκό στοιχείο», στον πρώτο δεσμό με το πρόσωπο που αποκαλείται «αρκετά καλή μητέρα». Το παιδί μπορεί να αισθανθεί την ύπαρξή του μέσα από την ταύτιση με το στήθος της μητέρας με τον τρόπο του είναι – και όχι του πράττειν. Έτσι θα αποκτήσει μια βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθεί στη συνέχεια η ορμική αμφιθυμία, η δυναμική, η αρπακτικότητα, η βία, η καταστροφικότητα.
Η σημείωση του Γκιγιομάρ σε αυτό το σημείο είναι αποκαλυπτική για την κατανόηση της σκέψης του Γουίνικοτ. «Πάνω σε αυτή τη βάση» αναφέρει «η βία δε θα είναι καταστροφική για τη μητέρα και το παιδί». Με αυτή την πρόταση ουσιαστικά κηρύσσεται η ανακωχή στη νεωτερική μάχη εναντίον της βίας, η οποία δεν εξαλείφεται από κάποιο «μητρικό ξόρκι» αλλά είναι οι συνέπειές της που εξανθρωπίζονται μέσα από τον δεσμό με τον άλλον. Στον αντίποδα βρίσκουμε τη θέση του Λακάν σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει πλησίον», παρά το δικό μας κενό που βλέπουμε μέσα του. Ο Γκιγιομάρ αντιστρέφει την πολικότητα των δύο θέσεων αποδεχόμενος την απόγνωση ως συνέπεια της απώλειας της αίσθησης του «υπάρχειν», απώλεια της αίσθησης των δεσμών μέσα στους οποίους δημιουργήθηκε το αίσθημα του «υπάρχειν».
Στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Τίποτα στο κέντρο» (2009, μτφρ. Κωνστάνς Αθανασιάδου) ο Πατρίκ Γκιγιομάρ στοχάζεται πάνω στην ορμή. Αναζητά το κέντρο από όπου αυτή πηγάζει, ένα κέντρο «μυστικά οριοθετημένο», από όπου θα προέλθει η φαντασία, η δημιουργικότητα, το όνειρο, ένα κέντρο συνυφασμένο με τη φαντασίωση, τη σιωπή, το μυστικό.
Σε επαφή με τις θέσεις του Γουίνικοτ υπερασπίζεται την ιδιότητα της σιωπής και του μυστικού ως τρόπου επικοινωνίας προστατευμένου από ψευδείς σχέσεις αντικειμένου βασισμένες στην υπακοή. Περιγράφει έναν χώρο ελευθερίας μέσα στον οποίο διαμείβεται ένας συμβολικός συμβιβασμός, ο οποίος καθιστά την επικοινωνία παιχνίδι ή αναλυτική διαδικασία. Ιδρυτικά στοιχεία αυτής, η απουσία της δυαδικότητας αλλά και της διαλεκτικής. Αντιθέσεις όπως παρουσία-απουσία, ομιλία-σιωπή, ομολογία-μυστικό ξεδιπλώνονται ως μεταβατικότητες πάνω στις οποίες εγκαθιδρύεται η δημιουργικότητα, εκεί που το αντικείμενο μπορεί να είναι (ή συγχρόνως και να μην είναι) ανευρεθέν και δημιουργηθέν.
Το δικαίωμα στη «μη επικοινωνία» και το μυστικό συναντιέται με το δικαίωμα «του να λέει κανείς οτιδήποτε» κάτι ωστόσο που διαφοροποιείται από την υποχρέωση να λέει κανείς τα πάντα.
Μέσα στην αναλυτική συνθήκη το παράδοξο δεν αποφεύγεται αλλά ενισχύεται επιτρέποντας νέες προοπτικές στον λόγο. Το δικαίωμα στη «μη επικοινωνία» και το μυστικό συναντιέται με το δικαίωμα «του να λέει κανείς οτιδήποτε» κάτι ωστόσο που διαφοροποιείται από την υποχρέωση να λέει κανείς τα πάντα. Η ομιλία χωρίς τον έλεγχο της σκέψης επιτρέπει την ανάδυση γνώσεων από το «κέντρο» του υποκειμένου καθιστώντας το «αληθινό». Η απέκδυση του σκέπτεσθαι από τις ιδιότητες του ορθού λόγου, της αλληλουχίας, της αιτιότητας, της απόδειξης ανοίγει τον δρόμο της προσωπικής ιστορίας, επιτρέπει το ξετύλιγμα της ψυχικής ζωής, εκεί όπου η βία των σχέσεων, το μίσος, η εξουσία και η υποταγή μπορούν να βρουν τη θέση τους στην αναλυτική σκηνή μαζί με την ψυχική διαθεσιμότητα, την επάρκεια και την αφοσίωση.
Ο Γκιγιομάρ αναγνωρίζει ότι κάθε συνάντηση με το αντικείμενο συνοδεύεται από καταστροφικότητα και ανιχνεύει στη σκέψη του Γουίνικοτ για την ικανότητα να είναι κανείς μόνος, τη ζωτική αναγκαιότητα να διαφυλαχθεί από τη σχέση με τον άλλον ένας «πυρήνας» του εαυτού που είναι «υγιής».
Η αντίσταση στην αδηφάγα ακρόαση του αναλυτή μέσω της σιωπής, η μη επικοινωνία ως δικαίωμα ενάντια στην υποταγή της επιθυμίας του άλλου είναι στοιχεία που προσθέτουν στην εμπειρία της απόγνωσης ένα νέο περιεχόμενο. Στο άγχος που γεννά η εγκατάλειψη, η περιβαλλοντική έλλειψη, η εικόνα του παιδιού σε αβοηθησία προστίθεται η απόγνωση απέναντι σε ένα περιβάλλον δυνητικά αρπακτικό, το άγχος του να γίνει κάποιος το δημιούργημα του άλλου τη «στιγμή ακριβώς που γίνεται δημιουργικός».
Ο δημιουργικός εαυτός εκφράζεται μέσα από την πρωτοβουλία, τον αυθορμητισμό, την προσωπική έκφραση. Έτσι αποκτά η ζωή το νόημα για το οποίο αξίζει κανείς να τη ζει. Αυτός ο υγιής και αληθινός εαυτός είναι που υποφέρει σε συνθήκες υποταγής και συμμόρφωσης. Και υπογραμμίζει ο Γκιγιομάρ την άποψη του Γουίνικοτ για τη μικρή τελικά σημασία που έχει η αυτοκτονία όταν η ζωή «έχει εκπέσει στην υποταγή, στην προσαρμογή, στο ψέμα και στην απώλεια εαυτού».
Σύμφωνα με τον Γκιγιομάρ, ο Γουίνικοτ δεν απομονώνει και δεν διαφοροποιεί τις μορφές βίας. Αναφερόμενος στις ψυχικές συνέπειες των θυμάτων πολιτικών διώξεων, που έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους σε συνθήκες εγκλεισμού, άρει το όριο ανάμεσα στην κοινωνική και την προσωπική βία, μια θέση που συνδέει την πολιτική με την αναλυτική συνθήκη.
Στο κεφάλαιο «Το Ζωντανό σημαίνον, το παιδί και το παιδικό μεταφορικά και κυριολεκτικά» (2010, μτφρ. Ελίζας Νικολοπούλου), ο Γκιγιομάρ φέρνει στο προσκήνιο το «ανεξίτηλο» ερώτημα του Φερέντζι για την ταλάντευση ανάμεσα στο «παιδί» και το «παιδικό». Ξεκινώντας από το ερώτημα για το αν και με ποιο τρόπο (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) το παιδί είναι παρόν στην ανάλυση ενός ενήλικα, τοποθετείται με λόγο πυκνό και σύνθετο πάνω στο περιεχόμενο της θεραπείας του τραυματικού.
Το τραύμα δεν περιορίζεται στο τραυματικό γεγονός αλλά αναγνωρίζεται από τις συνέπειές του στην ψυχική και φαντασιακή ζωή που παραμένουν ενεργές ακόμη και αφού έχει σβηστεί το ίχνος του.
Με αναφορές στη συζήτηση που είχε ήδη εξελιχθεί μεταξύ του Φρόιντ και του Φερέτζι, του Φερέντζι και του Λακάν και μαθητών του τελευταίου όπως ο Γκρανόφ, υποστηρίζει με σαφήνεια την παρουσία του παιδιού στην αναλυτική διαδικασία, παρουσία κυριολεκτική και μεταφορική, εναποθέτοντας το αναλύσιμο όχι μόνο στον λόγο αλλά επιπλέον στο σώμα, τη σεξουαλικότητα και το παιδί, την παιδική ηλικία, τις συνθήκες δηλαδή που καθιστούν τον λόγο εφικτό.
Ο Φερέντζι αναγνωρίζει ότι στη θεραπεία ενηλίκων είναι παρόν ένα τραυματισμένο παιδί. Ο Γκιγιομάρ επεκτείνει τη θέση αυτή προσθέτοντας ότι η παρουσία αυτού του παιδιού απαιτεί ιδιαίτερες προσαρμογές, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο ότι το αναλυτικό πλαίσιο λειτουργεί πέρα από κάθε τραυματικό ίχνος.
Το τραύμα δεν περιορίζεται στο τραυματικό γεγονός αλλά αναγνωρίζεται από τις συνέπειές του στην ψυχική και φαντασιακή ζωή που παραμένουν ενεργές ακόμη και αφού έχει σβηστεί το ίχνος του. Αυτό που εγγράφεται ως διαφοροποίηση και επιδέχεται τραυματικά στοιχεία πηγάζει από τη σύγχυση των γλωσσών μεταξύ παιδιού κι ενηλίκου. Η αντίσταση του παιδιού να περιοριστεί στο παιδικό συμβάλλει στην κατανόηση αυτού που μπορεί να οργανωθεί στο μετατραυματικό.
Η επεξεργασία του τραύματος και η θεραπεία του τραυματικού εμπεριέχει την φαντασιωτική διαδικασία. Η κατασκευή φαντασιώσεων ενεργοποιείται μέσω της κίνησης του ελεύθερου συνειρμού καθώς βάζει σε λειτουργία την αφήγηση και τη σχέση με τον άλλον. Κυρίαρχο ωστόσο της παραγωγής φαντασιώσεων –αν και παραγνωρισμένο– παραμένει το στοιχείο της σεξουαλικότητας, το σεξουαλικό παιδικό, το οποίο καθίσταται πάντα παρόν σε κάθε τι δημιουργικό, σαφέστατα δε στην ίδια τη θεραπευτική διαδικασία.
Το τραυματισμένο παιδί έχει χάσει τη βεβαιότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Με αναφορές στη θεραπεία της Μάργκαρετ Λιτλ από τον Ντόναλντ Γουίνικοτ, ο Γκιγιομάρ σκιαγραφεί την ανάγκη του πραγματικού, του κυριολεκτικού, πριν το πέρασμα στη μεταφορά προκειμένου να διευκολυνθεί η εγκατάσταση μιας συνέχειας, ενός δεσμού μεταξύ των ορμών που επιτρέπει τη μετάβαση στην αμφιθυμία, το κράτημα, τη φαντασιωτική διαδικασία. Αναγκαία συνθήκη για το συμβολικό είναι η ζωντανή παρουσία, το σωματικό κράτημα, η φυσική σχέση ή, όπως διατυπώθηκε από τον Λακάν –με τη θέρμη μιας αίσθησης προσωπικής–, η επαφή με το ζωντανό σημαίνον.
Στο κεφάλαιο «Τα παιδιά δεν ψεύδονται» (2009, μτφρ. Σοφίας Λεωνίδη) ο Π. Γκιγιομάρ αναφέρεται σε μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας που συντάραξε τη γαλλική κοινή γνώμη και των διαστρεβλώσεων που ακολούθησαν τον δικαστικό χειρισμό της, προκειμένου να αναδείξει το ζήτημα της σύγχυσης που προκαλεί η σεξουαλικότητα.
Στο κεφάλαιο «Τα παιδιά δεν ψεύδονται» (2009, μτφρ. Σοφίας Λεωνίδη) ο Π. Γκιγιομάρ αναφέρεται σε μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας που συντάραξε τη γαλλική κοινή γνώμη και των διαστρεβλώσεων που ακολούθησαν τον δικαστικό χειρισμό της, προκειμένου να αναδείξει το ζήτημα της σύγχυσης που προκαλεί η σεξουαλικότητα, της διαφοράς της ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικο καθώς και των συνεπειών της απάρνησης του σεξουαλικού με την έννοια του υποβιβασμού του στο επίπεδο των πραγματικών γεγονότων.
Σύμφωνα με το ιστορικό αυτής της περίπτωσης, το μεγαλύτερο παιδί μιας εξαμελούς οικογένειας που κατοικούσε στην υποβαθμισμένη περιοχή του Ουτρό κατονόμασε τον πατέρα ως το πρόσωπο που το κακοποιούσε σεξουαλικά. Την αρχική αποκάλυψη ακολούθησε πλήθος περιγραφών και από τα υπόλοιπα παιδιά, πολλές από τις οποίες αποτέλεσαν ένα μείγμα αληθειών, επινοήσεων και συγχύσεων.
Ανάμεσα στη συχνά καταγεγραμμένη από τις κοινωνικές υπηρεσίες κακομεταχείριση των παιδιών αυτής της οικογένειας και τη σεξουαλική κακοποίηση παρεμβλήθηκε το δικαστικό σύστημα και ήταν τελικά ο λόγος των παιδιών («ο μπαμπάς μου κάνει έρωτα») παρά η συμπεριφορά και τα σημάδια στο σώμα τους που κινητοποίησαν το αίσθημα ευθύνης του επίσημου κράτους απέναντι στους ανήλικους πολίτες του.
Το σημείο ωστόσο που διακινεί τον Γκιγιομάρ είναι ο λόγος των ενηλίκων που ήρθε ως απάντηση στον λόγο των παιδιών. Με το αποφθεγματικό πρόταγμα του δικαστή που ανέλαβε την υπόθεση ότι «τα παιδιά δεν ψεύδονται» ευθυγραμμίστηκαν όλοι όσοι κατείχαν μια θέση σε αυτή τη διαδικασία από την οποία θα μπορούσαν να διερευνήσουν το περιεχόμενο και το νόημα που μπορεί να προσλάβει ο λόγος των παιδιών, κάτι που τελικά δεν έγινε. Αυτά που ειπώθηκαν ξεπέρασαν το μέτρο κάθε εγκυρότητας και ήταν η μητέρα που κατονόμασε το παιδικό ψέμα απελευθερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά από την επιθυμία του δικαστή.
Η υπόθεση Ουτρό αποτελεί για τον Γκιγιομάρ έναυσμα στοχασμού πάνω στον λόγο και τις αντηχήσεις του. Υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει αλήθεια χωρίς αναγνώριση του ψεύδους» ο λόγος επανακτά την ελευθερία να εκφράζει και να εκφράζεται μέσα από το ανθρώπινο πάθος και την ορμική του προέλευση.
Στο κεφάλαιο «Το διαστροφικό παιδί, το διεστραμμένο παιδί» (2011, μτφρ. Βίκυ Μαλισόβα-Χατζοπούλου), ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα ιδιαίτερο κείμενο. Δεκαοχτώ ερωτηματικές προτάσεις σε ένα κείμενο τεσσάρων περίπου σελίδων στην ελληνική μετάφραση δομούν τον σκελετό μιας συλλογιστικής που απέχει από τη βεβαιότητα ή την αδιαλλαξία του καταφατικού λόγου. Απελευθερώνεται έτσι ο χώρος για την ανάδυση της σκέψης του ίδιου του αναγνώστη πάνω στο ζήτημα της διαστροφής και της σχέσης της με την ψυχανάλυση, την αυθεντικότητα, την πολύμορφα διαστροφική διάθεση, τον νόμο, τη διαφορά των φύλων, την ομιλία. Τα ερωτήματα κατευθύνουν τη σκέψη προς τον πυρήνα της σχέσης της διαστροφής με την υπόσταση του παιδιού που βάλλεται και το μέλλον του, δημιουργώντας την αίσθηση ότι το τελικό ερώτημα αφορά στο βάθος την ανίχνευση των διαδρομών που ανοίγονται προς τη ζωή ή τον θάνατο.
Κατά την ανάπτυξη του συλλογισμού του ο αναγνώστης παρακολουθεί –με δέος ορισμένες φορές– την πολύπλοκη κίνηση του ψυχικού οργάνου κάτω από συνθήκες «ανελευθερίας» ή διάψευσης των δεσμών, του νόμου και των θεσμών.
Ο τόμος αυτός κλείνει με ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Η Διαστροφή ως φετίχ. Παραδείγματα της διαστροφής και τα θεωρητικοκλινικά τους διακυβεύματα» (2015, μτφρ. Ελένη Ζησοπούλου-Τσακυράκη). Εδώ ο Π. Γκιγιομάρ συνθέτει θεωρητικά την έννοια της διαστροφής μέσα από παραδείγματα και θεωρητικούς άξονες διατηρώντας, όπως παραδέχεται ο ίδιος, τις αντιθέσεις που ήδη ενυπάρχουν στην έννοια καθαυτή. Κατά την ανάπτυξη του συλλογισμού του ο αναγνώστης παρακολουθεί –με δέος ορισμένες φορές– την πολύπλοκη κίνηση του ψυχικού οργάνου κάτω από συνθήκες «ανελευθερίας» ή διάψευσης των δεσμών, του νόμου και των θεσμών. Φωτίζει τη θέση την οποία χτίζει κανείς με τα ίδια του χέρια για να τοποθετηθεί εκεί όχι ως υποκείμενο στη σχέση με τον Άλλον αλλά ως αντικείμενο της επιθυμίας και της απόλαυσής του.
Οι παρεκκλίσεις, οι παρεκτροπές, οι διαστροφές και η κανονικότητα έως την αποσεξουαλικοποίηση της μετουσίωσης αποτελούν πεδίο των σεξουαλικών ώσεων οι οποίες ουδέποτε θα οδηγήσουν στην πλήρη σεξουαλική ικανοποίηση. Το ανικανοποίητο καταλαμβάνει τη θέση ενός στοιχείου δομικού για τον ψυχισμό. Η αποδοχή της έλλειψης, του ευνουχισμού, της διαφοράς των φύλων ή αλλιώς η αποδοχή μιας πραγματικότητας που ερωτικοποιεί τη διαφορά επιδρά κινητικοποιητικά προσφέροντας τον ενδιάμεσο χώρο ως φιλόξενο έδαφος της ψυχικής ανθολογίας. Η απάρνησή της συντηρεί την τραυματική διάσταση της πραγματικότητας του ελλείμματος και πυροδοτεί τη δημιουργία ενός φετίχ ως στήριγμα και μέσο συσχέτισης.
Ακολουθώντας επομένως το φροϊδικό συλλογισμό η διαστροφή δεν προσδιορίζεται σε συμπεριφορές κι επιμέρους συμπτώματα (ομοφυλοφιλία, μαζοχισμός, σαδισμός, ηδονοβλεψία κ.ά.) αλλά συσχετίζεται με τον φετιχισμό, ενώ η λακανική σκέψη θα προσθέσει και κάποιες ιδιαίτερες δομές της φαντασίωσης, όταν «η πρόσληψη του ευνουχισμού» γίνεται αδύνατη και παύει να λειτουργεί ως αίτιο της επιθυμίας.
Η προσεκτική αυτή διατύπωση απελευθερώνει την έννοια της διαφοράς από τα έμφυλα χαρακτηριστικά της. Η ψυχική δράση μπορεί να εξελιχθεί στη διαφορά ανάμεσα στα υποκείμενα και τις γενεές, τα σώματα και τους ψυχισμούς, τη ζωή και τον θάνατο, τον Έρωτα και τον Θάνατο. Επομένως η «πραγματικότητα που χρειάζεται να μη διαψεύσει κάποιος» δεν είναι μόνο η σεξουαλική αλλά η «πραγματικότητα της συνεκτικότητας των δεσμών και των λόγων που τους αναγνωρίζουν και τους εγγυώνται». Στη διαστροφή η διάψευση της πραγματικότητας απαιτεί την καταστροφή του άλλου, την εξόντωση του υποκειμένου μέσα στον άλλον ως εκδίκηση στη θανάτωση της υποκειμενικότητας του ίδιου.
Σε αυτή τη συνθήκη αναγνωρίζεται η διπλή κίνηση του διαστροφικού καθώς καλείται να χτίσει ο ίδιος αυτό που στη συνέχεια θα καταγγείλει και θα προσπαθήσει να καταλύσει. Πρόκειται για μια θέση μοναχική και ίσως μοιραία. Η επιλογή διαγράφεται ανάμεσα σε μια «σχέση» ταύτισης, αντικειμένου του άλλου ή την καταστροφή της και τις ψυχωτικές της συνέπειες.
Κλείνουμε την παρουσίαση αυτή με το κεφάλαιο «Μόνο οι λέξεις διαφέρουν. Φερέντζι και Λακάν: Η σύγχυση γλωσσών» (2007, μτφρ. Νίκου Παυλάτου). Πρόκειται για το δεύτερο κείμενο του βιβλίου, ένα κείμενο που φέρνει στην επιφάνεια τις «ασυνέχειες μιας έρευνας ανοιχτής στην κλινική», όπως συνοψίζει ο ίδιος ο συγγραφέας τα ερωτήματα σχετικά με ό,τι θα μπορούσε να εμπεριέχεται στους όρους «μέθοδος» και «θεωρία». Ο Γκιγιομάρ, αναφερόμενος στις μεγάλες διαμάχες στους κόλπους της ψυχανάλυσης που το πάθος τους σφράγισε ορισμένες φορές την ιστορία τόσο των προσώπων όσο και των εννοιών, φαίνεται εκ πρώτης να θίγει το ζήτημα μιας ενιαίας θεωρίας για την ψυχανάλυση, ουσιαστικά όμως επερωτά την ίδια την ανάγκη μιας τέτοιας προσέγγισης, που κατά τον Πονταλίς εμπεριέχει εκείνο το στοιχείο της παντοδυναμίας από το οποίο μάχεται να απεκδυθεί. Ο ίδιος ο Γκιγιομάρ αποφεύγει τον όρο θεωρία. Στη θέση της μιλά για «κίνηση» που επεκτείνεται ή κλείνει και ακολουθεί μια καινοτομία, μια αλλαγή θέσης. Παρόμοιες περιγραφές μπορούν να βρεθούν σε επιστημολόγους όπως ο Κουν (Thomas S. Kuhn) όταν μιλούν για την αδυναμία μιας θεωρίας να εμπεριέξει το καινούριο και επέρχεται η καινοτομία ως αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος.
Η παρουσία του παιδιού, της παιδικής ηλικίας από την πλευρά τόσο του θεραπευόμενου όσο και του αναλυτή επιφέρει ένα στοιχείο αχρονικότητας στην σκηνή της θεραπείας. Χάνεται η ροή της ιστορικής αφήγησης και επέρχεται μια συνθήκη συμπυκνωμένης παρουσίας.
Η διαμάχη δασκάλου-μαθητή (Φρόιντ-Φερέντζι, Λακάν-Γκρανόφ) αποκτά τα χαρακτηριστικά που διέπουν κάθε ανάλογη κίνηση μετάδοσης-αποκοπής. Πώς υποδέχεται ο δάσκαλος τη διαφοροποίηση του μαθητή; Η απόσταση, η διαφωνία, η σύγχυση, η απώθηση οδηγούν σε απόρριψη που μπορεί να παίξει ρόλο εξίσου στηρικτικό όσο και η αποδοχή, υποστηρίζει ο Γκιγιομάρ. Ερωτήματα που βρίσκονται στην «καρδιά του δεσμού και της μεταβιβαστικής επανάληψης» συμπυκνώνονται στην αναγνώριση ή όχι του παιδιού μέσα στη συνεδρία και φέρνουν στην επιφάνεια τη σύγχυση που επιφέρει το σεξουαλικό ως εξαρχής τραυματικό. Η σύγχυση επαναλαμβάνεται στη μεταβίβαση και η αναγνώρισή της επιτρέπει την αποδοχή της διαφοροποίησης προς εγκατάσταση.
Η παρουσία του παιδιού, της παιδικής ηλικίας από την πλευρά τόσο του θεραπευόμενου όσο και του αναλυτή επιφέρει ένα στοιχείο αχρονικότητας στην σκηνή της θεραπείας. Χάνεται η ροή της ιστορικής αφήγησης και επέρχεται μια συνθήκη συμπυκνωμένης παρουσίας. Προσομοιάζει στην αίσθηση που αφήνει η περιγραφή του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) για τον Angelus Novus του Πάουλ Κλέε (Paul Klee). Ένας άγγελος που αιωρείται πάνω από τα ερείπια. Ο άνεμος, παρά την αντίστασή του, τον ωθεί προς το μέλλον, το βλέμμα του ωστόσο παραμένει στραμμένο πίσω σε αυτά. Σε αυτή τη διαφορά σύμφωνα με τον Γκιγιομάρ ενυπάρχει τόσο το αδύνατο όσο και η απόλαυσή του. Η κίνηση προς τα εμπρός, το τέλος της συνάντησης, η συνέχεια όσων προηγήθηκαν φέρνει στον νου τη φράση του συγγραφέα: «Υπάρχουμε μέσα στη ζωντανή ανάμνηση των δεσμών που μας έκαναν ζωντανούς».
* Η ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΚΑΛΑΤΖΗ είναι κλινική ψυχολόγος.
Μτφρ. Κωνστάνς Αθανασιάδου, Ελένη Ζησοπούλου-Τσακυράκη,
Σοφία Λεωνίδη, Βίκυ Μαλισόβα-Χατζοπούλου,
Ελίζα Νικολοπούλου και Νίκος Παυλάτος
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ PATRICK GUYOMARD