Για το βιβλίο του Massimo Recalcati «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου - Γονείς και παιδιά μετά τη δύση του πατέρα» (μτφρ. Άννα Πλεύρη & Γιοβάνα Βεσσαλά, εκδ. Κέλευθος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Το βιβλίο του πολυπράγμονα Ιταλού ψυχαναλυτή Μάσσιμο Ρεκαλκάτι Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου: γονείς και παιδιά μετά τη δύση του πατέρα μου το είχε προτείνει εδώ και καιρό ένας φίλος και πατέρας με τα καλύτερα λόγια. Στο μεταξύ, έχοντας γίνει εσχάτως πατέρας κι εγώ, αποφάσισα να το διαβάσω με την επιπρόσθετη περιέργεια που σου γεννιέται όταν προσδοκάς από ένα έργο να σου μιλήσει για κάτι άκρως προσωπικό, εν προκειμένω για το πώς μεγαλώνει κανείς ένα παιδί. Ευτυχώς, το έργο του Ρεκαλκάτι δεν περιορίζεται σε αυτό, αλλά συγκροτεί μια ευρύτερη θεώρηση για τη σύγχρονη εποχή σε ό,τι αφορά, εκτός από τη σχέση γονέων και παιδιών, κρίσιμα διακυβεύματα όπως το νόημα της ζωής μετά τον θάνατο των θεών-πατέρων (επουράνιων και επίγειων), την ηθική της ανάληψης της ατομικής ευθύνης, την ιδεολογική στράτευση στον περασμένο αιώνα και τις ψυχοκοινωνικές διεκδικήσεις των νέων στην ψηφιακή εποχή.
Το “σύμπλεγμα του Τηλέμαχου” είναι ο μεταφορικός τρόπος του Ρεκαλκάτι για να μιλήσει για τη δυσφορία που νιώθουν οι νέοι μετά την “έκλειψη”, την “εξάχνωση”, τη “δύση” του πατέρα. Τα παιδιά αναζητούν τον χαμένο τους πατέρα. Πώς και πού θα τον βρουν;
Στο Σύμπλεγμα του Τηλέμαχου το κυρίαρχο θέμα είναι ο νόστος του. Ναι, ο Τηλέμαχος νοσταλγεί, πράγμα πολύ παράξενο: ξέρουμε καλά πως ο Οδυσσέας είναι αυτός που νοσταλγεί, που θέλει να επιστρέψει σώος και αβλαβής στην πατρίδα του, στην Πηνελόπη και στον Τηλέμαχο, που θέλει να εκκαθαρίσει το βασίλειό του από τους μισητούς μνηστήρες που εποφθαλμιούν τη θέση και την περιουσία του, και φυσικά την κλίνη της συζύγου του, και να ζήσει εκεί ευτυχής και πλήρης μέχρι τον θάνατό του, καθώς έχει απορρίψει συνειδητά την αθανασία με την οποία τον είχε δελεάσει η Καλυψώ. Κι όμως σήμερα ο Τηλέμαχος είναι αυτός που νοσταλγεί, μας λέει ο Ρεκαλκάτι και, πιο συγκεκριμένα, νοσταλγεί τον πατέρα: το «σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» είναι ο μεταφορικός τρόπος αυτού του ψυχαναλυτή για να μιλήσει για τη δυσφορία που νιώθουν οι νέοι μετά την «έκλειψη», την «εξάχνωση», τη «δύση» του πατέρα. Τα παιδιά αναζητούν τον χαμένο τους πατέρα. Πώς και πού θα τον βρουν;
Η σχέση πατέρα-παιδιού και ειδικότερα πατέρα-γιου, όπως την ξέρουμε από τη λογοτεχνία, την ψυχανάλυση και τη ζωή, είναι μια σχέση δομικά συγκρουσιακή, οιδιπόδεια: από ένα σημείο και μετά το παιδί βλέπει τον πατέρα ως εμπόδιο στη ζωή και θέλει να τον βγάλει από τη μέση, μεταφορικά μιλώντας, για να βρει και να πάρει τον δικό του δρόμο. Ο Τηλέμαχος, σύμφωνα με τον Ρεκαλκάτι, είναι το αντίστροφο του Οιδίποδα: αναζητά τον πατέρα ως ελπίδα, ως μαρτυρία, ως αυτόν που θα έρθει από τα ξένα και θα ενσαρκώσει επιτέλους τον Νόμο (τον «Νόμο του λόγου», όπως επαναλαμβάνει) προσφέροντας νόημα και κληροδοτώντας επιθυμία στο παιδί. Αυτός ο πατέρας δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) ο παλιός αυταρχικός πατέρας-αφέντης, ο Νόμος ως οπισθοδρομικός καταπιεστής, αλλά ο Νόμος ως προοδευτικός απελευθερωτής, ως αυτός που θα μεταδώσει στο παιδί τόσο την επιθυμία, δηλαδή τη βούληση για ζωή, όσο και το όριο, δηλαδή τη βούληση για ευθύνη. Χωρίς επιθυμία επέρχεται η κατάθλιψη, η έλλειψη νοήματος, το μηδενιστικό σβήσιμο της ζωής, ενώ χωρίς όριο επέρχεται η «θανάσιμη απόλαυση», η εξουσιομανία επί των άλλων και η αδυναμία ανάληψης μιας ηθικής ευθύνης απέναντί τους (και, εννοείται, των άλλων απέναντι σε μας).
Ο άνθρωπος είναι ένα «ομιλ-όν» (Λακάν), γέννημα της βιολογίας αλλά θρέμμα της κοινωνίας και κυρίως της γλώσσας της. Κατά τη χαϊντεγκεριανή ιδιόλεκτο, την οποία αξιοποίησε ο Λακάν στην ψυχανάλυση, ο οίκος του ανθρώπου είναι ο οίκος της γλώσσας. Χωρίς τον Νόμο του λόγου, σημειώνει ο Ρεκαλκάτι, όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρχει ισορροπημένο υποκείμενο, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει ούτε κοινωνικό συμβόλαιο. «Η ζωή αρχίζει να πεθαίνει όταν αρχίζουμε να μιλάμε» γράφει σε μια μόνο φαινομενικά παράδοξη πρόταση, για να επιμείνει όμως ότι μια νέα ζωή θα γεννηθεί με τον λόγο, με τον Νόμο του λόγου, τον οποίο καλείται να φέρει και να εκφέρει ο πατέρας. Επομένως, πατέρας δεν είναι πια «αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο στο νόημα της ζωής και του θανάτου, αλλά μάλλον αυτός που ξέρει να φέρει τον λόγο και, συνεπώς, ξέρει να παραιτείται από την εξουσία τού να έχει τον τελευταίο λόγο».
Ο Ρεκαλκάτι δεν διστάζει να πολιτικοποιήσει τον ψυχαναλυτικό λόγο του, τονίζοντας ότι «ενώ η δεξιά αποτυχία της κληρονομιάς προκύπτει από την υπερβολική πίστη στο παρελθόν, η αριστερή αποτυχία προκύπτει από την επαναστατική απόρριψη του παρελθόντος».
Τι έχει συμβεί στην εποχή μας; Αντί για τη συνέχιση των γενεών και την κληροδότηση της επιθυμίας από τους γονείς στα παιδιά, συχνά διαπιστώνεται η «σύγχυση των γενεών»: οι γονείς παλιμπαιδίζουν, φορούν νεανικά ρούχα, ανοίγουν λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα όπου και ναρκισσεύονται, όντας αυτά μάλλον «τα πραγματικά κακομαθημένα παιδιά». Από την άλλη, τα παιδιά νιώθουν απέραντη μοναξιά και υπαρξιακό κενό, νοσταλγούν κανονικούς γονείς που να θέτουν εύλογα όρια και θεμιτές κατευθυντήριες γραμμές, και παράλληλα αιτούνται εργασία με νόημα, αξιοπρέπεια και ικανοποιητικές απολαβές (και όχι εξάλειψη της εργασίας, όπως επιδίωκε ο «αθώος ελευθερισμός» του ’68: εύκολα εξεγείρεσαι κατά της εργασίας όταν δεν υπάρχει δομική ανεργία). Ο Ρεκαλκάτι δεν διστάζει να πολιτικοποιήσει τον ψυχαναλυτικό λόγο του, τονίζοντας ότι «ενώ η δεξιά αποτυχία της κληρονομιάς προκύπτει από την υπερβολική πίστη στο παρελθόν, η αριστερή αποτυχία προκύπτει από την επαναστατική απόρριψη του παρελθόντος». Ο πολιτικά στρατευμένος άνθρωπος του πρώτου μισού του 20ού αιώνα απομαγεύτηκε τόσο απότομα ώστε στο δεύτερο μισό μετατράπηκε σε «λαμόγιο που κλέβει για τον εαυτό του και μόνο», επαναλαμβάνοντας και επιβεβαιώνοντας τον «λόγο του καπιταλιστή».
Ο 20ός αιώνας, ιδίως στο πρώτο μισό του, ήταν ο αιώνας της ιδεολογίας, όπου «ο φασισμός, ο ναζισμός, ο σταλινισμός ζωντάνεψαν την παραληρηματική και σαρωτική φαντασίωση για έναν τρελό και αιμοσταγή πατέρα». Έκτοτε περάσαμε στη μεταπολεμική εποχή και στο άλλο άκρο, καθότι οι αριστερίστικες εξεγέρσεις του ’68 και της δεκαετίας του ’70 (επηρεασμένες κι από τον Αντι-Οιδίποδα των Ντελέζ και Γκουαταρί) αξίωναν την πλήρη εξάλειψη του πατέρα και του νόμου (του) και κατ’ επέκταση την πλήρη ελευθερία, εντέλει την ασυδοσία και τη «θανάσιμη απόλαυση» των πάντων από τους πάντες, «τη διαστροφική λατρεία μιας άμεσης, απεριόριστης, απόλυτης, χωρίς φραγμούς απόλαυσης». Ο Ρεκαλκάτι στέκει ανάμεσα στα δύο άκρα, στηριζόμενος στη μεσότητα των πορισμάτων της ψυχανάλυσης: αφενός δεν θέλουμε πια, και δικαίως, τον καταπιεστικό πατέρα (και νόμο) του παρελθόντος, αφετέρου δεν γίνεται να υπάρχει ατομική και κοινωνική ζωή χωρίς πατέρα (και νόμο). Καθώς ο Ρεκαλκάτι πιστεύει (και ορθά) ότι «το ανεκρίζωτο κακό κατοικεί την ύπαρξή μας» (συνεπώς δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών δομών και σχέσεων), η ελευθερία μας οφείλει να είναι οριοθετημένη ώστε να δοθεί χώρος για την ευθύνη. Μακριά από τον γιο-Οιδίποδα και τον γιο-Νάρκισσο, προκρίνει την ύπαρξη και τη σημασία ενός γιου-Τηλέμαχου που «αναζητά τον πατέρα ως τόπο ενός εφικτού ορθού Νόμου». Συγχρόνως, πέρα από τον γιο-Νάρκισσο αλλά σε συνύφανση με αυτόν, ο Ρεκαλκάτι επισημαίνει μια άλλη περίπτωση, την πιο ανησυχητική στην εποχή του διαδικτύου: αμέτρητοι νέοι «ζουν στον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο ως αιχμάλωτοι, οικειοθελώς έγκλειστοι στα δωμάτιά τους. Έχουν διακόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο, έχουν αποσυρθεί από τη ζωή, έχουν εγκαταλείψει σχολείο και εργασία. Αυτό το ανώνυμο πλήθος προτιμά την αυτιστική απόσυρση, τη ναρκισσιστική αναδίπλωση στον εαυτό του, αντί για τη δυσκολία της μετάφρασης που επιβάλλει ο Νόμος του λόγου. Είναι ένα σημείο των καιρών».
"Το Σύμπλεγμα του Τηλέμαχου" είναι ένα πολύπλευρο δοκίμιο βασισμένο σε μια καλομελετημένη ψυχαναλυτική θεώρηση, το οποίο υπερβαίνει τα όρια της ψυχολογίας για να φανερώσει τις ευρύτερες πολιτισμικές ανάγκες της εποχής μας.
Ο Ρεκαλκάτι βασίζει τη θεωρία του στον Λακάν, στον επιβλητικότερο «γιο» του «πατέρα» Φρόιντ, αλλά αξιοποιεί και τον Γουίνικοτ, την Ντολτό, ακόμα και τον Φρομ. Παράλληλα διανθίζει το κείμενό του, όπως συνήθιζαν οι παλιοί και συνηθίζουν οι νέοι ψυχαναλυτές (βλ. τον γουινικοτικό Άνταμ Φίλιπς και τις αναφορές του στην ποίηση, ή τον λακανικό Ντάριαν Λίντερ και τις αναφορές του στα εικαστικά), με επιλεκτικές και προσεκτικά ενσωματωμένες αναφορές στην πεζογραφία (Μπέκετ, Πάστερνακ, Ροθ, Καμύ, ΜακΚάρθι) και τη φιλοσοφία (Λουκρήτιος, Σοπενχάουερ, Νίτσε, Κίρκεγκωρ, Άρεντ, Αντόρνο). Συνάμα φαίνεται να τον ενδιαφέρει, τουλάχιστον σε αυτό το βιβλίο, ο κινηματογράφος, όπου διαπιστώνει την καίρια φανέρωση της προβληματικής μεταξύ πατέρων και παιδιών: σε ταινίες του Μορέττι, του Παζολίνι και του Τορνατόρε, στο συγκινητικό Μπίλλυ Έλλιοτ, στον Γιο των Νταρντέν και στις δυνατές τελευταίες ταινίες του Ίστγουντ. Ακόμα, δεν λείπουν αυτοβιογραφικά κομμάτια για τα ανήσυχα εφηβικά και μετεφηβικά χρόνια του, αλλά και καρφιά στον λαϊκισμό της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Σημασία προπάντων έχει πως ο Ρεκαλκάτι γράφει με στόχο να γίνει κατανοητός, γεγονός όχι πάντα αυτονόητο στις ψυχαναλυτικές και φιλοσοφικές μελέτες. Το Σύμπλεγμα του Τηλέμαχου είναι ένα πολύπλευρο δοκίμιο βασισμένο σε μια καλομελετημένη ψυχαναλυτική θεώρηση, το οποίο υπερβαίνει τα όρια της ψυχολογίας για να φανερώσει τις ευρύτερες πολιτισμικές ανάγκες της εποχής μας.
* Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την ταινία του Alexander Sokurov «Πατέρας και γιος» (2003).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ενώ με τον γιο-Οιδίποδα σε πρώτο επίπεδο υπάρχει η σύγκρουση γενεών, ο αγώνας, η διαμάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αντιλήψεις του κόσμου, η άρνηση της κληρονομιάς, της υιικής ιδιότητας, με τον γιο-Νάρκισσο βρίσκεται στο επίκεντρο η αδιάκριτη συγχώνευση γονιών και παιδιών, η σύγχυση μεταξύ των γενεών, η απουσία συγκρούσεων και η λατρεία μιας ατομικής ευτυχίας χωρίς δεσμούς με τον Άλλον. Ο γιος-Τηλέμαχος είναι μια νέα ερμηνεία της σύγχρονης δυσφορίας των νέων. Ο Τηλέμαχος γίνεται σύμβολο του “σωστού κληρονόμου”: ξέρει να είναι γιος και ξέρει να κάνει το πιο επικίνδυνο ταξίδι για να γίνει κληρονόμος. Μας δείχνει πώς μπορείς να είσαι γιος χωρίς να παραιτείσαι από την επιθυμία σου».
Massimo Recalcati