Για τον συλλογικό τόμο «Greece in Crisis: The Cultural Politics of Austerity – Η Ελλάδα σε κρίση: Η πολιτισμική πολιτική της λιτότητας» (επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας, εκδ. I.B. Tauris).
Της Βασιλικής Καισίδου
Ο Δημήτρης Tζιόβας, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ (University of Birmingham) και πολυγραφότατος ακαδημαϊκός, είναι μάλλον γνωστός στο ελληνικό κοινό. Στο τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά, Η Πολιτισμική Ποιητική της Ελληνικής Πεζογραφίας (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), το λογοτεχνικό κείμενο γίνεται αντιληπτό ως συναίρεση πολιτισμικών λόγων και είναι η ίδια αντίληψη (σε συνάρτηση πλέον με ένα οικονομικό φαινόμενο) που διατρέχει τον πρόσφατα εκδοθέντα συλλογικό τόμο Greece in Crisis: The Cultural Politics of Austerity (εκδ. I.B. Tauris), τον οποίο επιμελείται. Ο τόμος είναι καρπός του ερευνητικού προγράμματος «The Cultural Politics of the Greek Crisis» (2014-2016), με την προσθήκη ορισμένων κεφαλαίων τα οποία υπογραμμίζουν τη διεπιστημονική του διάσταση.
Πρόκειται για μια καίρια και απαραίτητη προσθήκη στην υπάρχουσα βιβλιογραφία για την ελληνική κρίση η οποία, παρότι πλούσια σε εκδόσεις σχετικές με τις οικονομικοπολιτικές πτυχές της, αποδεικνύεται μάλλον ισχνή σε μελέτες των λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών και εικονιστικών αναπαραστάσεών της.
Πρόκειται για μια καίρια και απαραίτητη προσθήκη στην υπάρχουσα βιβλιογραφία για την ελληνική κρίση η οποία, παρότι πλούσια σε εκδόσεις σχετικές με τις οικονομικοπολιτικές πτυχές της, αποδεικνύεται μάλλον ισχνή σε μελέτες των λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών και εικονιστικών αναπαραστάσεών της, με άλλα λόγια των πολιτισμικών πρακτικών που την πλαισιώνουν και των ταυτοτήτων που συνακόλουθα κατασκευάζονται. Στην εισαγωγή ο Tζιόβας, παρά τον ουδέτερο τόνο που υιοθετεί, κάνει δύο εύστοχες παρατηρήσεις που διατρέχουν αρκετά από τα κεφάλαια του τόμου· επισημαίνει τον κίνδυνο να αναχθεί η «κρίση» στη νέα μεγάλη αφήγηση για την τρέχουσα πολιτισμική παραγωγή, καθώς και την ανάγκη κατανόησης της κρίσης όχι μόνο ως «πολιτισμικής άνοιξης» αλλά και ως αιτίας οικονομικών πληγμάτων και συρρίκνωσης πολιτιστικών οργανισμών.
Περνώντας στο κυρίως μέρος, τα πρώτα δύο κεφάλαια εξετάζουν τις ταυτότητες και πολιτικές που (ανα)διαμορφώνονται μέσα από ποικίλους πολιτισμικούς λόγους για την κρίση. Ο Tζιόβας, αντλώντας από διαφορετικές πολιτισμικές αφηγήσεις (διεθνείς σχέσεις, ιστορία, media), ορίζει την κρίση ως ένα εθνικό τραύμα που ενεργοποιείται σε πολλαπλές χρονικότητες –από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τη Χούντα– με αποτέλεσμα το παρόν να ανασημασιοδοτείται υπό το πρίσμα του παρελθόντος. Σε μια αντίστοιχη «πολιτική του παρελθόντος», ο Δημήτρης Πλάντζος εξετάζει τις βιοπολιτικές χρήσεις της κλασικής αρχαιότητας και πώς αυτές βοηθούν ώστε να κατασκευαστεί ένα νέο μοντέλο κυβερνητικότητας στην Ελλάδα μετά την κρίση. Με μελέτη περίπτωσης την ανασκαφή στην Αμφίπολη, εξηγεί τη λειτουργία της αρχαιολογίας ως πειθαρχικού μηχανισμού που επιβάλλει τη συμμόρφωση ακαδημαϊκών και του κοινού στις εκάστοτε ανάγκες της πολιτικής ή/και θρησκευτικής ηγεσίας. Εντούτοις, δεν κάνει κάποια αναφορά στο πόσο γρήγορα η φούσκα της Αμφίπολης αποσιωπήθηκε από τον μιντιακό λόγο.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα δεύτερη ενότητα καταγράφονται δύο διαφορετικής υφής διασπορικές ταυτότητες στη μετά-κρίση εποχή. Το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται τη μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών (το λεγόμενο brain drain), αποδομώντας τον μύθο πως πρόκειται για ένα καινούργιο φαινόμενο. Πιο σημαντικά, οι συγγραφείς εντοπίζουν τις πιθανότητες ανασυγκρότησης του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου όχι στον επαναπατρισμό των εκπατρισμένων αλλά στη σύναψη διεθνικών δικτύων και συνεργασιών με την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Έπειτα, ο Γιώργος Αναγνώστου ανιχνεύει την κατασκευή της ταυτότητας των Ελληνοαμερικανών στο πλαίσιο της κρίσης μέσα από ένα πλέγμα πολιτισμικών πρακτικών (τύπος, ντοκιμαντέρ, ταινίες), οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρεις κυρίαρχες αφηγήσεις: τον ελληνικό εθνικισμό, τη μεσοαστική αμερικανική υπηκοότητα και την οικονομική επιτυχία στον φιλελεύθερο καπιταλισμό· και στις τρεις, καταλήγει ο Αναγνώστου, η διασπορική ταυτότητα προβάλλεται ως συνισταμένη της επιχειρηματικότητας και καινοτομίας.
Η Λυδία Παπαδημητρίου χαρτογραφεί το κινηματογραφικό τοπίο κατόπιν κρίσης με έμφαση στο πώς επηρεάστηκε από θεσμικές, οικονομικές, και πολιτισμικές μεταβολές. Η μελέτη, προσγειωτική απέναντι στις συχνά διθυραμβικές κρίσεις για το ρεύμα του Weird Wave, αναδεικνύει αντικρουόμενες δυναμικές δημιουργικότητας και στασιμότητας.
Η τρίτη ενότητα κατορθώνει να αποτυπώσει ένα ευρύτατο φάσμα ελληνικών πολιτιστικών οργανισμών και των (λιγότερο ή περισσότερο) δημιουργικών απαντήσεων που έδωσαν στις οικονομικές προκλήσεις που έθεσε η κρίση. Η Λυδία Παπαδημητρίου χαρτογραφεί το κινηματογραφικό τοπίο κατόπιν κρίσης με έμφαση στο πώς επηρεάστηκε από θεσμικές, οικονομικές, και πολιτισμικές μεταβολές. Η μελέτη, προσγειωτική απέναντι στις συχνά διθυραμβικές κρίσεις για το ρεύμα του Weird Wave, αναδεικνύει αντικρουόμενες δυναμικές δημιουργικότητας και στασιμότητας, αναγνωρίζοντας πάντως τη σημασία των εξωστρεφών χρηματοδοτικών κινήσεων, συμπαραγωγών και αλληλέγγυων συνεργασιών ως απότοκο της λιτότητας. Αντιστρόφως ανάλογη είναι η δυναμική που ανιχνεύει η Ανδρομάχη Γαζή στα δημόσια μουσεία, στα οποία ο κεντροποιημένος κρατικός έλεγχος και το δύσκαμπτο γραφειοκρατικό πλαίσιο οδηγούν σε μια εσωστρεφή πολιτιστική διαχείριση. Αυτή ναρκοθετεί τις συνεργασίες, την καινοτομία και προσαρμοστικότητα, καθιστώντας τις συνέπειες των μειωμένων κρατικών κονδυλίων και επιχορηγήσεων άμεσα αισθητές. Για το «παράδοξο» της ακμάζουσας φεστιβαλικής δραστηριότητας επί κρίσης γράφει η Κατερίνα Λεβίδου, φωτίζοντας τον τρόπο επιβίωσης των καλλιτεχνικών φεστιβάλ δυτικής μουσικής. Ορισμένα αναπροσάρμοσαν τις πρακτικές τους ώστε να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία αλλά γενικά η επιβίωσή τους ήταν ευκολότερη καθώς συντηρούνταν από ιδιωτικούς χορηγούς και αξιοποιούνταν συχνά για τουριστικούς σκοπούς αλλά και ως μέσα επαγγελματικής δικτύωσης.
Η τέταρτη και πέμπτη ενότητα αφιερώνονται στις καλλιτεχνικές (εικονιστικές και λογοτεχνικές) χρήσεις τις κρίσης. Η Julia Tulke γράφει με διεισδυτικότητα για την έκρηξη του αθηναϊκού graffiti και υπογραμμίζει τη λειτουργία του όχι μόνο ως περιγραφικού αρχείου της τρέχουσας πραγματικότητας αλλά και ως επιτελεστικής παρέμβασης στον αστικό χώρο. Εξηγεί πώς το συχνά αντιφατικό σώμα graffiti και των δημιουργών του συνδιαλέγονται και ποια κοινά μοτίβα εντοπίζονται, συντελώντας στη διαμόρφωση πολιτικής αλληλεγγύης και επανα-φαντασίωσης της πόλης. Στον αντίποδα της ανανεωτικής ορμής του graffiti, τα πολιτισμικά κείμενα που εξετάζει η Trine Willert πραγματεύονται διαφορετικού τύπου νοσταλγικές επιστροφές στην επαρχία ως «αντίδοτο» στην κρίση: την επιστροφή ως πρακτική λήθης της κρίσης, ως επιχειρηματική δραστηριότητα αντιμετώπισής της ή και ως νοσταλγία αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση.
Ο τόμος ξετυλίγει στρατηγικά και με μεγάλη πληρότητα το πλέγμα πολιτισμικών πολιτικών και αναπαραστάσεων της κρίσης.
Για την αστυνομική τριλογία της κρίσης του Πέτρου Μάρκαρη γράφει η Patricia Barbeito, υποδεικνύοντας πως η δημιουργική αναπροσαρμογή των ειδολογικών συμβάσεων και η πολιτική δύναμη της φαντασίας υπερβαίνει την απλή περιγραφή της κρίσης και ενεργοποιεί την αναγνωστική συλλογική ηθική ευθύνη. Στη συνέχεια, η Μαρία Μπολέτση διαβάζει τη νουβέλα του Σωτήρη Δημητρίου ως αφήγημα που χιουμοριστικά ξεδιπλώνει μετά-κρίση εναλλακτικές προοπτικές και μέλλοντα με πάσα γνώση της σχετικότητας και σαθρότητάς τους – μια προσέγγιση που βυθισμένη στο γλωσσικό παιχνίδι του κειμένου ενδεχομένως παραβλέπει κάποιες οδυνηρά ειρωνικές πτυχές του. Ο τόμος κλείνει με μια γλωσσολογική μελέτη σχετικά με τους αντικρουόμενους λόγους περί της κρίσης, όπως αυτοί εκφράστηκαν από τα πολιτικά κόμματα, τη συνεπικουρική προς τα πρώτα ρητορική των ΜΜΕ, τα κείμενα αντικαθεστωτικών συλλογικοτήτων και τον συχνά θυματοποιητικό λόγο των νέο-φασιστικών ομάδων.
Ο τόμος ξετυλίγει στρατηγικά και με μεγάλη πληρότητα το πλέγμα πολιτισμικών πολιτικών και αναπαραστάσεων της κρίσης. Έτσι, με το μεγαλύτερο μέρος του εύληπτο σε ένα ευρύ κοινό, αξίζει να διαβαστεί από οποιονδήποτε με ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
* Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΙΣΙΔΟΥ είναι Υποψήφια Διδάκτορας στις Νεοελληνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham.
Επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας
I.B. Tauris 2017
Σελ. 304