Για το δοκίμιο του Λάκη Προγκίδη Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Λάκης Προγκίδης, με τη ζέση και το πάθος του για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μπορεί και να μας πείσει ότι ο Σκιαθίτης είναι ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος. Εξήντα χρόνια διαλέγεται στο μυαλό του με το έργο του συγγραφέα και –παράλληλα– με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Έτσι, και στο παρόν δοκίμιό του εξετάζει πλευρές της σύγχρονης ζωής με το πρίσμα της παπαδιαμαντικής σκέψης, με έναν αιρετικό, θα έλεγα, και sui generis τρόπο, συνέχεια των δύο προηγούμενων τόμων, της Κατάκτησης του μυθιστορήματος (Εστία 1998) και του Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση (Εστία 2002).
O Αλ. Παπαδιαμάντης εκπροσωπεί το τρίπτυχο που καθορίζει τον ελληνικό πολιτισμό σε μια αγαστή αρμονία: το αρχαιοελληνικό πνεύμα με τις παγανιστικές–φυσιολατρικές του καταβολές, τον χριστιανικό κόσμο και τις χωνεμένες δυτικές επιδράσεις.
Και γράφω «αιρετικός», γιατί δεν προσεγγίζει το θέμα του με φιλολογικό τρόπο, παρόλο που είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος πάνω στον Έλληνα συγγραφέα, αλλά με «αισθητικό», όπως δηλώνει ο ίδιος. Εγώ θα έλεγα ότι περισσότερο λειτουργεί διαισθητικά και εμπειρικά, γεγονός που οδηγεί σε δύο παράλληλους δρόμους: αφενός διαβάζει τα ίδια τα διηγήματα και σκέφτεται άμεσα, ευθέως, αμεσολάβητα, πρωτότυπα, δημιουργικά κλπ. κι αφετέρου προσπερνά (συνειδητά ή ασύνειδα) τις κατακτήσεις της υφιστάμενης φιλολογικής και κριτικής σκέψης, συχνά υπονοώντας τις, άλλοτε δείχνοντας να τις αγνοεί και άλλοτε να τις παρερμηνεύει.
Όντως ο Αλ. Παπαδιαμάντης εκπροσωπεί το τρίπτυχο που καθορίζει τον ελληνικό πολιτισμό σε μια αγαστή αρμονία: το αρχαιοελληνικό πνεύμα με τις παγανιστικές–φυσιολατρικές του καταβολές, τον χριστιανικό κόσμο και τις χωνεμένες δυτικές επιδράσεις. Απέναντι λοιπόν στο ατομοκεντρικό ιδεώδες που στηρίζεται στην προοδοπληξία και το χρήμα, ο «κοσμοκαλόγερος» προβάλλει την παράδοση και το συλλογικό πνεύμα, αναδεικνύει τη δύναμη της φύσης, εξυψώνει αξίες που ίσως σήμερα έχουν χαθεί και θα άξιζε να αναστηθούν.
Ο Λ. Προγκίδης, συζητώντας φαινόμενα και τάσεις των καιρών μας, περιδιαβαίνει μερικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, από το «Υπό την βασιλικήν δρυν» μέχρι το «Μυρολόγι της φώκιας» κι από το «Καμίνι» ώς τη «Σταχομαζώχτρα». Έτσι, μέσω των ιδεών τους διατρέχει τον ελληνικό πολιτισμό, εξηγεί πάθη και κατακτήσεις του κι ερμηνεύει τις παθογένειές του. Δανείζεται την έννοια του «δίκωλου» από τον Γιάννη Κιουρτσάκη (ο οποίος με τη σειρά του τη δανείστηκε από τον Καραγκιόζη), για να εξηγήσει το πώς ο χριστιανικός πολιτισμός της νεότερης Ελλάδας κουβαλά, σαν αδιαχώριστο νεκρό αδελφό, το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Τέλος, αναζητά επιδράσεις του Παπαδιαμάντη σε νεότερους συγγραφείς, όπως τον Λάκη Παπαστάθη, τη Βασιλική Ηλιοπούλου, τον Δημήτρη Μίγγα και τον Δημήτρη Κοσμόπουλο.
Επιφυλάξεις και αντιρρήσεις
Κι ενώ εκτιμώ το πάθος του Λ. Προγκίδη, αναρωτιέμαι για πολλά απ’ όσα γράφει, επιφυλάσσομαι για το πώς στηρίζει όσα λέει, έχω πολλές απορίες και ίσως ενστάσεις, που θα άξιζε να συζητηθούν.
Καταρχάς, γιατί ταυτίζει το μυθιστόρημα με το διήγημα και ανάγει όλα τα πεζά στο μυθιστορηματικό είδος: Το μυθιστόρημα έχει οριστεί με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δεν έχει το διήγημα και έχει προσδιοριστεί βάσει της πολυφωνίας και της συγκεκριμένης πολυεπίπεδης πλοκής του, με πληρότητα από τον Μιχαήλ Μπαχτίν και άλλους, ενώ το διήγημα είναι ένας σαφής (διαφορετικός) πεζογραφικός κόσμος, με την πυκνότητα, τη γλωσσική λεπτοδουλειά και την έμφαση στο συγκεκριμένο, στο επιμέρους, στο «μικρό», που δεν μπορεί να πετύχει το μυθιστόρημα. Κι από την άλλη, τα κείμενα του Αλ. Παπαδιαμάντη δεν διαθέτουν «μυθιστορηματικότητα», όσο ο κόσμος που παρουσιάζουν είναι αδιαίρετος και εν πολλοίς παγιωμένος.
Μιλώντας ο Λ. Προγκίδης για το σχολείο και την απόσταση που πολλοί βλέπουν ανάμεσα στους σημερινούς μαθητές και στον «απλό», «φυσικό» κόσμο του Σκιαθίτη, αναρωτιέται αν ανάλογες δυσκολίες υπάρχουν και με τους αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Όμηρο ή τον Ευριπίδη, και συμπεραίνει ότι εκεί δεν προβάλλονται ανάλογες αντιρρήσεις για τη δυνατότητα προσέγγισης.
Από εκεί και πέρα, στέκομαι σε ορισμένα σημεία που με προβλημάτισαν: στο «Μυρολόγι της φώκιας», «εις γέρων ψαράς» κατάφερε να μεταφράσει τη γλώσσα της φώκιας, επειδή, όπως υποστηρίζει ο Λ. Προγκίδης, είναι, όπως κάθε άνθρωπος, «εντριβής» στη φύση, «ξεχειλίζει δηλαδή από τις προδιαγραφές της ζωής έτσι όπως τούτες εδώ ισχύουν για όλη τη φύση». Μήπως τελικά ο ψαράς δεν αντιπροσωπεύει κάθε άτομο, αλλά ως ψαράς, ως άνθρωπος της θάλασσας και της φύσης, είναι πιο κοντά στα στοιχεία της –κι εδώ συγκεκριμένα στη φώκια– απ’ ό,τι εμείς οι αλλοτριωμένοι από αυτή (τη φύση); Άρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε εγγύτητα μ’ αυτή;
Μιλώντας ο Λ. Προγκίδης για το σχολείο και την απόσταση που πολλοί βλέπουν ανάμεσα στους σημερινούς μαθητές και στον «απλό», «φυσικό» κόσμο του Σκιαθίτη, αναρωτιέται αν ανάλογες δυσκολίες υπάρχουν και με τους αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Όμηρο ή τον Ευριπίδη, και συμπεραίνει ότι εκεί δεν προβάλλονται ανάλογες αντιρρήσεις για τη δυνατότητα προσέγγισης. Δεν ξέρω αν αγνοεί ότι τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο διδάσκονται περισσότερο για τη γλώσσα παρά για τη «βιωματική» επαφή των παιδιών με τον κόσμο τους –κακώς κατ’ εμέ–, ενώ ο Παπαδιαμάντης προσπελάζεται –και καλώς γίνεται– για κάτι οικείο, που θα έπρεπε να απασχολεί τον σημερινό Έλληνα, από τη σύλληψη του κακού και την ανθρώπινη και θεία δικαιοσύνη μέχρι την απώλεια της αθωότητας. Με άλλα λόγια, όντως ο κόσμος του Ομήρου και των τραγικών δεν φτάνει ώς εμάς, ώς τα παιδιά του σχολείου, ίσως γιατί κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτόν καθεαυτόν, ενώ αντίθετα ο κόσμος του Παπαδιαμάντη –επιχειρείται έστω– να μιλήσει στους μαθητές για ό,τι διαχρονικό εκπέμπει. Κι αυτό δεν είναι εύκολο λόγω της πραγματικής απόστασης των δύο κόσμων, όπως συμβαίνει εξίσου και με τον κόσμο των αρχαίων.
Λίγο πιο κάτω ο δοκιμιογράφος γράφει ότι «κύριο μέλημα του κριτικού όπως και οποιουδήποτε αναγνώστη είναι να σέβεται εκείνο που αγαπάει βαθιά ο συγγραφέας κι όχι αυτό που θεωρεί αξία ο δικός του κόσμος». Σεβαστή η σκέψη του αλλά εν μέρει παρωχημένη. Η θεωρία της πρόσληψης και άλλες σύγχρονες προσεγγίσεις έχουν αναγάγει τον αναγνώστη αν όχι σε αυταξία, τουλάχιστον σε ισότιμο πόλο με τον συγγραφέα, πράγμα που υπονοεί ότι ο κόσμος του δεύτερου πρέπει να συντηχθεί με τον κόσμο του πρώτου, αν θέλουμε να μιλάμε για διάλογο με βάση το βιβλίο. Κι αν μιλήσουμε λίγο ευρύτερα, η διαχρονικότητα ενός έργου δεν επιτυγχάνεται αν προσπαθούμε εμείς οι αποδέκτες του να βρεθούμε στην εποχή και στο κλίμα του, αλλά αν αυτό έχει τέτοια δύναμη ώστε να δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα κάθε εποχής, αν αυτό δηλαδή μπορεί να έλθει ώς εμάς.
Με τις όποιες υπερβολές της, η ψυχαναλυτική ματιά φώτισε υποσυνείδητες πτυχές της λογοτεχνικής παραγωγής κι έδωσε ένα ακόμα εργαλείο προσέγγισής της.
Αναλύοντας την αξία ενός έργου τέχνης, ο Λ. Προγκίδης προτείνει μια άξια λόγου δοκιμή: «Αν […] κλείνοντας το βιβλίο νιώσετε βαθύτατη επιθυμία να το κουβεντιάσετε μ’ έναν φίλο σας, τότε έχουμε να κάνουμε με αληθινό έργο τέχνης». Ωραία, γόνιμη σκέψη, που σε πρώτη φάση ας τη δεχτούμε ως λυδία λίθο της ποιότητας ενός μεγάλου έργου. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης περνάει αυτή τη βάσανο; Όλος ο Παπαδιαμάντης; Ίσως η «Φόνισσα», ίσως μερικά από τα διηγήματά του, ίσως… Αλλά από την άλλη πολλοί θα αντιτείνουν ότι ο κόσμος του δεν αναπηδά αυτόματα μπροστά μας σαν απόλυτη αξία, ούτε πάντα δονεί το είναι μας, ώστε να τρέξουμε να τα συζητήσουμε σαν επίκαιρους προβληματισμούς που μας ξεσήκωσαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι αμφισβητώ την αξία του, αλλά επιφυλάσσομαι αν το κριτήριο του μελετητή του τον καλύπτει απόλυτα.
Από την άλλη, δεν ξέρω αν κανείς μπορεί τόσο ελαφρά τη καρδία να εξοβελίσει από την ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων την ψυχανάλυση, όπως κάνει ο Λ. Προγκίδης, που θεωρεί ότι αυτή μελετά μόνο παθήσεις και ανωμαλίες (σελ. 215). Με τις όποιες υπερβολές της, η ψυχαναλυτική ματιά φώτισε υποσυνείδητες πτυχές της λογοτεχνικής παραγωγής κι έδωσε ένα ακόμα εργαλείο προσέγγισής της. «Δεν πρόκειται ν’ αποδειχθεί ποτέ η αλήθεια της ψυχανάλυσης» γράφει στη σελίδα 79, λες και τα συμπεράσματα των ανθρωπιστικών επιστημών αποδεικνύονται με το πείραμα ή την παρατήρηση, με τον τρόπο δηλαδή των θετικών επιστημών, και επομένως οι θεωρητικοί συλλογισμοί δεν είναι ποτέ αποδείξεις.
Δεν μπορούμε να ενθρονίσουμε τη σχετικοκρατία ως αποδεκτή πανσημία, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά κι η αλήθεια κάθε καλλιτεχνήματος δεν είναι a priori μία, αυθεντική, ομοούσια.
Δεν ξέρω γενικότερα αν οι διάφορες προσεγγίσεις που κατακρίνει έχουν αποτύχει, επειδή «αρνούνται να δουν τα πράγματα όπως έχουν» (σελ. 67). Μιλά δηλαδή με τόση βεβαιότητα, σαν το νόημα του εκάστοτε κειμένου, παπαδιαμαντικού ή μη, να είναι μια πλατωνική Ιδέα, μοναδική, απόλυτη, αναλλοίωτη, σαν δηλαδή η μονοσημία του κειμένου να επιτρέπει μόνο μία ερμηνεία, τη σωστή, τη δική μας! Και συνεχίζει: «Η αξία ενός έργου τέχνης δεν είναι σχετική, είναι απόλυτη. Δεν εξαρτάται από τις ποικίλες γνώμες μας. Οι γνώμες μας εξαρτώνται από την αξία του» (σελ. 167). Μίλησα προηγουμένως για τον ρόλο του αναγνώστη, προσθέτω εδώ την πολυσημία του έργου τέχνης που το κάνει να πάλλεται κάθε φορά από νέες ερμηνείες και αξιολογήσεις. Κι αν η αξία του είναι μία και –εμφανώς, όπως θα έπρεπε– αναγνωρισμένη, τότε πώς εξηγούνται οι ποικίλες αναγνωστικές τάσεις, πώς εξηγείται ότι ο Οιδίπους Τύραννος ψηφίστηκε τρίτο έργο την εποχή που πρωτοανέβηκε (όχι τόσο κορυφαίο δηλαδή), ενώ καθιερώθηκε κυρίως από τον Αριστοτέλη και μετά; Φυσικά δεν μπορούμε να ενθρονίσουμε τη σχετικοκρατία ως αποδεκτή πανσημία, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όπως τα παρουσιάζει ο δοκιμιογράφος κι η αλήθεια κάθε καλλιτεχνήματος δεν είναι a priori μία, αυθεντική, ομοούσια, την οποία όλοι αναζητούμε.
Ούτε είμαι σίγουρος αν ο συγγραφέας του Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν έχει βαθιά κατανοήσει, πριν τις χρησιμοποιήσει, έννοιες όπως τον «χρονότοπο» του Μ. Μπαχτίν ή την «αυτοαναφορικότητα», που δεν είναι η προσωπική ευαισθησία του καλλιτέχνη. Κι από την άλλη, δείχνει να παρακάμπτει έννοιες όπως η «οπτική γωνία» την οποία εννοεί αλλά (σκόπιμα;) δεν αναφέρει, όταν μιλάει για τη σκοπιά των προσώπων, ή τη «διακειμενικότητα», που την απαξιώνει (σελ. 329), αν και θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει πιο εναργώς το παλίμψηστο της γραφής κι όχι να μείνει απλώς στα λόγια του Γ. Σεφέρη.
Έχω, όπως φάνηκε, σαφείς αντιρρήσεις για τον τρόπο –ο οποίος κινείται παράπλευρα κι αγνοεί τις επιστημονικές (θεωρητικές) εξελίξεις– με τον οποίο δουλεύει ο Λ. Προγκίδης. Κι ενώ ο δοκιμιογράφος εν μέρει σκέφτεται αδιαμεσολάβητα, σε πολλά σημεία ανακαλύπτει τον κόσμο –σαν να μην το είχαν κάνει άλλοι πριν από αυτόν– ή υποβαθμίζει τους υφιστάμενους χάρτες και προσπαθεί να φτάσει στη μία και μόνη αλήθεια, την οποία θεωρεί ότι οι άλλοι αγνοούν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.