
Για τη λογοτεχνική μελέτη του Παναγιώτη Ροϊλού Κ. Π. Καβάφης: Η οικονομία του ερωτισμού (μτφρ. Θανάσης Κατσικερός, εκδ. Εστία).
Του Νίκου Ξένιου
Η μελέτη αυτή της ερωτικής επιθυμίας στον Καβάφη εντάσσει το αντικείμενό της στη μελέτη της επιθυμίας στην ποίηση εν γένει. Ο Καβάφης, κατά τον Παναγιώτη Ροϊλό, επανεξετάζει με ριζοσπαστικούς τρόπους το αντικείμενο του πόθου του, καινοτομώντας στη χρήση του ρήματος. Του ρήματος που αφορά τόσο την ερωτική πρακτική όσο και την άνομη ή ανορθόδοξη οικονομική δραστηριότητα επιβίωσης, που συγκλίνει στο ίδιο αισθησιακό αποτέλεσμα: εξού και ο τίτλος: «Κ. Π. Καβάφης: Η οικονομία του ερωτισμού» (Εστία, 2017), που παραπέμπει στις αλλαγές αντίληψης για το υλικό κέρδος μετά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού και που είναι η ελεύθερη απόδοση του Αθ. Κατσικερού για τον τίτλο του δοκιμίου C. P. Cavafy: The Economics of Metonymy.
Εκείνος ο τόπος, η Ανατολή του Ελληνισμού
Λειτουργώντας ως περιθώριο ενός ιστορημένου χειρογράφου, η μεταιχμιακή (liminal) ως προς τον πολιτισμικό χαρακτήρα Αλεξάνδρεια φαίνεται πως υπήρξε το τελειότερο περικείμενο (context) διεκδραμάτισης των ποιητικών συλλήψεων ενός εκ φύσεως περιθωριακού ποιητή όπως ο Καβάφης, που σκιαγραφεί μια κατακερματισμένη -αλλά αδούλωτη- προσωπικότητα, λίγο πριν την αρχή της μοιραίας κατάρρευσης του κόσμου καταξίωσής της.
Λειτουργώντας ως περιθώριο ενός ιστορημένου χειρογράφου, η μεταιχμιακή (liminal) ως προς τον πολιτισμικό χαρακτήρα Αλεξάνδρεια φαίνεται πως υπήρξε το τελειότερο συγκείμενο (context) διεκδραμάτισης των ποιητικών συλλήψεων ενός εκ φύσεως περιθωριακού ποιητή όπως ο Καβάφης, που σκιαγραφεί μια κατακερματισμένη –αλλά αδούλωτη– προσωπικότητα, λίγο πριν την αρχή της μοιραίας κατάρρευσης του κόσμου καταξίωσής της:
Η Αλεξάνδρεια, ο ποιητικός τόπος και ο τόπος της ποίησης, η σύγχρονή του Αλεξάνδρεια και η Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων, εποχής μετάβασης και προαγωγής της ατομικότητας, ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον και η κυρίαρχη ηθική της, η πόλη που «καταρρέει» όπως κάθε πόλη αισθητιστή συγγραφέα (o «τροπολογικός τόπος που σηματοδοτεί τον υπαρξιακό τρόπο του ποιητή» λέει ο κύριος Ροϊλός) ασκεί στον Καβάφη τόσο αισθητική όσο και ιστορική σαγήνη, υποβάλλοντάς του τη λαγνεία των στίχων του. Η ποιητική εικόνα πλάθεται από ένα σύνολο ετερόκλητων συστατικών: τη μετωνυμική ανασύσταση της μνήμης, την ιστορική «μνήμη», τη σιωπή, τη σχεδόν αριστοκρατική νηφαλιότητα και τον φλεγματισμό που παλεύει με τη διέγερση του ερωτισμού. Κυρίως, όμως, με την κάπως υπεροπτική, ειρωνική, αφ’ υψηλού θεώρηση της εποχής2. Ο ερευνητής επισημαίνει σε συνέντευξή του3 πως οι κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες – τα ιδεολογικά συστήματα λόγου και πρακτικών (εθνικισμός, μετααποικιοακρατικές θεωρίες, σπουδές φύλου, όπως για παράδειγμα οι queer studies) έχουν διαπλάσει μια συγκεκριμένη οπτική προσέγγισης της ποίησης αυτής, που ούτε λίγο ούτε πολύ προσέλαβε την queer απόχρωση που έχει στο ομαδικό μας ασυνείδητο:
Η «ζημία» στην οποία αυτοκαταδικάζεται το ποιητικό υποκείμενο των καβαφικών ποιημάτων μπορεί, υπό αυτό το πρίσμα, να εκληφθεί και ως «αυτο-θυσία» στον βωμό της απόλαυσης, η δε απόλαυση ως μοναδική ώση ζωής. Ο μεταβατικός χαρακτήρας αυτής της –αυτοαναλούμενης– επίδοσης στην απόλαυση είναι έκδηλος στο ποίημα «Πέρασμα», όπου ο μαθητής/πρωταγωνιστής βιώνει ένα rite of passage (τελετουργία «μετάβασης» στην ηλικίωση, αν επιστρατευθεί η ορολογία της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας):
Πραγματεία για μια νέα διαχείριση του ερωτισμού
Ο Καβάφης υπονομεύει τις κυρίαρχες μορφές ηθικής και συσχετισμού των δύο φύλων, προβάλλοντας την ομοφυλόφιλη αισθητική ως παντιέρα της ποιητικής του καινοτομίας. Αυτό το κλίμα εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση εκ-κοσμίκευσης (secularization) του «ελληνικού έρωτος», όπως τον είχε επανεισαγάγει στη θεματική του το αγγλοσαξονικό λογοτεχνικό ρεύμα του Αισθητισμού και όπως τον μελέτησε ο Pater:
Η διαπίστωση επιφανών συγχρόνων του (του Κωστή Παλαμά πρωτοστατούντος) πως η ποίηση του Καβάφη βρισκόταν πλησιέστερα στον πεζό λόγο μάλλον παρά την ποίηση έρχεται προς επίρρωσιν του γεγονότος ότι ο μεγάλος Αλεξανδρινός βρισκόταν, ως τεχνίτης του λόγου, «πολύ μπροστά» από την εποχή του: αντιστρέφοντας τη «ρηματική κανονικότητα» καθιέρωσε το πεζό ύφος ως υπέρτατη σφραγίδα ποιητικότητας, κατακτώντας τον έπαινον του Δήμου και των Σοφιστών, τα ανεκτίμητα Εύγε.
Ο κύριος Ροϊλός κατατάσσει τα μετά το 1890 καβαφικά ποιήματα στην αλληγορική ποίηση που αντλούσε το υλικό της από την ύστερη αρχαιότητα (ελληνιστικούς χρόνους κυρίως) και από το πρώιμο Βυζάντιο, ιστορικές δηλαδή περιόδους που διακρίνονται επίσης για τον μεταβατικό/μεταιχμιακό τους χαρακτήρα και των οποίων οι δημιουργοί (επιγραμματοποιοί, ζωγράφοι, ιστορικοί, κ.ο.κ.) τείνουν να αποσταθεροποιήσουν το ισχύον ιδεολογικό πλαίσιο και να εισαγάγουν μη-οικείες αισθητικές κι εκφραστικές μορφές, προοιωνίζοντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις επερχόμενων χρόνων. Για να γίνει πιο συγκεκριμένος, ο μελετητής αποδίδει σε αυτές τις ιστορικές φάσεις τα γνωρίσματα της δεκτικότητας (της ανάμειξης αισθητικών κατηγοριών και λογοτεχνικών genres που με δυο λέξεις θα την χαρακτηρίζαμε «λογοτεχνικό συγκρητισμό»), της ρευστότητας και της αμφισημίας: έτσι ερμηνεύει το νεανικό πέρασμα του ποιητή από τον Συμβολισμό, την αλληγορία και τη μεταφορά στο ώριμο στάδιο της μετωνυμίας:
Η περίπτωση του Καβάφη, κατά τον κύριο Ροϊλό, καθιερώνει μιαν «αντι-οικονομία της jouissance» (ερωτικής έκστασης), στα πλαίσια της οποίας η προσωπική ανάλωση και η άμεση περιθωριοποίηση αντιπαλαίουν την κυρίαρχη, περιρρέουσα αντίληψη περί αποτελεσματικότητας, χρηστικότητας της ερωτικής επιλογής, καριέρας και επικερδούς διάθεσης του εαυτού καθενός. Μια ανατρεπτική «οικονομικο-λιβιδινική» σκέψη, οι δυο όψεις του νομίσματος του «Οροφέρνη Αριαράθου». Επιφύλαξη έναντι αυτής της ακατανόητης «Τράπεζας του Μέλλοντος». Απόκρυψη της κατά βάσιν πλατωνικής επιθυμίας πίσω από την εκζήτηση ενός στίχου συγκεκαλυμμένης σαρκικής απόλαυσης. Η αποθέωση της μετωνυμίας, δηλαδή.
Η décadence και η φθορά της ύλης ως ηθική αρτίωση
Ο Καβάφης είναι σπουδαίος ποιητής επειδή το ποιητικό υποκείμενό του σωρεύει την επιθυμία, ένα πολυπιεσμένο σαρκικό πόθο, και τον μεταστοιχειώνει σ’ ένα «μισόλογο», σε μιαν εικόνα «πόρτας μισάνοιχτης», σε μια τελειότητα infinito που τον καθιστά μοναδικό στη διέγερση της φαντασίωσης και στην επιβολή των «λαθραίων προϊόντων της εξωτικότητας» στη βικτωριανή αισθητική και ηθική της εποχής του.
Αναλύοντας το σύνολο του ποιητικού του corpus, ο μελετητής χρησιμοποιεί τον όρο «μετωνυμία» και τον όρο «μετωνυμικός τροπισμός» για να προσεγγίσει τον ποιητικό χώρο και χρόνο του Καβάφη. Η γρήγορη, πρόσκαιρη, επιφυλακτική, συχνά ένοχη ικανοποίηση/εκτόνωση του σαρκικού ομοφυλόφιλου πόθου αποτυπώνεται, μετωνυμικώ τω τρόπω, στα σκιασμένα μέλη του σώματος (chiaroscuro): όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται8. Επίσης, εντοπίζονται στο κρύφιο βλέμμα, στη διαμεσολάβηση του καθρέφτη της εισόδου ενός καταστήματος, πίσω από γάντια ή κάτω από μισανοιγμένα ενδύματα: Τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν και την παράνομην επιθυμία της σαρκός των εξέφρασαν δειλά, διστακτικά.
Ως γνήσιος αλεξανδρινός ο πατέρας μου μού κληροδότησε μια από τις παλαιότατες εκδόσεις των «Ποιημάτων» του Καβάφη, αυτούς τους δυο τόμους που η συχωρεμένη η γιαγιά μου πετούσε κάθε λίγο στα σκουπίδια κατσαδιάζοντας τον πατέρα μου: «Πάλι αυτόν τον κίναιδο διαβάζεις;». Φυσικά ο πατέρας μου ξαναμάζευε το βιβλίο από τα σκουπίδια, για να φτάσει μια μέρα στα χέρια μου (και, φυσικά, η γιαγιά μου δεν ήξερε τι σημαίνει «κίναιδος»). Έρχεται λοιπόν τώρα το υπέροχο βιβλίο του κύριου Ροϊλού για να συναντήσει μια (θεωρητικά ανεπεξέργαστη) βεβαιότητα που ανέκαθεν είχα: πως ο Καβάφης είναι σπουδαίος ποιητής επειδή το ποιητικό υποκείμενό του σωρεύει την επιθυμία, ένα πολυπιεσμένο σαρκικό πόθο, και τον μεταστοιχειώνει σ’ ένα «μισόλογο», σε μιαν εικόνα «πόρτας μισάνοιχτης», σε μια τελειότητα infinito που τον καθιστά μοναδικό στη διέγερση της φαντασίωσης και στην επιβολή των «λαθραίων προϊόντων της εξωτικότητας» στη βικτωριανή αισθητική και ηθική της εποχής του.
Το ίδιο πράγμα, διατυπωμένο επιστημονικά: το συναίσθημα της ένοχης ερωτικής κλίσης μεταστοιχειώνεται σε «μετωνυμικό τροπισμό» που αποκρύπτει την άνομη έλξη και αναβαθμίζει, έτσι, στη σφαίρα της αισθητικής το δυσάρεστο συναίσθημα της μεταμέλειας για το εκ νέου κατρακύλισμα στην αισθησιακή απόλαυση, ανταπαντώντας, έτσι, στην κοινωνική αιτίαση και κατακραυγή: ο ποιητής ελέγχει τη θρησκευτικότητά του σε βαθμό να συνειδητοποιεί (ευτυχώς) πως δεν τον περιμένει το πυρ το «εξώτερον», όμως παράλληλα βιώνει το ταντάλειο μαρτύριο του εσωτερικού «πυρός», που του καίει τα σπλάχνα:
Ο υπαινιγμός του «μισού» αγγίγματος ή του προσχήματος τύπου: Ήλθε για να διαβάσει, η αποσιώπηση, η έντεχνη απόκρυψη της επιθυμίας (Του ερωτισμού σου τα οράματα βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου9), ή η αμφίσημη νοηματοδότηση του υλικού αντικειμένου που συνεκδοχικά την αναπαράγει, οδηγεί σε αμιγώς ιδεαλιστική αποτύπωση του εξαχνωμένου σαρκικού πόθου, του αντίθετου, δηλαδή, του αγοραίου συστοίχου του:
Συνυπολογίζοντας, ούτως ειπείν, τις θρησκευτικές απηχήσεις της Ορθοδοξίας, την οξύτατη και υποκριτική κοινωνική κριτική και την ευρωπαϊκή θεώρηση της ερωτικής απόκλισης, την ανάγκη επιβίωσης των περιθωριακών άλκιμων νέων που διατρέχουν το έργο του ως μορφές και βιώνοντας την οδύνη της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, ο Καβάφης διαμορφώνει ένα ίνδαλμα εφθαρμένης, παρακμιακής πραγματικότητας που, λίγο ως πολύ, είναι μια αισθητική μετάθεση του υλικού της προτύπου στη σφαίρα μιας μελαγχολικής παραίτησης. Εκεί συνίσταται και η νεωτερικότητα11 της ποίησής του:
Απέναντι στην επιδίωξη του κέρδους ο ποιητής αντιτάσσει την αισθητιστική προσέγγιση της ζωής, απέναντι στην αγοραπωλησία έργων τέχνης αντιπροβάλλει τον αφιλοκερδή καλλιτέχνη, ο οποίος αποσκοπεί στην ανυστερόβουλη επαφή με τον αποδέκτη του. Η νοσηρότητα ως πηγή μεγαλείου. Έτσι, τουλάχιστον, αντιλαμβάνομαι προσωπικά και αναγιγνώσκω τη δύσκολη έννοια της «αντιοικονομίας» στην προσέγγιση του κύριου Ροϊλού:
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ροϊλός αναγιγνώσκει την «Ιθάκη» όχι ως διδακτική αλληγορία της ζωής, αλλά ως μια Οδύσσεια ενός μεταπράτη αστικής καταγωγής που αντλεί (μη εκποιήσιμα σε χρήμα) πνευματικά αγαθά από το ταξίδι του, κομίζοντας για την απόλαυση ενός ésthète κοράλια κι έβενους και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής: όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά13: πρόκειται για τον στίχο που, επί Επταετίας, είχε λογοκριθεί από τα σχολικά βιβλία και με είχε φέρει σε σύγκρουση με τη φιλόλογό μου, καθώς εγώ ισχυριζόμουν πως το βιβλίο που μου κληροδότησε ο πατέρας μου, των Απάντων του Καβάφη, περιλάμβανε και αυτόν τον στίχο στην «Ιθάκη». Το γεγονός, βεβαίως, της απαράδεκτης αυτής λογοκρισίας δεν είναι καθόλου τυχαίο! Πρόκειται για τον στίχο που αποδεικνύει περίτρανα τη θεωρία του κύριου Ροϊλού, καθώς με τη δραστικότητά του σοκάρει πιο πολύ και από πορνογράφημα: «όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά»!
Δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί, από αυτόν τον συνεχή και αδιάλειπτο εξορκισμό της πανταχού παρούσης φθοράς και παρακμής, το απόσπασμα που υποδηλοί, καλύτερα από κάθε άλλο, το άγχος του ποιητή για τα γηρατειά:
«Εν τω μηνί Αθύρ»: πρότυπο λακωνισμού και ελλειπτικότητας
Θα κλείσω με μιαν αναφορά στην «τελετουργική ποιητική» του κύριου Ροϊλού, όπως την όρισαν μαζί με τον Δημήτρη Γιατρομανωλάκη16, που αναδιατυπώνει την «αισθητικοποίηση» του Μαλάνου. Ο Καβάφης αντιμετωπίζεται από τον μελετητή ως υπέρ-μοντέρνος και πρωτοποριακός συνθέτης της λεκτικής ειρωνείας και ενός λακωνισμού της τάξεως του επιγράμματος που αντικρίζει αφ’ υψηλού τον πραγματισμό και την αισθητική του αποτελέσματος. Η επιτύμβια εκδοχή φαίνεται πως συγκεντρώνει όλα αυτά τα γνωρίσματα στον μέγιστο βαθμό:
Το άρτιο αυτό έργο τέχνης με πείθει πως η ποίηση του Καβάφη θα παραμείνει ες αεί ένα ανυπότακτο αντικείμενο επιθυμίας των μελετητών του, μια Κάρμεν που δεν θα υποκύψει στις κατηγοριοποιήσεις τους. Ενώ όμως θαυμάζω την αντοχή του μελετητού, είμαι ευγνώμων σε αυτόν, γιατί με την έξοχη πραγματεία του με ξεναγεί και πάλι στα όμορφα μισοσκότεινα δωμάτια του αγαπημένου μου ποιητή, αποκαλύπτοντάς μου την «ώα» της καβαφικής αισθητικής18.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Κ. Π. Καβάφης: Η οικονομία του ερωτισμού
Παναγιώτης Ροϊλος
Μτφρ. Θανάσης Κατσικερός
Εστία 2016
Σελ. 376, τιμή εκδότη €29,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΡΟΪΛΟΥ