Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στην ιστορία τής Ευρώπης και κατ’ επέκταση του Δυτικού κόσμου δύο είναι οι μάχες που απέτρεψαν καθοριστικά την “εκβαρβάρωση” τής γηραιάς ηπείρου: αφενός η μάχη τού Μαραθώνα (490 π.Χ.) και γενικότερα οι Μηδικοί Πόλεμοι, που απώθησαν την περσική απειλή, και αφετέρου η μάχη τού Πουατιέ (732 μ.Χ.), που έβαλε φραγμό στις επεκτατικές διαθέσεις των Αράβων, περιορίζοντάς τους έτσι πίσω από τα Πυρηναία.
Ο Jim Lacey, καθηγητής Πολέμου, Πολιτικής και Στρατηγικής σε στρατιωτική σχολή στο Κούαντικο, αναλαμβάνει να διερευνήσει τη μάχη στον Μαραθώνα και να εξηγήσει με στρατιωτικά κριτήρια πώς και γιατί μια μικρή δύναμη Ελλήνων κατάφερε να νικήσει μια τουλάχιστον διπλάσια σε αριθμό στρατιά Περσών. Το βιβλίο, λοιπόν, παρόλο που εντάσσει το συγκεκριμένο γεγονός στα ευρύτερα ιστορικά του συμφραζόμενα, εστιάζει κυρίως στις συνθήκες και στην στρατηγική που ακολούθησαν οι Αθηναίοι ώστε να περιορίσουν την αριθμητική μειονεξία και να αξιοποιήσουν την τακτική τους υπεροχή ώστε να οδηγήσουν τη μάχη στην εξέλιξη που αυτοί επιθυμούσαν.
Τα ιστορικά δεδομένα, που μπορεί τα γνωρίζουν οι έλληνες αναγνώστες (κι αυτό δεν είναι σίγουρο), δεν είναι απόλυτα γνωστά στους Αμερικανούς και γι’ αυτό μια σκιαγράφησή τους είναι αναγκαία: η άνοδος της περσικής αυτοκρατορίας που σύντομα επεκτάθηκε σε όλη τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Βόσπορο και έπειτα στη Θράκη και στη Βόρεια Ελλάδα, η διαμόρφωση της αθηναϊκής πόλης τόσο στην δική της αυτάρκεια όσο και στις σχέσεις της με τις άλλες ελληνικές πόλεις και κυρίως με τη Σπάρτη, η Ιωνική επανάσταση που έδωσε την αφορμή στους Πέρσες να επιτεθούν καταρχάς στην Ερέτρια και έπειτα στον αρχικό και βασικό τους στόχο, την Αθήνα.
Όταν ο J. Lacey τελικά αποφασίζει να επικεντρωθεί παραγωγικά στον Μαραθώνα, κάνει μια σαφώς απαραίτητη επεξήγηση του τρόπου πολέμου των Ασιατών και πιο εκτενώς των Αθηναίων, οι οποίοι διαμόρφωσαν πρώτοι αυτό που ο Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον ονομάζει «Δυτικό τρόπο πολέμου». Αυτός συνίσταται στη χρήση ανώτερης τεχνολογίας, στην τήρηση αυστηρής πειθαρχίας, στην επιδίωξη μίας και μοναδικής μάχης που θα κρίνει καθ’ ολοκληρία το αποτέλεσμα, στην ευελιξία του επικεφαλής που είναι έτοιμος να αλλάξει τη στρατηγική την ώρα της μάχης και τέλος στην οικονομική στήριξη της όλης προσπάθειας. Αυτές οι πέντε βασικές αρχές υλοποιήθηκαν από την Αθήνα το 490 π.Χ. και έκτοτε, με την αναμενόμενη εξέλιξή τους, υιοθετήθηκαν από τα δυτικά κράτη με συνεχώς αυξανόμενη επιτυχία, παρά τις όποιες εξαιρέσεις.
Ο J. Lacey, όταν κατεβάζει τον φακό του στην πεδιάδα του Μαραθώνα διατυπώνει δύο βασικές ερευνητικές προτάσεις που ξεκαθαρίζουν ορισμένα ασαφή σημεία της μάχης. Πρώτα απ’ όλα πιστεύει ότι ο Καλλίμαχος και όχι ο Μιλτιάδης ήταν ο εμπνευστής της στρατηγικής που θα ακολουθούσαν, αλλά, επειδή πέθανε στο πεδίο της μάχης, δεν μπόρεσε να καρπωθεί και τις δάφνες της νίκης. Δεύτερον και σημαντικότερο, είναι η ίδια η τακτική που ακολουθήθηκε ώστε ο (υπερ)διπλάσιος περσικός στρατός να αναγκαστεί να πολεμήσει χωρίς να μπορεί να αξιοποιήσει την αριθμητική του υπεροπλία και τα βαρύ ιππικό του. Το βασικό τέχνασμα αφορούσε στην ενίσχυση των πλαϊνών πτερύγων και στην εξασθένιση του κέντρου του στρατού εκ μέρους των Αθηναίων. Με αυτόν τον τρόπο, οι Πέρσες παρασύρθηκαν σε μια επέλαση στο ασθενές κέντρο, το οποίο υποχώρησε τακτικά και έπειτα επέδειξε σθεναρή αντίσταση, ώσπου το δεξί και το αριστερό κέρας να εκδιώξουν τα αντίστοιχα περσικά και έπειτα να σφίξουν σαν μέγγενη το έως τότε νικητήριο μηδικό κέντρο. Εδώ θα περίμενα οπωσδήποτε αναλυτικά σχεδιαγράμματα που να δείχνουν την αρχική τοποθέτηση των αντίπαλων στρατευμάτων αλλά και τη μετακίνησή τους, ώστε να φανεί η τακτικά έξυπνη στρατηγική των Ελλήνων. Το βιβλίο όμως δεν περιέχει τέτοιου είδους σχήματα, με αποτέλεσμα η συλλογιστική πορεία του J. Lacley να μένει θεωρητική και αόριστη εικόνα.
Παρά το επιστημονικό υπόβαθρο του βιβλίου, ο συγγραφέας επιδίωξε και πέτυχε να μιλήσει απλά και εκλαϊκευμένα, ώστε ο μέσος φιλίστωρ αναγνώστης να μπορεί να καταλάβει τόσο το ιστορικό περικείμενο όσο και τα στρατηγικά δεδομένα που οδήγησαν στη νίκη. Μελετάει τα αμφισβητούμενα σημεία του Ηροδότου, κάνει εικασίες και καταλήγει σε συμπεράσματα με βάση και σύγχρονες αναλύσεις μαχών και τακτικών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το δείγμα «Μαραθώνας» εκλαμβάνεται ως το πιο αντιπροσωπευτικό, για να αποτελέσει το πρότυπο του δυτικού τρόπου πολέμου, ευφυής αρχή μιας στρατιωτικής σύλληψης που δουλεύτηκε από το αθηναϊκό πνεύμα και εκτελέστηκε από τους μαχητές του 490 π.Χ.