
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Από την προϊστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας
Τα πρώτα σοβαρά σε έκταση και σε προδιαγραφές δείγματα της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας εντοπίζονται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Εκεί κάπου στον μεσοπόλεμο, ονόματα λογοτεχνών, όπως ο Π. Νιρβάνας ή η Ελ. Βλάχου, και “παραλογοτεχνών”, όπως ο Τ. Αυλωνίτης, ο Ηλ. Μπακόπουλος, ο Γ. Τσουκαλάς, ο Απ. Μαγγανάρης κ.ά. που δημοσίευαν στα περιοδικά τής εποχής «Μάσκα» και «Μυστήριο», έρχονται να δώσουν τροφή στους πεινασμένους για δράση και έγκλημα έλληνες αναγνώστες.
Είναι η εποχή τής Αγκάθα Κρίστι και άλλων Αγγλοσαξόνων οι οποίοι αποθεώνουν το αίνιγμα, την αστυνομική έρευνα –επαγγελματική ή ερασιτεχνική- και την επαγωγική μέθοδο ανακάλυψης της αλήθειας γύρω από έναν φόνο ή άλλο έγκλημα.
Ωστόσο, πατέρας τής αστυνομικής λογοτεχνίας θεωρείται διεθνώς ο Edgar Allan Poe, ο οποίος στα μέσα τού 19ου αιώνα εισήγαγε το διήγημα που περιείχε βασικές αστυνομικές δομές, όπως το προς διαλεύκανση έγκλημα, τον ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να το εξιχνιάσει, την αφηγηματική πορεία που ενσωματώνει τον αναγνώστη στο παιχνίδι της διερεύνησης της υπόθεσης κ.λπ. Έτσι, δεν είναι άξιο απορίας να υποθέσει κανείς ότι, πριν από την εμφάνιση των αμιγώς αστυνομικών έργων στην Ελλάδα τής δεκαετίας τού ’20 και του ’30, υπήρχαν έργα που χρησιμοποίησαν την αστυνομική πλοκή χωρίς να είναι αστυνομικά, που περιέλαβαν δηλαδή το μυστήριο και μια κάποια λύση του, έστω και χωρίς τον πρωτεργάτη ερευνητή, χωρίς καν να επικεντρώνονται ακριβώς στην αφήγηση της λύσης.
Ο Στράτος Μυρογιάννης, λοιπόν, διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, αναλαμβάνει να παρουσιάσει τη γέφυρα ανάμεσα στα πρώτα ποεϊκά αστυνομικά διηγήματα και στη μετέπειτα εξέλιξη του είδους στην Ελλάδα. Εστιάζει την προσοχή του στο διήγημα (αφήνοντας κατά μέρος λ.χ. το μυθιστόρημα “Ο συμβολαιογράφος” του Α.Ρ. Ραγκαβή) και εντοπίζει δείγματα αστυνομικής πλοκής στις μικρές ιστορίες των Α.Ρ. Ραγκαβή, Δ. Βικέλα και Γ. Βιζυηνού. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι φυσικά καθαρόαιμα αστυνομικά, παρόλο που διαθέτουν τεχνικές τής εν λόγω λογοτεχνίας, ενώ το “Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου” του Γ. Βιζυηνού διεκδικεί δικαίως τον τίτλο του πρώτου ελληνικού αστυνομικού διηγήματος.
Εφαρμόζοντας θεωρητικά εργαλεία, όπως επιβάλλεται, ο μελετητής αποδεικνύει ότι οι έλληνες διηγηματογράφοι ακολούθησαν τα πρότυπα των ευρωπαίων συναδέλφων τους και εισήγαγαν σταδιακά τα στοιχεία της αστυνομικής πλοκής: ένα μυστήριο που αναζητεί τη λύση του, τον ερευνητή που δραστηριοποιείται με συστηματικό ή μη τρόπο, την έρευνα που εξελίσσεται παράλληλα με τα υπόλοιπα κέντρα τού έργου και τέλος τη διαλεύκανση του μυστηρίου. Εννοείται ότι δεν συναντώνται όλα μαζί, ούτε η εστίαση των συγγραφέων είναι προσανατολισμένη σ’ αυτά, αλλά επειδή τα στοιχεία τούτα παρατηρούνται σε εμβρυακή ή σε νηπιακή μορφή στα διηγήματα για τα οποία συζητάμε, τα τελευταία μπορεί να θεωρηθούν πρόδρομοι του είδους.
Το βασικό συστατικό της αστυνομικής πλοκής είναι η σκόπιμη σκηνοθεσία τής ανάγνωσης, που κατευθύνει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει την πορεία τής έρευνας, να δει τα ποικίλα κενά, να προβληματιστεί στις διασταυρώσεις τής υπόθεσης, να πέσει θύμα πλάνης και γενικά να μετατραπεί σε ενεργητικό συν-συγγραφέα που δρα βάσει μιας προδιαγεγραμμένης (ειδολογικής και διακειμενικής) αναγνωστικής σύμβασης με τον δημιουργό. Κι αυτό καταφέρνει να δείξει άκρως πετυχημένα ο Στρ. Μυρογιάννης στα πέντε διηγήματα που μελετά.
Θα ήθελα η μελέτη του να είναι πιο εκτενής, να μιλούσε περισσότερο για τον 19o αιώνα και τη σχέση των ελληνικών λογοτεχνικών έργων με τα ευρωπαϊκά, να βλέπαμε δηλαδή πιο στενά τη μετακένωση των τελευταίων στα καθ’ ημάς. Θα ήθελα επίσης ο συγγραφέας να είναι πιο προσεκτικός με τα ελληνικά του… Πρέπει να του αναγνωρίσει κανείς ότι το άνοιγμα που έκανε στο παρθένο αυτό πεδίο είναι σημαντικό. Κι είναι σημαντικό όχι μόνο επειδή χαρτογραφεί σχεδόν εν κενώ την προϊστορία τής αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και επειδή θεμελιώνει επιστημονικά όσα συνέλαβε, ώστε να αποδείξει ότι κείμενα τέτοιου είδους αποτελούν προδρομικές στάσεις που άνοιξαν δρόμους.
Τιμή: € 9,59 σελ. 159