Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Για φαντάσου μέσα στην παπανδρεϊκή κυριαρχία… χατζιδακικά καπετανάτα
Η Αριστερά και ο Σοσιαλισμός του ’80 έπρεπε να αποδεχτούν την παρουσία τού Μάνου Χατζιδάκι στα πολιτισμικά δρώμενα της εποχής, ακόμα και μετά τη στενή σχέση τού τελευταίου με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Κι αυτό γιατί ο διάσημος συνθέτης είχε καταφέρει να επιβληθεί, παρά τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του, τόσο με την ποιότητα της μουσικής του όσο και με την έκφραση των απόψεών του με απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο. Ήταν ο εκπρόσωπος, όπως λέει ο Τ. Θεοδωρόπουλος, της Désinvolture, που συνδύαζε τη χάρη με τη σοβαρότητα και τη φινέτσα με το βάθος.
Το μικρό βιβλίο τού Τ. Θεοδωρόπουλου διαβάζεται με την ανεμελιά τής επιφάνειας αλλά και με την υποβολή τού βάθους, καθώς δεν περιορίζεται στην αφήγηση της ιστορίας τού βραχύβιου περιοδικού «Τέταρτο», επεκτείνεται όμως και στην πολύπλευρη κριτική μιας δεκαετίας που θεωρητικά απογείωσε την Ελλάδα, αλλά στην ουσία ναρκοθέτησε το μέλλον της. Ο χρονικογράφος –γιατί ελληνικό χρονικό υποτιτλοφορείται το κείμενο- συνδυάζει την καλλιτεχνική ιστορία με την πολιτική, προσπαθώντας να δείξει μέσα από τη χαραμάδα τής συνεργασίας του με τον Μ. Χατζιδάκι το παρασκήνιο των πολιτιστικών εξελίξεων, οι οποίες στην ουσία τους ήταν και είναι κοινωνικοπολιτικές.
Το περιοδικό «Τέταρτο», ή «Το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα» όπως ήθελε να το ονομάσει ο Μ. Χατζιδάκις, κυκλοφόρησε το 1985 υπό τη χρηματοδότηση του ανερχόμενου τότε επιχειρηματία Σταύρου Κοσκωτά και την εποπτεία τού Μάνου Χατζιδάκι, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο είχε και ο νεαρός τότε δημοσιογράφος Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ο τελευταίος προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις συμπληγάδες τού χρήματος και της τέχνης, ανάμεσα στον πραγματικό όγκο τού Κοσκωτά και την πληθωρικότητα της προσωπικότητας του Χατζιδάκι. Αυτό καθεαυτό το περιοδικό δεν διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στα γράμματα της μεταπολίτευσης, όπως το «Αντί», ο «Πολίτης» ή το «Διαβάζω», αλλά μέσω αυτού ο συγγραφέας επιχειρεί να σκιαγραφήσει με λογοτεχνικές αξιώσεις το μαλακό υπογάστριο της σήψης που διέπλεκε σε μια φαύλη νοοτροπία τον πολιτισμό (ο Θεοδωρόπουλος μιλάει για πολιτιστική αλλά και πολιτισμική νοσηρότητα) και την πολιτική.
Ο χρονικογράφος δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να καταφερθεί κατά της πασοκικής μετριότητας που επιβαλλόταν στα ελληνικά δρώμενα, να δείξει όλες τις σαθρές πτυχές ενός πολιτισμού που πίστεψε στον εύκολο πλουτισμό και να ονομάσει πρόσωπα που εκφράζουν μέχρι σήμερα την ήττα του χατζιδακισμού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Ο ακαλλιέργητος Λαζόπουλος, ο ελισσόμενος Κοσκωτάς, ο λαϊκιστής Παπανδρέου, οι αυριανιστές Κουρήδες κ.ά. είναι οι πολλοί αντίθετοι πόλοι στον Μάνο Χατζιδάκι. Ο τελευταίος είχε πολλά μειονεκτήματα, λ.χ. αργούσε στα ραντεβού του και μιλούσε περισσότερο αθυρόστομα απ’ ό,τι θα ταίριαζε στη θέση του, αλλά εξέφραζε την ορμή τής δημιουργικότητας και το μεράκι μιας μουσικής που ήταν αριστοκρατική και καθόλου λαϊκή.
Ο Τ. Θεοδωρόπουλος δεν γράφει ένα βιβλίο περί καλλιτεχνικών, αλλά ένα πολιτικό κείμενο, όπου ο συγγραφέας αγκαλιάζει τον δημοσιογράφο κι οι δύο ανακαλύπτουν τον πνευματικό άνθρωπο, αυτόν που γράφει στα «Νέα» και κρίνει δριμέως τον τρόπο που επικράτησε η μετριοκρατική Ελλάδα υποσκάπτοντας τον εαυτό της. Θέτει τον δάκτυλο πάνω σε μια μικρή πληγή της ελληνικής ανεπάρκειας, αλλά από αυτήν επιχειρεί να αναδείξει τη γενικότερη νοσηρότητα ενός κράτους που χρησιμοποιεί τον πολιτισμό ιδεολογικά, χρησιμοθηρικά και πολιτικά, για να χειραγωγήσει τον κόσμο και να εισπράξει (στην κυριολεξία ενίοτε) τα κέρδη που περιμένει.