Της Σώτης Τριανταφύλλου
Διαβάζοντας την Κοινωνιολογία της παγκοσμιοποίησης της Saskia Sassen (εκδ. Μεταίχμιο 2011)[1] κάνω μια σειρά παρατηρήσεις, μερικές από τις οποίες καταγράφω εδώ.
Στην πραγματικότητα, σχολιάζω περισσότερο στο πρώτο θεωρητικό της έργο The Global City: London, New York, Tokyo (1991) που δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά – μερικές από τις σκέψεις και τις ιδέες αυτού του πρώτου βιβλίου επανέρχονται σε μεταγενέστερα δοκίμιά της, όπως στην Κοινωνιολογία της παγκοσμιοποίησης, καθώςκαι στη συλλογή άρθρων Global Networks, Linked Cities (2002).
Το θεωρητικό πλαίσιο των παρατηρήσεων σχετικά με την global city, στηρίζεται σε μια αλυσιδωτή σειρά θεωριών (αρχίζοντας από τον Henri Levebvre και τον Walter Benjamin και φτάνοντας στη Saskia Sassen) oι οποίες, με τη σειρά τους, υπονοούν ποικίλες επιρροές: αν φαίνεται αδιανόητη η αναφορά στη Saskia Sassen χωρίς αναπόφευκτη μνεία στην Jane Jacobs και στονManuel Castells (μολονότι ο Castells συλλαμβάνει τον χώρο με τους περιορισμούς και τα στερεότυπα του μαρξιστή), οι αναφορές στον νεο-μαλθουσιανισμό πρέπει να θεωρούνται δεδομένες[2]. Το αντικείμενο είναι η πόλη και η αστική ταυτότητα από τη σκοπιά του κοινωνικού επιστήμονα, του urban scientist∙ παρατηρούμε λοιπόν την εικόνα και τη φύση της νεωτερικής, μετα-αποικιακής πόλης, της global city, δηλαδή ένα φαινόμενο στο οποίο δεν τίθεται ζήτημα «εντοπιότητας» αλλά μάλλον «εντοπιοποίησης» (indigenization)[3]∙ Η global city δεν «ανήκει» σε μια συγκεκριμένη χώρα∙ αποτελεί ένα στρατηγικό γεωγραφικό σημείο στην ιεραρχία του παγκόσμιου εμπορικού και χρηματιστικού συστήματος. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της: η διεθνής επίγνωσή της (π.χ. δεν λέμε «Το Παρίσι της Γαλλίας», λέμε «το Παρίσι»· δεν λέμε το Λος Άντζελες των ΗΠΑ, λέμε «το Λος Άντζελες»), η ενεργητική συμμετοχή της στις διεθνείς υποθέσεις (π.χ. στη Νέα Υόρκη εδρεύει ο ΟΗΕ, το χρηματιστήριό της επηρεάζει όλο τον κόσμο κτλ), ο «μεγάλος» πληθυσμός,[4] το ευρύ και σύνθετο δίκτυο μεταφορών, υποδομών, μέσων ενημέρωσης, πολιτιστικών και αθλητικών θεσμών, η τεχνολογία αιχμής.
Εκτός από πολυφυλετική και πολυλειτουργική μεγαλούπολη, η global city είναι το κέλυφος του μητροπολιτικού τρόπου ζωής και σκέψης που διαφοροποιείται από τον «επαρχιωτισμό» (parochialism) και τον εθνοτισμό ο οποίος επιζεί, αποσπασματικά, σε φυλετικούς, εθνικούς και θρησκευτικούς θύλακες. Συχνά πρόκειται για αστικά τοπία με πολυάριθμους ιστούς κοινωνικής και οικονομικής αλληλεπίδρασης, μερικοί από τους οποίους παραμένουν απομονωμένοι ή αποσυνδεδεμένοι: για παράδειγμα, μικρή είναι η σύνδεση ανάμεσα στο Canarsie του Μπρούκλυν και στο Μανχάταν, όχι μόνον επειδή είναι «μακριά» αλλά διότι ο τρόπος κατοίκησης και διαβίωσης στο Canarsie είναι προαστιακός, ενώ ο τρόπος κατοίκησης και διαβίωσης στο Μανχάταν είναι μητροπολιτικός. Μικρή είναι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο Compton και το Beverly Hills στη μείζονα περιοχή του Λος Άντζελες, αλλά οι αιτίες, στην περίπτωση αυτή, είναι περισσότερο ταξικές και φυλετικές. Αυτή η μη-συνδεσιμότητα ανάμεσα σε περιοχές της global city ορίζεται ως φαινόμενο «multiplex».
Το αστικό τοπίο στο Χονγκ-Χονγκ, στο Τόκυο, στο Λος Άντζελες, στη Νέα Υόρκη, υποδηλώνει την ταχύτητα της διαδρομής στην πόλη και την τεχνολογία των επικοινωνιών στο περιβάλλον της συσσώρευσης κεφαλαίου, σε μια «ελεύθερη ζώνη» δυνατοτήτων: η πόλη είναι ένας κινητήρας τυχαίων και ημιτυχαίων συμβάντων∙ οι «κυβευτικές» συναντήσεις συμβαίνουν σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε στιγμή του χρόνου· ο «χρόνος» δεν μένει ποτέ μετέωρος όπως φαίνεται να μένει στα επαρχιακά αστικά κέντρα ή στην ύπαιθρο. Η πόλη δεν «κλείνει»· διανυκτερεύει· ένας από τους χαρακτηρισμούς της global city είναι ότι «ποτέ δεν κοιμάται».
Οι global cities δεν αποτελούν πρωτεύουσες αλλά οικονομικές οντότητες, δικτυωμένους τόπους, μέρη μιας σύνθετης ενδοαστικής γεωγραφίας: η αρχιτεκτονική τους, ο σχεδιασμός και η μηχανική τους οδηγούν στη δημιουργία μιας καινούργιας ιστορίας του χώρου. Ο χώρος ομοιογενοποιείται: περιοχές γραφείων, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, πολυκαταστήματα, εμπορικά κέντρα, υποκαταστήματα πολυεθνικών αλυσίδων∙ βαθιές δομές∙ υποδομές[5] - το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Νέα Υόρκη μοιάζουν, ως παγκόσμιες πόλεις, με το Τόκυο, με την Οσάκα, με μια Mega City χωρίς όνομα∙ το “Chungking Express” του Wong-Kar-wai, το “Lost in Translation” της Sophia Copolla, το “Black Rain” του Ridley Scott, το “Matrix” των Larry και Andy Wachowski (όπου η κινηματογραφική Mega City έχει ως πρότυπο το Σίντνεϋ) συνιστούν κινηματογραφικές εκδοχές αυτής της παγκοσμιοποιημένης πόλης, την οποία ο Rem Koolhas ταυτίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, με ό,τι περιγράφει ως Generic City[6]. Όπως συμπεραίνει, απογοητευμένος, ο Phil Winter στο «Η Αλίκη στις πόλεις» (Wim Wenders, 1974), «όλες οι πόλεις είναι ίδιες» - στην πραγματικότητα, όλες οι επαρχίες είναι ίδιες ενώ οι πόλεις, ιδίως οι μεγαλουπόλεις, διαφέρουν μεταξύ τους. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν, μετά το “Chungking Express”, o Wong-Kar-wai θα τοποθετήσει το “Happy Together” στο Μπουένος Άιρες και στην Τάιπεϊ, η εικόνα της πόλης αναδύεται σαν μια διανοητική αναπαράσταση του Χονγκ-Κονγκ και η ταινία σαν μια αλληγορία για την ατομική ελευθερία: το άτομο είναι ελεύθερο να κάνει το μεγαλύτερο δυνατό αεροπορικό ταξίδι∙ αρκεί ένα διαβατήριο, μια κάρτα επιβιβάσεως[7]. Αυτό είναι όλο: έτσι κι αλλιώς, για τον δικτυωμένο πολίτη της παγκόσμιας πόλης τα ταξίδια είναι αναχρονιστικά· είναι ελεύθερος να χαθεί ακολουθώντας το «καρναβάλι» (το «γκροτέσκο» καρναβάλι του Michael Bakhtin[8]), τους εναέριους και γήινους δρόμους μέχρι το σημείο φυγής.
Aκόμη και στην εικονοποιία της επιστημονικής φαντασίας, οι πόλεις μοιάζουν: είναι πληθυσμιακά και κλιματικά ασταθείς (“Blade Runner”), υπερτροφικές, είτε κατακορύφως, («Tο πέμπτο στοιχείο»), είτε οριζοντίως («10.5 Apocalypse»), εκτεταμένες σε πλανητικό επίπεδο (όπως η «οικουμενόπολη» του πλανήτη Τράντορ στη σειρά “Foundation” του Isaac Asimov: «η ασφαλτοστρωμένη γη»), άλλοτε σκοτεινές δυστοπίες που επαληθεύουν τη φαντασίωση της ταξικής δικτατορίας όπως στο “Metropolis” του Fritz Lang, ή εκτυφλωτικές δυστοπίες που έχουν υλοποιηθεί στα προάστια της ανώτερης τάξης και στις “gated communities”: λιακάδα, πισίνες και πρασινάδες· ευταξία τύπου Playmobil. Κυρίως, ασφάλεια: υψηλά τείχη που προστατεύουν από τους βανδάλους, από το αγριεμένο πλήθος.
Εξάλλου, η αστική ουτοπία/δυστοπία υλοποιείται σε μια σειρά Νέων Πόλεων σε ολόκληρο τον κόσμο: το Cergy-Pontoise και το Evry κοντά στο Παρίσι, το Letchworth στη Βρετανία -που κτίστηκε σύμφωνα με το πρότυπο της Garden City του Ebenezer Howard- το Vällinby στη Σουηδία και ούτω καθ’ εξής· οι «Νέες Πόλεις» δεν συνιστούν ομοιογενή ομάδα σχεδιασμένων κοινοτήτων: ο όρος περιλαμβάνει τις πόλεις-δορυφόρους, τις “gated communities” (μια εκδοχή της «εξαγνισμένης κοινότητας» όπως την ορίζει ο Richard Sennett)[9], τα “model villages”· στην πραγματικότητα, ένα φάσμα «αρνήσεων της πόλης» στις οποίες επικρατεί φυλετική και ταξική ομοιομορφία, μια καινούργια εκδοχή του φυλετικού/ταξικού διαχωρισμού (segregation). Οι Νέες Πόλεις, χωρίς να είναι απαραιτήτως δορυφόροι της παγκόσμιας πόλης, τη συμπληρώνουν εντείνοντας την «αστική επέκταση» (urban sprawl) χωρίς ομόκεντρους κύκλους: το τυπικό υπόδειγμα είναι το Λος Άντζελες, αλλά και η Αθήνα μπορεί να μελετηθεί σε παρόμοιο πλαίσιο.
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική θεωρία, η αστική ρητορική, εμφορούνται από urbaphobia: η εξέλιξη των μεγαλουπόλεων τροφοδοτεί τη λαϊκή φαντασία και δημιουργεί τον μύθο της απο-ανθρωποποίησης στην οποία ο μοντέρνος άνθρωπος καλείται να αντισταθεί[10]∙ εξίσου, καλείται να αντισταθεί στην αποικιακότητα, στον εξωτισμό, στον αυτο-εξωτισμό∙ «όλες οι πόλεις είναι ίδιες»: στα ράφια των σούπερ-μάρκετ υπάρχουν τα ίδια εμπορεύματα∙ οι άνθρωποι ακούνε την ίδια μουσική, τις ίδιες ποπ επιτυχίες∙ εκδηλώνουν παρόμοια νοσταλγία για τις «παλιές, καλές μέρες»∙ μοιράζονται ανάμεσα στο ξεφτισμένο παρελθόν και στη «φουτουριστική» προοπτική, ένα μέλλον που στην global city έχει ήδη φτάσει. Στις global cities όλα είναι δυνατά: κυρίως, είναι δυνατή η «ανθρωποποίηση»∙ ο έρωτας μπορεί να πάρει εικονική μορφή∙ το Καλό και το Κακό πλανώνται παντού∙ η τάξη, η σταθερότητα, η διαύγεια δεν έχουν θέση στην παγκόσμια πόλη∙ ανήκουν στο αποικιακό όραμα. H μεγαλούπολη αποτελεί ένα πεδίο αισθητικών –άρα και κοινωνικών– διακυβευμάτων∙ παρά τα κοινωνικά δεινά, η αστικοποίηση συνεχίζεται∙ για την αγροτική έξοδο δεν ενοχοποιούνται μόνον η ανεργία και η φτώχεια∙ η «αστική» ζωή είναι πιο ενδιαφέρουσα· παρότι λέγεται ότι «όλες οι πόλεις είναι ίδιες», η καθεμιά τους παρέχει διαφορετική αφήγηση. Κίνητρο της αστυφιλίας παραμένει η ανθρώπινη συγκίνηση, η σαγήνη που ασκεί το παλλόμενο κέντρο στη ληθαργική περιφέρεια.[11]
Γίνεται λόγος για τυρβώδη ζωή, αποσύνθεση, ανισορροπία: ωστόσο, η τύρβη πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια μορφή ελευθερίας∙ η διαμετακόμιση επίσης (free circulation = free copulation), η φωταγωγημένη νύχτα, τα one-night stands, η απειλή του εγκλήματος δεν θα έπρεπε να παρουσιάζονται σαν τον απόηχο ενός χονδροειδούς ανθρώπινου σφάλματος∙ οι πολίτες της global city δεν έχουν την ταυτότητα της φαντασιακής κοινότητας· είναι το software που θέτει σε λειτουργία το αστικό hardware.
Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό της συνύπαρξης στην παγκόσμια πόλη: η συνύπαρξη σε μεγάλη ανθρώπινη πυκνότητα (rubbing shoulders: στην περίπτωση του Λος Άντζελες αυτή η συνύπαρξη είναι, σε μεγάλο βαθμό, «τροχαία», εποχούμενη)∙ το τυχαίο∙ η πολυγλωσσία (τα αγγλικά σε τρεις διαφορετικές διαλέκτους ― αμερικανικά, βρετανικά, αυστραλέζικα, αλλά κυρίως σπασμένα[12] ― ακούγονται μαζί με τα μανδαρινικά, τα καντονέζικα, τα αραβικά· τα ισπανικά τείνουν να κυριαρχήσουν στο Λος Άντζελες κτλ)∙ η πολυπολιτισμικότητα/ο πλουραλισμός (το ροκ εντ ρολ ακούγεται μαζί με την τοπική ποπ, το χιπ-χοπ – τους «αστικούς ήχους» (urban sounds)[13] και τα παραδοσιακά μουσικά είδη). Τα πρόσωπα δεν έχουν βάθος∙ εμφανίζονται σαν ελεύθερα ηλεκτρόνια∙ ό,τι κάνουν, ή ό,τι δεν κάνουν, αποτελεί έκφραση του αστικού χώρου. Σ’ αυτό το εκλεκτικιστικό σύμπαν, σ’ αυτό το pastiche, το «ευρωπαϊκό» και «ανατολικό» junk food (π.χ. ο λιπώδης γύρος) καταναλώνεται μαζί με τα προϊόντα των McDonald’s∙ με την Coca Cola∙ οι συναλλαγές γίνονται με αμερικανικά δολάρια, ευρώ, γεν∙ στις ερωτικές συναντήσεις εμπλέκονται διαφορετικές φυλές, ίδια φύλα ή φύλα διφορούμενα∙ τα μητροπολιτικά πλάσματα που “they rub shoulders” (χωρίς η εγγύτητα να συνεπάγεται αμοιβαιότητα) συνεννοούνται σε μια γλώσσα που υπερβαίνει τις λέξεις, τους χώρους και τους ήχους: συνεννοούνται με τη διαμεσολάβηση των αντικειμένων∙ με ηλεκτρονικά juke-box, πινακίδες των McDonald’s (στην παγκόσμια πόλη τα πρόσωπα βρίσκονται συχνά μπροστά και κάτω από εμπορικές πινακίδες), τα “hip” αντικείμενα (ή τις “hip” εκδηλώσεις που αντιστοιχούν σε ποικίλες υποκουλτούρες: τατουάζ, αμφιέσεις, κομμώσεις· ενδυματικά αξεσουάρ, ηλεκτρονικά εξαρτήματα)∙ τα τροχοφόρα. Τέλος, συνεννοούνται με μια ιδέα για το τι είναι “cool”, με ένα είδος κοινής (shared) coolness (ή “coolitude”;). Η εγγύτητα επιτρέπει την ανάπτυξη καινούργιων σχέσεων στη μεγαλούπολη: η έλλειψη του Άλλου –ο οποίος είναι, ωστόσο, φυσικά παρών στο μοναχικό πλήθος– οδηγεί στη φετιχοποίηση του άστεως∙ σε μια μορφή εγκατάλειψης∙ η αστική ροή, η «ρευστότητα» απειλεί το άτομο με διάλυση. Η αμφεταμινική ταχύτητα μπορεί πράγματι να σε εκτοπίσει, να εκμηδενίσει την ταυτότητά σου· καλείσαι να βρεις τον ρυθμό της κάθε πράξης, της κάθε χειρονομίας. Μαζί μ’ αυτή την ταχύτητα, υπάρχει μια μορφή βραδύτητας: στη μεγαλούπολη πρέπει να είσαι υπομονετικός· να περιμένεις πάντα τη σειρά σου.
Η νεωτερικότητα ταυτίζεται με την οπτικότητα και την ορατότητα – με την εικόνα του μητροπολιτικού αινίγματος∙ οι άνθρωποι είναι μια παράταξη από οπτικά στοιχεία στο φόντο της οπτικής «αστικότητας», του αστικού θεάματος. Η μετανάστευση και η πολυεθνικότητα ορίζονται συχνά ως “otherness”: η “otherness” συνιστά μια καινούργια ρευστή ταυτότητα που διαδέχεται εκείνη του αποικιοκρατούμενου πολίτη. Ζούμε στην εποχή όπου ο αποικιοκράτης και ο αποικιοκρατούμενος (με την έννοια της σημερινής «αυτοκρατορίας») συναντιούνται σ’ έναν «ουδέτερο», «τρίτο» χώρο, στην global city. Αυτή είναι η ουσία της παγκοσμιοποίησης.
Η έννοια της νεωτερικότητας ως άνοδος της κεφαλαιοκρατίας, ως οργάνωση σοσιαλιστικών γραφειοκρατιών και ως θεσμοποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχει ξεπεραστεί: παραμένει η ιδέα του ατομισμού, της ραγδαίας ανάπτυξης των επιστημών και της τεχνολογίας, των εναλλακτικών κοινωνικών κινημάτων, της προαστικοποίησης και περι-αστικοποίησης, του τεχνολογικού εναλφαβητισμού, των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Η εκβιομηχάνιση, που αποτελεί παράγοντα της νεωτερικότητας, έχει δώσει τη θέση της στην πληροφοριοποίηση, τη μετατροπή του τοπίου της μεγαλούπολης σε Silicon Valley.[14]
Παράδειγμα της παγκοσμιοποίησης στο εσωτερικό της global city είναι το κτήριο Chungking Mansions του Χονγκ-Κονγκ: εκτός από την λειτουργική του ποικιλία –κατοικία, εμπορικό κέντρο, συγκρότημα γραφείων– συγκεντρώνει 4.000 ανθρώπους από διαφορετικές φυλές, φύλα, ηλικίες και κοινωνικά στρώματα∙ φτωχοτουρίστες, επιχειρηματίες, εμπόρους και λαθρεμπόρους∙ η πόλη-λαβύρινθος συνιστά το ζοφερό σκηνικό του εγκλήματος, αλλά και της διαφυγής, της εξόδου στο φως. Ένα ακόμη παράδειγμα, το Central του Χονγκ-Κονγκ την Κυριακή: αντί για στελέχη επιχειρήσεων με κοστούμια, στην περιοχή ξεχύνονται Φιλιππινέζες καμαριέρες που στέκονται σε μικρές παρέες στη σκιά των ουρανοξυστών∙ καταμεσής στη Statue Square, δίπλα στην τράπεζα του Χονγκ-Κονγκ και έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο Μandarin, οι ξένοι μετανάστες αποτελούν μια εφήμερη παρουσία διαβαίνοντας την glamour zone, έναν χώρο που μπορείς να δανειστείς αλλά όχι να κατοικήσεις. Όπως σημειώνει η Saskia Sassen, «υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των δύο "ειδών" χρηστών της πόλης: ανάμεσα στην καινούργια ελίτ και στον ογκώδη πληθυσμό των μη-προνομιούχων. Ποια είναι η "ιδανική πόλη" για την ελίτ; Μια "αστική glamour zone"»[15]. Το χαρακτηριστικό της global city είναι η διασυνοριακή ροή ανθρώπων και κεφαλαίου, αλλά ο όρος δεν αρκεί: στην global city ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε παιχνιδότοπο, σε καρναβάλι∙ ο πολίτης σε flâneur∙ o flâneur αξιοποιεί τα συστήματα της δημόσιας τάξης, ελέγχου και παραγωγής ώστε να «διαβεί» με σχετική ασφάλεια και να ψυχαγωγηθεί από την ανθρώπινη κωμωδία.
Διαβάτης στην πόλη
Ο flâneur του Baudelaire, γράφει ο Walter Benjamin[16], δεν βρίσκεται ποτέ στην «πατρίδα» του∙ είναι περαστικός∙ αναζητεί καταφύγιο στο πλήθος που του εξασφαλίζει την ηδονιστική θέαση του κόσμου και την απώλεια της ταυτότητάς του. Τα αμφίσημα συναισθήματα του flâneur έναντι του πλήθους καταλήγουν σε μια αόριστη μελαγχολία, στο spleen: είτε ο άνθρωπος είναι «ντόπιος», είτε «ξένος», βρίσκεται αμήχανος καταμεσής στην αστική φαντασμαγορία, προσωρινός και ελεύθερος, ριγμένος στο κατοικημένο χάος. Το βλέμμα του flâneur μπορεί να είναι συμπονετικό, προσηλωμένο, ερευνητικό και την ίδια στιγμή αδιάφορο, ξένο και απαθές: ο διαβάτης της global city περνά από την άλλη πλευρά του αστικού τοπίου όπως η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη. Τα άτομα μοιάζουν εκριζωμένα, στιγμιαία, έτοιμα να εξαχνωθούν καθώς αγωνίζονται για χώρο στην κατακερματισμένη ζωή της μεγαλούπολης: δεν πρόκειται απλώς για το «στεγαστικό πρόβλημα», ούτε για μια υπογράμμιση της έξαλλης αστυφιλίας∙ πρόκειται για μια αναπαράσταση του τρόπου ζωής, για μια κατάσταση ονειροβασίας ή υπνοβασίας[17]. Ο flâneur περιδιαβάζει την πόλη (περπατώντας, επιβαίνοντας στο μετρό ή οδηγώντας) και, για μια στιγμή του χρόνου, υπερβαίνει τα ταξικά σύνορα∙ καθυστερεί στο τυφλό σημείο του χάρτη, φαίνεται σαν να προχωρεί με τα μαγικά γοβάκια της Dorothy στη Χώρα του Οζ. Κι όμως, στην παγκόσμια πόλη, οι φτωχογειτονιές, τα περιθωριακά στρώματα (“A poor man is like a dog”, γράφει ο Peter Brooker στο “Modernity and Metropolis”)[18] αναδεικνύουν ισχυρότερη την παρουσία τους από το αμέσως ορατό και διατυπωμένο glamour. Η «διττή» πόλη υπονοείται με αμεριμνησία, ελπίδα, joie de vivre∙ ο έρωτας, η φιλία, ανθίζουν, εν δυνάμει, σε κάθε γωνία, ακόμα κι αν μυρίζει τηγανητές πατάτες∙ ιδιαίτερα αν μυρίζει τηγανητές πατάτες∙ η χαρά της ζωής εκρήγνυται κάτω από τεχνητό φως. Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Χονγκ-Κονγκ, ο χώρος προκύπτει μέσα από τους συσχετισμούς του imagined, perceived και experienced (βιωμένου) χώρου: ο χώρος συμπιέζεται, το ίδιο και ο χρόνος∙ ο κόσμος συρρικνώνεται∙ όλα αποβαίνουν «συγχρονικά»∙ η γεωγραφική εμπειρία τείνει να γίνει εικονική μιας και οι μεταφορές, οι επικοινωνίες, τα δίκτυα καθιστούν τα ταξίδια αναχρονιστικά. Η ζωή κυλάει με απόηχο μιαν αντίστροφη μέτρηση∙ σημασία δεν έχουν οι προορισμοί, αλλά οι διαδρομές.
Η “ecstatic city” του Νigel Coates –«ένα μισο-πραγματικό, μισο-φανταστικό μόρφωμα […] με ρευστή αρχιτεκτονική υβριδίων που συνδέεται με τον κόσμο της πληροφορίας [...] και αντικαθιστά τη θεσμική εξουσία με ένα κοινό πεδίο ταυτότητας και επιθυμίας»–πραγματοποιείται συνενώνοντας το Χονγκ-Κονγκ με το Λος Άντζελες πάνω σ’ έναν φανταστικό, μυθευτικό χάρτη.[19] Θα μπορούσε κανείς να εξαγάγει το απλό αλλά άχαρο συμπέρασμα: η υβριδική φύση της παγκόσμιας πόλης μαρτυρεί τον αμερικανικό πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, την ηγεμονία της Δύσης. Ωστόσο, το αστικό φαινόμενο είναι τόσο διάχυτο ώστε οι παλιοί τρόποι να το αντιληφθεί και να το μελετήσει κανείς δεν έχουν πια καμιά αξία. Η προαναφερθείσα “generic city” αποκτά καινούργιο νόημα στη σκέψη του Rem Koolhas: είναι η έκφραση της γενικευμένης αστικοποίησης, όπου τα προάστια (η suburbia) στρεβλώνονται και επεκτείνονται παρακάμπτοντας τους πολεοδομικούς κανόνες∙ η πυκνότητα μειώνεται∙ οι στιγμές/τελείες (dots) αραιώνουν∙ ο άνθρωπος βρίσκεται σε εθελοντικό κατ’ οίκον περιορισμό. Οι ουρανοξύστες, οι πύργοι, τα πολυώροφα συγκροτήματα γραφείων δεν περιορίζονται στο downtown∙ κτίζονται σε τέτοια απόσταση μεταξύ τους ώστε δεν αλληλεπιδρούν. Η generic city είναι μια πόλη χωρίς ιστορία, χωρίς διαστρωματώσεις, επιφανειακή σαν κινηματογραφικό στούντιο σε διαδικασία αυτοκαταστροφής και αναβίωσης∙ η πόλη απελευθερώνεται από την αιχμαλωσία του «κέντρου» και της ταυτότητας. Σ’ αυτή την πόλη, παρατηρεί κανείς, εκτός από την ομοιογενοποίηση, την αέναη επανάληψη του ίδιου δομικού προτύπου, μια ποικιλία από ennui, περίσσεια ανθρώπων και εμπορευμάτων, ένα συνεχές déjà vu∙ η ίδια η πόλη είναι ασυνεχής, συναρμολογημένη από θύλακες, φαινομενικά τυχάρπαστη και ακατάστατη∙ πολυφυλετική και πλουραλιστική, με ευέλικτη ποικιλομορφία, αισθητικό “free style” και πληθώρα κατόπτρων. Τα δημοφιλέστερα σημεία της συνδέονται με το σεξ και την παραβατικότητα.[20]
H global city/generic city
Η έννοια της generic city του Rem Koolhaas επεκτείνεται στο σημερινό Λος Άντζελες, που μπορεί να ειδωθεί σαν το κέντρο βάρους της νεωτερικότητας: πανομοιότυπα προάστια, πανομοιότυπες edge cities στις περιοχές των αεροδρομίων και στις όχθες των αυτοκινητοδρόμων· «πανομοιότυπος» καιρός υπό την έννοια της απουσίας «ακραίων καιρικών φαινομένων» (χιόνι, καταρρακτώδεις βροχές, καύσωνες) τα οποία προσδίδουν ειδικό χαρακτήρα σε πόλεις όπως, για παράδειγμα, στη Νέα Υόρκη –η απουσία τους προσδίδει επίσης έναν χαρακτήρα, πλην όμως όχι «ειδικό»: το Λας Βέγκας δεν έχει τέσσερις διακριτές εποχές του χρόνου– το γεγονός μοιάζει να καθορίζει τη φύση της, την προσωρινότητα του πληθυσμού της, τις ιδιαιτερότητες της λειτουργίας της (πόλη «ξεφαντώματος» και τυχερών παιχνιδιών). Κατά τόπους, η παγκόσμια πόλη που, εξ ορισμού, χαρακτηρίζεται από ποικιλία, θύλακες μεταναστών (όπως το Chinatown και το Little Tokyo στις περισσότερες μεγαλουπόλεις, καθώς και προηγμένες επικοινωνιακές δομές, εμφανίζεται ως generic city: το Νοwhereville για το οποίο γίνεται συχνά λόγος όταν αναφερόμαστε στην αμερικανική ενδοχώρα. Όσο για το Λος Άντζελες, μπορεί να θεωρηθεί μια «branded» generic city, η ταυτότητα της οποίας σχετίζεται με την κινηματογραφική βιομηχανία, με το Ηοllywood, που, με τη σειρά του, είναι «branded» ως «Tinseltown»· εκτός από αυτή την «ταυτότητα», το Λος Άντζελες παρουσιάζεται χωρίς ιδιότητες· μοιάζει με το Φοίνιξ της Αριζόνα· του λείπει ο «ατομισμός» που χαρακτηρίζει τη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με τον Rem Koolhas, αυτή είναι η εξέλιξη των μεγαλουπόλεων: στο μέλλον, το Παρίσι θα μοιάζει με το Λας Βέγκας· το Λονδίνο με την Ατλάντα. Η generic city θα λειτουργεί, θα είναι πρακτική και διαρκώς εκσυγχρονιζόμενη· ορθολογική, απολιτική, ίσως λίγο αυταρχική· ένα «sprawling nowhere». Ο Rem Koolhas, σχεδιάζοντας το Ντουμπάι –μια μεγαλούπολη με φιλοδοξία παγκόσμιας πόλης εξαιτίας του πετρελαίου–, έχει στο μυαλό του το Σόμπεργκ του Ιλινόι, μια πόλη 72.000 κατοίκων τόσο αποσυνδεμένη από τη φύση και την ιστορία ώστε η άσφαλτος θεωρείται ιθαγενής μορφή ζωής: δεν είναι τυχαίο: στο Σόμπεργκ εδράζει η Μotorola· εκεί βρίσκεται το ένα από τα δύο υπερ-καταστήματα της ΙΚΕΑ στο Ιλινόι, καθώς και το Woodfield Mall, ένα εμπορικό κέντρο με 300 καταστήματα. Η generic city μοιάζει με μικρογραφία της παγκόσμιας πόλης του μέλλοντος. Παρ’ όλ’ αυτά, η αστικότητα, ο χαρακτήρας του άστεως παραμένει σχετικά ανεξέλεγκτος: εξαιτίας των Ινδών που εργάζονται στην βιομηχανία λογισμικού στην περιοχή του Σόμπεργκ, η πόλη έχει αποκτήσει ινδικά εστιατόρια, σημάδι κοσμοπολιτισμού στα βάθη της χώρας.
Η «μάρκα», η τεχνητή ταυτότητα που αποδίδεται στις μεγαλουπόλεις συνοδεύεται από χαρακτηριστικά ή λιγότερο χαρακτηριστικά «παγκόσμια» κτήρια: ο supertall ουρανοξύστης υποδηλώνει τον πραγματικό ή φανταστικό ρόλο της πόλης. Το ψηλότερο κτήριο στον κόσμο βρίσκεται στο Ντουμπάι· μερικά από τα ψηλότερα (αν λάβουμε υπόψη πύργους και ποικίλες βιομηχανικές κατασκευές) βρίσκονται στον βιομηχανικό κόσμο (Ουκρανία, Κίνα, Γερμανία) χωρίς να αντιπροσωπεύουν το πνεύμα της παγκόσμιας πόλης. Αντιστρόφως, δεν υπάρχει παγκόσμια πόλη χωρίς ουρανοξύστες: η Σαγκάη, το Χονγκ-Κονγκ, η Νέα Υόρκη –όπου υπάρχουν χρηματιστηριακά κέντρα τύπου «city»– χαρακτηρίζονται από μεγάλη πυκνότητα ουρανοξυστών.
Το «city» στην παγκόσμια πόλη
Όλες οι πόλεις έχουν κέντρο: κεντρική πλατεία –αν πρόκειται για ευρωπαϊκό μοντέλο–, κεντρικό δρόμο (main drag ή main thoroughfare) αν πρόκειται για αμερικανικό μοντέλο με πολεοδομικό σχέδιο τύπου grid (κάναβος)· strip αν πρόκειται για fun cities (όπως το Λας Βέγκας, το Χόλλυγουντ, το Ρίνο της Νεβάντα), ή «παραλία» αν πρόκειται για μικρές επαρχιακές πόλεις με θάλασσα (Mπράιτον, Χαλκίδα) ή με «φαντασιακή» παραθαλάσσια γραμμή (Ξάνθη). Όλες οι πόλεις έχουν downtown, ακόμα και όταν δεν τίθεται ζήτημα «uptown”: οι μητροπόλεις και οι παγκόσμιες πόλεις έχουν συνήθως περισσότερα από ένα downtown, παρόλο που, εξ ορισμού, το downtown (ή city center) τοποθετείται στο γεωμετρικό κέντρο του χάρτη. Έτσι, δεν έχει σαφές περιεχόμενο η έκφραση «κέντρο του Παρισιού» ή «κέντρο της Νέας Υόρκης» ή «κέντρο της Ισταμπούλ», εκτός αν γίνεται λόγος για το κέντρο του γεωγραφικού χάρτη.
Ωστόσο, δεν έχουν όλες οι πόλεις "city” –με την έννοια του Central Business District– που αποτελεί το εμπορικό, επιχειρηματικό και χρηματιστηριακό «κέντρο» της πόλης. Άρα, για να υπάρχει "city", προϋποτίθεται εμπορική, επιχειρηματική και χρηματιστηριακή δραστηριότητα, καθώς και υψηλή τεχνολογία που να συνδέει αυτή τη δραστηριότητα με το υπόλοιπο της χώρας και του κόσμου. Αν πάρουμε ως παράδειγμα το Λονδίνο, η εικόνα γίνεται φανερή: η βρετανική πρωτεύουσα έχει τρία «κέντρα»: το City, τη μεσαιωνική πόλη του Westminster και την περιοχή του Canary Wharf όπου κυριαρχεί η ζωή του ποταμού (το εμπόριο, οι μεταφορές). Η Νέα Υόρκη έχει, θεωρητικά, πέντε «κέντρα» που αντιστοιχούν στα πέντε boroughs: ωστόσο, το Μανχάτταν από την 3η Οδό μέχρι την 37ή (περίπου) μπορεί να θεωρηθεί «downtown”, από την 37ή μέχρι την 60ή «midtown” (άρα «center”), ενώ “city” μπορεί να θεωρηθεί μόνον το νότιο άκρο του νησιού το οποίο περιλαμβάνει την Wall Street και το «φαράγγι» των ουρανοξυστών κάτω από την 3η Οδό. Στο Μπρούκλυν, στο Μπρονξ, στο Κουήνς και στο Στάτεν Άιλαντ τα κέντρα είναι επίσης πολλαπλά: το Φλάτμπους έχει «κέντρο» (εμπορική δραστηριότητα, δημόσιο χώρο, πεζούς) και «περιφέρεια» (προαστιακό τοπίο μονοκατοικιών) ενώ αποτελεί συνοικία του Μπρούκλυν – και ούτω καθεξής.
Οι όροι παραμένουν συγκεχυμένοι. Το σχήμα και η μορφή του "City” εξαρτάται από την ιστορία και τις περιπέτειες της κάθε πόλης. Οι πόλεις με περιορισμούς στο ύψος των κτηρίων έχουν συνήθως ένα «ιστορικό κέντρο» που βρίσκεται σε απόσταση από την χρηματιστηριακή και διοικητική περιοχή. Σε πόλεις που κτίστηκαν προσφάτως και αναπτύχθηκαν γρήγορα (όπως συνέβη στη Βόρεια Αμερική) το downtown έχει διαφορετική φυσιογνωμία από το κέντρο της ευρωπαϊκής πόλης· όσο για το "city", η ύπαρξή του εξαρτάται από τον οικονομικό ρόλο της πόλης στο παγκόσμιο σύστημα, καθώς και από την ίδια την εξέλιξη της αστικής δομής.
Τα χαρακτηριστικά του "city" του Λονδίνου αντιστοιχούν στο «τυπικό» city, αν και, στην πραγματικότητα, τυπικό city δεν υπάρχει: στις μεγαλουπόλεις συμβαίνουν διαρκείς πολεοδομικές και πολιτιστικές τροποποιήσεις (για παράδειγμα, ο πληθυσμός του City στο Λονδίνο έχει μειωθεί, ενώ στην Μελβούρνη και στο Σίντνεϋ παρουσιάζει αυξητική τάση: οι yuppies μετακομίζουν σε διαμερίσματα κοντά στα γραφεία τους). Παρ’ όλ’ αυτά, το city μπορεί να έχει τα παρακάτω γνωρίσματα:
- μεγάλη πυκνότητα κτηρίων επαγγελματικής χρήσεως (δημόσια κτήρια, γραφεία)
- υψηλή δόμηση (μεγιστοποίηση της χρήσης γης)
- μεγάλη πυκνότητα ημερήσιων μεταφορών
- καταστήματα χονδρικής πώλησης (όχι λιανικής)
- πολεοδομικό πρότυπο που διαφέρει από εκείνο του περιβάλλοντος χώρου
- πυκνότερο και πιο σύνθετο δίκτυο υποδομών από εκείνο του περιβάλλοντος χώρου
Σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο καθώς εισφρέει ο όρος "inner city" (εσώτερη πόλη) για τις αμερικανικές πόλεις (ο οποίος σημαίνει, κυρίως, τις κατά καιρούς υποβαθμιζόμενες κεντρικές και ημι-κεντρικές συνοικίες όπου παρατηρείται κύμα εξόδου λευκών μεσοαστών)[21] και "Stadtmitte" για τις γερμανικές που εκφράζει το γενικότερο ευρωπαϊκό μοντέλο. Αν και οι περισσότερες γερμανικές πόλεις έχουν, κατά κανόνα, ένα κέντρο που ταυτίζεται με την περιοχή των γραφείων, το Βερολίνο έχει, εξαιτίας της ιστορίας του, τουλάχιστον τρία: το West Kurfrstendamm, την Alexanderplatz (στο ανατολικό τμήμα) και τον σχετικά νεόδμητο πυρήνα κοντά στην Potsdamer Platz. To ιστορικό κέντρο –εκεί όπου βρισκόταν το κοινοβούλιο, η πύλη του Βραδενβούργου και τα περισσότερα ομοσπονδιακά υπουργεία– εγκαταλείφθηκε όταν κτίστηκε το Τείχος και μόνον τα τελευταία είκοσι χρόνια άρχισε να αναζωογονείται.
Για τις ήσσονες «μεγάλες» πόλεις –κυρίως τις αμερικανικές, αλλά, ατυχώς, και για ορισμένες ευρωπαϊκές που μιμούνται το αμερικανικό ή «παγκοσμιοποιημένο»– το κέντρο χαρακτηρίζεται από shopping malls με franchised καταστήματα και πολυ-κινηματογράφους· ταυτίζεται δηλαδή με ένα καταναλωτικό και ψυχαγωγικό «κέντρο» στο οποίο μπορεί να ενυπάρχει ο χρηματιστηριακός και διοικητικός πυρήνας (όχι όμως απαραιτήτως).
Τι κάνει "city" ένα "city": η πυκνότητα των επιχειρήσεων, της επαγγελματικής απασχόλησης και δραστηριότητας· η υψηλή παραγωγικότητα· η συμβολική «σπουδαιότητα», η συνδεσιμότητα με άλλα εμπορικά και χρηματιστηριακά κέντρα καθώς και με το υπόλοιπο της πόλης και της χώρας. Συχνά (όχι πάντα), το "city" διαθέτει ένα είδος μαγνητισμού, αποτελεί πόλο έλξης όπου εισρέει και εκρέει κεφάλαιο, άρα άνθρωποι και υπηρεσίες. Χωρίς να υπεισέλθουμε στην κριτική των "city" (που θα μπορούσε να εκταθεί σε τόμους ολόκληρους) είναι απαραίτητο να τονιστεί πως το "city" είναι "city" όταν λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο, όντας επιφορτισμένο με ιεραρχικό ρόλο: έτσι, το «κέντρο» της Αθήνας –για παράδειγμα– δεν ενσωματώνει "city". Η ελληνική πρωτεύουσα δεν αλληλεπιδρά και δεν επηρεάζει το παγκόσμιο σύστημα όπως συμβαίνει με τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Τόκυο, το Χονγκ-Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και το Σικάγο.
Έχουν γίνει απόπειρες να απομακρυνθεί το "city" από το γεωμετρικό κέντρο και το ιστορικό downtown: το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα της Défense στα δυτικά του Παρισιού, καθώς και τα μεταβιομηχανικά παρισινά προάστια όπου συγκεντρώνονται τα γραφεία των πολυεθνικών εταιρειών, καταδεικνύουν την αποτυχία της αρχιτεκτονικής των «Νέων Πόλεων» αρχή της οποίας ήταν η δημιουργία ex nihilo κοινοτήτων, χωρίς παρελθόν και με «τεχνητή» ποικιλία χρήσεων. Η αποκέντρωση –που απέτυχε θεαματικά– προκάλεσε ρήξη στον ιστό των μεγαλουπόλεων, αλλά δεν επηρέασε τον οικονομικό τους ρόλο στον κόσμο. Παρά τα πολεοδομικά πειράματα, η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο παραμένουν οι global cities με τα ισχυρότερα "city", ενώ ακολουθεί μια δεύτερη σειρά μεγαλουπόλεων –το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, το Τόκυο, η Φρανκφούρτη– που συνιστούν αποφασιστικούς οικονομικούς παράγοντες αλλά στερούνται της πολιτιστικής ισχύος της οποίας απολαμβάνουν η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι και το Λος Άντζελες. Κατά κάποιον τρόπο, το "city" ενισχύεται όταν η πόλη στην οποία ενσωματώνεται δεν λειτουργεί μόνον ως χρηματιστηριακό κέντρο, αλλά και ως πολιτιστικό και πολιτικό. Ωστόσο, πόλεις με αναγνωρισμένο πολιτικό βάρος (όπως οι Βρυξέλες, η Γενεύη και η Ουάσινγκτον) δεν χαρακτηρίζονται από σημαντικά "city"∙ ομοίως, ούτε τα παγκόσμια πολιτιστικά κέντρα –το Βερολίνο, η Ρώμη– μπορούν να θεωρηθούν πρωτεύουσες με αναγνωρίσιμο "city". Όσο για τις τριτοκοσμικές mega cities –Σάο Πάολο, Ισταμπούλ, Κάιρο, Κουάλα Λουμπούρ– παρά τον πληθυσμό τους και τη σαφή διάκριση κέντρου-περιφέρειας, δεν τίθεται ζήτημα "city": ο πληθυσμός τους είναι άσχετος ως προς την χρηματιστηριακή συμβολή της πόλης (λόγου χάρη, η Φρανκφούρτη και η Ζυρίχη διακρίνονται τόσο από οικονομικό ρόλο όσο και από πολεοδομική άτρακτο τύπου "city" με πληθυσμό απασχολούμενο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Πράγματι, πολλές τριτοκοσμικές μεγαλουπόλεις –όπως το Δελχί– παρουσιάζουν κομβικές περιοχές οι οποίες διαθέτουν μερικά, αν όχι όλα, τα χαρακτηριστικά του "city".
Tι δεν είναι, αναγκαστικά, το "city": τουριστικό κέντρο· ακαδημαϊκό κέντρο· κέντρο μεταφορών προς και από την πόλη. Στο Τορόντο, το "city" προσαρτάται στο downtown, άρα στην περιοχή συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία, οι πολιτιστικοί φορείς, οι τράπεζες, τα ΜΜΕ, τα διοικητικά μέγαρα· στο κέντρο του Τορόντο συγκεντρώνονται οι υπευθυνότητες, οι συγκρούσεις και οι πρωτοβουλίες. Οικουμενικός κανόνας δεν υπάρχει: περπατώντας μετά τις επτά το βράδυ στο "city" της Νέας Υόρκης, ακούς τα βήματά σου μέσα σε απόκοσμη σιωπή[22]· Αντιθέτως, τα "city" της Φιλαντέλφια και του Τορόντο μετατρέπονται σε ψυχαγωγικούς θύλακες, ενώ το "city" της Ουάσιγκτον υποβάλλεται σε αναβάθμιση στα πλαίσια της γενικότερης πολεοδομικής ανάπλασης της αμερικανικής πρωτεύουσας η οποία διατηρεί υπολογίσιμο πληθυσμό μαύρης φτωχολογιάς.
Είναι το "city" απαραίτητο σε κάθε μεγαλούπολη; Δεν είναι, ούτε θα μπορούσε να είναι. Απαραίτητες είναι οι εύκολα προσβάσιμες περιοχές όπου ο πολίτης μπορεί να συναντηθεί με το πλήθος σαν ελεύθερο ηλεκτρόνιο· όπου μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δίκτυα εργασίας, ψυχαγωγίας, μεταφορών και διάβασης· όπου μπορεί να κινηθεί και να δράσει σε περιβάλλον μεγάλης ποικιλίας, δυναμισμού και υψηλής τάσης, στο πλαίσιο του οποίου είναι δυνατά όλα τα διακυβεύματα της σύγχρονης ζωής.
Η αρχιτεκτονική στην παγκόσμια πόλη
Οι αρχιτεκτονικοί πειραματισμοί από τις δημιουργίες των «μεγάλων» μηχανικών μέχρι τις αρχιτεκτονικές τρέλες (follies)[23], χαρακτηρίζουν επίσης την παγκόσμια πόλη. Παράδειγμα μητροπολιτικής αρχιτεκτονικής ποικιλίας είναι η περιοχή του Λος Άντζελες, όπου παρατηρείται, ευλόγως, ο πιο θεαματικός αρχιτεκτονικός εκλεκτικισμός: η «φανταστική», εξωτική αρχιτεκτονική περιλαμβάνει –εκτός από κτήρια γραφείων και κατοικιών– βενζινάδικα, μοτέλ, αποθήκες και καταστήματα λιανικής. Αυτό το φάσμα αρχιτεκτονικών τεχνοτροπιών μοιάζει με την «κτισμένη» εκδοχή της εμπορικής τέχνης του Andy Warhol· η αρχιτεκτονική του δρόμου εμφανίζεται σαν ένα παιχνίδι: οι κατασκευές παίρνουν τη μορφή αεροπλάνων, ινδιάνικων σκηνών, πυραμίδων, κάστρων, ακόμα κι ενός γουδιού μαζί με το γουδοχέρι του. Παράδειγμα τέτοιας κατασκευής είναι το κτήριο της Wadham Oil που μοιάζει με παγόδα. Μελετώντας τη φανταστική αρχιτεκτονική ως γνώρισμα της παγκόσμιας πόλης και της παγκοσμιοποίησης, μπορούμε να την ταυτίσουμε με τη Novelty Architecture[24], μια μάλλον επαρχιακή αμερικανική τεχνική μέσα από την οποία οι μεγάλες πολυεθνικές, όπως η McDonald’s και η Texaco, δημιούργησαν τα χαρακτηριστικά τους κτήρια και λογότυπα. H «φανταστική» αρχιτεκτονική δεν σηματοδοτεί μόνον την επιχειρηματική Αμερική, αλλά και την ατομική πρωτοβουλία: παράδειγμα οι πύργοι του Simon Rodia στο Watts.
Στα εβδομήντα και πλέον μίλια που χωρίζουν το Μάλιμπου από το Μπαλμπόα, στη Νότια Καλιφόρνια, οι αρχιτέκτονες αυτοσχεδιάζουν στις όχθες των οδικών αρτηριών και του Ειρηνικού: από τους σκαπανείς που μεταμόρφωσαν το τοπίο της Νότιας Καλιφόρνια δεν έλειπε το νεωτεριστικό πνεύμα· η μείζων περιοχή του Λος Άντζελες φαίνεται να φιλοξενεί ανέκαθεν όλους τους ανορθόδοξους και ανυπότακτους δημιουργούς. Ανάμεσα στις επαύλεις/γαμήλιες τούρτες και στις κιτς αρχιτεκτονικές υπερβολές των νεόπλουτων, ο John Lautner έκτισε το λεγόμενο Chemosphere House στους λόφους του Χόλλυγουντ, σε κατωφέρεια 45 μοιρών (1960): η κατοικία αυτή βρίσκεται στην κορυφή μιας στήλης που θυμίζει ρόδα λούνα-παρκ. Η «ηλεκτρογραφική αρχιτεκτονική», ένας συνδυασμός τεχνητού φωτός και γραφικών τεχνών, εφαρμόστηκε επίσης στην περιοχή του Λος Άντζελες –για παράδειγμα στο βενζινάδικο Crenshaw της Mobil– συνεχίζοντας την παράδοση των «βελών» του Westwood: φωτεινές βελόνες πάνω από κινηματογράφους και τράπεζες σχίζουν τον ουρανό, ορατές κυρίως τη νύχτα από τη μιαν άκρη της λεωφόρου Wilshire ώς την άλλη. Νυκτόβιο είναι και το κτήριο Ύδρευσης και Ηλεκτρισμού στο Civic Center (A.C. Martin και Σία, 1963) του Λος Άντζελες, συμβατικό παραλληλόγραμμο που, όταν φωτίζεται, μοιάζει με τεράστιο πυροτέχνημα. Επίσης, δείγμα της καλιφορνέζικης εκκεντρικότητας (της τοπικής «vernacular” αρχιτεκτονικής) είναι η εκκλησία drive-in του Richard Neutra στο Garden Grove (1962). Αν ο Neutra, ο Ellwood, ο Schindler ταυτίζονται λίγο-πολύ με την αρχιτεκτονική του Λος Άντζελες, η πόλη και το περιβάλλον τοπίο συνοψίζονται στη ζωγραφική του David Hockney: στο Ένας μεγαλύτερος παφλασμός (1968) παρουσιάζεται η νοτιοκαλιφορνέζικη έπαυλη ως έμβλημα της νεωτερικότητας της Δυτικής Ακτής. Η προαστιακή αρχιτεκτονική τονίζει τη σημασία της μητρόπολης η οποία εκτείνεται και δικτυώνενται όλο και πυκνότερα. Αυτή η προαστική αισθητική και ηθική επεκτείνεται σε όλες τις μεγαλουπόλεις: το ευρωπαϊκό πρότυπο των εργατικών προαστίων με τις λαϊκές πολυκατοικίες, παραφθορά των κατασκευών machines à habiter και των σοβιετικών στεγαστικών προγραμμάτων υποχωρεί και εγγράφεται ως πολεοδομική και πολιτική αποτυχία. Η κατάληξη του οικιστικού συγκροτήματος Pruitt-Igoe στο Σαιντ Λούις αλλά και οι πιο πρόσφατες ταραχές στα βόρεια προάστια του Παρισιού υπογραμμίζουν αυτή την αποτυχία που οφείλεται, εν πολλοίς, στη νοερή συνοριακή γραμμή ανάμεσα στη μεγαλούπολη και στους «εκτός των τειχών». Η αστική συνέχεια αποδεικνύεται επιφανειακή: οι νεαροί του Saint Denis ζουν σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε στάσεων από το Παρίσι, αλλά η νοοτροπία τους παραμένει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Η αστική συνέχεια δεν εγγυάται τον αστικό τρόπο ζωής.
Στη Νότια Καλιφόρνια, όπου, ήδη από τη δεκαετία του ’40, αναμενόταν η δημιουργία αστικής συνέχειας μεταξύ Σαν Ντιέγκο και Σαν Φρανσίσκο (πράγμα που δεν συνέβη), αναπτύχθηκε παραλλήλως η Googie Architecture (γνωστή και ως Populuxe ή Doo-Wop). Η Googie Architecture χαρακτηρίζει την παγκόσμια πόλη η ζωή της οποίας επηρεάζεται από τη χρήση του αυτοκινήτου και την αισθητική της διαστημικής εποχής. Μεγάλη ποικιλία κτηρίων –μοτέλ, καφέ, αίθουσες μπόουλινγκ, πύργοι εταιρειών τηλεφωνίας– εντάσσονται σ’ αυτή την υποκατηγορία της φουτουριστικής αρχιτεκτονικής. Σε γενικές γραμμές, ο χώρος των φουτουριστικών πειραμάτων παραμένει επίσης «εκτός των τειχών» και σχετίζεται, συνήθως, με το αστικό κενό και τις μεγάλες οδικές αρτηρίες.
Για να αντιληφθούμε την παγκόσμια πόλη ως το κέντρο βάρους όχι ως μια απλή μεταβλητή της νεωτερικότητας είναι απαραίτητο ένα είδος αποκωδικοποιητή που να ερμηνεύει ακόμα κι αυτό που ο Abbas Ackbar[25] ονομάζει «πεταμένες εικόνες»: το συμπτωματικό, το επουσιώδες, το αναλώσιμο, το μεταβατικό του σύγχρονου κόσμου. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε ένα κείμενο σε ιερογλυφικά χωρίς να έχουμε μάθει αιγυπτιακά: ακόμα κι αν παρουσιάσουμε μια δική μας μεταφραστική εκδοχή, η «άποψή» μας δεν θα έχει καμιά εγκυρότητα. Μια από τις απλές μεταβλητές της νεωτερικότητας είναι ότι υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί αποκλεισμένοι από τις γλώσσες της σύγχρονης ζωής∙ οι μεγαλουπόλεις είναι οδυνηρά διχασμένες∙ οι άνθρωποι μιλούν ακόμα δυνατά στο τηλέφωνο όταν πρόκειται για υπεραστική κλήση και σιγανά όταν πρόκειται για τοπική∙ η μνήμη, ο έρωτας, η flânerie έχουν ημερομηνία λήξεως όπως οι κονσέρβες του ανανά, στιγμιαία χρήση όπως οι κάρτες επιβιβάσεως.
ΣΩΤΗΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Βιβλιογραφία:
-Global Cities: Cinema, Architecture and Urbanism in a Digital Age (New Directions in International Studies), Linda Krause (ed.), Patrice Petro (ed.), 2003
-Los Angeles: Architectural, Cinematic and Musical References (Los Angeles as a Global City; Narratives and Ethnoscapes), Soti Triantafillou, doctoral thesis, NYU, 1990.
-Cosmopolis: The Hidden Agenda of Modernity, Stephen Edelston Toulmin, Free Press, New York, 1990
-K. Olds, “Globalization and the Production of New Urban Spaces: Pacific Rim Megaprojects in the Late 20th Century”, Environment and Planning, A 27 (1995)
-Capitales de la modernité. Walter Benjamin et la ville, Philippe Simay, Editions de l’Eclat, Paris, 2005
-Patricia Latour, Francis Combes, Conversation avec Henri Lefebvre, Messidor, Collection “Libres Propos”, 1991
-“L’arte dello sguadro. Kierkegaard e il cinema”, Quaderni di studi kierkegaardiani, Vol. 3, 2003
-Μetapolis ou l’avenir des villes, François Archer, Odile Jacob, Paris, 1995
[1] Αναφέρομαι κυρίως στο κεφάλαιο 4 «Η παγκόσμια πόλη: αποκαθιστώντας τον χώρο και τις κοινωνικές πρακτικές».
[2] Για τον έλεγχο του πληθυσμού για τον οποίον γίνεται υπαινιγμός σ’ αυτό το κείμενο, βλ. Jeffrey Sachs, The End of Poverty: Economic Possibilities for Our Time, Penguin, 2006.
[3] Η “indigenization” αποτελεί μια μορφή οικειοποίησης και εγκιβωτισμού των μη-εγχώριων προϊόντων, συνηθειών και εκδηλώσεων της λαϊκής κουλτούρας. Για παράδειγμα, η «σαλάτα του σεφ» και τα “fish and chips” στα τοπικά φασφουντάδικα τύπου “Goody’s” υπονοούνται ως «τοπικές» σπεσιαλιτέ ενώ είναι αντιγραφές προϊόντων McDonald’s.
[4] Παραμένει σημείο αναφοράς η θεωρία του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη σχετικά με την «οικιστική»: Ekistics: An Introduction to Human Settlements, Oxford University Press, 1968 και Anthorpopolis: City for Human Development, W. W. Norton, 1975.
[5] Για τη μελέτη της γεωγραφίας της πόλης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο το σχήμα του Κ. Α. Δοξιάδη καθώς και τα υλικά του ΧΙΙΙ συνεδρίου World Futures Studies Federation, CoherenceandChaosinOurUncommonFutures, Turku, Finland, 1993.
[6]Rem Koolhaas Rem, Bruce Mau, S, M, L. XL, Monacelli Press, 1998.
[7] Xαρακτηριστική ταινία με σκηνικό την global city είναι το «Boarding Gate» (Olivier Assayas, 2007) όπου το Χονγκ-Κονγκ εναλλάσσεται με το Παρίσι. Για το Χονγκ-Κονγκ ως παγκόσμια πόλη, βλ. Ackbar Abbas, Culture and the Politics of Disappearance, University of Minnesota Press, 1997.
[8] Johnson Versus Bakhtin: «Carnival and the Grotesque» (Textxet Studies in Comparative Literature), Rodopi, 2003.
[9] Βλ. Richard Sennett, The Conscience of the Eye: The Design and Social Life of Cities, W.W. Norton, 1992.
[10] Ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, το Λονδίνο αναφέρεται ως «κόλαση» στο ποίημα του P.B. Shelley: Hell is a city much like London— A populous and a smoky city; / There are all sorts of people undone / And there is little or no fun done; / Small justice shown, and still less pity.
[11] Βλ. Richard Lloyd and Terry Nichols Clark, The City as an Entertainment Machine, Ετήσια Συνδιάσκεψη της Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, 2000
[12] Βλ. Robert McCrum, Globish, How English Became the World’s Language, Norton, 2011
[13] Βλ. για παράδειγμα, Clinton Walker, Inner City Sound: Punk and Post-Punk in Australia, 1976-85, Verse Chorus Press, 2005
[14] Ο όρος «μεγαλούπολη» χρησιμοποιείται συμβατικά: η κλίμακα είναι μια πιο σύνθετη έννοια από το μέγεθος∙ είναι, ας πούμε, μέγεθος με αναλογίες και συνέπειες. Όσο για τον όρο “downtown” πρέπει να θεωρείται διαφορετική οντότητα από το “inner city”. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια, όπου το “downtown” ταυτίζεται με τη λεγόμενη Silicon Valley.
[15] Saskia Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton Unversity Press, 2001.
[16] Walter Benjamin, Charles Βaudelaire: A Lyric Poet in the Era of High Capitalism, Verso, 1997.
[17] H ονειροβασία στη Νέα Υόρκη περιγράφεται σε δυο ταινίες της ανεξάρτητης σκηνής: «Sleepwalk» (Sara Driver, 1986) και «Permanent Vacation» (Jim Jarmusch, 1980).
[18] Peter Booker, Modernity and Metropolis: Writing, Film and Urban Formations, Palgrave Macmillan, 2002
[19] Nigel Coates, Guide to Ecstacity, Princeton Architectural Press, New York, 2003
[20] Bλ. Ara Wilson, The Intimate Economies of Bangkok: Tomboys, Tycoons, and Avon Ladies in the Global City, University of California Press, 2004, και Dennis Altman, Global Sex, University of Chicago Press, 2001
[21] Για την κρίση της εσώτερης πόλης και τον αστικό μαρασμό, βλ. Paul S. Grogan and Tony Proscio, Comeback Cities: A Blueprint fro Urban Neighborhood Revival, Basic Books, 2001. Για την «White Flight» βλ. Eric Avila, Popular Culture in the Age of White Flight: Fear and Fantasy in Suburban Los Angeles, University of California Press, 2006.
[22] Γίνεται προσπάθεια να εμπλουτιστεί το city της Νέας Υόρκης με κατοικίες, πράγμα που θα ελκύσει λιανικό εμπόριο, σχολεία, επιχειρήσεις οικογενειακού ενδιαφέροντος. Δεν είναι εύκολο: στους στενούς δρόμους γύρω από τη Γουόλ Στρητ τα κτήρια είναι ψηλά και εμποδίζουν το φως. Μόνο τα ρετιρέ είναι ελκυστικά και προσφέρονται για κατοικίες.
[23] Bλ. Kenneth Kolson, Big Plans: The Allure and Folly of Urban Design, John Hopkins University Press, 2002
[24] Κλασικό παράδειγμα Novelty Architecture είναι το Randy’s Donuts στο Inglewood της Καλιφόρνια (1954). Για τα λεγόμενα «big things» βλ. Αgility Nut: Novelty Architecture site (http://www.agilitynut.com/Roadside.html). Kαθώς η Novelty Architecture σχετίζεται με την ανάπτυξη των προαστίων, τέμνεται και επικαλύπτεται σε κάποιο βαθμό από την «speaking architecture». Για όλ’ αυτά βλ. Robert Venturi, Learning from Las Vegas, MIT Press, 1977 (μαζί με την Denise Scott Brown και τον Steven Izenour)
[25] Ackbar Abbas, Hong Kong: Culture and the Politics of Disappearance (Public Worlds), University Of Minnesota Press, 1997.