
Ταξιδεύοντας με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο.
Του Γιάννη Φαρσάρη*
Το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη «Οι κεραίες της εποχής μου» βασίστηκε στις συνεντεύξεις που ο συγγραφέας, σε συνεργασία με τη Μικέλα Χαρτουλάρη, πήρε από επιφανείς εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας για τις ανάγκες της ομώνυμης τηλεοπτικής εκπομπής.
Η ανάγκη του Ανταίου Χρυσοστομίδη να καταγράψει σε βιβλίο όσα διεμοίφθησαν μεταξύ του ιδίου και των λογοτεχνών που συνάντησε δια ζώσης, προέκυψε από την επιθυμία του να περιλάβει σ’ ένα βιβλίο πτυχές της προσωπικότητας των δημιουργών, όπως ο ίδιος τις αντιλήφθηκε μέσα από το προσωπικό του βίωμα, και οι οποίες είναι δύσκολο να αποτυπωθούν στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Εξάλλου, η ιστορία έχει αποδείξει ότι τα γραπτά μένουν, σε αντιδιαστολή προς τα τηλεοπτικά έπεα πτερόεντα.
Οι συνεντεύξεις, ως είδος γραπτού λόγου, προσελκύουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ωστόσο τις πιο πολλές φορές έχουν ένα περιεχόμενο απελπιστικά επίκαιρο, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία των λεγομένων των ομιλητών με το πέρασμα του χρόνου. Τι συμβαίνει όμως με τις συνεντεύξεις που παραχωρούν διακεκριμένοι συγγραφείς που έχουν να επιδείξουν υψηλής λογοτεχνικής αξίας έργο; Αναντίρρητα, οι συνεντεύξεις αυτού του τύπου διατηρούν τη διαχρονικότητά τους, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι συγγραφείς έχουν ως πρωταρχικό τους μέλημα να καταπολεμήσουν τον χρόνο, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα τους στις συνειδήσεις των αναγνωστών. Οι σκέψεις που διαποτίζουν τα λεγόμενά των συγγραφέων αυτού του διαμετρήματος, δεν υφίστανται τις συνέπειες του χρόνου, απεναντίας, τα λόγια τους παραμένουν ζωντανά, μεταφέροντας το λαμπρό πνεύμα των ομιλητών τους στον αναγνώστη κάθε εποχής.
Το βιβλίο όμως του Χρυσοστομίδη δεν αποτελεί μια απλή μεταγραφή των τηλεοπτικών συνεντεύξεων στο χαρτί, ούτε καν ένα σώμα συνεντεύξεων με την τυπική μορφή των ερωταποκρίσεων που έχουμε όλοι στο μυαλό μας. Ο συγγραφέας ενσωματώνει τα λεγόμενα των λογοτεχνών μέσα σε μια μαγική ατμόσφαιρα που ο ίδιος έχει συνθέσει. Στα κείμενά του συναντάμε ενδιαφέρουσες περιγραφές του χώρου και αφηγήσεις, που μας παρέχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τους λογοτέχνες ως ήρωες αυτοτελών διηγημάτων, οι οποίοι κινούνται άνετα στον προσωπικό τους χώρο, ζουν και αντιδρούν στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και καταθέτουν αβίαστα τις σκέψεις τους γύρω από ζητήματα που τους αφορούν. Εξάλλου, ο ίδιος ο Χρυσοστομίδης αποκαλύπτει στα προλεγόμενα του βιβλίου, ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής, είχε την αίσθηση ότι έγραφε και ο ίδιος ένα μυθιστόρημα, με κεντρικούς ήρωες τους 33 συγγραφείς και με κεντρική ιδέα την αισιοδοξία τους για το αύριο. Γιατί, αν θέλουμε να εντοπίσουμε την ιδέα εκείνη που διαποτίζει τα διανοήματα των λογοτεχνών, θα καταλήγαμε στη μοναδική ικανότητα των συγγραφέων να ανακαλύπτουν –παρατηρώντας διερευνητικά την πραγματικότητα– μια αχτίδα φωτός μέσα στην όποια δυσάρεστη, ίσως και ζοφερή κατάσταση, που βιώνει ο άνθρωπος σήμερα.
Αυτό όμως που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη είναι πώς οι συγγραφείς που παραχωρούν τις συνεντεύξεις, συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε «λογοτεχνικό τοπίο». Ο καθένας, με τη δική του προσωπική ματιά, προσεγγίζει το ζήτημα της έμπνευσης, του ταλέντου και της δημιουργίας, παρέχοντας στον αναγνώστη ένα πολύτιμο πνευματικό ταξίδι «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». Εξάλλου, η λογοτεχνία αντικατοπτρίζει όψεις της πραγματικότητας, αναπλάθοντάς την, έτσι ώστε οι αναγνώστες να έχουν την ευκαιρία να αντικρίσουν την καθημερινότητα μέσα από μια εναλλακτική, λυτρωτική πολλές φορές οπτική.
Οι συγγραφείς μιλούν για την τέχνη και τα μέσα που εκείνη μεταχειρίζεται, εκφράζουν απόψεις και παρατηρήσεις, εκθέτουν προβληματισμούς, διατυπώνουν λύσεις ή ελπίδες με ευαισθησία, χιούμορ και κατανόηση. Καταθέτουν τις απόψεις τους και συζητούν θέματα, τα οποία συνθέτουν ένα διαχρονικό πεδίο λογοτεχνικού προβληματισμού.
Ποια είναι η σχέση της τέχνης με την ίδια τη ζωή, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι και οι δύο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μπάνβιλ, συνιστούν δύο αιματηρές υποθέσεις για τον άνθρωπο; Ποια είναι η αποστολή της μυθοπλασίας; Μήπως, όπως παραδέχεται ο Μάγκρις «να κατέβει στην άβυσσο της ψυχής ενός ανθρώπου, για να κατανοήσει μέσα από αυτήν το σύμπαν»;
Ποια είναι η σχέση της τέχνης με την ίδια τη ζωή, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι και οι δύο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μπάνβιλ, συνιστούν δύο αιματηρές υποθέσεις για τον άνθρωπο; Ποια είναι η αποστολή της μυθοπλασίας; Μήπως, όπως παραδέχεται ο Μάγκρις «να κατέβει στην άβυσσο της ψυχής ενός ανθρώπου, για να κατανοήσει μέσα από αυτήν το σύμπαν»; Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, το περιεχόμενο ενός έργου ή το ύφος, η φόρμα του, που σύμφωνα με τον Λιόσα, «αν είναι επιτυχημένη, δίνει περισσότερο ρεαλισμό, περισσότερη αυθεντικότητα, περισσότερη συγκίνηση και δραματικότητα»; Ποιος γίνεται τελικά συγγραφέας, εκείνος που διαθέτει το ταλέντο, εφόδιο που τον καθιστά αυτομάτως καλό συγγραφέα ή αυτός που, όπως μαρτυρά ο Κέλμαν, διαθέτει απλώς την επιμονή του γράφειν; Ποια είναι η αποστολή της λογοτεχνίας; να σωφρονίσει, απευθυνόμενη σε λίγους μυημένους αναγνώστες ή απλώς να ψυχαγωγήσει, όπως υποστηρίζει ο Καμιλέρι, που χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως ένα είδος τροβαδούρου; Πρέπει η λογοτεχνία να έχει έναν κοινωνικό και -γιατί όχι- πολιτικό χαρακτήρα; Ο Λιόσα ομολογεί πως η καλή λογοτεχνία μάς βοηθάει να αναπτύσσουμε μια περισσότερο κριτική στάση απέναντι στον κόσμο, τον οποίο θέλουμε να αλλάξουμε, «γι’ αυτό και οι δικτάτορες», -όπως λέει- «αριστεροί και δεξιοί, προσπαθούν πάντα να ελέγχουν τη λογοτεχνία». Πώς γεννιέται ένα μυθιστόρημα; Μήπως, όπως περιγράφει παραστατικά ο Ταμπούκι, από ένα κομμάτι που κλέβει ο συγγραφέας από την πραγματικότητα, το βάζει στην τσέπη του και περιμένει -σαν να επρόκειτο για φυτό- να βλαστήσει;
Πολλοί βεβαίως από τους συγγραφείς που φιλοξενούνται στο βιβλίο, σχολιάζουν με θαυμαστή οξυδέρκεια και ευαισθησία την επικαιρότητα της εποχής τους, με τα λεγόμενά τους να λειτουργούν ως τεκμήρια που μαρτυρούν την ιστορία και την ιδιαιτερότητα ενός τόπου και τις ανησυχίες ενός λαού ή μιας εποχής. Θέματα που άπτονται των προβλημάτων της τρομοκρατίας, του εθνικισμού και του μεταναστευτικού ρεύματος συζητώνται με τον Μακ Γιούαν, ζητήματα ρατσιστικών προκαταλήψεων θίγονται στη συζήτηση με την Γκόρντιμερ, ιστορικά γεγονότα, όπως είναι το κίνημα του ναζισμού ή η κρίση της διεθνούς Αριστεράς, που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους, αναπτύσσονται στη συζήτηση με τον Μούλις και τον Σαραμάγκου αντίστοιχα. Ο Μακάνιν μιλάει για την ουσία της μετασοβιετικής εποχής, ο Σούλτσε για την κληρονομιά του Τείχους του Βερολίνου. Ζητήματα θρησκευτικών προκαταλήψεων ξεδιπλώνονται στη συζήτηση με τον Χάντρα, προβλήματα τοπικού ενδιαφέροντος, όπως είναι το παλαιστινιακό, θίγονται από τον Άμος Οζ, ενώ ο εκσυγχρονισμός της σύγχρονης Τουρκίας τεκμηριώνεται από τον Ορχάν Παμούκ.
Σε αυτό το συγγραφικό εγχείρημα που γεννήθηκε από την αγάπη για τη λογοτεχνία ενός φανατικού βιβλιόφιλου, όπως είναι ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τίθεται ο κόσμος του συγγραφέα: όχι μόνο η λογοτεχνική του δημιουργία, αλλά και το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και έγραψε. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η μαεστρία της συγγραφής αυτού του βιβλίου: Ο Χρυσοστομίδης ενδιαφέρεται για τον εκάστοτε συγγραφέα, όχι μόνο ως καλλιτεχνική φυσιογνωμία, αλλά και ως πολίτη του κόσμου που λιγότερο ή περισσότερο καλείται να αναφερθεί σε ό,τι ορίζει ή καταπιέζει την κοινωνία του. Αφορμώμενος λοιπόν από τα παραπάνω και διακατεχόμενος από τον σεβασμό έναντι των δημιουργών, ο Χρυσοστομίδης καταφέρνει να εκμαιεύει τις πληροφορίες που του είναι απαραίτητες για να συνθέσει τη φυσιογνωμία του γράφοντος, τοποθετώντας την στο χωροχρόνο. Έτσι καταφέρνει να παράσχει στον αναγνώστη, μέσα από τα δικά του μάτια, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των διανοούμενων της εποχής μας, αναδεικνύοντάς τους ως ανθρώπους που έχουν τις κεραίες της ευαισθησίας τους τεντωμένες, προκειμένου να εισπράττουν τα μηνύματα των καιρών και να ανταποκρίνονται άμεσα στις ανάγκες ή τις επιταγές της εποχής τους.
Αναμένουμε με ανυπομονησία και τον δεύτερο τόμο, που θα περιέχει συζητήσεις με υψηλής λογοτεχνικής αξίας δημιουργούς, μεταξύ των οποίων είναι η Χέρτα Μίλερ, ο Ουμπέρτο Έκο, και ο Ίρβιν Γιάλομ.
Αντί επιλόγου, επέλεξα ένα απόσπασμα από τα λεγόμενα του Αντόνιο Ταμπούκι, που συμπυκνώνει τον ίδιο τον χαρακτήρα και την προσφορά της λογοτεχνίας στη ζωή μας:
«Η λογοτεχνία προσφέρει αυτό το κάτι περισσότερο, σε σχέση με αυτά που η ζωή μας παραχωρεί. Και σε αυτό το “κάτι περισσότερο” συμπεριλαμβάνεται η ετερότητα, το μικρό θαύμα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”. Μας βάζει να ταξιδεύουμε στον κόσμο, να ταξιδεύουμε στις ζωές των άλλων, να ταξιδεύουμε στον ίδιο μας τον εαυτό. Και σταματάει εκεί όπου αρχίζει το μυστήριο της ζωής. Κι εκεί που τελειώνουν τα μυστήρια της ζωής αρχίζει, πάλι από την αρχή, τη δουλειά της η λογοτεχνία».
(Το κείμενο αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο Κρήτης στις 2/10/2012)
* Ο Γιάννης Φαρσάρης (www.open-sesame.me) είναι δημιουργός της ανοικτής βιβλιοθήκης OPENBOOK
Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2012
Τιμή € 18,11, σελ. 589