Χέρφριντ Μίνκλερ [Herfried Münkler], «Ένας κόσμος σε αναταραχή, Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε» (μτφρ. Έμη Βαϊκούση, εκδ. Διόπτρα, 2024). «Ένα μεγάλο βιβλίο και ένας εξαιρετικός συγγραφέας που με την πένα του ξέρει να προβληματίζει, να προκαλεί το ενδιαφέρον και να συγκινεί».
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
O συγγραφέας Herfried Münkler είναι Γερμανός πολιτικός επιστήμονας και πολύ γνωστός καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου. Ως ιστορικός των ιδεών είχε πολλές φορές γράψει για τον καθένα από τους Μαρξ, Βάγκνερ και Νίτσε ξεχωριστά, αλλά εδώ επιχειρεί, για πρώτη φορά, να συνδυάσει σημεία του βίου τους αλλά και της θεωρίας τους στα οποία συναντώνται, έστω και διαφωνώντας, οι τρεις αυτοί μεγάλοι στοχαστές και δημιουργοί.
Εκ πρώτης όψεως τα κοινά στοιχεία και των τριών μεταξύ τους είναι μόνο τ’ ό,τι έζησαν και οι τρεις στον αιώνα των Επαναστάσεων, τον 19ο αιώνα. Ταυτοχρόνως αυτή ήταν και η περίοδος ραγδαίας εκβιομηχάνισης που γέννησε το προλεταριάτο και άλλαξε ριζικά τον αγροτικό κόσμο, και όχι μόνο. Δεν αρκεί όμως το γεγονός πως έζησαν τον ίδιο αιώνα. Ο Νίτσε κάποια στιγμή της ζωής του συνδέθηκε φιλικά με τον Βάγκνερ κι είναι αλήθεια πως για ένα διάστημα αυτοί οι δυο αλληλοεπηρεάστηκαν, αλλά κανείς από τους δύο δεν φαίνεται να γνώριζε ούτε το έργο του Μαρξ ούτε τον ίδιο. Ο δε Μαρξ λίγα γνώριζε για τον Βάγκνερ, αν και στην αλληλογραφία του χαρακτήριζε τη μουσική του «απαίσια, επειδή προκαλεί φόβο», ενώ ουδόλως φαίνεται να τον απασχόλησε ο Νίτσε. Προσπάθεια, λοιπόν, αποτυχημένη από τη γέννησή της;
Και οι τρεις μελέτησαν και επηρεάστηκαν από την αρχαία τραγωδία, εχθρεύτηκαν την Πρωσία, ασχολήθηκαν με την κριτική αλλά και τη θεμελίωση της θρησκείας, μελέτησαν τις χρήσεις του λόγου, αλλά και τις διαιρέσεις των κοινωνικών τομών και συγκρούσεων καθώς ανέλυαν τις σύγχρονές τους κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις.
Ας μη βιαζόμαστε. Θα ήταν έτσι αν μπροστά μας δεν είχαμε ένα συγγραφέα και επιστήμονα ευρυμαθή με υψηλή κατάρτιση και πολύπλευρες γνώσεις του ανθρώπινου έργου σε διαφορετικές εκφάνσεις του. Αν δηλαδή δεν είχαμε κάποιον με στέρεες γνώσεις πολιτικής θεωρίας, φιλοσοφίας και μουσικής. Είναι ακριβώς αυτά τα τρία στοιχεία που ενώνουν τους τρεις. Ο Μίνκλερ γνωρίζοντας άρτια το έργο και τη ζωή των τριών εντοπίζει όσα τους φέρνουν κοντά: ότι και οι τρεις μελέτησαν και επηρεάστηκαν από την αρχαία τραγωδία, εχθρεύτηκαν την Πρωσία, ασχολήθηκαν με την κριτική αλλά και τη θεμελίωση της θρησκείας, μελέτησαν τις χρήσεις του λόγου, αλλά και τις διαιρέσεις των κοινωνικών τομών και συγκρούσεων καθώς ανέλυαν τις σύγχρονές τους κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Και οι τρεις, επίσης, κατηγορήθηκαν για αντισημιτισμό. Δίκαια ο Βάγκνερ, άδικα ο Μαρξ και ο Νίτσε. Και οι τρεις ασχολήθηκαν με την ανάλυση της σχέσης της κοινωνίας με την τέχνη. Ακόμη όμως τους ένωσε και μια ζωή στην οποία υπέφεραν πολύ από διάφορες αρρώστιες. Ενώ επίσης τους Μαρξ και Βάγκνερ έφεραν κοντά οι Επαναστάσεις του 1848 και τους τρεις απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870-1871. Αυτά είναι τα μονοπάτια που παρακολουθεί ο συγγραφέας για να καταδείξει πώς αυτοί οι τόσο διαφορετικοί στοχαστές και δημιουργοί κατέληξαν στις ίδιες διασταυρώσεις. Και πώς στη συνέχεια πήραν ξανά άλλους δρόμους.
Γιατί σε τελική ανάλυση και οι τρεις δεν «βολεύονταν» με την υπάρχουσα κατάσταση. Και οι τρεις ήταν επαναστάτες όσο και αν ένας εξ αυτών, ο Νίτσε, μισούσε τις επαναστάσεις
Κατά τον Μίνκλερ, αυτοί οι τρεις εκκινώντας από πολύ διαφορετικές αφετηρίες, δηλαδή από την ανάδειξη της επανάστασης και τον ρόλο του προλεταριάτου ο Μαρξ, από τη σημασία της τέχνης για μια καλύτερη ζωή ο Βάγκνερ και από τον θρόνο του ανεξάρτητου «υπεράνθρωπου» ο Νίτσε, «προσπάθησαν να κατανοήσουν τον 19ο αιώνα, να διερευνήσουν τις αλλαγές που επέφερε, να περιγράψουν τις προοπτικές που προέκυψαν από αυτές και να ανακαλύψουν φορείς ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, διαμόρφωσης της αλλαγής» (σ. 20). Γιατί σε τελική ανάλυση και οι τρεις δεν «βολεύονταν» με την υπάρχουσα κατάσταση. Και οι τρεις ήταν επαναστάτες όσο και αν ένας εξ αυτών, ο Νίτσε, μισούσε τις επαναστάσεις. Αλλά και για τους τρεις, όπως έγραφε ο Μαρξ, «το σημαντικό δεν είναι να αναλύεις τον κόσμο αλλά να τον αλλάζεις». Ασχέτως αν, όπως δείχνει ο συγγραφέας, ο ίδιος ο Μαρξ μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848-1849 και της Κομμούνας το 1871, στράφηκε περισσότερο στην ανάλυση του κόσμου και λιγότερο στην αλλαγή του. Πίστευε πως αυτό μετά το 1871 θα ήταν προσωρινό, αλλά αποδείχθηκε πως ήταν μόνιμο. Ο Μαρξ και ο Βάγκνερ είχαν βαθύτατα επηρεαστεί από τις επαναστάσεις του 1848. Ο Βάγκνερ μάλιστα σε ηλικία 36 ετών συμμετείχε ενόπλως στην Επανάσταση της Δρέσδης το 1849. Αυτός ο επαναστάτης βεβαίως στη συνέχεια δεν θα πετύχαινε και πολλά αν δεν είχε πίσω του το χρήμα που του πρόσφερε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Β’. Το χρήμα που τόσο διεισδυτικά ανέλυσε ο οικονομολόγος Μαρξ και με το οποίο ο Νίτσε δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Ο τελευταίος συμμετείχε στον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-1871 ως Πρώσος εθελοντής νοσοκόμος, πόλεμος στον οποίο οι νίκες των Γερμανών έκαναν τρελό από χαρά τον Βάγκνερ. Αντιθέτως, ο Μαρξ, αν και καταχάρηκε με την πτώση του μισητού σ’ αυτόν Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εστίασε στο έργο της ηττημένης Κομμούνας. Ο Νίτσε την ίδια περίοδο ανησυχούσε πως ο γερμανικός πολιτισμός θα μπορούσε να είναι το μεγάλο θύμα του Ράιχ.
Βίοι παράλληλοι και αποκλίνοντες
Οι τρεις τους, λοιπόν, βρέθηκαν σε εγγύτητα, σε απόσταση αλλά και σε αποστροφή. Ο Μαρξ το 1876 ευρισκόμενος καθ’ οδόν προς τη λουτρόπολη Κάρλσμπαντ, όπου πήγαινε για να θεραπεύσει τη νόσο του ήπατος που τον ταλαιπωρούσε, ήρθε αντιμέτωπος με την πολυκοσμία που δημιούργησε το φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ που διοργάνωνε ο Βάγκνερ εκεί. Το φεστιβάλ της «Μουσικής του μέλλοντος» κατά τις προσδοκίες του Βάγκνερ, «τη γιορτή των τρελών του κρατικού μουσικού Βάγκνερ», κατά τον Μαρξ, ο οποίος, σύμφωνα με τον Μίνκλερ, όσον αφορά τις μουσικές προτιμήσεις του ήταν συντηρητικός και δεν αποδεχόταν ή και δεν κατανοούσε τον ριζοσπαστισμό των βαγκνερικών «καινοτομιών». Το συνολικό μουσικό και θεατρικό βαγκνερικό έργο αναλύει με εξαιρετικό τρόπο ο Μίνκλερ στηριγμένος στις βαθιές γνώσεις μουσικολογίας που διαθέτει. Αλλά προς το παρόν ας κρατήσουμε την ενόχληση του Μαρξ από «τους τρελούς» που τον ταλαιπώρησαν και την απέχθειά του προς ένα μουσικό που τον έτρεφε το κράτος και η μουσική του περισσότερο φόβιζε παρά συγκινούσε.
Ο συγγραφέας αναρωτιέται μήπως τελικά ο Μαρξ ζήλευε την φήμη του Βάγκνερ. Φυσικά δεν μπορεί να δώσει ούτε καταφατική ούτε αποφατική απάντηση. Επισημαίνει όμως πως ο Μαρξ δεν συμφωνούσε με τον τρόπο που ο Βάγκνερ χρησιμοποιούσε τους αρχαίους μύθους για να εξηγεί το παρόν. Για τον Μαρξ οι μύθοι ήταν υποκατάστατα που μοιραία έχασαν τη δύναμη τους με την έλευση της τεχνολογικής και οικονομικής προόδου. Ο Μαρξ δεν συμμερίστηκε την ανάλυση ορισμένων που έβλεπαν στην «Τετραλογία» αλλά και στα άλλα έργα του Βάγκνερ μια κοινωνική κριτική του καπιταλισμού. Από την άλλη, όλα δείχνουν, πως ο Βάγκνερ δεν είχε ιδέα για τον Μαρξ, με τον οποίο άλλωστε δεν συναντήθηκε ποτέ. Την ίδια στιγμή ο Νίτσε ήταν στο Μπαϊρόιτ και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του Βάγκνερ και του περιβάλλοντός του. Κάτι που κατά τη γνώμη του δικαιούτο λόγω των επαίνων με τους οποίους αυτός είχε επιδαψιλεύσει τον Βάγκνερ και λόγω της μέχρι τότε φιλίας τους. Αλλά το ζεύγος Βάγκνερ τον αντιμετώπισε ως έναν εκ των πολλών επισκεπτών, κάτι που τον έκανε να νοιώσει παραγκωνισμένος και περιφρονημένος. Στη συνέχεια «οι φίλοι» έγιναν «εχθροί».
Αν κάτι πάντως ένωσε φανερά και τους τρεις ήταν η ασθενική τους φύση και η πάλη κατά των ασθενειών τους. Ο Μαρξ τις έβλεπε ως εχθρούς του έργου του, ο Νίτσε ως σημαντικές προκλήσεις για να ξεφύγει κανείς από τις παγίδες της σκέψης, ενώ για τον Βάγκνερ το φάρμακο και η θεραπεία για τις αρρώστιες του ήταν η μουσική...
Εξάλλου ο Νίτσε από την αρχή αναζητούσε τη «Φιλοσοφία του μέλλοντος» και όχι τη «Μουσική του μέλλοντος». Νίτσε και Μαρξ έγραψαν κατά του Βάγκνερ. Ο Νίτσε όχι τόσο κατά της μουσικής του, αλλά κατά του κοινού που προσέλκυαν τα θεάματα του και ο Μαρξ, σε επιστολή του στον Ένγκελς, κατά του ίδιου του Βάγκνερ, ο οποίος από επαναστάτης στα οδοφράγματα της Δρέσδης το 1849 είχε μετατραπεί σε «κρατικό μουσικό». Και μάλλον είχε δίκιο, αν αναλογιστεί κανείς πως ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Β’ κάλυψε το έλλειμα του φεστιβάλ και γενικά τον χρηματοδοτούσε. Από την άλλη, ο Βάγκνερ δεν κυνηγούσε τόσο το χρήμα, αν και ζούσε πολυτελή και σπάταλη ζωή, όσο το να αλλάξει τον κόσμο που μισούσε μέσω της τέχνης. Αν κάτι πάντως ένωσε φανερά και τους τρεις ήταν η ασθενική τους φύση και η πάλη κατά των ασθενειών τους. Μόνο που τις αντιμετώπιζαν πολύ διαφορετικά. Ο Μαρξ τις έβλεπε ως εχθρούς του έργου του, ο Νίτσε ως σημαντικές προκλήσεις για να ξεφύγει κανείς από τις παγίδες της σκέψης, ενώ για τον Βάγκνερ το φάρμακο και η θεραπεία για τις αρρώστιες του ήταν η μουσική· πιο σωστά, η δική του μουσική. Στο κεφάλαιο για τις ασθένειές τους ο Μίνκλερ περιγράφει τον αγώνα που έδωσαν και οι τρεις για να τις ξεπεράσουν, για το πώς αναζητούσαν δρόμους για τη σωτηρία του σώματός τους, ενώ αδιαφορούσαν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Πάντως, ένα κοινό τους στοιχείο ήταν ή χρήση του όπιου για τη θεραπεία τους, αλλά και για τη δημιουργικότητα τους. Ο Μαρξ όμως και εδώ επέμενε πως ο πόνος και οι αρρώστιες μπορούν να νικηθούν από την πρόοδο των επιστημών της βιολογίας και της ιατρικής.
Πόσο τους ένωσε και πόσο τους χώριζε η Αρχαιότητα;
Η αγάπη προς την Αρχαιότητα ήταν ένα κοινό σημείο και των τριών. Τους ένωσε όμως αυτή η αγάπη ή τους χώρισε; Και τα δυο. Τους ένωσε η πίστη στα ιδανικά της, τους χώρισαν οι διαφορές αντίληψης για το κατά πόσο αυτά μπορούσαν να γίνουν ιδανικά και του καπιταλιστικού κόσμου.
Για τον Μαρξ, το να θέλει κανείς να μεταφέρει αυτούσια τα ιδανικά του αρχαίου κόσμου στον καπιταλιστικό κόσμο των ημερών του δεν ήταν μονάχα ουτοπικό, ήταν μια αντιδραστική θέση. Ο καπιταλισμός ήταν φορέας μιας αντίληψης που βρισκόταν μακριά από την αρχαιότητα και ενός κόσμου τον οποίο υπέσκαπτε η ίδια του η ανάπτυξη. Ήταν ένας κόσμος απομαγευμένος από τους μύθους και τη θρησκεία. Ο Βάγκνερ πίστευε στην επαναμάγευση του κόσμου μέσα από τη μουσική και την τέχνη.
Ο Μαρξ θαύμαζε την αρχαία τραγωδία αλλά ποτέ δεν αμφέβαλλε πως ανήκε στο παρελθόν. Οι άλλοι δυο πίστευαν πως η επιστροφή σ’ αυτήν με γερμανικό τρόπο αποτελούσε το μόνο δρόμο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας ή τουλάχιστον του πολιτισμού
Στο Κεφάλαιο 6 όπου με αφορμή το έργο του Βάγκνερ πάνω στον μύθο αναλύει και το μουσικό έργο του, ο συγγραφέας με βαθιές γνώσεις μουσικολογίας και θεατρολογίας, κάνει πολύ λεπτές και πρωτότυπες παρατηρήσεις για τη μουσική, αλλά και για την υπόθεση των έργων του. Ο Μαρξ με τη σειρά του θεωρούσε πως η απομάγευση του κόσμου δεν είχε επιστροφή. Ο δε Νίτσε, θιασώτης και αυτός της αρχαιότητας, εστίαζε αλλού. Αυτός στην αρχαιότητα έβλεπε την αλληλεπίδραση των βασικών παρορμήσεων, την τόσο αναγκαία για τους σπουδαίους ανθρώπους της εποχής του. Ο Βάγκνερ στον μύθο έβλεπε την ανάδυση του λαού, κάτι που δεν συμεριζόταν ο Μαρξ, ενώ ο Νίτσε έβλεπε την αιτία της παρακμής του αρχαίου κόσμου στην επικράτηση της διάνοιας επί του ζωτικού στοιχείου, στην επικράτηση της «απολλώνειας διαύγειας» έναντι του διονυσιακού στοιχείου «των παρορμήσεων». Ο Νίτσε κάποια στιγμή, υπό την επιρροή του Βάγκνερ, στράφηκε στην ανάλυση της γερμανικότητας εγκαταλείποντας την αρχαιότητα. Για λίγο, όμως. Πάντως, «τίποτα δεν διαφοροποιεί περισσότερο τον Μαρξ από τον Νίτσε, όσο η έμφαση στο διονυσιακό στοιχείο, που ο Νίτσε έκρινε σαν αναγκαίο αντίδοτο στην προϊούσα κατίσχυση του ορθολογικού πνεύματος» (σ. 70). Ο Μαρξ θαύμαζε την αρχαία τραγωδία αλλά ποτέ δεν αμφέβαλλε πως ανήκε στο παρελθόν. Οι άλλοι δυο πίστευαν πως η επιστροφή σ’ αυτήν με γερμανικό τρόπο αποτελούσε το μόνο δρόμο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας ή τουλάχιστον του πολιτισμού. Ενώ οι δυο πίστεψαν στη γερμανική τέχνη που θα αναβίωνε την αρχαιότητα, ο Μαρξ έδωσε έμφαση στη κοινωνικο-πολιτική διεθνικότητα. Ο Μαρξ, παρότι αναγνώριζε το μεγαλείο της αρχαιοελληνικής τέχνης, θεωρούσε πως η τέχνη και ο πολιτισμός δεν θα μπορούσαν να δρομολογήσουν μια πορεία αντίθετη προς την κοινωνικο-οικονομική καπιταλιστική πραγματικότητα.
Γερμανικότητα και θρησκεία
Ο Βάγκνερ και ο Νίτσε, αν και όχι με συνέπεια ο δεύτερος, προσπάθησαν να ορίσουν το τι σημαίνει να είναι κανείς Γερμανός. Ο Μαρξ αντιθέτως πάντα επέμενε στον διεθνιστικό χαρακτήρα του προλεταριάτου, αλλά παρόλα αυτά δεν τον άφηνε αδιάφορο η αναζήτηση των δρόμων που όφειλε να ακολουθήσει η Γερμανία προς την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο εικοσιεξάχρονος Νίτσε το 1870-1871, όπως ο Βάγκνερ το 1849, συμμετείχε ως εθελοντής νοσοκόμος στον γαλλογερμανικό πόλεμο που οδήγησε στην Κομμούνα, την οποία ο Μαρξ με την εξαιρετική γραφή του περιέγραψε ως ένα μεγάλο γεγονός, στο οποίο αν είχαν νικήσει οι επαναστατημένοι, θα αποτελούσε μοντέλο για το πώς διαμορφώνεται η σοσιαλιστική εξουσία. Δυστυχώς γι’ αυτόν και ίσως και για τους απογόνους του δεν πέτυχε το πείραμα. Βεβαίως, ταυτοχρόνως, ο Μαρξ κατανοούσε πολύ καλά πως η συζήτηση για τη γερμανικότητα δεν ήταν εντελώς άσκοπη. Διέκρινε τη σύνδεση ορισμένων μορφών προτεσταντισμού με τον εθνικισμό. Γι’ αυτόν, το γερμανικό 1870-1871 ήταν η άρνηση του ευρωπαϊκού 1848-1849. Σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού ήταν και ο Νίτσε, παρόλο που η αδελφή του Ελίζαμπετ τον παρουσίασε μετά την αρρώστια και τον θάνατό του ως εθνικιστή.
Δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τον Βάγκνερ. Αυτός ήταν και εθνικιστής και αντισημίτης. Γι’ αυτόν η ιστορία είναι η παραμάνα του Γερμανού, ως εκ τούτου αυτός της οφείλει πολλά. Γι’ αυτόν οι Γερμανοί ήταν ένα εργαλείο της ιστορίας που κλήθηκε να τιμωρήσει τους Γάλλους που για πάνω από δυο δεκαετίες είχαν πιστέψει σε έναν άνθρωπο σαν τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Κανείς όμως δεν μίσησε περισσότερο τον Λουδοβίκο Γ’ από τον Μαρξ, ο οποίος και τον αποκαλούσε Λουδοβίκος ο μικρός. Και τον μίσησε γιατί μετέτρεψε το όραμα της άμεσης επανάστασης σε μακρινή ανάμνηση, μέχρις ότου ωριμάσουν ξανά οι συνθήκες. Για τον Ρηνανό Μαρξ, όμως, εχθρός ήταν όχι μόνο ο Λουδοβίκος Γ’ αλλά και η Πρωσία. Για τον Σάξονα Βάγκνερ υπήρξε έχθρα προς την Πρωσία, μόνο που αυτή βρισκόταν υπό την αίρεση τού κατά πόσο η Πρωσία μπορούσε να αναλάβει το έργο της ενίσχυσης μιας πολιτικής στηριγμένης σε αισθητική βάση. Κάτι σαν τη συνέχεια της μετάβασης του Σίλερ από το πολιτικό στο ηθικό και από εκεί στο αισθητικό κράτος. Εδώ βρίσκεται η αρχή εκείνης της φιλοσοφίας σύμφωνα με την οποία η τέχνη θα σώσει τον κόσμο.
Ο Νίτσε έτρεφε μίσος για τους Γερμανούς «απαίδευτους Φιλισταίους» που πίστευαν πως ο πολιτισμός μπορεί να βγει νικητής από τον πόλεμο
Ο Βάγκνερ αναζήτησε στον Μπίσμαρκ και την ενοποιημένη Γερμανία αυτό που είχε πάρει από τον Λουδοβίκο Β’ της Βαυαρίας. Αλλά ενώ ο Σίλερ αναζητούσε στην αισθητική αντισταθμίσματα σε βάρος της πολιτικής, ο Βάγκνερ προσανατολιζόταν στη χρήση της τέχνης με σκοπό την πολιτική χειραγώγηση. Πάντως το 1871 ο Βάγκνερ περιήλθε σε κατάσταση εθνικής ευφορίας. Ο γερμανόφιλος αλλά αντί-Πρώσος Νίτσε στο τέλος του πολέμου αποφάνθηκε πως οι θυσίες του γερμανικού λαού σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν άξιζαν τον κόπο. Ο Νίτσε έτρεφε μίσος για τους Γερμανούς «απαίδευτους Φιλισταίους» που πίστευαν πως ο πολιτισμός μπορεί να βγει νικητής από τον πόλεμο. Για τον Νίτσε κατήγορο και επικριτή των επαναστάσεων των μνησίκακων προείχε η αυτοπροστασία του ατόμου και η κοινωνική αυτογνωσία. Ο Μαρξ με τη σειρά του ήταν τόσο σφοδρός πολέμιος της Πρωσίας, γιατί τη θεωρούσε υποχείριο του πιο αντιδραστικού, κατ’ αυτόν, κράτους της Ρωσίας. Όταν με τον Μπίσμαρκ φάνηκε να μη ισχύει κάτι τέτοιο, και ιδιαίτερα μετά την ήττα της Κομμούνας το 1871, ο Μαρξ και ακόμη περισσότερο ο Ένγκελς μετρίασαν τους κριτικούς τόνους τους απέναντί του. Εξάλλου, προ πολλού ήδη, από το 1852, το «κακάρισμα της επανάστασης του Γαλάτη πετεινού» μπορούσε άνετα να παραχωρήσει τη θέση του στη σοφία της γλαύκας της Αθήνας, η επανάσταση να δώσει τη θέση της στην ανάλυση των κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων ή με τα ύστερα λόγια του γηραιού πλέον Ένγκελς στο μακρινό πλέον 1895 «η εποχή των επαναστατικών αγώνων που βασίζονταν στα οδοφράγματα είχε τελειώσει».
Το 1852 η επανάσταση ακόμη, αν και όχι άμεση πλέον, μπορούσε να αφεθεί στα υπόγεια έργα υπόσκαψης του καπιταλισμού από τους τυφλοπόντικές του που ήταν η συστηματική υπόγεια δουλειά των επαναστατών (δες στο «απόσπασμα»). Μετά το 1871 όμως ήταν οι ίδιοι οι νόμοι της αγοράς, οι οποίοι και θα έστρωναν τον δρόμο στην αλλαγή των κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών. Η σοσιαλιστική επανάσταση πλέον δεν είναι μια στιγμή, αλλά μια πολυετής διαδικασία με παλινδρομήσεις. Τελικά ο ίδιος ο Μαρξ ταλαντευόταν για το αν την επανάσταση θα την έκανε πλέον το προλεταριάτο ή αυτή θα αφηνόταν στα χέρια των αντιφάσεων που γεννά η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγικότητας. Θα πρόσθετα εδώ πως ο δρόμος για τη σοσιαλδημοκρατία ήταν ανοικτός. Θα το δούμε αυτό και λίγο παρακάτω.
Ο Νίτσε απέρριψε την άποψη του Μαρξ πως ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη θρησκεία. Γι’ αυτόν «ο θάνατος του Θεού» ίσχυε μόνο για τους λίγους
Όσον αφορά την κριτική της θρησκείας αυτή για τον Μαρξ ήταν η προϋπόθεση κάθε άλλης κριτικής. Από μόνη της όμως αυτή η κριτική ήταν ένα άδειο κέλυφος. Σε αντίθεση, ο Βάγκνερ πίστευε πως η παρακμή της θρησκείας άφησε ένα κενό που μόνο η τέχνη και κυρίως η μουσική μπορούσαν να γεμίσουν. Η θρησκεία μετουσιωμένη σε τέχνη. Ο Βάγκνερ γνωρίζει πως ο κόσμος του είναι ένας άθρησκος κόσμος που όμως δεν μπορεί να έχει μέλλον χωρίς κάτι να την υποκαταστήσει. Και αυτό είναι για τον Βάγκνερ η τέχνη. Αυτός, όπως και ο Νίτσε, θεωρούν τη χριστιανική αντίληψη για την αμαρτία μεγάλο βάρος στους ώμους της ανθρωπότητας. Ο Βάγκνερ αναζητεί ένα Χριστό χωρίς χριστιανισμό. Αυτές τις ανησυχίες ο Μίνκλερ τις εντοπίζει και στο μουσικό έργο του Βάγκνερ και στη θεατρική του πλευρά, κυρίως στην εγκράτεια του Πάρσιφαλ. Αλλά και για τον Νίτσε αντίπαλος ήταν ο χριστιανισμός, κυρίως ο Παύλος και όχι ο Χριστός. Αυτός κι αν αρνείτο τον ψυχρό κόσμο της γνώσης, τον απομαγευμένο κόσμο. Αυτός όμως ταυτοχρόνως φοβόταν ακόμη περισσότερο την επιστροφή στον προς της απομάγευσης κόσμο. Γι’ αυτόν η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη θρησκεία ήταν εφικτή μόνο για τους λίγους. Αυτοί οι λίγοι όφειλαν να αφήσουν τους πολλούς στις αυταπάτες τους. Ο Νίτσε απέρριψε την άποψη του Μαρξ πως ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη θρησκεία. Γι’ αυτόν «ο θάνατος του Θεού» ίσχυε μόνο για τους λίγους. Μετά απ’ αυτόν τον «θάνατο» ο μέτριος άνθρωπος καλείτο μόνος του να βρει υποκατάστατα της «μεταφυσικής του ανεστιότητας». Ο Μαρξ με τη σειρά του επιμένει πως το «αντικείμενο απομάγευσης» δεν θα είναι πλέον ο Θεός και οι θεοί, αλλά το μυστήριο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και η κριτική της θρησκείας πρέπει να εξελιχθεί σε κριτική του καπιταλισμού. Ο ίδιος όμως αναλύοντας το Κεφάλαιο και τον φετιχιστικό χαρακτήρα του προσφεύγει σε θρησκειολογικές έννοιες και όρους. Και για τους τρεις πάντως ο στοχασμός για τη θρησκεία έπρεπε να ξεφύγει από τον εκκλησιαστικό εναγκαλισμό.
Κριτική στον καπιταλισμό
Όσον αφορά την κριτική στον ίδιο τον καπιταλισμό ο Μαρξ την ασκεί από τη σκοπιά της θετικής εξέλιξης που είναι η μετατροπή των φεουδαρχικών κοινωνιών σε οικονομίες της αγοράς. Αν και σταδιακά, υπό το βάρος και της ήττας της επανάστασης, ο Μαρξ αρχίζει να αμφισβητεί την αρχική του θέση πως όλες οι χώρες θα πρέπει να περάσουν από το καπιταλιστικό στάδιο για να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 υποστήριζε πως όσο και αν η Μεγάλη Βρετανία ξερίζωσε τους Ινδούς χωρικούς από τον τρόπο ζωής τους, τελικά η ινδική κοινωνία θα κέρδιζε από τη μετάβασή της στον καπιταλισμό και την εξαφάνιση των ινδικών κοινοτήτων. Δεν έχει όμως την ίδια άποψη όταν τριάντα χρόνια μετά υποστήριζε πως η μετάβαση της ρωσικής κοινωνίας στον σοσιαλισμό δεν ήταν αναγκαίο να περάσει μέσα από την καταστροφή των ρωσικών κοινοτήτων. Αυτό όμως στο οποίο ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση είναι τ’ ότι ποτέ ο Μαρξ δεν σταμάτησε να βλέπει στην αγορά το εργαλείο της ανόδου αλλά και τις προϋποθέσεις καταστροφής του καπιταλισμού. Μια καταστροφή όμως που μετά τις ήττες των επαναστάσεων θα οφείλεται σε μια αργή διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης και αντιφάσεων και όχι σε μια στιγμιαία επανάσταση. Θέση που ανέπτυξε περαιτέρω ο Ένγκελς. Και θέση πάνω στην οποία -προσθέτω εκ νέου- στήθηκε το επιτυχημένο σοσιαλδημοκρατικό πείραμα, αρχικά στη Σουηδία και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πριν όμως απ’ όλα αυτά ο Μαρξ είχε, ακόμη από το 1850, εγκαταλείψει το πολωτικό του σχήμα «προλετάριοι εναντίον των αστών» για χάρη μιας πολύ πιο πλούσιας ταξικής ανάλυσης στην οποία πέρα από το κλασικό δυϊστικό σχήμα συμπεριέλαβε τους μικροαστούς, τους αγρότες, τους λούμπεν προλετάριους και τους λούμπεν αστούς κλπ.
Οι κατά Βάγκνερ «καλοπερασάκηδες» και οι κατά Μαρξ «μάσκες χαρακτήρων», όπως ο ιδεότυπος του προλετάριου και του καπιταλιστή, κατά τον Νίτσε δεν βρίσκονται στην κορυφή των κοινωνιών
Όσον αφορά τις οικονομικές εξελίξεις, ο Βάγκνερ, περισσότερο διαισθητικά, προτείνει την ηθική οικονομία αντί της οικονομίας της αγοράς. Ο Μαρξ επιμένει στην ανωτερότητα της οικονομίας της αγοράς μέχρις ότου αυτή εξαντλήσει τα όρια της. Ο Νίτσε πάλι δείχνει σεβασμό γι’ αυτό που αποκαλεί κοινωνικό κέντρο. Αυτό μοιάζει να είναι ίδιο με ό,τι σήμερα αποκαλούμε κοινωνικό κέντρο, αλλά δεν είναι ίδιο. Απλά ο Νίτσε έθετε εδώ την παράμετρο των μικροαστών, των επαγγελματιών και χειροτεχνών, των μετριοτήτων με την ορολογία του, που με τη δουλειά τους διευκόλυναν την ανάδυση των «εξαιρέσεων», το έργο των μεγάλων ανθρώπων, των υπεράνθρωπων. Η σημασία αυτού του κέντρου έγκειτο στο γεγονός πως αυτό και οι «μετριότητές» του εξασφάλιζαν την ισορροπία μεταξύ των «εξαιρέσεων» και των πολύ κάτω. Και όμως ελλόχευε ο κίνδυνος, στην τελική στροφή, οι μετριότητες να κυριαρχήσουν όλων. Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Ο κίνδυνος πρόκυπτε από την πιθανότητα κυριαρχίας της ηθικής του οίκτου, προσιδιάζουσας στις μετριότητες του κοινωνικού κέντρου, ηθική την οποία μισούσε ο Νίτσε. Ο Νίτσε φοβόταν πως τελικά οι μετριότητες του κοινωνικού κέντρου θα καταλάμβαναν όλο και περισσότερο χώρο για να δώσουν εντέλει το στίγμα τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Πάντως, κατ’ αυτόν, αυτές οι μετριότητες είναι οι μόνοι ευτυχείς άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί αυτοί δεν είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες μιας ζωής στα υψηλά κλιμάκια του πνεύματος. Πνευματικότεροι άρα και ισχυρότεροι άνθρωποι, κατ’ αυτόν, είναι όσοι έχουν επίγνωση της ματαιότητας του μόχθου που συνεπάγονται τα μεγάλα πράγματα, αλλά παρ’ όλα αυτά τα επωμίζονται. Πάντως σε τελική ανάλυση «όσο ισχυρότερο είναι το κέντρο μιας κοινωνίας, τόσο λιγότερο υπάρχει η ανάγκη ενός κράτους με αυτή την έννοια» (σ. 368). Οι κατά Βάγκνερ «καλοπερασάκηδες» και οι κατά Μαρξ «μάσκες χαρακτήρων», όπως ο ιδεότυπος του προλετάριου και του καπιταλιστή, κατά τον Νίτσε δεν βρίσκονται στην κορυφή των κοινωνιών. Σ’ αυτήν, κατ’ αυτόν, τοποθετούνται οι πνευματικοί «υπεράνθρωποι» ως η υπέρβαση των «μετριοτήτων».
Εχθροί του κρατισμού
Τέλος και οι τρεις, λιγότερο ο Βάγκνερ και περισσότερο ο Μαρξ, ήταν εχθροί του κρατισμού. Όσο και να το μη το βλέπουν αυτό, ιδίως για τον Μαρξ, οι «μετριότητες» μιας σκέψης προκατειλημμένης απέναντι σε οτιδήποτε προέρχεται από τα αριστερά. Και οι τρεις πίστεψαν στη μεγάλη ανατροπή και οι τρεις απογοητεύτηκαν αλλά δεν το έβαλαν κάτω, μέχρι το τέλος της ζωής τους οι Μαρξ (1883) και Βάγκνερ (1883) και μέχρι η «τρέλα» να τυλίξει στα δίχτυα της τον Νίτσε (1889). Ο τελευταίος, όμως, σε αντίθεση με τον Βάγκνερ και τον Μαρξ, ήταν ορκισμένος εχθρός των πολιτικών αλλά και των κοινωνικών επαναστάσεων. Εχθρός της ισότητας.
Για τον αντισημιτισμό
Όσον αφορά τις κατηγορίες για αντισημιτισμό, ο συγγραφέας συμφωνεί πως ο Βάγκνερ ήταν απροκάλυπτος αντισημίτης. Για τον Βάγκνερ ο φόβος από τους Εβραίους οφειλόταν στην αίσθηση του κινδύνου πώς με το χρήμα τους θα διαστρέψουν τον γερμανικό πολιτισμό. Ο Βάγκνερ μπορεί να είχε αυτή την αντίληψη και λόγω της εγκατάλειψής του από τον Εβραίο μουσικό και μέντορα-χρηματοδότη του Τζάκομο Μέγιερμπεερ. Η διαρκής αναζήτηση χρηματοδότησης της όπεράς του ήταν η αχίλλειος πτέρνα του Βάγκνερ. Ο αντισημιτισμός του όμως δεν ήταν συγκυριακός, αλλά εγγενής. Μίσος που οδηγήθηκε σε εμμονές περί εβραϊκής συνωμοσίας. Στον Μαρξ, κυρίως στον πρώιμο, υπήρχαν σημεία που μπορούσαν να εκληφθούν ως αντισημιτικά. Αυτός όμως σε συμφωνία με την αντίληψή του πως της ατομικής χειραφέτησης από τη θρησκεία προηγείται η χειραφέτηση του κράτους απ’ αυτήν, πίστευε πως η χειραφέτηση των Εβραίων από τη θρησκεία δεν μπορεί να υπάρξει αν αυτοί πρώτα δεν χειραφετηθούν πολιτικά και κοινωνικά. Αντιθέτως ο Νίτσε πρόβαλλε τους Εβραίους σαν τον πραγματικό σύνδεσμο μεταξύ της Αρχαιότητας και της σύγχρονης Ευρώπης. Ήταν σφοδρός εχθρός του αντισημιτισμού, παρόλο που μετά τον θάνατό του η αδελφή του και οι ναζί τον παρουσίασαν ως μέγα αντισημίτη.
Αν και ορισμένες στιγμές υποβάλλει σε λεπτή κριτική τον Μαρξ, είναι αυτός στον οποίο σε τελική ανάλυση δείχνει την προτίμησή του. Και λυπάται που κάποιοι μετέτρεψαν το έργο του σε μαρξισμό και σε απολογία του ολοκληρωτικού κομμουνισμού.
Συνοψίζοντας, ο Μίνκλερ υποστηρίζει πως «ο Μαρξ αντέδρασε στις αναταράξεις με το σύνθημα της απελευθέρωσης, ο Βάγκνερ με την προοπτική της λύτρωσης, ενώ ο Νίτσε απέρριψε και τα δυο ως απρόσφορα» (σ. 538). Ο συγγραφέας παίρνει τους τρεις στοχαστές από το κεφάλι προς τα κάτω, που τους είχαν τοποθετήσει κυρίως οι οπαδοί τους, και τους τοποθετεί πάλι με το κεφάλι προς τα πάνω. Αν και ορισμένες στιγμές υποβάλλει σε λεπτή κριτική τον Μαρξ, είναι αυτός στον οποίο σε τελική ανάλυση δείχνει την προτίμησή του. Και λυπάται που κάποιοι μετέτρεψαν το έργο του σε μαρξισμό (ιστορικό υλισμό θα τον έλεγα) και σε απολογία του ολοκληρωτικού κομμουνισμού. Πάντως αξίζει να σημειώσουμε αυτήν του την παρατήρηση. «Αν ο Μαρξ είχε ζήσει μετά τη διαμόρφωση του μαρξισμού σε εδραιωμένη ιδεολογία, δεν θα ήταν τοποθετημένος στο κυρίαρχο ρεύμα της ορθοδοξίας, αλλά στην ομάδα των κατηγορηματικά ετερόδοξων» (σ. 528). Αλλά και οι άλλοι δυο υπέφεραν από τους κληρονόμους τους. Τόσο ο Βάγκνερ από τη δεύτερη γυναίκα του Κόζιμα, όσο και, πολύ περισσότερο, ο Νίτσε από την αδελφή του Ελίζαμπετ, η οποία χειρίστηκε τα χειρόγραφά του με τέτοιον τρόπο που οι ναζί να τον κάνουν θεό τους. Ένα άνθρωπο που δεν πίστευε στους θεούς. Έχω ορισμένες ενστάσεις σε ορισμένα σημεία, ιδίως εκεί όπου ο συγγραφέας βλέπει παράλληλες πορείες και ομοιότητες που κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν, αλλά το να μείνω σ’ αυτά θα ήταν μικροπρέπεια μπροστά στο συνολικό έργο.
Πολύ καλή έκδοση σε σκληρόδετο τόμο με πολύτιμο ευρετήριο ονομάτων, όχι όμως, δυστυχώς, γεγονότων και εννοιών, σε εξαιρετική μετάφραση της Έμης Βαϊκούση ενός πολύ απαιτητικού γλωσσικά έργου. Μακάρι να βρει αναγνώστες και αναγνώστριες και πέραν του ακαδημαϊκού κόσμου. Οι προσεκτικοί/ες αναγνώστες-στριες αυτού του βιβλίου θα διαπιστώσουν πως έχουν να κάνουν με ένα μεγάλο βιβλίο και ένα εξαιρετικό συγγραφέα που με την πένα του -κυριολεκτικά, αφού παραδίνει τα κείμενά του σε χειρόγραφα- ξέρει να προβληματίζει, να προκαλεί το ενδιαφέρον, να συγκινεί αλλά και να αρέσει.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; - Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Για τον νεαρό Μαρξ, το «κακάρισμα του Γαλάτη κόκορα», επιτομή της γαλλικής επαναστατικότητας, δεν έρχεται πλέον σε αντίθεση με την «γλαύκα της Αθηνάς», σύμβολο της φιλοσοφίας, για την οποία ο Χέγκελ έγραφε στον Πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου ότι ξεκινάει την πτήση της στο λυκόφως, όταν «μια μορφή της ζωής έχει γεράσει» και ένα στάδιο εξέλιξης έχει φτάσει στο τέλος του. Ο κόκορας και η κουκουβάγια αντικαταστάθηκαν από τη μεταφορά, που χρησιμοποιεί πλέον συχνά ο Μαρξ, της υπόγειας δραστηριότητας του τυφλοπόντικα (εικόνα που δανείστηκε από τον Σαίξπηρ, και συγκεκριμένα από τη γερμανική μετάφραση του Άμλετ) :Το σκάψιμο, το υπόγειο έργο του τυφλοπόντικα δεν ήταν θεαματικό, γινόταν αθόρυβα και μυστικά, όμως το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό. Αυτή την αλλαγή του μεταφορικού στοιχείου της επανάστασης ασπάστηκε ο Ένγκελς στην προπαγάνδα του για τη θεμελιώδη αλλαγή στη στρατηγική του εργατικού κινήματος» (σ. 155-156).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Herfried Münkler (γενν. στις 15 Αυγούστου 1951) είναι Γερμανός πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου. Ο Μίνκλερ είναι τακτικός σχολιαστής στα γερμανόφωνα μέσα ενημέρωσης και έχει γράψει πολλά βιβλία για την Ιστορία των ιδεών, για την διαμόρφωση του Κράτους και για τη θεωρία του πολέμου, μεταξύ των οποίων τα Gewalt und Ordnung, Die neuen Kriege (Οι νέοι πόλεμοι, Εκδόσεις Καστανιώτη) και Machiavelli. Το 2009 ο Münkler τιμήθηκε με το Βραβείο της Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας στην κατηγορία Δοκίμιο για το βιβλίο Die Deutschen und ihre Mythen.