Για τις δύο μεταφράσεις του ανολοκλήρωτου έργου του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ [Jean-Jacques Rousseau] «Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή» (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής) από τις εκδόσεις Δώμα και «Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή» (μτφρ. Έφη Κορομηλά) από τις εκδόσεις Printa.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Η «τύχη» το έφερε να επανεκδοθεί ταυτόχρονα, σε δύο νέες πολύ καλύτερες μεταφράσεις, αυτό το ανολοκλήρωτο έργο του Ρουσσώ, από δυο εκδοτικούς (εκ. Δώμα και Printa). Έργο ημιτελές, αφού ο συγγραφέας του πέθανε πριν ολοκληρωθεί ο δέκατος «περίπατός» του. Ο Θάνος Σαμαρτζής, που γράφει και μια εξαιρετικά διαφωτιστική Εισαγωγή, επιλέγει τον όρο «Ρεμβασμοί» και η Έφη Κορομηλά τον όρο «Ονειροπολήσεις». Αν και ο Θάνος Σαμαρτζής έχει στέρεα γλωσσικά επιχειρήματα για την επιλογή του, νομίζω πως λόγω της γραφής του Ρουσσώ και τον –σε πολλά σημεία ονειροπόλο χαρακτήρα του βιβλίου– το «Ονειροπολήσεις» αποδίδει καλύτερα τον τίτλο του. Αυτό όμως είναι έλασσον μπροστά στην πολύ καλή μεταφραστική δουλειά και των δύο. Και οι δύο μεταφράσεις κυλούν τόσο ανάλαφρα που δεν κουράζουν, ακόμη και τα πιο κουρασμένα μάτια, ίσως και μυαλά. Ευτυχής συγκυρία επίσης το έφερε ώστε ταυτοχρόνως να εκδοθεί, από τις εκδόσεις Gutenberg, ένα ακόμη, ανέκδοτο μέχρι σήμερα, μεγαλειώδες έργο του Ρουσσώ: το επιστολικό μυθιστόρημα Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζα σε έξοχη μετάφραση πάλι της Έφης Κορομηλά.
Ο κουρασμένος από τις «αποτυχίες» του Ζαν Ζακ, διωγμένος το 1767 κι από το τελευταίο καταφύγιό του στην Αγγλία που τον φιλοξενούσε ο Ντέιβιντ Χιούμ, αφού συγκρούστηκε και με αυτόν, κρυμμένος απ’ όλους και κυνηγημένος, επιστρέφει με ψευδώνυμο στη Γαλλία, όπου και «κρύβεται» σε διάφορα μέρη. Το 1776 σε ηλικία μόλις εξήντα τεσσάρων ετών βρίσκει καταφύγιο στους κήπους του μαρκήσιου ντε Ζιραντέν, στην Ερμενονβίλ. Δύο χρόνια αργότερα και, ενώ έγραφε τους/τις «Ρεμβασμούς» / «Ονειροπολήσεις», πεθαίνει αφήνοντας το έργο ανολοκλήρωτο.
Πολλά χρόνια πριν, συγκεκριμένα από το 1765 έως το 1770, είχε συγγράψει το αυτοβιογραφικό του έργο Εξομολογήσεις, του οποίου ο Πρώτος Τόμος εκδόθηκε το 1782, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του. Εκεί περιγράφει την προσπάθειά του να συμφιλιώσει τους εχθρούς με τους φίλους της θρησκείας. Τελικά, λέει πως «αυτό που κατάφερε ήταν να τους ενώσει όλους, αλλά εναντίον του» [1].
Την ίδια αίσθηση έχει και το 1776-1778. Μόνος εναντίον όλων. Τα πράγματα τώρα όμως είναι ακόμη χειρότερα απ’ ό,τι το 1762, όταν εκδόθηκαν ο Αιμίλιος και το Κοινωνικό Συμβόλαιο, λόγω των οποίων απέκτησε πολλούς εχθρούς. Δεν ήταν όμως μόνο τα πολιτικά του μηνύματα που του δημιούργησαν αυτές τις δυσκολίες. Ο δύσκολος και ανίκανος για κοινωνικούς συμβιβασμούς χαρακτήρας του Ρουσσώ ήρθε σε σύγκρουση με όλους τους Εγκυκλοπαιδιστές, κυρίως τον Ντ΄Αλαμπέρ και τον Ντιντερό, αλλά και τον Βολταίρο. Ειδικά τα βέλη και η πολεμική που αυτός ασκεί κατά του Βολταίρου και οι λίβελοι που ο Βολταίρος εξαπολύει εναντίον του, με τη σειρά του, αποτελούν μνημεία πνευματώδους λιβελογραφίας. Πάντως οι λίβελοι του Βολταίρου κατά του Ρουσσώ αποδεικνύουν πόσο ξένη τού ήταν η αποδιδόμενη σ’ αυτόν φράση, «διαφωνώ μ’ όσα λες, αλλά θα κάνω τα πάντα για να μπορείς να τα λες». Πιο πολύ θα τού πήγαινε η φράση «διαφωνώ με όσα λες και θα κάνω τα πάντα να μην ακούν οι άλλοι τις ανοησίες σου»! Το ίδιο ισχύει και για τον Ρουσσώ.
Οι «Ρεμβασμοί» / «Ονειροπολήσεις» φαίνονται να είναι η συνέχεια των Εξομολογήσεων. Και εκεί, όπως στις Εξομολογήσεις, ο Ρουσσώ, κατηγορούμενος μέχρι και για την εγκατάλειψη σε ορφανοτροφείο των παιδιών του, αντί να απολογηθεί, γίνεται κατήγορος. Θεωρεί πως δεν έκανε παρά ό,τι του υπαγόρευε η συνείδησή του. Τα παιδιά του θα ζούσαν σε μεγάλη ανέχεια, αν έμεναν μαζί του. Ούτως ή άλλως η σύγκρουση με τον περίγυρό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πορεία μιας συνείδησης που περιφρονούσε και αδιαφορούσε για οτιδήποτε μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη διαφάνεια των προσωπικών του επιλογών. Ο Ρουσσώ προτίμησε να εξέλθει από την κοινωνία για να παραμείνει ωραία ψυχή. Πίστευε πως δεν μπορεί να είναι ένοχος ο ίδιος για καθήκοντα που επιβάλλονται από μια ένοχη κοινωνία. Ήθελε να κρίνεται ως φυσικό και όχι ως κοινωνικό προϊόν· και, ως φυσικό προϊόν, θεωρούσε πως ήταν άψογος.
Στους «Ρεμβασμούς» / «Ονειροπολήσεις» έχει πλέον αποδεχθεί τόσο πολύ τον «εξοστρακισμό» του από την κοινωνία, που πλέον γράφει μόνο για τον εαυτό του. Γράφει για να δικαιολογηθεί μόνο στον εαυτό του. Γράφει για να κατανοήσει ο ίδιος πώς έφτασαν τα πράγματα στην πλήρη ρήξη του με τους άλλους.
Οι Εξομολογήσεις του όμως αφορούν τον διάλογο του συγγραφέα με την κοινωνία. Είναι εξωστρεφείς. Οι «Ονειροπολήσεις» του αφορούν τον διάλογο του συγγραφέα με τον εαυτό του. Είναι εσωστρεφείς. Στις Εξομολογήσεις ο Ρουσσώ κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει την κοινωνία και τους εχθρούς του για το δίκιο του. Στους/στις «Ρεμβασμούς» / «Ονειροπολήσεις» έχει πλέον αποδεχθεί τόσο πολύ τον «εξοστρακισμό» του από την κοινωνία, που πλέον γράφει μόνο για τον εαυτό του. Γράφει για να δικαιολογηθεί μόνο στον εαυτό του. Γράφει για να κατανοήσει ο ίδιος πώς έφτασαν τα πράγματα στην πλήρη ρήξη του με τους άλλους. Εξάλλου δεν είναι σίγουρο πως ο ίδιος ήθελε να εκδοθούν και τα δυο αυτά έργα του, αφού αυτά εκδόθηκαν από τους διαχειριστές του έργου του και όχι από τον ίδιο. Εδώ θα πω κάτι που ίσως φανεί υπερβολικό, αλλά ο Ρουσσώ γράφει σαν να είναι μεθυσμένος, όχι από κάποιο ποτό, αλλά από την απόρριψή του από τους άλλους. Δεν είναι τυχαίο που ο φιλόσοφος υποστήριζε ότι σε τελική ανάλυση «αυτοί που πίνουν είναι εγκάρδιοι και ειλικρινείς… το ποτό είναι το μόνο τους ψεγάδι».
Ο υποταγμένος στη «μοίρα» του Ρουσσώ είναι πλέον ευτυχισμένος. Όχι γιατί έπεισε τους, φανταστικούς σε πολλές περιπτώσεις, διώκτες του για το δίκιο του, αλλά γιατί πλέον αισθάνεται πως όντας υποταγμένος, κυνηγημένος, μόνος έχει βρει τη γαλήνη του. Ένα βήμα πριν από τον θάνατό του ο Ρουσσώ είναι πλέον ένας σύγχρονος φιλόσοφος του στωικισμού και όχι του Διαφωτισμού. Μπορεί όμως να θεωρηθεί φιλόσοφος του Διαφωτισμού, στην κλασική του μορφή, ένας άνθρωπος που έγραψε λίβελους κατά του θεάτρου και των γυναικών, ένας άνθρωπος που υποτιμούσε φανερά την επιστημονική γνώση και το πείραμα, ένας άνθρωπος που θεωρούσε την κοινωνία εχθρό του, ένας που αναζητούσε την ευτυχία στη φύση και τη μοναξιά και μισούσε την κοινωνία;
«Δεν αποζητώ την επιστημοσύνη: είναι πολύ αργά. Άλλωστε ποτέ δεν πίστεψα πως οι πολλές επιστημονικές γνώσεις συμβάλλουν στην ευτυχία της ζωής» (Ρεμβασμοί, σ. 193).
Παρόλα αυτά είναι τόσο συγκινητικός στις φαντασιώσεις του που κάνει ακόμη και τον πιο σφοδρό επικριτή του να αισθάνεται συγκατάβαση απέναντί του. Αλλού όμως γίνεται διαπρύσιος κήρυκας του Διαφωτισμού, γίνεται ο «φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας [2]. Ένας αντιδιαφωτιστής διαφωτιστής. Αντιδιαφωτιστής για όλα τα παραπάνω, διαφωτιστής γιατί υπέρτατη αξία του είναι το αυτονομημένο από κάθε αυθεντία άτομο. Όπως γράφει και στην Εισαγωγή του ο Θάνος Σαμαρτζής για τον Ρουσσώ «το σημαντικότερο πράγμα σ’ όλο τον κόσμο είμαι εγώ» (σ. 49).
Ο Ρουσσώ στα 65 προς 66 του πλέον, φανερά εξασθενημένος, ισχυρίζεται πως αδιαφορεί για τα γραπτά του. Διψά να είναι ανεξάρτητος. Αγαπά τη φύση ανιδιοτελώς και όχι για τους όποιους ωφελιμιστικούς καρπούς της.
Ο Ρουσσώ στα 65 προς 66 του πλέον, φανερά εξασθενημένος, ισχυρίζεται πως αδιαφορεί για τα γραπτά του. Διψά να είναι ανεξάρτητος. Αγαπά τη φύση ανιδιοτελώς και όχι για τους όποιους ωφελιμιστικούς καρπούς της. «Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, που όλα τα συνδέει με το υλικό συμφέρον, που παντού αναζητά κέρδη κι ωφελήματα, και ο οποίος θα μας καλούσε να κοιτάζουμε μ’ αδιαφορία ολόκληρη τη φύση, αν ήμασταν πάντοτε υγιείς, δεν υπήρξε ποτέ ο δικός μου» (Ρεμβασμοί, σ.186).
Αμφισβητεί το ρητό «γηράσκω αεί διδασκόμενος», γιατί θεωρεί πως «ο γέρος, αν έχει ακόμα κάτι να μελετήσει, είναι μονάχα το πώς θα πεθάνει» (Ρεμβασμοί, σ. 85). Πολύ σκληρό για τους «γέρους» της εποχής, οι οποίοι πλέον δεν έχουν, μέσα στην κοινωνία, τίποτα περισσότερο να μάθουν. Έτσι γι’ αυτόν η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στην ανιδιοτελή σχέση με τη φύση. Στους περιπάτους σ’ αυτήν. Γι’ αυτό και δεν θέλει να βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους. «Εξακολουθώ να προτιμώ να είμαι ο εαυτός μου μέσα στην εξαθλίωση μου, παρά να είμαι κάποιος απ’ αυτούς (τους ανθρώπους) μες στην ευμάρεια τους» (Ρεμβασμοί, σ. 205).
«Η τύρβη του κόσμου με ζάλιζε, η μοναξιά μού προκαλούσε πλήξηׄ· είχα όλη την ώρα ανάγκη να μετακινούμαι, μα πουθενά δεν ήμουν καλά» (Ρεμβασμοί, σ. 204).
Όσον αφορά το ψέμα και την αλήθεια, γι’ αυτόν η φύση δεν θέλει και δεν μπορεί να ψεύδεται. Μόνο οι άνθρωποι ξέρουν και μπορούν να ψεύδονται. Αλλά δεν απορρίπτει το ψέμα ολοκληρωτικά, όπως ο Καντ. Αν αυτό προκύπτει από τη ντροπή για τα πεπραγμένα ενός ανθρώπου, τότε αυτή η ντροπή το νομιμοποιεί. Εδώ ο Ρουσσώ είναι πολύ ιδιοτελής. Με αυτή του την αναφορά προσπαθεί να δικαιολογήσει μια ψευδή κατηγορία του για μια υπηρέτρια που την είχε κατηγορήσει ο ίδιος για μια κλοπή (Τέταρτος περίπατος). Κλοπή που έκανε αυτός και λόγω ντροπής –όπως ομολογεί– την απέδωσε σ’ αυτήν. Επίσης, διαχωρίζει τον χαρούμενο από τον ευτυχισμένο άνθρωπο. Ο πρώτος φαίνεται από τα μάτια του, ο δεύτερος δεν διακρίνεται από κανένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό.
Δεν είναι αυτό το πιο «πολιτικό» έργο του Ρουσσώ, εδώ όμως κανείς βρίσκει μια φράση που αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας του. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στο να κάνει ό,τι θέλει. Αντίθετα, πιστεύω πως η ελευθερία έγκειται μάλλον στο να μην κάνει ο άνθρωπος ποτέ αυτό που δεν θέλειׄ». (Ρεμβασμοί, σ. 174). Εδώ συναντάμε τον ρεπουμπλικάνο και όχι τον φιλελεύθερο Ρουσσώ. Σ’ όλο όμως το έργο του έχουμε να κάνουμε με μια μυθιστορηματικής υφής και ύφους γραφή. Ένα ύφος που παρασέρνει κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια στους δικούς του/της ρεμβασμούς, στους δικές του/της ονειροπολήσεις για τη ζωή.
[1]. Ρουσσώ Ζαν-Ζακ, Οι Εξομολογήσεις, τόμ. Β΄, μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου, Ιδεόγραμμα, 1977, σ. 172, και Œuvres complètes, vol. 1, σ. 435-436.
[2] Γιώργος Σιακαντάρης, Ζαν Ζακ Ρουσσώ ο φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας, Πόλις, 2012.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; - Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Η μελέτη των φυτών εξελίχθηκε στην περίπτωσή μου σ΄ ένα πάθος που γεμίζει το κενό όλων των άλλων μου παθών που πια έχουν χαθεί. Σκαρφαλώνω στα βράχια, στα βουνά, χώνομαι στις κοιλάδες, στα δάση, προκειμένου να ξεφύγω όσο μπορώ περισσότερο από τη θύμηση των ανθρώπων και τις επιθέσεις των πονηρών. Αισθάνομαι πως στις σκιερές κρυψώνες των δασών είμαι ένας άγνωστος, ελεύθερος και ήρεμος, σαν να μην έχω πια εχθρούς ή σαν το φύλλωμα των δέντρων να μπορούσε να με προστατέψει από τις επιθέσεις τους….» (Ρεμβασμοί, σ. 195)
«Έχω δει ελάχιστους ευτυχισμένους ανθρώπους, μπορεί και κανένανׄ· αλλά έχω δει συχνά ευχαριστημένες καρδιές, και απ’ όλα όσα μου έκαναν εντύπωση, αυτό είναι κάτι που έχει ικανοποιήσει κι εμένα τον ίδιο… η ικανοποίηση όμως διαβάζεται στα μάτια, στη στάση, στον τόνο της φωνής, στο βάδισμα και μοιάζει να μεταδίδεται και σε αυτόν που την αντιλαμβάνεται» (Ονειροπολήσεις, σ. 146).