Από την 24η Αυγούστου του έτους 2024, ο Νεοέλληνας συγγραφέας, ακαδημαϊκός φιλόσοφος και θεολόγος, Χρήστος Γιανναράς, δυστυχώς δεν βρίσκεται πλέον μαζί μας. Το έργο του, πολλές δεκάδες βιβλία, μερικά πολυμεταφρασμένα και με διεθνή απήχηση, θα μένουν πίσω για να γονιμοποιούν τη σκέψη μας και να προκαλούν τον προβληματισμό.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στο παρόν κείμενο, θα εκφράσουμε λίγες σκέψεις για την υπαρξιστική φιλοσοφία, η οποία τον επηρέασε στα πρώτα του βήματα και τον ώθησε να ξεκινήσει έναν διάλογο, ο οποίος συνεχίστηκε για έξι σχεδόν δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστικής σημασίας στάθηκε ο Ρώσος υπαρξιστής φιλόσοφος Nicolas Berdyaev.
Πράγματι, οι Γιανναράς και Berdyaev, αμφότεροι φιλοσοφικά περσοναλιστές, έδωσαν μεγάλη αξία στη «σχέση» και στο «πρόσωπο» έναντι της ατομικότητας. Το «καλό» θεωρείται και από τους δύο σπάνιο και κατορθωτό από λίγα και ιδιαίτερα άτομα. Και οι δύο αντιλαμβάνονται τη φύση με αρνητικό πρόσημο, σαν κυριαρχία των «τυφλών» και κτηνωδέστερων ορμέμφυτων, και βλέπουν καθετί το καλό στον αντίποδά της.
Ο Berdyaev είναι ρητά υπαρξιστής. Όσο για τον Γιανναρά, εκείνος διάβασε από νωρίς με θαυμασμό τον Berdyaev, ενστερνιζόμενος στη συνέχεια τη θεωρία του π. Γεωργίου Florovsky για τη «Δυτική αιχμαλωσία», θεωρία την οποία επρόκειτο να επεκτείνει ο ίδιος αργότερα στον ελληνισμό. Στον σύντομο χώρο που έχουμε εδώ μπορούμε να δούμε ένα έργο εκάστου, γραμμένο κατά την ώριμη περίοδο της φιλοσοφικής του σκέψης.
Αρχικά, το βιβλίο του Γιανναρά με τίτλο Ενθάδε-Επέκεινα αποτελείται από σχόλια πάνω σε ορισμένα χωρία του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και είναι αφιερωμένο στην «κένωση» του Ιησού Χριστού. Κένωση, εξηγεί ο Χρήστος Γιανναράς, σημαίνει άδειασμα, παραίτηση από την ίδια του τη θεότητα, όπως αναφέρεται και στο χωρίο απ’ την επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Φιλιπ. 2,7). Κένωση είναι η ελευθερία του να μπορείς, αν θέλεις, να είσαι κάτι άλλο από Θεός. Ακούγεται παράδοξο. Κι όμως, η Ενανθρώπιση του Χριστού είναι η ιδιότητα Του να υπάρχει και ως άνθρωπος. Η πράξη αυτή φανερώνει τον άχρονο τρόπο της θεϊκής ύπαρξης. Όχι ένα «τι» αλλά ένα «πώς», το γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει, και μάλιστα όχι μόνος αλλά ως ελεύθερη και αγαπητική κοινωνία τριών προσώπων, απλώς επειδή θέλει να υπάρχει. Και ο λόγος που θέλει να υπάρχει, δεν είναι άλλο απ’ το ότι αγαπάει, απ’ το ότι ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη. Η Γραφή μας λέει πως ο «Θεός αγάπη εστί » (Α’ Ίωάν. 4, 16). Όχι πως ο Θεός διαθέτει αγάπη, αλλά πως ο Ίδιος είναι αγάπη. Ο τρόπος ύπαρξης του Θεού δηλαδή είναι η αγάπη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία καθρεπτίζει αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, ούσα μια ελεύθερη κοινωνία προσώπων που λατρεύουν τον Χριστό και συνυπάρχουν μέσα σε πνεύμα αγάπης. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η Εκκλησία, η οποία μέχρι σήμερα παράγει Αγίους, αυθεντικά ολοκληρωμένους ανθρώπους που έχουν φωτιστεί από τη Χάρη του Θεού.
Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, δεν υπήρξε άλλη, θρησκευτική ή φιλοσοφική, πρόταση στην ιστορία της ανθρωπότητας που να βλέπει το νόημα (δηλ. την αιτία και τον σκοπό) της ύπαρξης και των υπαρκτών στον έρωτα του έλλογου Δημιουργού για τον κάθε άνθρωπο. Με τη λογική της γλώσσας μας, η αγάπη είναι μια σχέση ελευθερίας, όχι αναγκαιότητας. Σχέση μεταξύ όρων (συντελεστών της σχέσης) με υπαρκτική ετερότητα - αν οι όροι-συντελεστές δεν διαφοροποιούνται, τότε δεν προκύπτει σχέση.
Η ιστορική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού, με την ενσάρκωσή Της, την ύστατη πράξη αγάπης, μας έδειξε τον τρόπο να μετέχουμε στο Άκτιστο (Θεός), παρότι είμαστε μέρος του κτιστού (άνθρωποι).
Σύμφωνα και πάλι με τον Γιανναρά, η ιστορική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού, με την ενσάρκωσή Της, την ύστατη πράξη αγάπης, μας έδειξε τον τρόπο να μετέχουμε στο Άκτιστο (Θεός), παρότι είμαστε μέρος του κτιστού (άνθρωποι). Χάρη σ’ αυτό, ο άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να υπάρχει ελεύθερος απ’ τις ιδιότητες του κτιστού. Ο Θεός, λοιπόν, καλεί τον άνθρωπο να υπερβεί τις συνθήκες του υλικού μας κόσμου (ατομισμός, ορμέμφυτα, ναρκισσισμός κ.λπ.).
Τέλος, ο Χριστός συγκεφαλαιώνει στο πρόσωπό Του αυτόν τον τρόπο και μέσω Εκείνου το χάσμα κτιστού και Ακτίστου γεφυρώνεται. Για τον Γιανναρά, λοιπόν, το θεολογικό ζητούμενο δεν έγκειται σε κάποιες ορθές αφηρημένες αλήθειες αλλά σ’ έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο ύπαρξης.
Ας περάσουμε τώρα στον Nicolas Berdyaev, ο οποίος εξέφρασε ακόμη εντονότερα το κάλεσμα για μία «υπαρξιστική» Ορθοδοξία.
Σύμφωνα με τον Berdyaev, μόνο ο φιλοσοφικός υπαρξισμός μπορεί να φέρει στο φως την τραγική μοίρα του ανθρώπου στον κόσμο. Όταν οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο, αυτό που κάνουν είναι να του προσδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες. Ακόμη και η απόπειρα γνώσης του Θεού δεν ξεφεύγει από τον ανθρωπομορφισμό. Επειδή κατά συνέπεια, κάθε γνώση, είτε του κόσμου γύρω μας είτε του Θεού, έχει ανθρώπινα στοιχεία, το φιλοσοφείν δέχεται πάντοτε περιορισμούς: πότε στο όνομα της φυσικής αναγκαιότητας και πότε στο όνομα της θείας θέλησης.
Ενώ όμως η επιστήμη και η θρησκεία είναι, κατά κάποιον τρόπο, για τη μάζα, η φιλοσοφία είναι για το πρόσωπο.
Ενώ όμως η επιστήμη και η θρησκεία είναι, κατά κάποιον τρόπο, για τη μάζα, η φιλοσοφία είναι για το πρόσωπο. Αν το φιλοσοφείν ήταν ανέκαθεν τόσο ανυπόληπτο, αυτό συμβαίνει διότι είναι κάτι που (θεωρείται ότι) το κάνουν όλοι. Τα φιλοσοφικά προβλήματα απασχολούν σ’ έναν βαθμό κάθε άνθρωπο, επομένως οι φιλόσοφοι μοιάζουν να μην προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και η μάζα νομίζει πως έχει το δικαίωμα να τους ασκεί κριτική
Ο Berdyaev διακρίνει δύο κατευθύνσεις όλων των φιλοσοφικών συστημάτων: ελευθερία-αιτιοκρατία, υποκειμενικότητα-αντικειμενικότητα, δυϊσμός-μονισμός, ανθρωποκεντρισμός-νατουραλισμός, περσοναλισμός-οντολογισμός. Καθεμιά απ’ αυτές τις δύο ομάδες ιδιοτήτων εκφράζει μια φιλοσοφική κατεύθυνση.
Ο Berdyaev εκφράζει μια σκέψη ελευθεριακή, περσοναλιστική, υποκειμενική και δυϊστική. Με αυτή του την επιλογή όμως, παραδέχεται, οδηγείται σε ένα φιλοσοφείν της τραγικότητας και των αντιθέσεων. Επηρεασμένος από τον Dostoevsky, όπως άλλωστε και ο Γιανναράς, ο Ρώσος φιλόσοφος αντικαθιστά το ξακουστό καρτεσιανό “cogito, ergo sum” με το υπαρξιστικό “sum, ergo cogito”.
Ο Berdyaev υποστηρίζει ακόμη ότι η γνώση, που πάντα προϋπέθετε το διχασμό υποκειμένου και αντικειμένου, ενώ αρχικά θεωρούνταν απλά μια αντικειμενική αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου (ρεαλισμός), κατέληξε σταδιακά να νοείται ως μια ελεύθερη και δημιουργική προσπάθεια του ανθρώπου (ιδεαλισμός). Απ’ το αντικείμενο, το ενδιαφέρον μας σιγά σιγά μετατοπίστηκε προς το υποκείμενο και ο αφελής ρεαλισμός αντικαταστάθηκε από την προσωπική δημιουργία γνώσης. Η γνώση δεν μπορεί παρά να είναι «κοινωνική», να προσφέρει κοινωνικό όφελος. Όταν όμως τίθεται στην υπηρεσία της κοινωνίας, τότε οδηγείται σ’ αυτό που Berdyaev ονομάζει «αντικειμενοποίηση», έννοια που δηλώνει την προσαρμογή κάποιου πράγματος που προέρχεται από έναν άλλο κόσμο στα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου.
Φιλοσοφικά, ο Berdyaev είναι δυϊστής: υποστηρίζει πως υπάρχουν δύο κόσμοι, αυτός ο ατελής και αμαρτωλός κόσμος που ζούμε, και ο κόσμος του Θεού. Ο άνθρωπος μετέχει συγχρόνως και στους δύο.
Φιλοσοφικά, ο Berdyaev είναι δυϊστής: υποστηρίζει πως υπάρχουν δύο κόσμοι, αυτός ο ατελής και αμαρτωλός κόσμος που ζούμε, και ο κόσμος του Θεού. Ο άνθρωπος μετέχει συγχρόνως και στους δύο. Αυτή είναι και η τραγωδία του. Ο Dostoevsky, μας λέει, ένας πρώιμος εκφραστής του υπαρξισμού, το εξέφρασε θαυμάσια στα μυθιστορήματά του, μ’ έναν αθάνατο μύθο αυτόν του Μεγάλου Ιεροεξεταστή: το βασίλειο του πνεύματος είναι ο Χριστός, το βασίλειο του Καίσαρα είναι ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής.
Ουσιαστικά, το ανθρώπινο πρόσωπο ποθεί περισσότερο απ’ όλα την αθανασία. Το πρόσωπο είναι «μέθεξη», αιώνια αυτοδημιουργία και διαρκώς υπερβαίνει κάθε αντικειμενική κατηγορία, αφού το ίδιο είναι στον πυρήνα του ελευθερία. Ζώντας μέσα στον κόσμο, αγωνίζεται να υπερβεί τα όριά του δημιουργώντας πολιτισμό.
Ο πολιτισμός είναι επίτευγμα, αλλά αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τον υπερκόσμιο προορισμό του ανθρώπου.
Τότε λοιπόν πώς μπορεί να νικηθεί η μοναξιά και κατ’ επέκταση τα αυστηρά προσδιορισμένα όρια του ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο;
Με την αγάπη, απαντάει χαρακτηριστικά ο Berdyaev, όμοια με τον Γιανναρά. Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την τραγωδία και τις οδύνες της ύπαρξης είναι να εξέλθουμε από τα όρια του ατομικού μας εαυτού και να έρθουμε σε «κοινωνία» με τους άλλους. «Η αγάπη είναι αυτό που καταργεί τη μοναξιά, αυτό που φέρνει το εγώ στον άλλο» γράφει με τρόπο που θυμίζει την εκκλησιαστική ορολογία Μονάχα αναζητώντας την ελευθερία μας, πλησιάζουμε την αλήθεια στον κόσμο του Πνεύματος και σχετιζόμαστε με τον ίδιο τον Θεό.
Ο Berdyaev καταλογίζει παρακμή στον σύγχρονο κόσμο, προβλέπει όμως παράλληλα την ανάδυση ενός νέου και καλύτερου: του πνευματικού κόσμου της ελεύθερης επικοινωνίας με τον Θεό.
Ο Berdyaev καταλογίζει παρακμή στον σύγχρονο κόσμο, προβλέπει όμως παράλληλα την ανάδυση ενός νέου και καλύτερου: του πνευματικού κόσμου της ελεύθερης επικοινωνίας με τον Θεό. Η ανθρωπότητα, έπειτα από τις θηριωδίες των δύο παγκόσμιων πολέμων και τη Ρωσική Επανάσταση βρίσκεται σε παρακμή. Αυτή σηματοδοτεί το θάνατο της ανθρωπότητας όπως την ξέρουμε. Απομένει να γίνουν πράξη τα προφητικά οράματα των Kierkegaard, Tolstoy και Dostoevsky για μια πνευματική αναγέννηση. Αυτός ο κόσμος, όμως, δεν πρόκειται να εγκαθιδρυθεί μέσα στο χρόνο και στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά μονάχα στα έσχατα των αιώνων. Μόνο τότε ο δυϊσμός των δύο κόσμων θα καταφέρει ν’ αρθεί οριστικά. Σύμφωνα με τον Berdyaev, η οριστική επίλυση των προβλημάτων μας θα δοθεί μονάχα στο εσχατολογικό επίπεδο. Παρά την ιστορική αποτυχία του Χριστιανισμού, μια νέα, τρίτη μεγάλη θεϊκή αποκάλυψη αναμένεται να αποκαταστήσει οριστικά τις ανθρώπινες σχέσεις. Σ’ αυτήν μπορούμε μόνο να προσβλέπουμε.
Εδώ, όμως, διαφαίνεται και η διαφορά των δύο συγγραφέων: ο Berdyaev έχει τις ελπίδες του προσανατολισμένες στο επίπεδο του χρόνου, ήτοι σε μία νέα θρησκευτικότητα που μέλλει να φανερωθεί κατά τη μελλούμενη τρίτη περίοδο της θεϊκής αποκάλυψης (βλ. εποχή του Αγίου Πνεύματος), ο Γιανναράς, αντίθετα, προσβλέπει στο επίπεδο του χώρου, υποδεικνύοντας τις «νησίδες» επιβίωσης του γνήσιου «σχεσιακού» ήθους (π.χ. Εκκλησία).
Πάντως, Γιανναράς και Berdyaev θεωρούν τη Δύση λίγο-πολύ παρακμιακή, γι’ αυτό και εκφράζουν τις μεσσιανικές προσδοκίες τους για τον ιστορικό ρόλο της Ρωσίας. Είναι πιθανό πως και οι δύο τελικώς απογοητεύθηκαν και διαψεύστηκαν οικτρά, προσελκύοντας παράλληλα πολλή (και όχι πάντα άδικη) κριτική για τις θέσεις τους.
Ο Γιανναράς βλέπει καθοριστικής σημασίας μεταβολές μονάχα μετά την «αλλοτρίωση» της σχέσης απ’ τη χρήση. Αναμενόμενα, λοιπόν, το πολυπόθητο για τον Berdyaev στάδιο, αυτό της μελλοντικής θρησκευτικής μεταμόρφωσης, απουσιάζει επίσης απ’ το γιανναρικό έργο. Αυτή η απουσία πιθανώς αιτιολογείται από τη σπανιότητα και την τελειότητα που αποδίδει το τελευταίο στη σχεσιοκεντρική οντολογία: το θεωρεί τόσο δυσαπόκτητο και σημαντικό, ώστε να είναι «καταδικασμένο» να βρίσκεται πάντα εκτός της ιστορίας (ή στο περιθώριό της). Πάντως, Γιανναράς και Berdyaev θεωρούν τη Δύση λίγο-πολύ παρακμιακή, γι’ αυτό και εκφράζουν τις μεσσιανικές προσδοκίες τους για τον ιστορικό ρόλο της Ρωσίας. Είναι πιθανό πως και οι δύο τελικώς απογοητεύθηκαν και διαψεύστηκαν οικτρά, προσελκύοντας παράλληλα πολλή (και όχι πάντα άδικη) κριτική για τις θέσεις τους. Το σίγουρο είναι πως τα έργα τους, με τον τρόπο τους, μας έκαναν πνευματικά πλουσιότερους και θα συνεχίζουν να μας καθοδηγούν.