Για το βιβλίο της Ηλέκτρας Λαζάρ «Λύκε, λύκε, είσαι εγώ; – Η παραμορφωμένη αφήγηση και η πίσω μεριά της λογοτεχνίας» (εκδ. Κυαναυγή). Κεντρική εικόνα: © Kiki Smith, Lying with the Wolf, 2001 (Centre Pompidou, Paris)
Γράφει η Άννα Λυδάκη
Η μεταφορά –που άλλο έχει μπροστά της και άλλο λέει– προβαίνει σε μιαν αισθητοποίηση, σε μιαν οπτική μετάφραση του εκάστοτε νοήματος, γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης (Λάδια ξίδια, εκδ. Καστανιώτη). Μιλώντας με τη γλώσσα, λέμε κάτι παραπάνω απ’ όσα λέει η γλώσσα και, παρότι «έξοδος» προς κάτι άλλο, η μεταφορά πραγματώνεται σαν «είσοδος» στον εαυτό μας.
Αυτό το νόημα και το «παραπάνω» της γλώσσας αναζητά η Ηλέκτρα Λαζάρ διαβάζοντας, πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές, έργα στα οποία εντοπίζει μεταφορές ή αλληγορίες που αφορούν τον λύκο. Εκεί αναζητά τους λογοτεχνικούς συνειρμούς που διαπερνούν τη βιολογική σκέψη του ανθρώπου για τον λύκο και το πώς ο λύκος κατασκευάζεται ως ανθρώπινος τόπος της λογοτεχνίας, και εξερευνά την ιδέα της ζωικότητας (λύκωσης) στον δυτικό πολιτισμό.
Τα εξανθρωπισμένα ζώα της λογοτεχνίας
Στη λογοτεχνία τα ζώα δεν είναι απλώς «ζώα», είναι εξανθρωπισμένα, πουθενά δεν είναι ο εαυτός τους. Η ανθρωποκεντρική θεώρηση και το τείχος που έχει υψώσει ο άνθρωπος ανάμεσα στον εαυτό του και στον υπόλοιπο κόσμο, που υφίσταται την καταπίεση και την έχθρα του, δεν επιτρέπουν την περιγραφή του ανθρώπινου με όρους ζωικού και το αντίθετο. Όσο και αν αναζητηθούν οι συμβολικοί συσχετισμοί, το κείμενο δεν παύει να παραπέμπει σε μία αποκλειστικά ανθρώπινη αρένα σημασιοδότησης, γράφει η Λαζάρ. Παρά ταύτα, οι αλληγορικές αφηγήσεις στη λογοτεχνία επιμένουν και πολύ συχνά τα μη ανθρώπινα ζώα αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Το είδος που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο εμφανίζεται με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ο λύκος που, αιώνες τώρα, αποτελεί ένα παγκόσμιο σύμβολο του κακού, το οποίο απειλεί να καταβροχθίσει τον πολιτισμένο άνθρωπο. Η στρεβλή άποψη, που ξεκίνησε από τον Μεσαίωνα, εξακολουθεί να τροφοδοτεί την ανθρώπινη φαντασία και ο Λύκος ποτέ δεν είναι απλώς ένας λύκος: Είναι «ο Κάιν της άγριας φύσης», σημειώνει η Λαζάρ. Ο φωτεινός λύκος (λευκός) έχει συνδεθεί με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και ο υποχθόνιος και κακός άνθρωπος γίνεται λυκάνθρωπος.
Στο βιβλίο της Λαζάρ αναφέρονται πολλοί συγγραφείς που αναλύουν την εικόνα του λύκου ή έχουν εμπνευσθεί από αυτόν [...]
Στα έργα της δυτικής λογοτεχνίας η ζωικότητα κατασκευάζεται με βάση την πατριαρχική πολιτισμένη αντίληψη της ανθρωπότητας, ενώ στην ανατολική Ευρώπη και την Ασία η στάση των ανθρώπων απέναντι στον λύκο είναι διαφορετική, γράφει η Λαζάρ:
«Στη Δύση η λογοτεχνική θεωρία και η βιβλιογραφία θέτουν μία διάσπαση μεταξύ κειμένου και κόσμου, που τείνει να εξαφανίσει τον κόσμο… Όλα γίνονται σχήματα λόγου, σημειολογία, αναλογίες, έμπνευση και το ανθρώπινο υποκείμενο γίνεται ο κύριος τόπος νοήματος και αξίας, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται ο φυσικός κόσμος και η εξάρτηση των ανθρώπων από τη δυναμική των οικολογικών διεργασιών».
Στο βιβλίο της Λαζάρ αναφέρονται πολλοί συγγραφείς που αναλύουν την εικόνα του λύκου ή έχουν εμπνευσθεί από αυτόν, όπως για παράδειγμα: Ο B. Lopez σχολιάζει ότι, παρότι σε κανένα κείμενο της Βίβλου δεν περιγράφονται κακόβουλες πράξεις των λύκων, κατά τον Μεσαίωνα έγινε ο σκύλος του διαβόλου και η δήθεν συμμαχία μεταξύ Σατανά, μάγισσας και λύκου έγινε η αιτία να θανατωθούν χιλιάδες λύκοι και άνθρωποι που κατηγορήθηκαν για λυκανθρωπία.
Η Renne Vivien (Woman of the Wolf) αναδεικνύει το γηγενές, το εξωτικό, το απόμακρο ξένο που πρέπει ο άνθρωπος να ακολουθήσει τα χνάρια του. Ο λύκος γίνεται η μεταφορά για τον ουσιαστικό εαυτό και την ετερότητα που καταπιέζει μέσα του. Λύκωση είναι η διατήρηση της φυσικότητας έναντι της τακτοποιημένης ζωής.
Οι ενστικτώδεις αρπακτικές, άγριες ενέργειες δεν είναι μόνο ενέργειες του λύκου, αλλά και μέρος της φύσης του ανθρώπου.
Ο Ted Hughes (Wolfwatching) φοράει τη μάσκα του λύκου, ως σαμανική μορφή, για να δει και να παρατηρήσει καλύτερα τον κόσμο. Δανείζεται την κοφτερή όραση του λύκου, εγκλωβίζεται όπως ο τελευταίος λύκος πάνω στο δόκανο και συνδυάζει ομορφιά και τρόμο. Οι ενστικτώδεις αρπακτικές, άγριες ενέργειες δεν είναι μόνο ενέργειες του λύκου, αλλά και μέρος της φύσης του ανθρώπου. Καταλήγουμε να θεωρούμε τις ενέργειες αυτές επικίνδυνες, επειδή μας καταπιέζουν τα ήθη της κοινωνίας των ανθρώπων και επειδή τις αρνούμαστε, σχολιάζει η συγγραφέας.
Η εικόνα της λύκαινας στα έργα των Alfonsina Storni και Alejandra Pizarnik αναπτύσσεται γαλήνια, ενώ η Cristina Mazzoni (She-Wolf: The Story of a Roman Icon) εντοπίζει τις λογοτεχνικές απεικονίσεις της. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (Λύκοι και σύννεφα), επικεντρώνεται στο γίγνεσθαι γυναίκα που πότε παίρνει τη μορφή της Λύκαινας, πότε της Μαγδαληνής και πότε της Πηνελόπης. Στο έργο της Ζυράννας Ζατέλη (Και με το φως του λύκου επανέρχονται) συχνά η φύση είναι βίαιη, αλλά εκείνη τη στοιχειώνει ο σταυρωμένος λύκος που είδε μικρή να περιφέρουν στο χωριό, και τάσσεται με την πλευρά του λύκου.
Η συγγραφέας παραδέχεται ότι ο άνθρωπος αρχίζει σιγά σιγά να εξιχνιάζει το βάθος της πολυπλοκότητας των ζώων και να απομακρύνεται από το ανθρωπομορφικό πρίσμα.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου (Η Κασσάνδρα και ο λύκος) παρουσιάζει έναν Λύκο που φοβάται την Κοκκινοσκουφίτσα, ενώ η Ρέα Γαλανάκη (Πού ζει ο λύκος;) δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον Λύκο όσο για το Δάσος, σημειώνει η Λαζάρ, η οποία αναλύει, επίσης, έργα της Μαρουσώς Αθανασίου, της Γιολάντας Σακελλαρίου, της Ζέφης Δαράκη, της Διώνης Δημητριάδου, της Αθηνάς Παπαδάκη και πολλών άλλων Ελλήνων και ξένων δημιουργών.
Η συγγραφέας αναφέρεται, επίσης στον Kafka, που σκοτώνει σκόπιμα κάθε μεταφορά και κάθε συμβολισμό που δημιουργούνταν στα κείμενά του, και στον Freud, που μίλησε για τη δυσφορία στον πολιτισμό, και αναλύει απόψεις στοχαστών όπως οι Hobbs, Deleuze και Guattarie, Derrida.
Η Ηλέκτρα Λαζάρ γεννήθηκε το 1989 και ζει στην Αθήνα. Είναι ανθρωπολόγος με υπόβαθρο στην ανθρωπογεωγραφία, την έρευνα και την εκπαίδευση. Η διαρκής αποζήτηση λύσης της ανθρώπινης κατάστασης την έχει οδηγήσει από νεαρή ηλικία στην ποίηση. Έχει πειραματιστεί πάνω σε νέες μορφές γραφής και αφήγησης μέσα από το πρότζεκτ ποίησης TwoParts και ομαδικές συν-γραφές. Το πρώτο της βιβλίο ποίησης, με τίτλο Άγια Νήπια (Άπαρσις, 2019), έλαβε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Το δεύτερο βιβλίο της φέρει τον τίτλο Μα φυσικά και νοιάζομαι! Το κρατικό gaslight και η οπισθοχώρηση της προσωπικότητας (Ράμπιτ χόουλ, 2022). Ποιήματα και δοκίμιά της κυκλοφορούν σε περιοδικά και στο διαδίκτυο. |
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της η Λαζάρ παραθέτει και σχολιάζει προπαγανδιστικές εικόνες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις οποίες όλες οι πλευρές του πολέμου απεικονίζουν τον λύκο ως το απόλυτο κακό.
Η συγγραφέας παραδέχεται ότι ο άνθρωπος αρχίζει σιγά σιγά να εξιχνιάζει το βάθος της πολυπλοκότητας των ζώων και να απομακρύνεται από το ανθρωπομορφικό πρίσμα. Εντούτοις, οι σπισιστικές απόψεις –η πίστη στην ανωτερότητα του είδους μας– ακόμη καλά κρατούν: Ο άνθρωπος πλησιάζει την άγρια φύση μονάχα καταστρέφοντας και εξοντώνοντας και όποιο ζώο δεν μιλά ή δεν σκέφτεται όπως εκείνος θεωρεί ότι δεν έχει μυαλό, δεν είναι υποκείμενο. Συχνά φροντίζει μόνο για τα εξημερωμένα κατοικίδια ή εκείνα που εξυπηρετούν τις ανάγκες του και αρνείται να δεχτεί ότι τα μη ανθρώπινα ζώα είναι ίσα με τα ανθρώπινα.
Στην πραγματικότητα ο λύκος, ντροπαλός και φοβισμένος, ξέρει πως η μοίρα του εξαρτάται από τον άνθρωπο και κρύβεται. Όμως η μεταφορική χρήση του ονόματός του φαίνεται πως είναι χρήσιμη στον Homo Sapiens, που θέλει να ξεχάσει τη δική του ζωικότητα και τις εξελεγκτικές διαδικασίες που τον απομάκρυναν από τον φυσικό κόσμο. Όμως «το ζώο ως Άλλος και το ανθρώπινο Εγώ αλληλοεπιδρούν και η ταυτότητα δεν είναι στατική‧ είναι διαδικασία…».
Η Ηλέκτρα Λαζάρ, στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο, παρουσιάζει τη σχέση του ανθρώπου με τα μη ανθρώπινα ζώα και το γιατί στη λογοτεχνία και στην καθημερινότητά μας χρησιμοποιούμε έναν «λύκο» ως σύμβολο του κακού, αφαιρώντας από τον λύκο κάθε ανεξάρτητη υπόσταση και φυσική ιδιότητα. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο έργο της, Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα (εισαγωγή, επιμέλεια), εκδ. Παπαζήση, 2019.