Σκέψεις για τα πολιτικά οράματα που γέννησαν ουτοπικούς κόσμους, με αφορμή τα βιβλία «Ευτοπία – Πολιτική θεοσοφία στην πρώιμη νεωτερικότητα» (εκδ. Καρδαμίτσα) του Γεώργιου Στείρη και «Ουτοπία» (μτφρ. Γιάννης Πλεξίδας, εκδ. Οξύ) του Τόμας Μορ [Thomas More]. Κεντρική εικόνα © Lucien Moreau.
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Από τα αρχαία χρόνια κάποιοι συγγραφείς έπλαθαν φανταστικές, ιδεατές κοινωνίες, με απώτερο σκοπό να ασκήσουν κριτική στις υπάρχουσες της εποχής τους. Αυτός είναι ο ρόλος της πολιτικής ουτοπίας ήδη από την ελληνική Αρχαιότητα, όταν ο Πλάτων στον διάλογό του Πολιτεία, που είναι ίσως η πρώτη διασωθείσα σε εμάς ουτοπία, έγινε εκπρόσωπός της, αποτελώντας ένα καθοριστικής σημασίας πρότυπο για τους μεταγενέστερους συγγραφείς.
Μέσα στο έργο του Λιούις Μάμφορντ, ορόσημο για την ιστορική μελέτη των ουτοπιών, αναγνωρίζονται δύο είδη ουτοπίας: αυτό της φυγής και εκείνο της ανασυγκρότησης. Ενώ το πρώτο διακρίνεται μέσα στα μεταφυσικά οράματα ενός άλλου κόσμου ή σε ονειροφαντασίες σαν και αυτές που διαμορφώνουν μερικοί καθημερινοί άνθρωποι με αρκούντως ανιαρή ζωή (π.χ. παρακολουθώντας χολιγουντιανές ταινίες και ταυτιζόμενοι με τους πρωταγωνιστές τους), το δεύτερο είδος περιλαμβάνει όλες εκείνες τις συνειδητές προσπάθειες πολιτικού σχεδιασμού ενός καλύτερου μέλλοντος. Υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά που είναι κοινά λίγο-πολύ σε όλες τις σχεδιασμένες ουτοπίες, μας λέει. Αυτά είναι τα ακόλουθα: κοινή ιδιοκτησία, κοινή εργασία, εκπαίδευση.
Ο Μάμφροντ ξεκαθαρίζει πως σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα κυριαρχούσαν διάφορες ουτοπίες φυγής, οπότε έπρεπε να έρθει η εποχή της Αναγέννησης για να επινοηθούν ξανά ουτοπίες ανασυγκρότησης, πρώτη από τις οποίες υπήρξε εκείνη του Τόμας Μορ. Ιστορικά, ο όρος «ουτοπία» μας έρχεται από την Ουτοπία του Μορ, ο οποίος επηρεάστηκε οπωσδήποτε από το πλατωνικό πρότυπο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η τότε πρόσφατη ανακάλυψη της αμερικάνικης ηπείρου, η οποία έδωσε πνοή στα ουτοπικά οράματα περί ενός «επίγειου παραδείσου». Αρχικά, ο Μορ (και κατόπιν οι Μπέικον και Καμπανέλα, που μιμήθηκαν το έργο του), θέλησε κυρίως να ασκήσει δριμεία κριτική στον κόσμο της εποχής του, δηλαδή την οικονομικά και ηθικά παρηκμασμένη Ευρώπη του 16ου αιώνα.
Πραγματευόμενος το θέμα των ουτοπικών κειμένων, στο πρόσφατο βιβλίο του, ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Στείρης προτιμά τον όρο «ευτοπία», ενώ απορρίπτει τις γνωστές μομφές φιλοσόφων όπως ο Καρλ Πόπερ, περί ολοκληρωτισμού, εξηγώντας πως οι διανοητές εκείνοι δεν είχαν αμφιβολίες αλλά ήταν βέβαιοι για τη δυνατότητα πραγμάτωσης των ιδανικών τους. Έντονα επηρεασμένοι από την αλχημεία και τη μαγεία, οι ευτοπικοί συγγραφείς εξέφρασαν το όραμα του ελέγχου του κοινωνικού κόσμου εκ μέρους του ανθρώπου, με στόχο την επίτευξη της ευδαιμονίας και της ηθικής αρμονίας. Βασικό ρόλο έπαιξε εδώ η θεοσοφία, η μυστική γνώση που είναι προσιτή μονάχα σε μια ελίτ μυημένων. Γι’ αυτό και ο όρος «πολιτική θεοσοφία» στον υπότιτλο: πάγια θέση του βιβλίου είναι ότι απόκρυφα κείμενα μαγείας και αστρολογίας παίζουν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικών εννοιών ως και τον 17ο αιώνα.
Παρότι στο βιβλίο αναφέρονται διάφορες ευτοπίες, αυτές που εξετάζονται αναλυτικότερα είναι οι εξής τέσσερις: η «Ουτοπία» (του Τόμας Μορ), η «Νέα Ατλαντίδα» (του Φράνσις Μπέικον), η «Χριστιανόπουλη» (του Γιόχαν Βαλεντίν Αντρέ), και η «Ηλιούπολη» (του Τομάζο Καμπανέλα). Όταν φθάνει στο ερώτημα το αν όλες αυτές οι ευτοπίες είναι συμβατές με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο κ. Στείρης, ο οποίος προβαίνει σε αναλυτική σύγκριση των επιμέρους ουτοπικών οραμάτων, δίνει αρνητική απάντηση: ακριβώς επειδή οι θεωρητικοί τους τις συνέλαβαν με σκοπό την επιστροφή σε μια παμπάλαια παραδείσια κοινωνική ευδαιμονία, πρόκειται για κοινωνίες «κλειστές», με προδιαμορφωμένη πορεία και στόχους, κάτι που αντίκειται ευθέως στη φιλελεύθερη ανοικτή κοινωνία και τον πλουραλισμό.
Οι ευτοπίες είναι συμπαγείς κοινωνίες που δεν ευνοούν την αλλαγή, αλλά αντίθετα εγκωμιάζουν αναφανδόν τη σταθερότητα. Το πιο αξιοσημείωτο στο βιβλίο του Γεώργιου Στείρη, κατά τη γνώμη μας, είναι η διαβεβαίωση από μέρους του πως οι ουτοπικοί ήταν σίγουροι ότι, κατόπιν προσπαθειών, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διανοητικές τους συλλήψεις στην πράξη. Ο λόγος είναι ότι ήταν πεπεισμένοι πως όλα αυτά είχαν ήδη πραγματοποιηθεί κατά το μακρινό παρελθόν, με τις προτάσεις που διατύπωναν οι ίδιοι να φιλοδοξούν να αποτελέσουν απλώς απόπειρες προπτωτικής αποκατάστασης.
Ας δούμε εν τάχει την ουτοπία του Τόμας Μορ
Μέσα στην περίφημη πραγματεία του, ο Μορ αντιδιέστειλε στις κοινωνίες του καιρού του ένα φανταστικό νησί, το οποίο ευημερεί σταθερά διότι κυβερνάται με λογική και αυστηρότητα, υποδεικνύοντας έτσι αυτό που κατά τη γνώμη του έπρεπε να αντιπροσωπεύει η σωστή πολιτική κοινωνία. Το έργο ήταν ένα πολιτικό μανιφέστο, ενώ κύριο μέλημα συγγραφής του ήταν να αποτελέσει ένα ηθικό πρότυπο, ένα ιδανικό με το οποίο οφείλει να συμμορφώνεται κάθε πολιτική κοινωνία. Ο ταξιδευτής, όντας αφηγητής του έργου, μας μιλά γεμάτος θαυμασμό για αυτή την πρωτοφανή και μυστηριώδη νήσο, που ονομάζεται Ουτοπία, με τους κατοίκους της να είναι οι πλέον ασυνήθιστοι και αξιοθαύμαστοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενδεικτικά, από την αφήγησή του μαθαίνουμε πως οι ουτοπίτες εκτιμούν το ταλέντο και ευνοούν την κοινωνική κινητικότητα, σέβονται τους σκλάβους όταν είναι ξένοι αλλά τους φέρονται αυστηρά όταν είναι δικοί τους (δηλ. από το δικό τους έθνος), προτιμούν την ηθική διαπαιδαγώγηση έναντι των νόμων, οι οποίοι είναι αριθμητικά πολύ λίγοι και σαφείς, ώστε να μην αφήνουν περιθώριο για απατηλές μεθερμηνείες τους, δεν χρησιμοποιούν δικηγόρους, ενώ δεν υπογράφουν ποτέ συνθήκες με άλλα έθνη. Μέσα στην Ουτοπία υπάρχει επίσης ανεξιθρησκία (ας σημειωθεί εδώ ότι ο Μορ είναι αναγνωρισμένος άγιος της Καθολικής Εκκλησίας) και η δικαιοσύνη αναγνωρίζεται ως ο ισχυρότερος δεσμός κάθε κοινωνίας και η απληστία με τον φατριασμό, τα δύο κακά που τη βλάπτουν θανάσιμα, αποφεύγονται με κάθε δυνατό τρόπο. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Ουτοπία έχει κατά καιρούς παρομοιασθεί με μοναστικό τάγμα. Η βασική ιδέα πίσω από τις περιγραφές, είναι ότι η ανθρώπινη φύση είναι βασικά αγαθή, διαφθείρεται όμως από το χρήμα και τις ηδονές. Γι’ αυτό υπάρχει μια τόσο ενδελεχής εκπαιδευτική πολιτική, με στόχο να ενώνει τους πολίτες μεταξύ τους, απομακρύνοντάς τους από κάθε πλεονεξία. Το πρόγραμμα είναι τόσο αυστηρό, ώστε περιλαμβάνει και τις οικογενειακές σχέσεις:
«Όταν επιλέγουν συζύγους, σοβαρά και επίσημα ακολουθούν ένα έθιμο που σε μας φαίνεται ανόητο και παράλογο σε υπερβολικό βαθμό. Είτε είναι χήρα είτε παρθένα, η μελλοντική νύφη παρουσιάζεται γυμνή στον μνηστήρα από μια υπεύθυνη και αξιοσέβαστη γηραιά κυρία· και, παρόμοια, κάποιος αξιοσέβαστος άνδρας παρουσιάζει τον μνηστήρα γυμνό στη νύφη. Εμείς γελάμε με αυτό το έθιμο και λέμε ότι είναι παράλογο· αλλά εκείνοι παραξενεύονται με την ανοησία των άλλων ανθρώπων. Όταν οι άλλοι πάνε να αγοράσουν ένα πουλάρι, όταν ρισκάρουν μόνο ένα μικρό χρηματικό ποσό, είναι τόσο προσεκτικοί που αν και το ζώο είναι σχεδόν γυμνό, δεν θα κλείσουν τη συμφωνία μέχρι το σαμάρι και η κουβέρτα κάτω από το σαμάρι να βγουν, επειδή φοβούνται μήπως υπάρχει κρυμμένη κάποια πληγή από κάτω. Ωστόσο, όταν είναι να επιλέξουν σύντροφο , κάτι το οποίο μπορεί να προκαλέσει είτε απόλαυση είτε απέχθεια για την υπόλοιπη ζωή τους, οι άνθρωποι είναι τόσο απρόσεχτοι που αφήνουν το υπόλοιπο σώμα της γυναίκας καλυμμένο με ρούχα και υπολογίζουν τη γοητεία μόνο από το πρόσωπο, που είναι μόλις μια παλάμη του ανθρώπου, καθώς είναι όλα όσα βλέπουν» (σελ. 180-181).
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη ακολασίας. Αντίθετα, οι κάτοικοι της Ουτοπίας είναι πολύ αυστηροί στο ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων:
«Κρυφές προγαμιαίες σχέσεις, αν ανακαλυφθούν και αποδειχθούν, έχουν ως συνέπεια αυστηρή τιμωρία τόσο για τον άνδρα όσο και για τη γυναίκα · και οι ένοχοι απαγορεύονται να παντρευτούν για όλη τους τη ζωή, εκτός κι αν τους δώσει χάρη ο Δήμαρχος. Επίσης, τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα του σπιτιού όπου διαπράχθηκε το αδίκημα υπόκεινται σε δημόσια διαπόμπευση, επειδή παραμέλησαν τα καθήκοντά τους. Ο λόγος που τιμωρούν τόσο αυστηρά αυτό το αδίκημα είναι επειδή θεωρούν ότι λίγοι θα παντρεύονταν- και θα περνούσαν όλη τη ζωή τους μένοντας με ένα άτομο και θα δέχονταν τις ενοχλήσεις που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση- αν δεν εμποδίζονταν αυστηρά να έχουν προγαμιαίες σχέσεις» (σελ. 180).
Και τα ουτοπικά σχεδιάσματα δεν σταμάτησαν. Κατά την εποχή του Διαφωτισμού, παρατηρείται μάλλον η απουσία ουτοπικών σχεδιασμάτων, λόγω της τότε διάχυτης νοσταλγία της φύσης. Τον 19ο αιώνα όμως, εμφανίζεται όμως πλήθος νέων ουτοπιών, οι οποίες δίνουν μάλιστα μεγάλη έμφαση στην οικονομία, πιθανώς λόγω της σημαντικής και εκτεταμένης εκβιομηχάνισης που ελάμβανε χώρα τότε. Οι ουτοπιστές τύπου Μορ γενικά διέπονται από μιαν αντίληψη του ανθρώπου ως ενός βασικά αγαθού όντος, το οποίο τείνει να διαφθείρεται από τα πάθη του, αλλά σε μια ιδανικά οργανωμένη κοινωνία, βασισμένη στη λογική, θα ήταν ελεύθερο από αυτά και ευτυχισμένο. Επομένως, θεωρούν ότι με την εκπαίδευση οι άνθρωποι είναι ικανοί να διδαχτούν το καλό και να παραμείνουν σταθερά προσκολλημένοι σε αυτό. Αυτό είναι το νόημα πίσω από το λεπτομερές εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θεσπίζουν. Στα έργα τους παρατηρείται επίσης ειδική επικέντρωση στους θεσμούς, πράγμα που έχει δώσει λαβές για μομφές ότι οι ουτοπιστές (σε αντίθεση με τον, πρώτο διδάξαντα, Πλάτωνα) παραμελούν κάπως τον ανθρώπινο ψυχισμό. Παράλληλα, παρά την έμφασή τους στις πνευματικές αξίες, οι ουτοπιστές συγγραφείς δεν παρέβλεψαν να αναφερθούν με εξονυχιστική σχεδόν λεπτομέρεια και στις υλικές συνθήκες του φανταστικού κόσμου τους.
Βέβαια, παρότι έχει επανειλημμένα συμβεί σε συγγραφείς ουτοπικών έργων να προβλέπουν ορισμένες πτυχές του μέλλοντος, κατά κανόνα δεν επέδρασαν οι ίδιοι στην υλοποίησή τους. Οι ουτοπίες του παρελθόντος, παρατηρεί κανείς, ενίοτε καταλήγουν να γίνονται οι υπάρχουσες συνθήκες του παρόντος, αν και όχι αναγκαστικά με τον τρόπο που θα το ήθελαν οι συγγραφείς που τις επινόησαν.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.