
Για τον τόμο του Κώστα Κουτσουρέλη «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση – Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια» (εκδ. Μικρή Άρκτος). Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Τζάκσον Πόλοκ «Νούμερο 23».
Του Θεοδόση Βολκώφ
Όμαιμο και ομόγλωσσο της δικαίως πολύκροτης Τέχνης που αυτοκτονεί (Μικρή Άρκτος, 2019), το βιβλίο Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση του Κώστα Κουτσουρέλη (Μικρή Άρκτος, 2021) είναι ουσιαστικά και ομόθεμό της, αφού αντικείμενο των δώδεκα δοκιμίων που απαρτίζουν τον νεοεκδοθέντα τόμο είναι η κατάσταση της ποίησης κατά την τρέχουσα ιστορική συγκυρία.
Είναι δε τέτοια η οργανική συνάφεια των δύο βιβλίων που καθίσταται σχεδόν αδύνατον να μιλήσει κανείς για το ένα χωρίς να αναφερθεί, έστω και επί τροχάδην, στο άλλο. Δεν θα υπερβάλλαμε ίσως, αν θεωρούσαμε αμφότερες τις συναγωγές δοκιμίων ως έργο ενιαίο, μια εντυπωσιακή στη διεισδυτικότητα, στην πληρότητα και στην περιεκτικότητά της διλογία, όπου σε 250 πυκνογραμμένες αλλά διαυγέστατες σελίδες σε πρώτο πλάνο συζητείται και σε δεύτερο εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος από το δράμα –δηλαδή τόσο η σπαραξικάρδια τραγωδία όσο και η ξεκαρδιστική κωμωδία– της σύγχρονης ποίησης. Τουλάχιστον εκείνης της οποίας γινόμαστε μάρτυρες στον δυτικό λεγόμενο κόσμο.
Και μολονότι η γνωστή κοινολεξία θέλει να μην κρίνουμε ποτέ ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, η αξιοπρόσεκτη αυτή συνέπεια και συνέχεια είναι καταφανής ακόμη και στα στοιχεία που συνθέτουν τα εμπροσθόφυλλα των δύο βιβλίων: από τις επιλεγείσες γραμματοσειρές για το όνομα του συγγραφέα, τους τίτλους και τους διασαφητικούς υποτίτλους μέχρι τις εικόνες που τα κοσμούν. Στη μεν Τέχνη που αυτοκτονεί, η οποία φέρει τον εύγλωττο υπότιτλο «Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας», έχουμε –τι πιο ταιριαστό– τον «Λαβύρινθο» του ταχυθάνατου Keith Harring· στο δε Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση το επίσης δαιδαλώδες ή και χαώδες αλλά όλο ενέργεια «Νούμερο 23» του πρόωρα χαμένου και αυτού Tζάκσον Πόλοκ, έργο το οποίο στο παρόν πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί και ως εικαστική αλληγορία του σύγχρονου ποιητικού τοπίου. Αυτονόητο είναι ότι δεν πρόκειται για ευτυχείς συμπτώσεις αλλά για δηλωτικές και προϊδεαστικές του περιεχομένου των βιβλίων αισθητικές επιλογές.
Tο επίσης δαιδαλώδες ή και χαώδες αλλά όλο ενέργεια «Νούμερο 23» του πρόωρα χαμένου και αυτού Tζάκσον Πόλοκ, έργο το οποίο στο παρόν πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί και ως εικαστική αλληγορία του σύγχρονου ποιητικού τοπίου.
Ως τέτοιες, πιστώνονται, νομίζω, στη γραφιστική ομάδα της «Μικρής Άρκτου» και στον Παρασκευά Καρασούλο, στον οποίον οφείλουμε ευχαριστίες για την ολόθυμη, όπως τουλάχιστον εγώ την αντιλαμβάνομαι, στήριξη των δύο αυτών έργων του Κώστα Κουτσουρέλη. Και εξηγούμαι. Η «Μικρή Άρκτος» ορθώς και εγκαίρως διέγνωσε τη σημασία των εν λόγω κειμένων και τα ενέταξε στο εκδοτικό της πρόγραμμα, ανασύροντάς τα από τις θάλασσες του Διαδικτύου ή από τις νησίδες του περιοδικού Τύπου όπου πρωτοεμφανίστηκαν, για να τους δώσει τη μορφή βιβλίων. Αυτό δεν το σημειώνω ούτε γιατί παραγνωρίζω τις δυνατότητες διάδοσης που προσφέρει σήμερα το Διαδίκτυο ή τα λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα, ούτε πολύ περισσότερο από κάποιον βιβλιακό φετιχισμό, αλλά διότι μόνον έτσι, συναγμένα δηλαδή σε σώμα βιβλίου, τα κείμενα ετούτα μπορούν να διαβαστούν όπως τους πρέπει, με το μολύβι στο χέρι, τουτέστιν να γίνουν με τη σειρά τους αντικείμενα σοβαρής μελέτης, αλλά και γιατί έτσι, μέσω της συνανάγνωσης, μπορούν να φωτίσουν και να ξεκλειδώσουν το ένα το άλλο, να εκδιπλώσουν τέλος πάντων την πλήρη δυναμική τους, που είναι και το έσχατο ζητούμενο. Ωσαύτως, μόνον έτσι η «ευρύτερη συνθετική πρόθεση στην οποία υπακούουν», κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, καθίσταται αφενός πρόδηλη και αφετέρου βάση οδηγητική μιας ευρύτερης συζήτησης που καλόν είναι επιτέλους ν’ ανοίξει.
Τι διαλαμβάνεται λοιπόν στα δώδεκα δοκίμια του βιβλίου; Ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα φροντίζει να συνοψίσει τη θεματολογία του με τη χαρακτηριστική ακριβολογία που τον διακρίνει. Κάθε δοκίμιο μοιάζει να αποτελεί την περιεσκεμμένη απάντηση σε ορισμένα θεμελιώδη, πρωταρχικά ερωτήματα: Τι είναι, τέλος πάντων, η ποίηση και ποιος ο σκοπός της; Ποιος ο δημόσιος ρόλος της; Η σχέση της με το ευρύ κοινό είναι εξ ορισμού και ανυπερθέτως προβληματική; Φυσική της θέση ήταν ανέκαθεν το κοινωνικό περιθώριο; Τι είναι η αρχιτεκτονική ενός ποιήματος; Τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για σαφήνεια και ασάφεια στην ποίηση και τι σημαίνει εκφραστική οικονομία του ποιητικού λόγου; Ποιο το κυρίαρχο ήθος και ύφος της ποίησης που γράφεται σήμερα; Μοντερνισμός και λυρισμός είναι όντως έννοιες ασύμβατες; Παραμένει ο μοντερνισμός δύναμη ζωογόνος μέχρι τις μέρες μας ή μήπως έχει μεταπέσει σε στείρο ακαδημαϊσμό; Τι χαρακτήρα προσέλαβε και τι δηλοί η αναβίωση των αυστηρών μορφών; Και τέλος, ποια η σχέση ποίησης και τραγουδιού; Ποια είναι δηλαδή η σχέση της ποίησης, «του λόγου που πάει να γίνει τραγούδι» κατά τον περίφημο παλαμικό αφορισμό, με την «ωδική της μήτρα», όπως γλαφυρά και τόσο μα τόσο εύστοχα ο συγγραφέας προσαγορεύει το τραγούδι στο προηγούμενο βιβλίο του.
Τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για σαφήνεια και ασάφεια στην ποίηση και τι σημαίνει εκφραστική οικονομία του ποιητικού λόγου; Μοντερνισμός και λυρισμός είναι όντως έννοιες ασύμβατες; Παραμένει ο μοντερνισμός δύναμη ζωογόνος μέχρι τις μέρες μας ή μήπως έχει μεταπέσει σε στείρο ακαδημαϊσμό; Και τέλος, ποια η σχέση ποίησης και τραγουδιού;
Νομίζω ότι στο άκουσμα και μόνο των ανωτέρω ερωτημάτων καθένας μπορεί να καταλάβει ότι αυτό που εδώ συμβαίνει, και σημαντικά βιβλία είναι μόνον αυτά στα οποία συμβαίνουν πράγματα, όχι εκείνα στα οποία απλώς σωρεύονται λέξεις, αυτό λοιπόν που εδώ συμβαίνει είναι εκείνο που δηλώνουν οι Αγγλοσάξονες, με τη χαρακτηριστική αδυναμία τους στις παρηχήσεις, όταν χρησιμοποιούν τη φράση «back to basics»: επιστροφή στα βασικά. Επιστροφή στις βάσεις λοιπόν, στις αρχές, στα θεμέλια – στα πανάρχαια θέμεθλα, για να θυμηθούμε το παμπάλαιο αυτό ποιητικό συνώνυμο, μια και περί ποιήσεως ο λόγος.
Και πράγματι ο ίδιος ο συγγραφέας, στην τρίτη μόλις περίοδο του προλόγου του, αυτό δηλώνει ρητά: ότι το τωρινό του βιβλίο θεμελιώνει το προηγούμενο. Τα θεμελιώδη θεωρεί· τα βασικά, τα στοιχειώδη, τα αναγκαία, τους όρους και τις προϋποθέσεις της ποιητικής τέχνης, την αλφαβήτα της αν θέλετε, όλα όσα τέλος πάντων την κάνουν να είναι ό,τι είναι –τέχνη του λόγου δηλαδή και μάλιστα τέχνη του λόγου διακριτή από την πρόζα– και όχι κάτι άλλο. Η αποκαλυπτική λέξη είναι εδώ το τρισένδοξο ρήμα «θεμελιώνω». Και λέω τρισένδοξο γιατί η θεμελίωση, η στοιχείωση, η εύρεση του αμετάθετου βάθρου των όντων (τα γένη και τα είδη του λόγου είναι όντα και αυτά) υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα μεγάλα ζητούμενα της φιλοσοφίας, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για όλους κλάδους της, της αισθητικής μη εξαιρουμένης. Κι αν ο όρος «φιλοσοφία» ακούγεται κάπως βαρύγδουπος, ας πούμε της «υψηλής θεωρίας», και μια και μιλάμε για ποίηση, της «ποιητικής». Θεωρία ποιήσεως λοιπόν.
Κάνω ένα βήμα πίσω και κοιτάζω εκ νέου, από άλλη οπτική όμως, τη θεματολογία του βιβλίου όπως συνοψίστηκε παραπάνω και παράλληλα ανακαλώ σιωπηλά την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στις σελίδες του. Αν αποτολμούσα τώρα να συνοψίσω περαιτέρω τη σύνοψη, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας ανασκευάζει τις βαθύτερα ριζωμένες και πλέον διαδεδομένες αισθητικές προκαταλήψεις που έχουν συνδεθεί με την τέχνη της ποίησης εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα – ίσως και δύο. «Προλήψεις» τις αποκαλεί ο ίδιος. Τούτες οι προλήψεις λοιπόν, οι οποίες υπό μια έννοια θα μπορούσαν να ιδωθούν ακόμη και ως «δεισιδαιμονίες», στρεβλώνουν σε βαθμό επικίνδυνο τη σχέση μας μ’ εκείνην, τόσο την άσκηση όσο και την πρόσληψή της, πράγματα ασφαλώς διακριτά αλλά οπωσδήποτε συνυφασμένα, με αποτέλεσμα την ποιοτική έκπτωση, την αποστέγνωση και εντέλει τον μαρασμό του ποιητικού λόγου.
Η ίδια η σελίδα των περιεχομένων παραπέμπει –κι ας μου συγχωρεθεί η κατάχρηση του όρου– σ’ έναν σύλλαβο, έναν κατάλογο δηλαδή όπου όμως εκτίθενται όχι βέβαια «οι ποιητικές αιρέσεις» που προσβάλλουν τάχατες μια φανταστική ποιητική ορθοδοξία, όπως θα βιάζονταν ίσως ν’ αναγνώσουν μερικοί, αλλά οι ανωτέρω αισθητικές προκαταλήψεις, οι πλάνες, οι παρανοήσεις, οι αυταπάτες, τα ποιητικά ή ποιητικοφανή αμαρτήματα, δηλονότι οι αισθητικής φύσεως αστοχίες της εποχής μας, όπως επί παραδείγματι η αστόχαστη ταύτιση της υψηγορίας με τον βερμπαλισμό, της εκφραστικής οικονομίας με το βραχύσωμο ποίημα, της περιστασιακής ποίησης με τη στιχοπλοκή, της σοβαρής ποίησης με τη στρυφνότητα και τον ερμητισμό και άλλα πολλά, τα οποία έχουν γίνει βαρίδια για ποιητές και αναγνώστες και που δεν φαίνεται να τ’ αφήνουμε πίσω μας εύκολα στο ορατό μέλλον.
Στο πεδίο των τεχνών, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη μεταμοντέρνα σύγχυση ως την κατάρρευση των «αισθητικών αυτονόητων» που –φευ– από ένα σημείο και έπειτα παύουν να είναι τέτοια και επείγει, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, η εκ νέου ανακάλυψή τους. Λέγοντας «αισθητικά αυτονόητα» τώρα δεν εννοούμε βέβαια τίποτα θέσφατα ή εξ αποκαλύψεως γνώσεις, αλλά τις αισθητικές εκείνες έννοιες και αρχές που μορφώθηκαν ύστερα από μακραίωνες διεργασίες, καλλιτεχνικές και στοχαστικές, προϊόντα δηλαδή του ανθρώπινου μόχθου, απότοκα σκέψης θεωρητικής και άσκησης πρακτικής, ανεκτίμητες παρακαταθήκες που έφτασαν, χάρη στην εργασία αλλά και την αναστροφή με τα προϊόντα της, τα επιμέρους καλλιτεχνήματα και φιλοσοφήματα δηλαδή, σχεδόν να κυλούν στο αίμα μας. Αυτά ακριβώς επαναφέρει στην ημερήσια συζήτηση καλύπτοντας επί έτη πολλά κενό μεγάλο το βαθιά κριτικό πνεύμα που διέπει το βιβλίο του Κώστα Κουτσουρέλη.
Tο βιβλίο Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση δεν είναι μόνο οξεία κριτική. Είναι και στιβαρή θεωρία, πράγμα που ελπίζω πως κατέστη ήδη αρκούντως σαφές. Αντιστοίχως δεν είναι απλώς πολεμική. Είναι και ποιητική.
Να όμως που, προκειμένου να γίνω περισσότερο περιληπτικός, με την ανωτέρω συνόψιση διατρέχω πλέον τον σοβαρό κίνδυνο να καταντήσω υπερβολικά σχηματικός. Διότι το βιβλίο Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση δεν είναι μόνο οξεία κριτική. Είναι και στιβαρή θεωρία, πράγμα που ελπίζω πως κατέστη ήδη αρκούντως σαφές. Αντιστοίχως δεν είναι απλώς πολεμική. Είναι και ποιητική. Με αυτή την έννοια μάλιστα αποτελεί το σημείο συμβολής των δύο αυτών συγγενών αλλά διακριτών δυνάμεων, της θεωρίας και της κριτικής. Θα έλεγα δε ότι αν το Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση αποτελεί κατά βάσιν τη στοιχείωση της ποιητικής, Η τέχνη που αυτοκτονεί είναι η εφαρμογή της στο πεδίο, όπου πεδίο είναι βέβαια το σύγχρονο ποιητικό τοπίο. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια «πολεμική ποιητική» ή αν θέλαμε να γίνουμε κάπως γλαφυρότεροι στο λίμπο ετούτο, στη ζώνη του λυκόφωτος όπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας διατρίβει η σύγχρονη ποίηση, θα μπορούσαμε –παραφράζοντας τον περίφημο υπότιτλο από Το λυκόφως των ειδώλων– να παραλλάξουμε τον τίτλο του βιβλίου ως εξής: Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση ή Πώς κάνει κανείς ποιητική με το σφυρί.
Όμως και πάλι, ας μην νομίσει ο αναγνώστης ότι έχουμε να κάνουμε με καμιά βαριά και ασήκωτη σφύρα ούτε ότι ο συγγραφέας ως άλλος Ηρακλής ζώστηκε το ρόπαλο για να αποδιώξει ποιητικές μύγες ή για να προβεί –Θεός φυλάξοι– σε ποιητικές προγραφές και εκκαθαρίσεις. Κάθε άλλο. Ακριβώς επειδή τούτη η κριτική όσο αυστηρά ελέγχει άλλο τόσο, ή και αυστηρότερα ακόμη, ελέγχεται από τη θεωρία, δεν υπερβαίνει τα όρια και δεν χάνει ποτέ το μέτρο. Μολονότι είναι κριτική οξεία, όπως ειπώθηκε, δεν ελαύνεται από τη μανία της κριτικής. Αυτό καταδεικνύεται όχι μόνο από την καθαυτό επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται με συνέπεια και συνοχή από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου αλλά και από το ζηλευτό συγγραφικό ύφος που ξεχωρίζει για την ακριβολογία και τη λαγαρότητά του.
![]() |
Ο Κώστας Κουτσουρέλης γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε νοµικά και μεταφραστική στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Δημοσίευσε ποίηση, έργα για τη σκηνή, δοκίμια και μελέτες. Τα κριτικά του κείμενα περιστρέφονται γύρω από την εγχώρια και ξένη λογοτεχνία και σκέψη. Δίδαξε δημιουργική γραφή στο Ίδρυμα Σινόπουλου και λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ινστιτούτο Γκαίτε. Διευθύνει την επιθεώρηση λόγου και ιδεών «Νέο Πλανόδιον». |
Αλλιώς ειπωμένο, το βιβλίο Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση (πράγμα που ισχύει στο ακέραιο και για την ομοπάτρια Τέχνη που αυτοκτονεί), μολονότι πραγματεύεται ζητήματα κρίσιμα και επείγοντα, δεν φωνασκεί. Ο τόνος που διαπνέει το έργο, παρά την αδιαμφισβήτητη μαχητικότητά του, δεν ακούγεται ποτέ εριστικός. Κι από την άλλη, όσο και να ψάξουμε δεν θα βρούμε την παραμικρή ραγισματιά, το μόλις ακουστό σπάσιμο στη φωνή, κάτι που να υποδηλώνει την υπόνοια έστω μιας μικρής αμφιβολίας, κάποιον στιγμιαίο δισταγμό ή αδιόρατη επιφύλαξη. Δύσκολα σήμερα συναντά κανείς συγγραφέα τόσο κατασταλαγμένο στις απόψεις του, τόσο βέβαιο για την αλήθεια όσων σημειώνει, τόσο σίγουρο για τις διαπιστώσεις με τις οποίες μάς φέρνει αντιμέτωπους. Πράγμα που μας αποκαλύπτει κάτι για τη γένεση του υπό συζήτηση έργου: τα βιβλία ετούτα, τα πρώτα σπέρματα των οποίων μπορούν να ανιχνευθούν ήδη στην προ εικοσαετίας σχεδόν δοκιμιογραφία και αρθρογραφία του συγγραφέα, δεν αποτελούν προϊόντα ευκαιριακής ενασχόλησης αλλά γεννήματα μακράς και αδιάλειπτης μελέτης.
Προσωπικά, βρίσκω την επιχειρηματολογία του Κώστα Κουτσουρέλη όχι μόνο λογικά αμάχητη αλλά και αισθητικά γοητευτική. Σε τέτοιας λογής κείμενα μάλιστα, η ομορφιά της αποδεικτικής διαδικασίας συνιστά κι εκείνη ουσιαστικό μέρος της απόδειξης. Διότι κακά τα ψέματα, στα αισθητικά ζητήματα η όποια απόδειξη δεν έχει αλλά ούτε και μπορεί να έχει ποτέ τη μορφή των μαθηματικών αποδείξεων. Όπως σοφά επισήμανε ο Παλαμάς σ’ ένα από τ’ αναρίθμητα κριτικά του σημειώματα, ο κριτικός και ο θεωρητικός σε αυτές και σε ανάλογες περιπτώσεις περισσότερο δεικνύουν παρά αποδεικνύουν. Όπως και να ’χει, αυτό που δείχνει ή ξαναδείχνει και με αυτό του το βιβλίο ο Κώστας Κουτσουρέλης για την ποίησή μας πρέπει οπωσδήποτε και σοβαρά να προσεχθεί.
Ψυχρός ανατόμος λοιπόν της ποιητικής συνθήκης ο συγγραφέας; Φλεγματικός μελετητής και κατά τι… εμμονικός τιμητής των κακώς κειμένων αλλά και των κακών κειμένων; Όχι ακριβώς και όχι μόνο. Διότι πίσω από την πάντα προσεγμένη, τη μοναδικά ακριβή και καλοζυγισμένη φράση, την αστραφτερή μα μ’ ένα σχεδόν ψυχρό κάποτε, γαλαζωπό φως, στο κέντρο της θα έλεγε κανείς ότι μαντεύουμε την κατακόκκινη φωτιά που καίει δυνατά και ασίγαστα: το πάθος που κινεί τα πάντα και εδράζεται στον πυρήνα του συγγραφικού υποκειμένου. Και φυσικά τη σιδερένια βούληση τούτο το πάθος να λάβει μορφή μεταδόσιμη και ν’ αναδυθεί στη γλώσσα κατά τρόπο λαμπρό. Κι ακόμα ψαύουμε σε κάθε φράση αυτών των δύο βιβλίων τη μόνιμη αγωνία αλλά και τον διαρκή αγώνα να αποσπαστεί η ποίηση από τον σχεδόν θανάσιμο εναγκαλισμό της από μεταφυσικές δοξασίες, να αποδεσμευτεί από ποικίλες αισθητικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις και να αποκατασταθεί επιτέλους –όχι ως υπερουράνια καταβασία και μια ακόμη μέσα στις τόσες αφορμή πεπλανημένης αυτολατρείας του ανθρώπου αλλά ως ενέργημα ουσιαστικά και βαθιά ανθρώπινο και δη κοινωνικό– στο κέντρο της συλλογικής και δημόσιας ζωής, τιμώντας έτσι τόσο τη γενεαλογία της όσο και την παράδοση στην οποία ανυπερθέτως ανήκει.
Με την Τέχνη που αυτοκτονεί και το Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση ο Κώστας Κουτσουρέλης θέτει δύο (ή και περισσότερους) θεμέλιους λίθους προς αυτή την κατεύθυνση, που είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσουν ορόσημα της σχετικής συζήτησης και βιβλιογραφίας. Θεωρώ δε ότι αν μεταφράζονταν στην αγγλική θα προξενούσαν εντύπωση εξαιρετική και θα χαιρετίζονταν ως εφάμιλλα ή και ανώτερα πολλών ονομαστών και πολυσυζητημένων αγγλόφωνων κειμένων που πραγματεύονται τα εν λόγω ζητήματα. Και μολονότι ο σκληρός πυρήνας της σχετικής προβληματικής με τα δύο ετούτα βιβλία έχει καλυφθεί σφαιρικότατα, πάντα υπάρχει χώρος για κάποια καινούργια προσθήκη. Δεν λείπουν τα επιμέρους ζητήματα που μένει να θιγούν ή και να επαναθιγούν ακόμη. Καθώς τυχαίνει να γνωρίζω και άλλα δοκίμια του συγγραφέα με τον ίδιο ή συναφή προσανατολισμό, κείμενα που αξίζει να τύχουν την ίδιας προσοχής, εύχομαι να απαρτίσουν κι εκείνα βιβλίο ώστε η διλογία να γίνει τριλογία και το καλό σύντομα να τριτώσει.
* Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο η ποιητική συλλογή «Versus» (εκδ. Παρισιάνου).