Για τα βιβλία του Ζακ Ντερριντά «Ιστορία του ψεύδους» και «Συγχωρείν» (μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Angelus Novus).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Με την ελληνική έκδοση της Ιστορίας του Ψεύδους ο Βαγγέλης Μπιτσώρης (όπως διαβάζουμε σε δικό του σημείωμα στο τέλος του βιβλίου) ολοκληρώνει τον κύκλο των μεταφράσεών του των έξι διαλέξεων που έδωσε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντερριντά (1930-2004) κατά τις τέσσερις επίσημες επισκέψεις του στην Ελλάδα από το 1995 έως το 1999. Η Ιστορία του ψεύδους είναι η διάλεξη που έδωσε ο Ντερριντά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο τον Ιούλιο του 1996. Το Συγχωρείν – Το ασυγχώρητο και το απαράγραπτο είναι η διάλεξη αντίστοιχα που εκφώνησε ο Ντερριντά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τον Δεκέμβριο του 1997. Συμπληρωματικές από πολλές απόψεις, στην πρώτη διάλεξη ο Ντερριντά διαβάζει αποδομητικά τις θεωρίες περί ψεύδους που βρίσκουμε σε όλο το συνεχές της ιστορίας της σκέψης από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι και τους Αυγουστίνο, Μονταίνιο, Ρουσσώ, Καντ, Νίτσε, Φρόυντ, Χάιντεγκερ, Ώστιν, Κοϋρέ και Άρεντ. Στη δεύτερη διάλεξη ο Ντερριντά πραγματεύεται την έννοια της συγχώρησης και τη σχέση της με την ηθική, το δίκαιο και την πολιτική εστιάζοντας, όπως και στην Ιστορία του ψεύδους σε «φαινόμενο του καιρού» μας, εστιάζοντας σε κείμενα του Ζανκελεβίτς κυρίως αυτή τη φορά.
Το ψεύδος δεν είναι πλάνη: «Ψεύδομαι σημαίνει ότι θέλω να εξαπατήσω τον άλλο, ενίοτε μάλιστα λέγοντας το αληθές». Ανάμεσα στο ψεύδος και την πλάνη ο Ντερριντά διανοίγει ένα ολόκληρο φάσμα διαφοροποιήσεων επισημαίνοντας καταρχήν το στοιχείο της πρόθεσης...
Στο επίμετρο του μεταφραστή στην Ιστορία του Ψεύδους (με τίτλο: «Περί ψεύδους υπό ηθική, δικαιική και πολιτική έννοια») ο Μπιτσώρης αναλύει με σαφήνεια τα βασικά διαγράμματα της σκέψης του Ντερριντά για το ψεύδος, ξεκινώντας από την αντιδιαστολή του ψεύδους με την πλάνη και την υπόρρητη αντιπαράθεση του Ντερριντά με τον Νίτσε (Ιστορία του Ψεύδους το κείμενο του Ντερριντά, Ιστορία μίας πλάνης το δισέλιδο κείμενο του Νίτσε που εντάσσεται στο έργο του το Λυκόφως των ειδώλων). Το ψεύδος δεν είναι πλάνη: «Ψεύδομαι σημαίνει ότι θέλω να εξαπατήσω τον άλλο, ενίοτε μάλιστα λέγοντας το αληθές». Ανάμεσα στο ψεύδος και την πλάνη ο Ντερριντά διανοίγει ένα ολόκληρο φάσμα διαφοροποιήσεων επισημαίνοντας καταρχήν το στοιχείο της πρόθεσης το οποίο επεξηγεί μέσα από την ανάγνωση των Ονειροπολήσεων του μοναχικού περιπατητή του Ρουσσώ και συγκεκριμένα τον «Τέταρτο Περίπατο»: «Ένα ψεύδος που δεν βλάπτει ούτε τον εαυτό του ούτε τον άλλο άνθρωπο, ένα αθώο ψεύδος, δεν αξίζει το όνομα του “ψεύδους”. Είναι “μια μυθοπλασία”», μας λέει ο Ρουσσώ, «μία απόκρυψη της αλήθειας που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε», διευκρινίζει ο Ντερριντά. Ωστόσο, αυτό που δείχνει να έχει μεγάλη σημασία είναι εάν υπάρχει γνώση της αλήθειας ή όχι. Εάν κάποιος γνωρίζει την αλήθεια μπορεί να πει ψέματα. Εάν κάποιος γνωρίζει την αλήθεια αλλά πει ψέματα χωρίς να προκαλείται κάποια βλάβη τότε δεν έχει νόημα ο όρος ψέμα αλλά είμαστε περισσότερο στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Αντίθετα, εάν κάποιος λέει ψέματα χωρίς να γνωρίζει την αλήθεια τότε μιλάμε για πλάνη, για το ψεύδος ως πλάνη.
Αυτόν τον βασικό διαγραμματικό άξονα ψεύδους-πλάνης που θέτει ο Ντερριντά στην αρχή της διάλεξής του, αυτή την πρώτη θεμελίωση για μία πραγμάτευση της έννοιας και της ιστορίας του ψεύδους, την αποδομεί στη συνέχεια ο Ντερριντά διανοίγοντας συνεχώς χώρο μέσα από τα ερωτήματα που ανακαλύπτει και θέτει. Προβαίνει σε μία τοπολογία του ψεύδους και τελικά σε έναν λαβύρινθο καθώς αντιστρέφει τα ερωτήματα, τα στρέφει στον εαυτό τους, αλλάζει το υποκείμενο εκφοράς τους, διακρίνει ανάμεσα σε διαφορετικά πεδία (ηθική, πολιτική, δίκαιο), εισάγει το στοιχείο της χρονικότητας, καταλήγει να αμφισβητήσει στο τέλος τη δυνατότητα αυστηρών περιγραμμάτων νοήματος και περιεχομένων, την ίδια τη δυνατότητα με άλλα λόγια αντιδιαστολών ανάμεσα σε αλήθεια από τη μία και ψεύδος από την άλλη. Ρωτάει λοιπόν: «Υπάρχει ψεύδος προς εαυτόν; Είναι δυνατόν να πω ψέματα στον ίδιο τον εαυτό μου;» Προσθέτει: «Ήδη μπορούμε να φαντασθούμε χίλιες δύο πλασματικές ιστορίες του ψεύδους, χίλιους δύο επινοητικούς λόγους [discours], αφιερωμένους στο ομοίωμα, στο μυθολόγημα, στο μύθο και στη δημιουργία νέων μορφών σχετικά με το ψεύδος και οι οποίες δεν θα είναι όμως ψευδοεπείς ιστορίες, δηλαδή μη αληθείς ιστορίες, αλλά ιστορίες αθώες, αβλαβείς, ομοιώματα άσπιλα από την επιορκία και την ψευδομαρτυρία». Διευκρινίζει: «Δεν θα έπρεπε να διερωτηθούμε τι “είναι το ψεύδος”, αλλά μάλλον “τι κάνει και πρωτίστως τι θέλει το ψεύδεσθαι;”».
Πότε ένα ψέμα είναι χρήσιμο και πότε επιβλαβές; Ποιος είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ένα ψεύδος συμβάλλει σε μία αλήθεια τελικά και ποιος μπορεί να πει επομένως ότι είναι πιο σημαντικό το ψεύδος σε μία ιεραρχία της αλήθειας όπου από μία κατώτερη αλήθεια μπορούμε να οδηγηθούμε σε μία ανώτερη;
Το ψέμα κρίνεται ως προς την ουσία του (τι είναι ψέμα) αλλά και ως προς τη χρήση του τελικά. Η διαπλοκή ψέματος και αλήθειας οδηγεί σε ερωτήματα όπου το ένα δεν μπορεί να προσεγγιστεί αγνοώντας το άλλο. Πότε ένα ψέμα είναι χρήσιμο και πότε επιβλαβές; Ποιος είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ένα ψεύδος συμβάλλει σε μία αλήθεια τελικά και ποιος μπορεί να πει επομένως ότι είναι πιο σημαντικό το ψεύδος σε μία ιεραρχία της αλήθειας όπου από μία κατώτερη αλήθεια μπορούμε να οδηγηθούμε σε μία ανώτερη; Μέσα από αυτά τα ερωτήματα οδηγούμαστε στο πεδίο της πολιτικής, «έναν προνομιακό τόπο για τον ψεύδος», όπως το αποκαλεί ο Ντερριντά. Σε αυτό το σημείο, θα επικαλεστεί την Άρεντ και το κείμενό της Αλήθεια και Πολιτική (1972). Η Άρεντ διαπιστώνει και αναρωτιέται στη συνέχεια: «Τα ψεύδη θεωρήθηκαν πάντοτε ως τα απαραίτητα και νόμιμα εργαλεία όχι μόνο του επαγγέλματος του πολιτικού ή του δημαγωγού, αλλά επίσης και της πολιτικής προσωπικότητας. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Παράλληλα, στο ίδιο κείμενο, η Άρεντ συνδέει το πολιτικό ψεύδος με την κατασκευή εικόνων, μία σύνδεση την οποία ο Ντερριντά επενδύει και εξαρθρώνει με κρίσιμες, δικές του έννοιες προκειμένου να καταλήξει, στο δεύτερο μέρος του κειμένου, να αναφερθεί στη λειτουργία του πολιτικού ψεύδους στον δημόσιο λόγο μέσα από μία ιστορία στην οποία θίγεται προσωπικά ο Ντερριντά (άρθρο στους New York Times το 1995 όπου ο συντάκτης του Τόνυ Τζαντ καταφερόταν εναντίον της σύγχρονης γαλλικής διανόησης σε σχέση με το ζήτημα της «ένοχης σιωπής» απέναντι στην «ενοχή της Γαλλίας του Βισύ»).
Σε κάθε περίπτωση: «ποιος συγχωρεί ή ποιος ζητεί συγχώρηση από ποιον, σε ποια στιγμή; Για όλα αυτά ποιος έχει το δικαίωμα ή τη δύναμη-εξουσία; Ποιος συγχωρεί ποιον; Τι σημαίνει εν προκειμένω το “ποιος/ποιον”;» Για να συμπληρώσει στη συνέχεια ο Ντερριντά: «Συγχωρεί κανείς κάποιον ή συγχωρεί κανείς κάτι σε κάποιον;»
Στο κείμενο για τη Συγχώρηση η στρατηγική του Ντερριντά είναι παρόμοια. Μέσα από έναν αστερισμό εννοιών που συγγενεύουν με την έννοια της συγχώρησης αλλά και την περιέχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, προσεγγίζει τελικά την ουσία της συγχώρεσης. Ξεκινάει μέσα από την ετοιμολογία της λέξης και τη συνάφειά της με την έννοια του δώρου. Συγχώρηση [pardon] και δώρο [don]. «Είμαστε πάντοτε ένοχοι», θα πει ο Ντερριντά, «και πρέπει πάντοτε να συγχωρούμαστε όσον αφορά το δώρο». Και αυτό γιατί το δώρο στοιχειώνεται πάντοτε από την κυριαρχία ή την επιθυμία κυριαρχίας. Αυτή είναι η μία άβυσσος. Η άλλη τώρα. Θα πρέπει να συγχωρεθούμε για την ίδια τη συγχώρηση, για το γεγονός ότι συγχωρώ, γιατί και εδώ, αυτό το γεγονός υποκρύπτει μία επιβεβαίωση κυριαρχίας πάλι και κυριότητας. Μιλάμε για ατομική ή συλλογική συγχώρηση; Σε κάθε περίπτωση: «ποιος συγχωρεί ή ποιος ζητεί συγχώρηση από ποιον, σε ποια στιγμή; Για όλα αυτά ποιος έχει το δικαίωμα ή τη δύναμη-εξουσία; Ποιος συγχωρεί ποιον; Τι σημαίνει εν προκειμένω το “ποιος/ποιον”;» Για να συμπληρώσει στη συνέχεια ο Ντερριντά: «Συγχωρεί κανείς κάποιον ή συγχωρεί κανείς κάτι σε κάποιον;»
Ο Ντερριντά θα ανατρέξει στο βιβλίο του Ζανκελεβίτς με τίτλο Συγχώρηση για να υπογραμμίσει τη διαφορά ανάμεσα στη μη παραγραψιμότητα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (στη Γαλλία θεσπίστηκε το 1964 σχετικός νόμος) και το α-συγχώρητο: «η έννοια της συγχώρησης ή του ασυγχώρητου […] παραμένει ετερογενής προς τη δικαστική ή ποινική διάσταση που διέπει συνάμα το χρόνο της παραγραφής ή της μη παραγραψιμότητας των εγκλημάτων». Σχετικά με αυτή την ετερογένεια ο Ντερριντά παραθέτει τους στίχους του Ελυάρ τους οποίους χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα ο Ζανκελεβίτς σε ένα άλλο του βιβλίο με τίτλο Το απαράγραπτο: Στη γη δεν υπάρχει σωτηρία / ενόσω μπορείς τους δημιούς να συγχωρείς. Σε αντίθεση με τον Ντερριντά, ο Ζανκελεβίτς αρνείται τη δυνατότητα συγχώρησης. Η συγχώρηση είναι αδύνατη και αυτό γιατί υπάρχει το καθήκον της μη συγχώρησης εν όνοματι των θυμάτων. Ο Ζανκελεβίτς αναφέρεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης («τα στρατόπεδα θανάτου»): «η συγχώρηση», λέει ο Ζανκελεβίτς, «πέθανε στα στρατόπεδα του θανάτου».
Η συγχώρηση ως ανθρώπινη υπόθεση συνδέεται με τη δυνατότητα επιβολής ποινής. Στην τιμωρία αναγνωρίζει η Άρεντ κάτι το κοινό με τη συγχώρηση. Και οι δύο προσπαθούν να δώσουν ένα τέλος σε ένα πράγμα, «το οποίο χωρίς παρέμβαση, θα μπορούσε να συνεχίζεται ατέρμονα».
Στη πραγμάτευση του ζητήματος προσθέτει ο Ντερριντά και την Άρεντ. Η συγχώρηση ως ανθρώπινη υπόθεση συνδέεται με τη δυνατότητα επιβολής ποινής. Στην τιμωρία αναγνωρίζει η Άρεντ κάτι το κοινό με τη συγχώρηση. Και οι δύο προσπαθούν να δώσουν ένα τέλος σε ένα πράγμα, «το οποίο χωρίς παρέμβαση, θα μπορούσε να συνεχίζεται ατέρμονα». Και προσθέτει η Άρεντ: «Οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να συγχωρήσουν αυτό που αδυνατούν να τιμωρήσουν και είναι ανίκανοι να τιμωρήσουν αυτό που αποκαλύπτεται ως ασυγχώρητο». Μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις ο Ντερριντά προσθέτει επιμέρους αποχρώσεις οι οποίες οφείλουν να αποσαφηνιστούν με λεπτότητα. Δεν είναι μόνο η βασική διαφορά ανάμεσα στο ασυγχώρητο και το απαράγραπτο, αλλά και μεταξύ όλων αυτών των παρεμφερών και διαφορετικών εννοιών: το ανεπανόρθωτο, το ανεξάλειπτο, το αθεράπευτο, το μη αντιστρέψιμο, το αλησμόνητο, το ανέκκλητο, το ανεξιλέωτο. Στο υπόλοιπο μέρος του κειμένου ο Ντερριντά θα αναφερθεί επίσης, στην εργασία του πένθους, στην άνευ όρων αλλά και υπό όρους συγχώρηση, σε παραδείγματα της επικαιρότητας, όπως για παράδειγμα την πολιτική διάσταση της συγχώρεσης στη Νότια Αφρική μετά την κατάλυση του Απαρτχάιντ, αλλά και τη Σοά και τη στάση του Χάιντεγκερ πριν και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την πολυκύμαντη σχέση του με τον Τσέλαν (όπως αποτυπώθηκε εν μέρει στο ποίημά του «Τοντνάουμπεργκ»).
Ιστορία του ψεύδους και Συγχωρείν. Δύο κείμενα τα οποία χάρη στη μετάφραση του Βαγγέλη Μπιτσώρη, αλλά και το λεξιλόγιο, τις σημειώσεις και το επίμετρο στο τέλος του κάθε κειμένου, διατηρούν στην ελληνική γλώσσα όλο τον πλούτο της σκέψης του Ντερριντά μαζί με όλες τις πιθανές προεκτάσεις της.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μυθιστόρημα» (εκδ. Γαβριηλίδης).