Για το βιβλίο του Γιώργου Φεσάκη «Εισαγωγή στις Εφαρμογές των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση – Από τις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην Ψηφιακή Ικανότητα και την Υπολογιστική Σκέψη» (εκδ. Gutenberg).
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Στις μέρες μας οι λεγόμενες Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) ολοένα αποτελούν μέρος της καθημερινότητας, τα δε επιτεύγματά τους ήδη επηρεάζουν την ατομική ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα, και παράλληλα καταδεικνύοντας απεριόριστες δυνατότητες για τις μελλοντικές κοινωνίες. Οι ψηφιακές τεχνολογίες επηρεάζουν τον τρόπο που εργαζόμαστε, μαθαίνουμε και ψυχαγωγούμαστε και φτάνουν να επαναπροσδιορίζουν ακόμη και την έννοια της πολιτότητας και τη συμμετοχή στη Δημοκρατία. Μπορούμε δε να πούμε ότι διανοίγουν ένα τεράστιο κεφάλαιο μελέτης, έρευνας και εφαρμογής σε όλα τα επίπεδα και σε αυτό της εκπαίδευσης. Οπότε είναι ευνόητο, μιλώντας για τις ΤΠΕ και τις ανάγκες για αξιοποίησή τους, να αναφερόμαστε πρώτα και κύρια στη σύγχρονη μαθησιακή διαδικασία. Η ταχύτατη ανάπτυξή τους οδηγεί την κοινωνία σε αλλαγές με πολύ γρήγορους ρυθμούς και το σχολείο οφείλει να είναι σε θέση να παρακολουθεί αυτή την εξέλιξη και να προσαρμόζεται σε συγκεκριμένους ρυθμούς. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι αναγκαία η υποστήριξή τους από όλους τους φορείς, έτσι ώστε οι ΤΠΕ να αξιοποιηθούν με τρόπο κατάλληλο. Οι σημερινοί μαθητές είναι απαραίτητο να εκπαιδεύονται σωστά και μεθοδευμένα, ώστε να είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις του σχολείου και της κοινωνίας.
Τα κεφάλαια δε του βιβλίου είναι διατυπωμένα με σχετική αυτονομία, ώστε ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με το γενικό ή ειδικό ενδιαφέρον του, να μπορεί να εστιάσει ή ενδεχομένως ακόμα και να παραβλέψει κάποιο από αυτά.
Στα οκτώ κεφάλαια του εν λόγω βιβλίου του Γιώργου Φεσάκη, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, όπως σημειώνεται στο σκεπτικό, «επιχειρείται ευρεία διερεύνηση των εφαρμογών των ΤΠΕ στην εκπαίδευση με στόχο να συμβάλει ώστε ο αναγνώστης να οικοδομήσει μια σφαιρική αντίληψη των διαστάσεων του συγκεκριμένου πεδίου». Να συμβάλει, δηλαδή, στην αποτελεσματική προετοιμασία, πρωτίστως των εκπαιδευτικών στα δεδομένα της ψηφιακής μάθησης και σκέψης για την επιτυχία μιας ουσιαστικά στοχευμένης «συνομιλίας» της Πληροφορικής με την εκπαίδευση και την κοινωνία. Κι αυτό θα επιτευχθεί όχι μόνο από τη μελέτη του κύριου σώματος του βιβλίου, αλλά και από τις ασκήσεις, τις εργασίες και τις δραστηριότητες τις οποίες ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Τα κεφάλαια δε του βιβλίου είναι διατυπωμένα με σχετική αυτονομία, ώστε ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με το γενικό ή ειδικό ενδιαφέρον του, να μπορεί να εστιάσει ή ενδεχομένως ακόμα και να παραβλέψει κάποιο από αυτά.
Έτσι, το πρώτο κεφάλαιο, αναφερόμενο στο σκεπτικό και στη δομή του βιβλίου, είναι απαραίτητο για την εύληπτη κατανόησή του από τον αναγνώστη. Ένα ευσύνοπτο και αναγκαίο «μάθημα» αναδύεται στο δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρονται με ιστορική σειρά οι βασικές θεωρίες μάθησης, γιατί είναι απαραίτητη η θεωρητική θεμελίωση στο πεδίο των εκπαιδευτικών εφαρμογών των ΤΠΕ, ώστε και ο κάθε αναγνώστης, πέρα από τον εκπαιδευτικό που εννοείται ότι είναι γνώστης, να κατανοήσει τις διδακτικές και μαθησιακές στρατηγικές που σχετίζονται με τον σχεδιασμό των ψηφιακών περιβάλλοντων μάθησης. Το τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ο αναγνώστης πλέον εξοικειώνεται με τις κύριες κατηγορίες εκπαιδευτικών εφαρμογών των ΤΠΕ, την ιστορική σειρά, τη σχέση τους με τις εκπαιδευτικές θεωρίες κι επίσης με τη διδακτική τους αξιοποίηση. Η συγκεκριμένη εξοικείωση, αν το επιθυμεί ο αναγνώστης, συνεχίζεται και στο επόμενο, στο τέταρτο κεφάλαιο. Πέρα από την παρουσίαση συστημάτων υποστήριξης της μάθησης, στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζεται η δυναμική ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία από την επιστημολογική πλευρά οικοδόμησης της γνώσης στο πλαίσιο κονστρουκτιβιστικών σεναρίων. Στη συνέχεια, το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον καθ’ όσον συνδέεται άμεσα με τον ρόλο των χειραπτικών υλικών (manipulatives) και των ψηφιακών (ή εικονικών) χειραπτικών υλικών (virtual manipulatives) με τη μάθηση και τη διδασκαλία των Μαθηματικών και σε σχέση με τον ρόλο των συμβατικών υλικών καθώς εξετάζεται και η επίδραση των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικές εφαρμογές του διαδικτύου αποτυπώνονται στο έκτο κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζονται κριτικά, με αναλυτικό και κατανοητό τρόπο, τα θετικά και αρνητικά τους στοιχεία. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο, με τις λύσεις που προτείνονται για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που υπάρχουν στο διαδίκτυο, είναι το πλέον χρήσιμο για τους εκπαιδευτικούς καθ΄ όσον τους βοηθά άμεσα στην εποικοδομητική αξιοποίηση του διαδικτύου σχετικά με την καθημερινή τους πράξη. Με την Υπολογιστική Σκέψη ως όχημα για την αναζήτηση του ρόλου της Πληροφορικής στην εκπαίδευση σε συσχέτιση με τη διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης, που καθορίζουν το μέλλον στην ψηφιακή μάθηση, ασχολείται το έβδομο κεφάλαιο. Τέλος, το όγδοο κεφάλαιο αξιοποιώντας και τη διεθνή εμπειρία, πραγματεύεται το ζήτημα της αξιοποίησης των ΤΠΕ στην προσχολική εκπαίδευση, όπως η επίδρασή τους στην ανάπτυξη των παιδιών καθώς και ο προβληματισμός για την εισαγωγή τους.
Το βιβλίο περιέχει και τέσσερα πολύ ενδιαφέροντα παραρτήματα τα οποία συνάμα αποτελούν και μέσα αυτοεπιμόρφωσης των αναγνωστών και αναγνωστριών. Το πρώτο παράρτημα περιλαμβάνει παραδείγματα, ασκήσεις και προτάσεις για εναλλακτικά περιβάλλοντα προγραμματισμού σχετικά με τη γλώσσα Logo, καθώς προτείνονται πηγές και τρόποι εμβάθυνσής της. Σκοπός του παραρτήματος είναι η σε βάθος κατανόηση των ιδεών του κονστραξιονισμού του Papert μέσα από τη γλώσσα προγραμματισμού που σχεδιάστηκε από τον ίδιο. Τα δεύτερο παράρτημα περιλαμβάνει επίσης επιμορφωτικό υλικό σχετικό με τα πνευματικά δικαιώματα και την προστασία των προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με το διαδίκτυο και που ενδιαφέρουν και τους εκπαιδευτικούς. Συνάμα, προτείνονται διαδικτυακοί τόποι για ουσιαστική και επίκαιρη ενημέρωση. Έναν κατάλογο με επιλεγμένες και σχολιασμένες διαδικτυακές πηγές και συλλογές για τη μεταφόρτωση και αναζήτηση εκπαιδευτικών στοιχείων περιλαμβάνει το τρίτο παράρτημα, ενώ το τέταρτο παρουσιάζει ειδικά παραδείγματα σχεδιασμού ιστοεξερευνήσεων που εφαρμόστηκαν και τεκμηριώθηκαν στην πράξη.
Ένα βιβλίο το οποίο είναι γραμμένο με απλό και κατανοητό τρόπο, δίχως να υπονομεύεται η επιστημονικότητά του.
Tέλος, στο βιβλίο περιέχονται τέσσερα, θα τα έλεγα πρωτότυπα και ιδιότυπα παραδείγματα σχεδιασμού άμεσα εφαρμόσιμα στη σχολική τάξη σχετικά με τα θρεπτικά συστατικά, τις ομάδες τροφίμων, τη μεσογειακή δίαιτα και την εποχικότητα των φρούτων και των τροφίμων. Στο καθένα υπάρχει εισαγωγή, σκοπός και διαδικασία σε τρεις φάσεις, και συμπεράσματα. Περιέχουν δε και την προετοιμασία του εκπαιδευτικού, με τους μαθησιακούς στόχους απαραίτητους για κάθε μαθησιακή παρέμβαση, την αξιολόγηση, τις πιθανές προεκτάσεις.
Καταληκτικά: πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο είναι γραμμένο με απλό και κατανοητό τρόπο, δίχως να υπονομεύεται η επιστημονικότητά του. Άλλωστε ο συγγραφέας έχει μεγάλη πείρα σε πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύσεων στον τοπικό και διεθνή πανεπιστημιακό χώρο τόσο σε θεωρητικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο με θέματα συναφή με τις ΤΠΕ. Είναι δε από εκείνα τα βιβλία που ο συγγραφέας τους συνάμα παίρνει τη θέση του αναγνώστη υπολογίζοντας σε αυτόν και τον ειδικό ή τον επιστήμονα και τον αρχάριο. Και αυτό είναι το προσόν του μαζί με ένα άλλο: να βοηθήσει λειτουργικά εκείνους που σχεδιάζουν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, τον ερευνητή, τον διευθυντή σχολικών μονάδων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τον εκπαιδευτικό της τάξης για την ουσιαστική επιμόρφωσή του, τον φοιτητή, όχι μόνο στην προσωπική τους εργασία, αλλά και να δημιουργήσουν και να ερευνήσουν περαιτέρω. Άλλωστε οι ΤΠΕ αποτελούν, όπως θα έλεγε κι ο Εμπειρίκος, «μια εκδρομή δίχως τέλος». Και μιας και καταλήγουμε με ποίηση, θα λέγαμε ότι είναι απαραίτητο και οι ΤΠΕ να μη λησμονήσουν, αλλά και να στηριχθούν κατεξοχήν στον ανθρωπιστικό πολιτισμό και να τον προαγάγουν.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής ΤΕΠΑΕΣ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.