Για το βιβλίο του Διονύση Π. Σιμόπουλου «Είμαστε αστρόσκονη – Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Καταρχάς έχουμε το αυτονόητο: Ο αστροφυσικός Διονύσης Π. Σιμόπουλος με το ιδιαιτέρως υψηλής πληροφορητικότητας βιβλίο του υπό τον τίτλο Είμαστε αστρόσκονη – Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος προ(σ)καλεί την ευρύτερη (πέραν των ειδικών) κοινότητα των αναγνωστών σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ελεύθερη, περιπετειώδη, παλινδρομική περιήγηση στις αχανείς περιοχές του Σύμπαντος με ποικίλους προσανατολισμούς προς τον Ήλιο και προς το άλφα του Κενταύρου, προς γαλαξίες και προς αστρικά σμήνη, προς φωτεινά και προς σκοτεινά νεφελώματα, προς κόκκινους γίγαντες και προς άσπρους νάνους, αλλά και προς «άψυχους» σιωπηλούς μαύρους νάνους.
Το βιβλίο παρέχει όλα όσα χρειαζόμαστε ως γνωστικές αποσκευές για την περιήγηση αυτή και αφορούν τη γέννηση, την εξέλιξη και την καταστροφή των άστρων, καθώς και κυρίως τα παρεπόμενα αυτών των διαδικασιών.
Το βιβλίο παρέχει όλα όσα χρειαζόμαστε ως γνωστικές αποσκευές για την περιήγηση αυτή και αφορούν τη γέννηση, την εξέλιξη και την καταστροφή των άστρων, καθώς και κυρίως τα παρεπόμενα αυτών των διαδικασιών, όπου εντάσσονται τα γοητευτικά πάλσαρ (οι παλλόμενες ραδιοπηγές) και οι περίφημες μαύρες τρύπες. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζουμε και ποικίλα άλλα εντυπωσιακά συμπαντικά φαινόμενα, όπως είναι οι παράγοντες για το χρώμα και για τη λαμπρότητα των άστρων, η σχέση της μαύρης τρύπας με τη βαρύτητα, τα βαρυτικά κύματα, ο χωροχρόνος, η στέλα νόβα και η σουπερνόβα.
Ο γνωστός επιστημονικός, πυκνός, όσο και παραστατικός λόγος του Διονύση Π. Σιμόπουλου, ενισχυμένος με τη ρητορική της προφορικής επικοινωνίας, διεκπεραιώνει τα σημαινόμενα του βιβλίου με αμεσότητα, χάρη στην οποία οι λιγότερο ειδικοί αλλά πάντως με γενικότερη ενημέρωση και πολλαπλά ενδιαφέροντα αναγνώστες προσεγγίζουν γνωστικά δεδομένα, όπως είναι ο χρόνος παρέλευσης, η χωροπαραμόρφωση και η χρονοπαραμόρφωση, η σχέση μάζας και ενέργειας, η κατά Albert Einstein Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ή Θεωρία της Βαρύτητας, οι τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις που «“διαφεντεύουν” το Σύμπαν» (οι «εύκολα αντιληπτές στην καθημερινότητά μας» βαρύτητα και ηλεκτρομαγνητική, και δύο άλλες «“κλειδωμένες” στο εσωτερικό του ατόμου»: αφενός η ισχυρή που κρατά «δεμένα μεταξύ τους» τα κουάρκ, δηλαδή τα βασικά σωματίδια της ύλης, «και παράγει την ενέργεια των άστρων», και αφετέρου η ασθενής «που αναγκάζει τα άτομα να διασπώνται, παράγοντας τη ραδιενέργεια»), καθώς και η προοπτική της σύγχρονης Φυσικής για «μία μόνο θεμελιώδη δύναμη» («όνειρο» του Einstein, που μένει να αποδειχθεί), επίσης: τα χημικά υλικά στο ανθρώπινο σώμα ως τεκμήριο συμμετοχής του ανθρώπου στις συμπαντικές διαδικασίες, ή η δημιουργία του ίδιου του Σύμπαντος.
Με ευρηματικό τρόπο ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος προβάλλει τα επιτεύγματα των νεότερων εποχών, από τον Κοπέρνικο (1473-1543) και τον Γαλιλαίο (1564-1642) μέχρι τον Harlow Shapley (1885-1972), τον Edwin Hubble (1889-1953), τον Albert Einstein (1879-1955), τον Julius Robert Oppenheimer (1904-1967), τον Lev Landau (1908-1968), τον (γεννημένο το 1931) Roger Penrose, τον Stephen Hawking (1942-2018), μεταξύ πολλών άλλων λαμπερών (ακόμα και για τους λιγότερο ειδικούς) ονομάτων, και συνδέει αυτά τόσο με μυθολογικά στοιχεία (π.χ. οι κόρες του Άτλαντα Πλειάδες και Υάδες ως μυθικοί πρόγονοι των φερώνυμων αστρικών σμηνών), όσο και με πολιτισμικά δεδομένα (π.χ. οι παρατηρήσεις των αρχαίων Ελλήνων, των Αιγυπτίων και των Ρωμαίων, των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων, των Βίκινγκς και των Αζτέκων, συμπεριλαμβανομένων και των «αναγνώσεων» από γηγενείς πολιτισμούς της Αμερικής, της Ασίας, της Πολυνησίας, της Αφρικής, σε ό,τι αφορά συμπαντικά γεγονότα).
Ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος |
Με τον τρόπο αυτόν ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος αποτυπώνει τη διαχρονικότητα των συμπαντικών φαινομένων ή μάλλον την αέναη διάρκεια των συμπαντικών γεγονότων, πράγμα που σημαίνει στην ουσία: σταθερή επικοινωνία ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν (με την προοπτική του όποιου μέλλοντος) σε ό,τι αφορά τη «ζωή» του Σύμπαντος, σύμφωνα με την πρόσληψη του ανθρώπου, αφού «όταν κοιτάμε έξω στο Διάστημα βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων όπως ήταν στο παρελθόν. […] Όσο πιο μακριά βλέπουμε μέσα στο Σύμπαν, τόσο πιο πολύ εισχωρούμε στο παρελθόν. […] Λόγω του χρόνου που χρειάζεται η εικόνα κάθε ουράνιου αντικειμένου για να έρθει σε μας, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι βλέπουμε και μελετάμε… αναμνήσεις!».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες οδηγούμαστε και στην ανίχνευση διαύλων κάτω από την επιφάνεια του κειμένου στο βιβλίο, που οδηγούν σε μια βαθειά διαστρωμάτωση αναγνωρίσιμων συνδηλώσεων ανάλογα με το γνωστικό και κυρίως το βιωματικό φορτίο καθενός αναγνώστη. Έτσι π.χ. ο συμπαντικός χωροχρόνος παραπέμπει στον ατομικό χωροχρόνο με όσα έχουν αποθησαυρισθεί ως τιμαλφή στη δεξαμενή της μνήμης και με όσα φυλάσσονται στα σκοτεινά αλλά και υπό όρους προσπελάσιμα πεδία της λήθης. Οι μαύρες τρύπες παραπέμπουν στη σκοτεινή ανεξερεύνητη ύλη συν-/αισθημάτων, όπου προσεγγίζοντας διαλύεται ο εσωτερικός άνθρωπος. Στην έννοια της χρονοπαραμόρφωσης είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε τον αποκλίνοντα από την κοινή αντίληψη χαρακτήρα του υποκειμενικού χρόνου.
Όταν ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος γράφει ότι «Είμαστε […] αστράνθρωποι που δημιουργήθηκαν από χημικά στοιχεία φτιαγμένα κατά τις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων» και ότι «τα χημικά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα σώματά μας, όταν πεθάνουμε, θα διασκορπιστούν παντού γύρω μας, ενώ ορισμένα απ’ αυτά θα ενσωματωθούν σε άλλα είδη ζωής», και κυρίως όταν ο Albert Einstein «λέει» ότι η μάζα που λείπει/χάνεται, μετατρέπεται σε ενέργεια, εμείς αναγνωρίζουμε μια ωραία, βολική, ικανοποιητικά λογική και επομένως αποδεκτή εξήγηση για το γεγονός του θανάτου, και περαιτέρω μια εκδοχή αθανασίας, αφού εντέλει τίποτα δεν χάνεται. Ενώ το τέλος ενός άστρου που δρομολογεί την αρχή άστρων των επόμενων γενεών κατά την έκρηξη μιας σουπερνόβα συγγενεύει με μια ομόλογη διαδικασία για τη διαδοχή των ανθρώπινων γενεών, όπως με ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο αποδίδεται π.χ. στο βιβλίο Ο Γιατρός Ινεότης του Γιώργου Χειμωνά (Κέδρος 1971): «Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. […] Οι παληοί άνθρωποι […] πρέπει να εξαφανιστούν». Ο δε ορίζοντας των γεγονότων στη «ζωή» μιας μαύρης τρύπας μπορεί να παραπέμπει στον ορίζοντα των γεγονότων στην υποκειμενική πραγματικότητα του εσωτερικού ανθρώπου, και περαιτέρω στον ορίζοντα των κειμενικών γεγονότων που αντιπροσωπεύουν δομικά υλικά ενός προϊόντος λογοτεχνικής παραγωγής.
Συνδηλώσεις αυτού του περιεχομένου, σε συνδυασμό μάλιστα και με τον τίτλο του βιβλίου, αποτελούν βασικά στοιχεία που επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε εδώ με άνεση μια ενδιαφέρουσα παραδειγματική εφαρμογή για τη δημιουργική αφήγηση του πραγματικού.
Συνδηλώσεις αυτού του περιεχομένου, σε συνδυασμό μάλιστα και με τον τίτλο του βιβλίου, αποτελούν βασικά στοιχεία που επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε εδώ με άνεση μια ενδιαφέρουσα παραδειγματική εφαρμογή για τη δημιουργική αφήγηση του πραγματικού. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η αξιοποίηση γλωσσικών φαινομένων για την υφολογική οργάνωση του κειμένου, όπως είναι αφενός η ευρεία χρήση της μεταφοράς (κυρίως προσωποποίηση συμπαντικών αντικειμένων και φαινομένων) και της αφοριστικής διατύπωσης, οι οποίες αποδίδουν τη συσχέτιση επιστημονικών, πολιτισμικών και βιωματικών δεδομένων σύμφωνα με τις επιλογές του συγγραφέα, και αφετέρου η σύνθεση των γραμματικών εικόνων, οι οποίες λειτουργούν ως τροχιοδείκτες για την αφηγηματική ροή στο βιβλίο και αντιπροσωπεύουν το εικαστικό/αισθητικό ισοδύναμο συμπαντικών γεγονότων όπως αποδίδει αυτά η προσληπτική δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Ανεξάρτητα από τη σφαιρική πληροφόρηση επί ειδικών επιστημονικών θεμάτων, την οποία προσφέρει το ανά χείρας βιβλίο με το πλούσιο υλικό τακτοποιημένο σε τέσσερις ενότητες, με δήλωση της προθετικότητας του συγγραφέα στον πρόλογο και με συμπερασματικό/ανακεφαλαιωτικό επίλογο (έστω και χωρίς ένα –χρήσιμο, πάντως, θα ήταν– ευρετήριο προσώπων και πραγμάτων), το σημαντικότερο εντέλει για όσους παρακολουθούμε συστηματικά με αντίληψη διαγνωσιακή (interdisciplinary, για να παραπέμψω και στον Γιάννη Ξενάκη) την επικοινωνία ανάμεσα στα ποικίλα γνωστικά και αισθητικά πεδία, είναι το γεγονός ότι εδώ έχουμε μια ωραία ευκαιρία για μια ιδιωτική «ακρόαση» μέσα στη συγχρονία του κειμένου όσων μεταφέρουν διαχρονικά οι «ψίθυροι» και οι παλμοί του Σύμπαντος. Πράγμα που προσφέρει η εξασφαλισμένη δημιουργική επίσκεψη σε γοητευτικές θεματικές περιοχές του κειμενικού κόσμου, όπως είναι π.χ. όσες αφορούν τα κοσμικά σύννεφα, τη σουπερνόβα, τα πάλσαρ («Οι φάροι του διαστήματος»), τη μαύρη τρύπα, τη βαρύτητα και τα βαρυτικά κύματα («μπορούμε πλέον να “ακούσουμε” τους ψιθύρους του Σύμπαντος, μια και οι συχνότητες των βαρυτικών κυμάτων είναι από εκείνες που μπορεί να αντιληφθεί το ανθρώπινο αυτί»), αλλά και εκτός του βιβλίου. Αφού π.χ. η εμπλοκή του Julius Robert Oppenheimer στον κειμενικό κόσμο οδηγεί ευθέως και στην όπερα Doctor Atomic του σπουδαίου σύγχρονου (γεννημένου το 1947) Αμερικανού συνθέτη John Adams, εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της αμερικανικής (και όχι μόνον) πρωτοπορίας.
Ενώ ο Albert Einstein εκτός από τη σχέση του με τη Θεωρία της Βαρύτητας (1915) για τη βαρυτική δύναμη μέσω των καμπυλώσεων του χωροχρόνου με παρουσία μάζας, θυμίζει έντονα τόσο τη σχέση του με τη σύνθεση τετράστιχων (πνευματώδη «κουαρτέτα») που ενσωματώνει στο υλικό των ερωτικών επιστολών του (1897-1903, έκδοση στα ελληνικά Ροπή 2016) προς τη συμφοιτήτριά του στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ζυρίχης και μετέπειτα πρώτη σύζυγό του Mileva Maric (Μιλέβα Μάριτς, 1875-1948), όσο και κυρίως τη σχέση του με τη μουσική, η οποία αποτελούσε βασικό συστατικό της ζωής στο πατρικό του. Ο Einstein έπαιζε βιολί σε οικογενειακά μουσικά βραδινά και σε συνδρομητικές συναυλίες δωματίου με έργα των Ludwig van Beethoven, Johannes Brahms, και βεβαίως του Wolfgang Amadeus Mozart – του μεγαλύτερου συνθέτη όλων των εποχών κατά τον Einstein.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας άλλος τρόπος για τον εντοπισμό μιας μαύρης τρύπας είναι η παρατήρηση των διαταραχών στην κίνηση ενός μονού φαινομενικά άστρου. Αν λοιπόν κοντά σ’ ένα τέτοιο άστρο υπάρχει μια μαύρη τρύπα, αυτό είναι αναγκασμένο να συμπεριφερθεί σαν διπλό αστρικό σύστημα. Γιατί, παρόλο που το μέγεθος μιας μαύρης τρύπας είναι μηδαμινό, το βαρυτικό της πεδίο είναι πολλές φορές ισχυρότερο από εκείνο του ορατού άστρου. Έτσι, το “μονό” αυτό άστρο μετατρέπεται σε καβαλιέρο μιας αόρατης “ντάμας”, της μαύρης τρύπας, ακολουθώντας τους μουσικούς ρυθμούς της φύσης. Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σ’ ένα παράξενο αστρικό ζευγάρι που αναγκάζεται να χορέψει ένα χαρακτηριστικό pas-de-deux, χορογραφημένο από τις βαρυτικές δυνάμεις που επικρατούν στο όλο σύστημα».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ Π. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ