Για το βιβλίο των Eric Brynjolfsson και Andrew McAfee, Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας (μτφρ. Γιώργος Ναθαναήλ, εκδ. Κριτική).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Πριν από λίγους μήνες το αυτόνομα κινούμενο λεωφορείο στο κέντρο των Τρικάλων, το λεγόμενο «λεωφορείο χωρίς οδηγό», η πιλοτική λειτουργία του οποίου έχει προς στιγμήν λήξει, έκανε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει: ανέβηκε ένα κράσπεδο, πλησίασε ένα περίπτερο και ακινητοποιήθηκε. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον κι από το ίδιο το «ατύχημα», που δεν προκάλεσε πάντως καμία σωματική ή υλική βλάβη, παρουσίασαν τα σχετικά σχόλια σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αρχικά ξεσπάθωσαν οι πανταχού παρόντες στην Ελλάδα τεχνοφοβικοί, που έδωσαν ρεσιτάλ νοσταλγικής ειρωνείας: οι μηχανές δεν ξέρουν τι κάνουν, είναι ανόητες κι επικίνδυνες, ο άνθρωπος θα παραμείνει για πάντα αναντικατάστατος, πού είναι τα παλιά τα χρόνια όπου δεν υπήρχαν αυτά τα πράματα του διαβόλου, κ.λπ. Αμέσως αντεπιτέθηκαν οι τεχνοφιλικοί, που ανέλαβαν να υπερασπιστούν το αυτόνομο όχημα: δεν φταίει το ίδιο που έχασε προς στιγμή το σήμα του αφού οι ρυθμίσεις του προέρχονται ούτως ή άλλως από ανθρώπους, τι είναι μια μικροπαρέκκλιση, και μάλιστα χωρίς επιπτώσεις, μπροστά στα σοβαρά ατυχήματα που προκαλούν συνέχεια οι κανονικοί οδηγοί, πώς θα προοδεύσουμε ως κοινωνία αν δεν υιοθετήσουμε όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, κ.λπ.
Εξίσου οξείες υπήρξαν οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τις φετινές Πανελλήνιες Εξετάσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα, που θεματοποιούσαν τη φιλία πριν και μετά την έλευση του Διαδικτύου. Και πάλι η ιντερνετική σύγκρουση εκτυλίχτηκε κατά κύριο λόγο διχαστικά. Οι μεν τεχνοφοβικοί νοστάλγησαν τις παλιές καλές εποχές: χαρακτηριστική ήταν η σύνθεση εικόνων και λεζάντων «Χαίρομαι που ανήκω στις γενιές που μεγάλωσαν… ΕΤΣΙ» και έδειχνε παιδιά να παίζουν κρυφτό, ενώ η λεζάντα «… ΟΧΙ έτσι» παρέπεμπε σε παιδιά που έπαιζαν με το έξυπνο κινητό τους (τα Likes και οι κοινοποιήσεις έπεφταν βροχή). Οι δε τεχνοφιλικοί έσπευσαν να κατακεραυνώσουν τους πρώτους σημειώνοντας μεταξύ άλλων το ορθό και αυτονόητο, ότι δηλαδή το ένα παιχνίδι δεν είναι ανάγκη να αναιρεί το άλλο μα μπορεί κάλλιστα να το συμπληρώνει (ούτε τα γήπεδα άδειασαν ούτε ο αθλητισμός μειώθηκε με την έλευση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών), χωρίς όμως από την άλλη να αντιλαμβάνονται πάντα, και να αναφέρουν, τα ψυχοσωματικά τιμήματα που καλούνται να πληρώσουν οι σύγχρονοι άνθρωποι όταν είναι μέρα-νύχτα διαδικτυωμένοι και αποφεύγουν τις αδιαμεσολάβητες επαφές.
Οι συγγραφείς είναι κορυφαία στελέχη στο Κέντρο για το Ψηφιακό Επιχειρείν του ΜΙΤ και θεωρούνται επαΐοντες στον τομέα τους, έχοντας δημοσιεύσει πολλές σχετικές μελέτες και άρθρα. Για τη συγγραφή της συγκεκριμένης μελέτης έκαναν μάλιστα εκτενείς συζητήσεις με εφευρέτες, επιχειρηματίες, επιστήμονες και μηχανικούς έτσι ώστε να έχουν μια ακόμα πιο πολύπλευρη και εκ των έσω άποψη για τις εξελίξεις.
Όποια θέση κι αν λάβει κανείς, και τα δύο παραπάνω παραδείγματα αντλήθηκαν μέσα από το Διαδίκτυο, δηλαδή μέσα από μια νέα τεχνολογία την οποία σχεδόν όλοι μας χρησιμοποιούμε καθημερινά. Αξίζει δε να υπογραμμιστεί πως ειδικά οι τεχνοφοβικοί σπεύδουν συχνά μέσα από την ίδια την τεχνολογία του Διαδικτύου να εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αυτή την τεχνολογία, αλλά και σε κάθε τεχνολογική εξέλιξη γενικότερα: λόγου χάριν, πώς να χαρακτηρίσει κανείς την πρακτική ορισμένων να βρίζουν ή να χλευάζουν τον ιδρυτή του Facebook στο ίδιο του το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, όταν με κάθε τους ποστάρισμα, σχόλιο, κοινοποίηση κ.λπ. τον κάνουν κάθε φορά οι ίδιοι λίγο πιο πλούσιο; Αυτό το πασιφανές οξύμωρο, το οποίο οι περισσότεροι (ακόμα και έξυπνοι άνθρωποι, δυστυχώς) δεν αντιλαμβάνονται, είναι σημαδιακό των ευρύτερων ραγδαίων αλλαγών σε τεχνοεπιστημονικό επίπεδο, αλλαγών που με αποκορύφωμα τους υπολογιστές και το Διαδίκτυο επηρεάζουν καθημερινά τη ζωή και την ψυχοσύνθεση δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς όλες αυτές τις αλλαγές; Διαβάζοντας, φυσικά, τα συναφή βιβλία και φιλτράροντας τις καθημερινές εμπειρίες του μέσα από τις γνώσεις που θα αποκομίσει διαβάζοντας. Η καλύτερη μελέτη που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά εδώ και αρκετό καιρό σχετικά με τις συγκεκριμένες εξελίξεις είναι Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας: εργασία, πρόοδος και ευημερία στα χρόνια των έξυπνων τεχνολογιών των Erik Brynjolfsson και Andrew McAfee (εκδ. Κριτική, πρόλογος και μετάφραση του Γιώργου Ναθαναήλ). Οι συγγραφείς είναι κορυφαία στελέχη στο Κέντρο για το Ψηφιακό Επιχειρείν του ΜΙΤ και θεωρούνται επαΐοντες στον τομέα τους, έχοντας δημοσιεύσει πολλές σχετικές μελέτες και άρθρα. Για τη συγγραφή της συγκεκριμένης μελέτης έκαναν μάλιστα εκτενείς συζητήσεις με εφευρέτες, επιχειρηματίες, επιστήμονες και μηχανικούς έτσι ώστε να έχουν μια ακόμα πιο πολύπλευρη και εκ των έσω άποψη για τις εξελίξεις.
Οι συγγραφείς αναλαμβάνουν το έργο να αναδείξουν την τεράστια σημασία της «δεύτερης εποχής των μηχανών», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της μελέτης τους (τίτλος περιγραφικός, σε σχέση με τον θετικά φορτισμένο ελληνικό). Δείχνοντας πρώτα με κατατοπιστικά γραφήματα το πώς η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα (η πρώτη εποχή των μηχανών) έδωσε μια άνευ ιστορικού προηγουμένου ώθηση στην ανθρώπινη ισχύ, συνεχίζουν εξηγώντας πειστικά γιατί η εποχή των ψηφιακών υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης θα παίξει ρόλο ακόμα πιο καθοριστικό στην επιτάχυνση, όχι μόνο των τεχνοεπιστημονικών, αλλά και (κυρίως) των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων.
Σε τι διαφέρουν οι δύο εποχές; Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η δεύτερη εποχή των μηχανών χαρακτηρίζεται από «τρία βασικά χαρακτηριστικά: είναι εκθετική, ψηφιακή και συνδυαστική». Χωρίς να χρειάζεται να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες, στις οποίες πάντως οι συγγραφείς μπαίνουν παραθέτοντας πολλά παραδείγματα για να διαφωτίσουν τα επιχειρήματά τους (από τα αυτόνομα οχήματα και τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης που κερδίζουν τους ευφυέστερους ανθρώπους του κόσμου σε διάφορα παιχνίδια, μέχρι τη Machine-το-Machine τεχνολογία στις καθημερινές τραπεζικές συναλλαγές και τα νέα βιομηχανικά ρομπότ), αυτά τα τρία χαρακτηριστικά διαφαίνονται στη μέχρι στιγμής επίρρωση του νόμου του Moore που προβλέπει διπλασιασμό της υπολογιστικής ισχύος χονδρικά μέσα σε κάθε δεκαοχτάμηνο και συνεπώς εκθετική πρόοδο, στη σταδιακή ψηφιοποίηση των περισσότερων δεδομένων και συνεπώς στη μείωση του κόστους τους και, τέλος, στην αυξανόμενη συνδυαστική ικανότητα των τεχνολογικών καινοτομιών.
Οι συγγραφείς έχουν συνείδηση των τωρινών και επερχόμενων προβλημάτων και δεν τα κρύβουν κάτω από το χαλί, όπως συνηθίζεται σε βιβλία τυφλωμένων τεχνομανιακών. Ο ενθουσιασμός τους απέναντι στους νεωτερισμούς αντισταθμίζεται από προβλήματα όπως η δομική ανεργία.
Όλα αυτά είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακά και ευεργετικά από πολλές απόψεις, μα θα ήταν ακόμα περισσότερο εάν συγχρόνως δεν προκαλούσαν ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Οι συγγραφείς έχουν συνείδηση των τωρινών και επερχόμενων προβλημάτων και δεν τα κρύβουν κάτω από το χαλί, όπως συνηθίζεται σε βιβλία τυφλωμένων τεχνομανιακών. Ο ενθουσιασμός τους απέναντι στους νεωτερισμούς αντισταθμίζεται από προβλήματα όπως η δομική ανεργία (ή «τεχνολογική ανεργία», όπως την ονόμαζε ο Κέινς, ο σημαντικότερος οικονομολόγος του περασμένου αιώνα) που φαίνεται να προκαλούν οι νέες τεχνολογίες με αποτέλεσμα το μεγάλο άνοιγμα της εισοδηματικής ψαλίδας, οι πτώσεις στην παραγωγικότητα οι οποίες δεν είναι πάντα βέβαιο σε τι οφείλονται, η όλο και συχνότερα επιβαλλόμενη οικονομική λογική του «ο νικητής τα παίρνει όλα», η διάψευση (για όλο και περισσότερους) του ονείρου για συνεχή ανοδική κινητικότητα (ακόμα και στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, τις ΗΠΑ, το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού πέφτει από το 1999 παρά την άνοδο του ΑΕΠ – παρόμοιες είναι οι εξελίξεις και στις ευρωπαϊκές οικονομίες, αν και οι συγγραφείς περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στα αμερικανικά δεδομένα), και η πιθανότητα ενός τεράστιου, «συστημικού» ατυχήματος.
Απέναντι σε όλα αυτά η απάντηση των συγγραφέων είναι επιφυλακτικά αισιόδοξη. Έχουν δίκιο όταν υποστηρίζουν (ενάντια στους νεολουδίτες) πως η τεχνολογία δεν είναι κάτι που πρέπει να σταματήσουμε, καταστρέφοντας τις μηχανές και παγώνοντας κάθε επιστημονική εξέλιξη – ό,τι ο σπουδαίος συγγραφέας της ΕΦ Φρανκ Χέρμπερτ ονόμαζε «μπατλεριανή τζιχάντ» (από τον Σάμιουελ Μπάτλερ, που πραγματεύτηκε με τον πιο προφητικό τρόπο αυτές τις εξελίξεις). Κι όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο, σε τομείς όπως π.χ. η ιατρική, θα επέφερε απείρως μεγαλύτερη δυστυχία στην ανθρωπότητα, αλλά και γιατί οι ίδιες οι δομές των σύγχρονων κοινωνιών θα κατέρρεαν με ανυπολόγιστες συνέπειες (αξίζει δε να προστεθεί πως ακόμα κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι στα περισσότερα μέρη του κόσμου ήθελαν κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσαν να το καταφέρουν, αφού κάποιοι άλλοι θα εξέλισσαν την τεχνοεπιστήμη σε άλλα μέρη).
O αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο δεν θα γίνει «κατά των μηχανών» αλλά «μαζί με τις μηχανές».
Η λύση μπορεί να βρεθεί λοιπόν μόνο στη (μερική) αναδιάταξη των κοινωνικοοικονομικών συσχετισμών. Όπως γράφουν χαρακτηριστικά, ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο δεν θα γίνει «κατά των μηχανών» (αυτό που σε ένα προηγούμενο βιβλίο τους ονόμασαν «Race against the Machine», λογοπαίζοντας με το γνωστό συγκρότημα της δεκαετίας του ‘90), αλλά «μαζί με τις μηχανές», και αφιερώνουν τέσσερα κεφάλαια σε προτάσεις. Μία από αυτές είναι ο «αρνητικός φόρος εισοδήματος», που «συνδυάζει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα με ένα κίνητρο για εργασία»: τον συγκεκριμένο φόρο πρότεινε μάλιστα, όπως υποστηρίζουν, ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν ειδικά για την ανακούφιση των φτωχών – ναι, είναι ο ίδιος ο «κακός» Φρίντμαν που τόσο συχνά επικρίνεται ειδικά από όσους αγνοούν το έργο του (ως γνωστόν, η ένταση κάθε επίκρισης είναι συχνά ανάλογη της άγνοιας).
Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας προσφέρει πολύπλευρη, ισορροπημένη γνώση και καλοδέχεται τις ανθρώπινες καινοτομίες που δημιουργούνται μες στην Ιστορία χωρίς συγχρόνως να φοβάται να πραγματευτεί τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτές προκαλούν είτε σε πραγματικό είτε σε φαντασιακό επίπεδο.
Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα και τις κοινωνικές επιπτώσεις τους, οι συγγραφείς πραγματεύονται πολλά ενδιαφέροντα ζητήματα που άπτονται της τεχνολογίας και της φιλοσοφίας, όπως οι όλο και πιο ρευστές διαφορές μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, αλλά και το «παράδοξο Moravec», σύμφωνα με το οποίο οι υπολογιστές και τα ρομπότ φανερώνουν μέχρι στιγμής μια εκπληκτική ικανότητα για νοητικές διαδικασίες και επίλυση επιστημονικών προβλημάτων, αλλά όχι για «αισθητηριακές και κινητικές δεξιότητες που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή», κάτι δηλαδή που φαντάζει απείρως πιο εύκολο. Μοιάζει παράδοξο, λόγου χάριν, το γεγονός ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να κερδίσει στο σκάκι ένα μέσου επιπέδου υπολογιστικό πρόγραμμα, μα δεν υπάρχει ακόμα ένα ρομποτικό μηχάνημα που να μπορεί να καθαρίσει ένα δωμάτιο. Συνάμα η μελέτη βρίθει από αναφορές όχι μόνο σε σημαίνοντες οικονομολόγους και τεχνολόγους, αλλά και σε πολλούς λογοτέχνες που προείδαν ή σχολίασαν τις συγκεκριμένες εξελίξεις (από τον Κάρελ Τσάπεκ και τον Ισαάκ Ασίμοφ μέχρι τον Άρθουρ Κλαρκ και τον Σεντ-Εξιπερί).
Κύκλος και επιστροφή στην αρχή: στις διαδικτυακές, και όχι μόνο, συγκρούσεις μας επιδεικνύουμε ορισμένα γνωρίσματα όπως η μερική ή ολική άγνοια, η θυμική αντίδραση που συνήθως εκφράζεται με έλλειψη ψυχραιμίας και ισοπέδωση της αντίθετης άποψης, και ο φόβος. Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας είναι μια μελέτη γραμμένη με στόχο, μεταξύ άλλων, να αμβλύνει αυτά τα γνωρίσματα: προσφέρει πολύπλευρη, ισορροπημένη γνώση και καλοδέχεται τις ανθρώπινες καινοτομίες που δημιουργούνται μες στην Ιστορία χωρίς συγχρόνως να φοβάται να πραγματευτεί τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτές προκαλούν είτε σε πραγματικό είτε σε φαντασιακό επίπεδο (και γνωρίζουμε ότι συχνά το φαντασιακό επίπεδο είναι ισχυρότερο από το πραγματικό). Πρόκειται, όπως γράφει ο μεταφραστής στον χρήσιμο πρόλογό του, για «μια ψύχραιμη ματιά που ζυγίζει τον ενθουσιασμό του τεχνοκράτη με τον ρεαλισμό του οικονομολόγου».
Το μέλλον είναι και θα παραμείνει ανοιχτό κι εν πολλοίς αχαρτογράφητο: αυτή είναι η τεράστια πρόκληση του ανθρώπινου βίου και μαζί το αχαλίνωτο ενδιαφέρον του. Αν κάτι θέλουν να μας πουν οι δύο μελετητές είναι πως, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το μέλλον μας θα περιλαμβάνει (πάρα πολύ) περισσότερη τεχνολογία, συνεπώς οφείλουμε να αναλογιστούμε πώς θα την αξιοποιήσουμε προς όφελος των περισσοτέρων.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας
Εργασία, πρόοδος και ευημερία στα χρόνια των έξυπνων τεχνολογιών
Eric Brynjolfsson, Andrew McAfee
Μτφρ. Γιώργος Ναθαναήλ
Κριτική 2016
Σελ. 432, τιμή εκδότη €18,00