
Για το βιβλίο της Τρίνε Σίβερτσεν [Trine Syvertsen] «Digital Detox» (μτφρ. Ελίνα Αντωνοπούλου, Βανέσα Ματσούκα, Έφη Ματσούκα, εκδ. Δίαυλος). Κεντρική εικόνα: Σκηνή από την ταινία «Παράσιτα» του Πονγκ Τσουν–χο.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μόλις πρόσφατα ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ επίτρεψε σε πολλές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) να έχει πρόσβαση στο threads. Πρόκειται για το νέο κοινωνικό δίκτυο που ενέσκηψε στην εποχή μας και το οποίο επιδιώκει να γίνει το αντίπαλον δέος του Χ του Έλον Μασκ.
Το θέμα είναι, όμως, ότι πρόκειται για ένα ακόμη μέσο, στα ήδη υπάρχοντα, που προτίθεται να κλέψει κι άλλο από το χρόνο μας. Αλήθεια, έχει μείνει κάποιος κόκκος από την προσωπική κλεψύδρα μας που να μην σπαταλιέται στην καθημερινή ανάγνωση post στα διάφορα social media όπου είμαστε συνδεδεμένοι;
Μήπως είναι καιρός να αποφασίσουμε να μετατρέψουμε τον μέγιστο φόβο των χρηστών σε προσωπικό κέρδος; Είναι η μοναδική ευκαιρία που έχουμε να κάνουμε το FOMO (Fear of Missing Out) σε JOMO (Joy of Missing Out). Επί το ελληνικότερον: αντί να φοβόμαστε πως θα μας ξεχάσουν στον εικονικό κόσμο των κοινωνικών δικτύων να περάσουμε στην αντίπερα όχθη και να γευτούμε τη χαρά του να μην μας βρίσκουν.
Δυναστευτική προσκόλληση
Το βιβλίο της Τρίνε Σίβερτσεν Digital Detox (μτφρ. Ελίνα Αντωνοπούλου, Βανέσα Ματσούκα, Έφη Ματσούκα, εκδ. Δίαυλος) επικεντρώνεται στο πρόβλημα των ημερών (την δυναστευτική προσκόλλησή μας στα social media) και προτείνει, όπως δηλοί και ο τίτλος, μια δικτυακή αποτοξίνωση. Ο όρος έχει εμφανιστεί από το 2010 και, πλέον, είναι δηλωτικός της αντίστασης που προβάλλει κάθε άτομο από το να είναι μόνο ένας εμμονικής χρήστης.
Η Τρίνε Σίβερτσεν έχει άμεση εμπλοκή με τη συγκεκριμένη πρακτική άπωσης από τα social media. Ως καθηγήτρια Mέσων και Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο του Όσλο, προεδρεύει ενός ερευνητικού προγράμματος για την ψηφιακή αποτοξίνωση που φέρει τον τίτλο Digitox.
Εξαρχής η Σίβερτσεν σημειώνει πως ο κάθε χρήστης υφίσταται έντονη πίεση ώστε να είναι συνεχώς συνδεδεμένος (online). Κάτι που τα τελευταία χρόνια εντείνεται σε μέγιστο -και συχνά υποδόριο- τρόπο.
Στο βιβλίο της μελετά το φαινόμενο με περισσότερες λεπτομέρειες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της αποσύνδεσης και πώς έχει γίνει πρακτική αντίστασης για ορισμένους. Εξαρχής η Σίβερτσεν σημειώνει πως ο κάθε χρήστης υφίσταται έντονη πίεση ώστε να είναι συνεχώς συνδεδεμένος (online). Κάτι που τα τελευταία χρόνια εντείνεται με συχνά υποδόριο τρόπο.
Οι τρεις λόγοι
Κατά τη Σίβερτσεν υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που έχουν κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη της αποτοξίνωσης από τα social media τα τελευταία χρόνια. Πρώτος λόγος είναι η εντατικοποίηση της οικονομίας της προσοχής. Δεύτερος λόγος είναι η πίεση να συνδεθούν όλοι στο Διαδίκτυο και τρίτος λόγος η κυρίαρχη κουλτούρα της αυτοβελτιστοποίησης, σύμφωνα με την οποία σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία, τα άτομα είναι επιφορτισμένα με τη διαχείριση κινδύνων και προβλημάτων.
Για να γίνουν ακόμη πιο κατανοητές οι ψηφιακές πρακτικές αποτοξίνωσης, η Σίβερτσεν βασίζεται σε τρεις όρους που προκύπτουν από μελέτες. Ο πρώτος είναι η «αμφιθυμία», σύμφωνα με την οποία οι χρήστες ψηφιακών μέσων έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ των θετικών και των αρνητικών πτυχών της χρήσης ψηφιακών μέσων.
Ακολουθούν: η «ψηφιακή εργασία» που εμπλέκεται στο έργο της αποχής από τα ψηφιακά μέσα και την «ταυτότητα», όπου οι αξίες και οι πεποιθήσεις κάποιου σηματοδοτούνται από τη μη χρήση των μέσων ενημέρωσης.
Αυτό που αποζητούν (σχεδόν απαιτούν) τα social media είναι η προσοχή μας. Κατά την Σίβερτσεν, κάτι τέτοιο δεν είναι καινούργιο. Μάλιστα, επικαλείται την Αμερικανίδα ακτιβίστρια Μαρί Γουίν που ήδη από τη δεκαετία του ‘70 είχε παρομοιάσει την τηλεόραση με τα ναρκωτικά.
Αυτή η σύγκριση είναι παρόμοια με ορισμένες από τις συζητήσεις γύρω από τη χρήση ψηφιακών μέσων κατά την τελευταία δεκαετία, όπου ο χρόνος που δαπανάται στο Διαδίκτυο συχνά πλαισιώνεται με όρους εθισμού.
Η εμφάνιση του εθισμού
Παρόλο που, όπως γράφει η Σίβερτσεν, το πρώιμο Διαδίκτυο δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μέτρηση του κοινού, πολύ σύντομα άρχισε να γίνεται σημαντική η ικανότητα που έχει να προσελκύει και να διατηρεί τους χρήστες. Η εμφάνιση των «εθιστικών» μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σημειώνεται στο βιβλίο, είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσουμε γιατί τα ζητήματα αποτοξίνωσης και αποσύνδεσης έχουν γίνει πιο οξυμένα.
Η δέσμευση του Facebook με τους χρήστες για την οικοδόμηση του κοινωνικού τους κεφαλαίου αναφέρεται ως ένας από τους κύριους λόγους για όσους επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ψηφιακή αποτοξίνωση.
Ενώ είναι εύκολο να εγγραφεί κανείς στο Facebook, είναι δύσκολο να αποχωρήσει ή να απενεργοποιήσει τον λογαριασμό του, αποδεικνύοντας έτσι την πολυπλοκότητα της πλατφόρμας στη δημιουργία ενός «κολλώδους» ιστού που κάνει την έξοδο δύσκολη. Η Σίβερτσεν υποστηρίζει ότι περνάμε περισσότερο χρόνο στο Διαδίκτυο επειδή οι κυβερνήσεις μας θέλουν να είμαστε online.
![]() |
Η Τρίνε Σίβερτσεν είναι καθηγήτρια ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Έχει ένα σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων σε παγκόσμια επιστημονικά περιοδικά, σε θέματα σχετικά με τα ψηφιακά μέσα, την τηλεόραση, την πολιτική και την ιστορία των Μέσων. Η Syvertsen είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων συμπεριλαμβανομένων των: «Media Resistance: Dislike, Protest, Abstention» (Palgrave, 2017), «The Media Welfare State» (University of Michigan Press, 2014). Αυτή τη στιγμή είναι επικεφαλής ενός τετραετούς ερευνητικού προγράμματος σχε-τικά με την παρεμβατικότητα των μέσων και το Digital Detox* (Digitox, 2019-2023). H Trine Syvertsen έχει υπάρξει επικεφαλής σε πληθώρα ακαδημαϊκών προγραμμάτων, έχει διατελέσει μέλος σε συντακτικές επιτροπές επιστημονικών περιοδικών, έχει συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο και είναι μια έμπειρη ομιλήτρια. |
Οι ψηφιακές στρατηγικές για το σκοπό αυτό είναι «τεχνοαισιόδοξες», κατανέμοντας την ευθύνη για τα κοινωνικά προβλήματα σε άτομα μέσω διαδικασιών απελευθέρωσης και απορρύθμισης.
Ενδεικτικά, ο Σίβερτσεν χρησιμοποιεί το ρολόι Fitbit ως παράδειγμα για το πώς η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να κάνει κάποιον υπεύθυνο πολίτη, τόσο μειώνοντας το κόστος υγειονομικής περίθαλψης του δημόσιου τομέα όσο και μοιράζοντας προσωπικά δεδομένα υγείας.
Το μέγα ερώτημα είναι αν μπορεί κάποιος να αντισταθεί σε μια τέτοια πίεση. Η συγγραφέας απαντάει θετικά. Σημειώνει ότι το 2017 στη Γαλλία θεσπίστηκε νόμος ώστε να διασφαλιστεί η ελευθερία των εργαζομένων από τα email εργασίας εκτός των ωρών εργασίας.
Τρόποι αποφυγής της οθόνης
Σε ένα άλλο σχετικό παράδειγμα, αναφέρεται στο πρότζεκτ του συνεργατικού White Spots, το οποίο «οπτικοποιεί το αόρατο ηλεκτρομαγνητικό νέφος στο οποίο ζούμε και προσφέρει μια διέξοδο». Στο ντοκιμαντέρ που συνοδεύει το πρότζεκτ, η κατάσταση εκτός σύνδεσης είναι ένα εμπόρευμα για το οποίο ορισμένοι, προνομιούχοι πελάτες είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν: για παράδειγμα, μέσω ψηφιακών διακοπών αποτοξίνωσης.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε βάσιμα πως παρά την απουσία μας από τα social media, ως κίνηση αντίστασης, αλλά και ως επιτελεστική πράξη αποτοξίνωσης, τα ίχνη μας δεν χάνονται.
Είναι, άραγε, δονκιχωτική η προσπάθεια να ξεφύγουμε από την πλειοψηφία που τάσσεται υπέρ των social media; Ακόμη κι αν υποθέσουμε βάσιμα πως παρά την απουσία μας από τα social media, ως κίνηση αντίστασης, αλλά και ως επιτελεστική πράξη αποτοξίνωσης, τα ίχνη μας δεν χάνονται; Τούτο σημαίνει πως κάποιο επίπεδο δέσμευσης παραμένει αναπόφευκτο. Η Σίβερτσεν καταδεικνύει τη δύναμη των μέσων ακόμη και σε πράξεις που τους αντιστέκονται (έστω και θεωρητικά).
Η ειρωνεία της αντίστασης
Σημειώνει τη νορβηγική εβδομάδα χωρίς οθόνη, που διοργανώθηκε από μια χριστιανική οργάνωση, όπου οι συμμετέχοντες στρατολογούν φίλους και συναδέλφους μέσω των social media για να συμμετάσχουν στην εκδήλωση και στη συνέχεια δημοσιεύουν σχετικά στο Facebook.
Εξόχως ειρωνικό είναι το #nationaldayofunplugging της Αριάνα Χάφινγκτον, όπου η ιδρύτρια της Huffington Post διαδίδει την έκκλησή της να αποσυνδεθούμε «οπλισμένη» με ένα hashtag και 2,9 εκατομμύρια οπαδούς στο Twitter .
Το ενδιαφέρον με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι ναι μεν η συγγραφέας στηρίζεται σε ένα ευρύ φάσμα ακαδημαϊκών πηγών, ωστόσο βασίζεται πρωτίστως σε μια αντιπροσωπευτική έρευνα στη νορβηγική αγορά όπου το 55% των ερωτηθέντων απάντησαν καταφατικά στην ερώτηση: «Νομίζετε ότι ξοδεύετε πολύ χρόνο στο διαδίκτυο;».
Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του σύντομου βιβλίου η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της χρήσης ψηφιακών μέσων μπορεί να γίνει κατανοητός ως «ένα κοινωνικό όσο και ένα ατομικό έργο». Χρησιμοποιώντας συνεντεύξεις από την πιο πρόσφατη έρευνά της καταδεικνύει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται η ψηφιακή αποτοξίνωση.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που σίγουρα θα μας προβληματίσει, κι αν το καταφέρει, ίσως, να μας βάλει στη διαδικασία να σκεφτούμε πως ο πραγματικός κόσμος βρίσκεται εκεί έξω, μακριά από την παγωμένη οθόνη του κινητού μας.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).