Για τον συλλογικό τόμο «Πέρα από την Επιστήμη και τη Θρησκεία – Νέες φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις» (Επιμελητές τόμου: Σωτήρης Μητραλέξης, Paul Tyson, Peter Harrison, επίμετρο: Αθανάσιος Σ. Φωκάς, εκδ. Ροπή). Κεντρική εικόνα: Γαλιλαίος: «Κι όμως γυρίζει».
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Επιστήμη, θρησκεία: δύο όροι παλιοί και με εκ διαμέτρου αντίθετες μεθόδους κατανόησης του κόσμου μας. Για πολλούς, η μια ταυτίζεται με τη γνώση, ενώ η άλλη είναι η άγνοιά μας, αναμεμειγμένη με φαντασία. Ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., ο άγνωστος συγγραφέας της ιατρικής πραγματείας Περί ἱερῆς νούσου (ανήκει στο ιπποκρατικό corpus) επέκρινε αυστηρά όσους θεωρούν την επιληψία «ιερή», όχι μονάχα επειδή μια τέτοια άποψη είναι αντεπιστημονική και αντικαθιστά τις συμβουλές των ιατρών με μαγγανείες, αλλά και επειδή προσβάλλει τους θεούς, οι οποίοι βρίσκονται σε μιαν ανώτερη σφαίρα και αποκλείεται να επιθυμούν να αρρωσταίνουν τους θνητούς με τις δυνάμεις τους.
Η επιστήμη λοιπόν αναπτύχθηκε κερδίζοντας έδαφος από τις ιερές δοξασίες. Με την πάροδο του χρόνου, όσο μειώνεται η ελαττωματική γνωστική τάση του ανθρώπινου νου που ονομάζουμε «ανθρωπομορφισμό», η επιστήμη κατακτά όλο και μεγαλύτερο χώρο σε βάρος της θρησκείας (ή καλύτερα: των θρησκειών), οι οποίες αναγκαστικά περιορίζονται σε εξωτερικούς τύπους, τελετουργίες ψυχολογικού χαρακτήρα, βιώνοντας ακόμη και τον υπαρκτό κίνδυνο της εξαφάνισής τους, πιθανώς, στο άμεσο μέλλον. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η άποψη ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων σήμερα για το θρησκευτικό φαινόμενο. Πόσο σωστή είναι όμως;
Αν ισχύουν όσα λέγονται στο παρόν βιβλίο, η άποψη αυτή είναι όχι απλώς εσφαλμένη αλλά και αντιεπιστημονική. Το βιβλίο αποτελεί ένα πρωτότυπο και ενδιαφέρον εγχείρημα και τα άρθρα του περιστρέφονται γύρω από μια κοινή θεματική, είναι γραμμένα από διαφορετικούς ερευνητές και εξετάζουν διαφορετικές πτυχές της. Μπαίνει όμως κανείς στον πειρασμό να τα διαβάσει ως ένα κοινό πόνημα, οπότε τίθεται αυτομάτως το ερώτημα ποια είναι η ιστορία που μας αφηγούνται. Αν διαβαστούν συμπληρωματικά, τα άρθρα του παρόντος τόμου φαίνεται πως επιδιώκουν να θέσουν σε νέα θεμέλια τον διάλογο πάνω στην «επιστήμη» και τη «θρησκεία». Πρόκειται δηλαδή για έναν επανακαθορισμό των εννοιών, ο οποίος επιδιώκεται μέσα από την ιστορική παρουσίαση της σημασιολογικής διαμόρφωσης του λεξιλογίου μας όσον αφορά τους δύο συγκεκριμένους όρους.
Το βιβλίο αποτελεί ένα πρωτότυπο και ενδιαφέρον εγχείρημα και τα άρθρα του περιστρέφονται γύρω από μια κοινή θεματική, είναι γραμμένα από διαφορετικούς ερευνητές και εξετάζουν διαφορετικές πτυχές της. Μπαίνει όμως κανείς στον πειρασμό να τα διαβάσει ως ένα κοινό πόνημα, οπότε τίθεται αυτομάτως το ερώτημα ποια είναι η ιστορία που μας αφηγούνται.
Αρχικά, από το βιβλίο ακούμε την πρωτότυπη και προκλητική άποψη ότι δεν υπάρχει «θρησκεία» ούτε «επιστήμη», όπως τις έχουμε δεδομένες στο μυαλό μας σήμερα. Όπως μας εξηγεί ο Peter Harrison, η πρώτη ιδέα που πρέπει να εγκαταλειφθεί είναι αυτή μιας αιώνιας και αυτονόητης σύγκρουσης ανάμεσα σε επιστήμη και θρησκεία. Σύμφωνα με τον Harrison, μια τέτοια άποψη αποτελεί τόσο σοβαρό αναχρονισμό, όσο και μια πιθανή απόπειρα ενός ιστορικού να μιλήσει για έναν αιωνόβιο πόλεμο ανάμεσα σε Αίγυπτο και Ισραήλ από το 1600 έως σήμερα, δηλαδή από μια εποχή όπου όχι μονάχα ο σύγχρονος εθνικισμός αλλά και κανένα από τα δύο σημερινά κράτη δεν υπήρχε. Θεωρώντας ότι το ερώτημα των σχέσεων καθορίζεται από την απάντηση στο ερώτημα των εννοιών, ο Harrison σκιαγραφεί το ιστορικό περιεχόμενο των εννοιών «επιστήμη» (scientia) και «θρησκεία» (religio) και δείχνει ότι για αιώνες, όποτε αυτές χρησιμοποιούνταν, διέθεταν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από το σημερινό.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η «επιστήμη» (με την τότε σημασία) νοούνταν ως εργαλείο με στόχο την ενστάλαξη ορισμένων συνηθειών μέσα στον νου. Η επιστήμη ήταν κάτι περισσότερο που έχεις και λιγότερο κάτι που κάνεις, ενώ μεγαλύτερη σημασία είχε όχι η παραγωγή νέας γνώσης αλλά η εξέταση της γνώσης που ήδη υπήρχε, μέσα μας (εσωστρέφεια). Αντίθετα, σήμερα η έμφαση έχει καταλήξει να δίνεται στην παραγωγή νέων γνώσεων και πειραματικών εφαρμογών (εξωστρέφεια). Επιστήμες σε όλον τον Μεσαίωνα ήταν οι επτά «ελευθέριες τέχνες», όπως τις ονόμαζαν: πρόκειται φυσικά για τη γραμματική, τη λογική, τη ρητορική, την αριθμητική, την αστρονομία, τη μουσική και τη γεωμετρία. Η επιστήμη γινόταν αντιληπτή ως ιδιότητα του νου και συνάμα ως ηθικό γνώρισμα του χαρακτήρα κάποιου. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τη θρησκεία.
Συγκεκριμένα, μέχρι τον 16ο και 17ο αιώνα μ.Χ., οι δύο όροι χρησιμοποιούνταν με εσωτερική σημασία, για να δηλωθούν ανθρώπινες ιδιότητες και αρετές. Μονάχα έπειτα από αυτό το χρονικό ορόσημο, η επιστήμη και η θρησκεία άρχισαν να νοούνται ως διαμορφωμένα συστήματα ιδεών που υπάρχουν πρωτίστως «έξω» από εμάς. Κύριο αίτιο αυτής της αλλαγής υποδείγματος, στάθηκε η απόρριψη της αριστοτελικής και σχολαστικής τελολογίας, καθώς και η επακόλουθη κατάρρευση της κλασικής άποψης περί αρετών. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι οι δύο έννοιες του τότε αντιστοιχούν απόλυτα στο σήμερα. Σύμφωνα με τον Harrison, δεν υπάρχουν έννοιες από τότε που να αντιστοιχούν επακριβώς στις σημερινές έννοιες της θρησκείας και της επιστήμης.
Η περίφημη διαμάχη του Δαρβίνου με την προτεσταντική εκκλησία της εποχής του θεωρείται ως σήμερα ορόσημο για τις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας. |
Σύμφωνα με τον Καναδό ακαδημαϊκό και ιστορικό των επιστημών, Bernard Lightman, καθοριστικής σημασίας για τον συγκρουσιακό τρόπο που συλλαμβάνουμε τη σχέση επιστήμης και θρησκείας υπήρξε η αλματώδης ανάπτυξη της πρώτης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Καίρια υπήρξε εδώ η εμφάνιση στο προσκήνιο νέων ερευνητών, που ασπάζονταν έναν αυστηρό εμπειρισμό και νατουραλισμό, και οι οποίοι διατείνονταν ότι είναι ικανοί να κατανοήσουν τη φύση στηριγμένοι σε τρεις βασικές αρχές: την ατομική θεωρία της ύλης, την αρχή διατήρησης της ενέργειας και τη βιολογική εξέλιξη των ειδών. Τυπικό υπόδειγμα τέτοιου δημοφιλούς διανοουμένου της εποχής, υπήρξε ο T.H. Huxley, ο οποίος κάποτε έδωσε μια διάλεξη όπου αμφισβητούσε τα γεγονότα της Ανάστασης του Χριστού, όπως τα αφηγούνται τα χριστιανικά Ευαγγέλια, υιοθετώντας μια διερευνητική στάση (από φυσιολογική σκοπιά) ως προς το αν ο Ιησούς Χριστός πέθανε πραγματικά πάνω στον σταυρό.
Ο Huxley υπήρξε αγνωστικιστής (θεωρείται μάλιστα ο εφευρέτης αυτού του όρου) και διατεινόταν ότι οφείλει κανείς να τηρεί ουδέτερη στάση όταν αγνοεί κάτι. Δεν ήταν όμως άθεος, με τη σημερινή σημασία, αφού δεχόταν ως δυνατή τη συμφιλίωση επιστήμης και θεολογίας, με την προϋπόθεση πως δεν θα εισχωρεί η μια στις επικράτειες της άλλης. Έκτοτε όμως, η επιστήμη θεωρήθηκε ως ο απόλυτος εγγυητής της αλήθειας και κάθε άλλη γνωστική δραστηριότητα όφειλε να προσαρμοστεί σε αυτή για να θεωρείται έγκυρη.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Lightman, ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, όταν οι μη θρησκευόμενοι αλλά διαλλακτικοί απέναντι στην πίστη επιστήμονες, όπως ο Stephen Jey Gould, επιχειρούν μια συμφιλίωση των δύο τομέων στη βάση του διαχωρισμού επικρατειών, προϋποθέτουν ως δεδομένο ότι αυτός ο διαχωρισμός γίνεται από την επιστήμη, η οποία θεωρείται αυτόχρημα ως η μοναδική έγκυρη μορφή γνώσης.
Αυτό συνέβη και στην ακαδημαϊκή χριστιανική θεολογία, η οποία δέχτηκε τα πυρά της κριτικής για τους διάφορους υπερφυσικούς ισχυρισμούς της. Σύμφωνα μάλιστα με τον Lightman, ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, όταν οι μη θρησκευόμενοι αλλά διαλλακτικοί απέναντι στην πίστη επιστήμονες, όπως ο Stephen Jey Gould, επιχειρούν μια συμφιλίωση των δύο τομέων στη βάση του διαχωρισμού επικρατειών, προϋποθέτουν ως δεδομένο ότι αυτός ο διαχωρισμός γίνεται από την επιστήμη, η οποία θεωρείται αυτόχρημα ως η μοναδική έγκυρη μορφή γνώσης. Δηλαδή προϋποθέτουν τον φιλοσοφικό νατουραλισμό και τον επιστημονισμό. Στη θρησκεία παραχωρείται απλώς «ό,τι περισσεύει» από το πεδίο ελέγχου των επιστημών.
Γεγονός είναι πάντως ότι η νεώτερη επιστήμη συγκροτήθηκε εξαρχής ως πολεμική ενάντια στη μεταφυσική του σχολαστικισμού (εδώ μπορεί κανείς να συμβουλευτεί και τη μνημειώδη δίτομη μελέτη του Παναγιώτη Κονδύλη, Η κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, που επανεκδόθηκε πριν λίγα χρόνια από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Αντίστοιχα, ο νεότερος φιλελευθερισμός προέκυψε αμφισβητώντας την εξουσία της κληρονομικής αριστοκρατίας στην Ευρώπη και τη συντηρητική ιδεολογία της (και πάλι εδώ μπορεί να βρει κανείς χρήσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες στον Κονδύλη). Τόσο η νεότερη επιστήμη όσο και ο σύγχρονος φιλελευθερισμός, θεωρεί, προέκυψαν από τον εξοβελισμό της μεταφυσικής και θεολογίας στους Νεότερους Χρόνους. Σήμερα, η πλέον δημοφιλής έκφραση του επιστημονισμού είναι το κίνημα του Νέου Αθεϊσμού (NewAtheism), το οποίο πρεσβεύει έναν μαχητικό αθεϊσμό που επιδιώκει την εξαφάνιση των θρησκειών, όπως μας πληροφορεί το άρθρο του D.C. Schindler.
Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο φιλελευθερισμός και η επιστήμη μοιάζουν σημαντικά, διότι προβάλλουν έναν χαρακτήρα μετριοπάθειας και αυτοπεριορισμού, που αποκλείει οτιδήποτε βρίσκεται εκτός αυτού και το υπερβαίνει. Στηριγμένος μάλιστα στην κλασική πραγματεία Vita activa, της Hannah Arendt, o Schindler αποδίδει αυτή την τάση στη στροφή στο υποκείμενο, που πραγματοποιήθηκε κατά τους Νεότερους Χρόνους, και σύμφωνα με την οποία τότε σημειώθηκε ιστορικά ένα ρήγμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον εξωτερικό κόσμο, για τον οποίο εκείνος ένιωθε στο εξής γνωσιοθεωρητική δυσπιστία. Αίτιες ήταν κυρίως: η ανακάλυψη του τηλεσκοπίου, η ανακάλυψη της αμερικάνικης ηπείρου και η προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Ο κίνδυνος του σκεπτικισμού ήταν πλέον ορατός, όπως μαρτυρεί και το καρτεσιανό cogito.
Ο Βρετανός βιολόγος Thomas Henry Huxley, που χαρακτηρίστηκε περιπαικτικά από κάποιους συγκαιρινούς του ως «το μπουλντόνγκ του Δαρβίνου». |
Εξαιτίας της γνωσιοθεωρητικής δυσπιστίας που προέκυψε από αυτά, ο άνθρωπος δεν μπορούσε στο εξής να είναι βέβαιος ότι γνωρίζει κάτι, παρά μόνο αν το έχει (ανα)κατασκευάσει ο ίδιος: είτε μέσω πειράματος (τεχνητή επανάληψη φυσικών διαδικασιών), είτε μέσω της χρήσης μαθηματικών (νοητική ανακατασκευή). Το ιδανικό έγινε ο homo faber, ο αλλοτριωμένος άνθρωπος που εργαλειοποιεί και εξουσιάζει τη φύση για τις δικές του επιθυμίες και ανάγκες. Εξαιτίας όλων αυτών, καταλήγει ο Schindler, συμπληρώνοντας την οπτική της Arendt, η προληπτική μετριοπάθεια γίνεται ανίκητη αυτοπροστασία και η επιστήμη τείνει να διεκδικεί για τον εαυτό της όλο και μεγαλύτερο μέρος του επιστητού, όπως ο φιλελευθερισμός τείνει να επιβάλλεται σε διαρκώς περισσότερες πτυχές του ανθρωπίνου βίου. Επομένως, θεωρεί ότι η διάκριση ανάμεσα σε επιστήμη και επιστημονισμό είναι στην πράξη ανέφικτη.
Πώς προέκυψε όμως η σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας; Ο «μύθος περί σύγκρουσης» προέκυψε στον αγγλοσαξονικό χώρο τον 19ο αιώνα, μας λέει ο John Milibank. Αξίζει να σημειωθεί πως η νεότευκτη φυσική του 17ου αιώνα ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο μιας θεολογικής συζήτησης και αν τελικά θριάμβευσε, αυτό ως έναν βαθμό συνέβη και για θεολογικούς λόγους. Ο Milibank αναλύει διεξοδικά τον ρόλο της αναγεννησιακής μαγείας στην επικράτηση της νεότερης επιστήμης. Παρεμπιπτόντως, πολύπλευρα σημαντικός όσον αφορά την αρχική εδραίωση της επιστήμης ήταν και ο ρόλος του θεολογικού προτεσταντισμού, ο οποίος (ήδη με τον ιδρυτή του, τον Λούθηρο) έσπευσε να καταδικάσει τον σχολαστικισμό και τον ίδιο τον Αριστοτέλη, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο σε μια νέα σύλληψη του κόσμου μας. Δεν είναι τυχαίο, γράφει ο Peter Harrison στο τρίτο άρθρο του και ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα του παρόντος τόμου, το ότι μερικοί από τους πρώτους υποστηρικτές του νέου οράματος περί επιστήμης, αλλά και επιστήμονες, ήταν προτεστάντες.
Αξίζει να σημειωθεί πως η νεότευκτη φυσική του 17ου αιώνα ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο μιας θεολογικής συζήτησης και αν τελικά θριάμβευσε, αυτό ως έναν βαθμό συνέβη και για θεολογικούς λόγους. Ο Milibank αναλύει διεξοδικά τον ρόλο της αναγεννησιακής μαγείας στην επικράτηση της νεότερης επιστήμης.
Σύμφωνα με τον Milibank, κατά τη γέννηση της νεότερης επιστήμης, συναγωνίζονταν μεταξύ τους τρεις κοσμοθεωρίες: η μαγεμένη εμμενειοκρατία, ο απομαγευμένος μονοθεϊσμός και ο μαγευμένος μονοθεϊσμός. Δεν υπήρχε δηλαδή μόνο η μάγευση και η απομάγευση, σαν δύο διακριτά και αλληλοσυγκρουόμενα οράματα, με τη χριστιανική πίστη να είναι το πρώτο και την επιστήμη να είναι το δεύτερο, όπως νομίζουν πολλοί. Στην Αναγέννηση αναδύθηκε ένα νέο ενδιαφέρον για τη φυσική μαγεία, δηλαδή την τέχνη να ενισχύεις ορισμένες φυσικές διαδικασίες, βάσει των σχέσεων «συμπάθειας» (αλληλεπίδρασης) των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου μεταξύ τους.
Όχι απλώς λοιπόν δεν ήταν άθεοι υλιστές και επιστημονιστές, όπως μερικοί σημερινοί θιασώτες τους, αλλά συγκρότησαν πρωτότυπα πανθεϊστικά συστήματα με τα οποία πλαισίωναν τις επιστημονικές θεωρίες τους. Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν και ο Bruno, που θεωρήθηκε αιρετικός από την Εκκλησία και θανατώθηκε, άσχετα αν η αιτία συχνά λησμονείται σήμερα και αρκετοί προβάλλουν αναδρομικά στο πρόσωπό του έναν εικονοκλάστη επιστήμονα, τροφοδοτώντας έτσι τον μύθο της σύγκρουσης.
Σήμερα, καταλήγει ο Milibank κυριαρχεί όμως ένα τέταρτο όραμα: ο απομαγευμένος αθεϊσμός, ιδιαίτερα δημοφιλής σήμερα παρά τη ρηχότητα και την αφέλειά του. Το σημείο τομής ανάμεσα σε θρησκεία και επιστήμη αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, η «μαγεία». Επομένως, η φιλοσοφική αναζωπύρωση ενός «μαγεμένου μονοθεϊσμού», στα αναγεννησιακά πρότυπα αλλά χωρίς τυφλό μιμητισμό, φαίνεται να είναι σήμερα το ζητούμενο, για τον Άγγλο θεολόγο και ιδρυτή του κινήματος της Ριζοσπαστικής Ορθοδοξίας. Αυτά και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία θα διαβάσει ο αναγνώστης σε αυτό το βιβλίο, το οποίο, ανεξαρτήτως του αν θα συμφωνήσει κανείς μαζί του ή όχι, σίγουρα αποτελεί μια αξιόλογη πνευματική πρόκληση για κάθε σύγχρονο άνθρωπο.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Πέρα από την Επιστήμη και τη Θρησκεία
Νέες φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ
Επιμ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΗΤΡΑΛΕΞΗΣ,
PAUL TYSON, PETER HARRISON
ΡΟΠΗ 2020
Σελ. 256, τιμή εκδότη €15,90
Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων
του τόμου είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένας επιστήμονας ο οποίος είναι και χριστιανός μπορεί να χρησιμοποιήσει τα συμπεράσματα της επιστήμης για να θεωρητικολογήσει για την εγκυρότητα των μεταφυσικών του πεποιθήσεων, αρκετοί επιστήμονες παίρνουν την πρωτοβουλία να ερμηνεύσουν τα ευρήματα με τρόπο που τα μετατρέπει σε μεταφυσικές διδασκαλίες – διδασκαλίες σχετικά με το νόημα, την αιτία και τον σκοπό της ζωής. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο πρώτος έχει επίγνωση του γεγονότος ότι αναφέρεται στη “θρησκεία”, ενώ οι τελευταίοι πιστεύουν ότι οι μεταφυσικές πεποιθήσεις τους είναι “απλώς επιστήμη”. Έτσι, η συζήτηση και διαμάχη για την επιστήμη και τη θρησκεία γίνεται ακριβώς η αρένα όπου η επιστήμη μετατρέπεται σε θρησκεία, επιχειρώντας να απαντήσει σε ερωτήματα που δεν σχετίζονται με τις μεθόδους και τους στόχους της επιστήμης. Προτάσεις όπως “το σύμπαν είναι εντελώς τυχαίο και χωρίς νόημα”, “το μόνο νόημα στη ζωή συνίσταται στην αναπαραγωγή των γονιδίων” και τα παρόμοια είναι καθαρή “θρησκεία”- και μάλιστα αρκούντως παιδαριώδης “θρησκεία”». (σελ. 87)